Книга: Ο Θρύλος του Χούμα



Ο Θρύλος του Χούμα

Ο Θρύλος του Χούμα

Richard A. Knaak

Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στην άκρη του κόσμου

Ένας κυνηγημένος Ιππότης που αναζητά την αλήθεια

Φιλόδοξοι αφέντες των δράκων που αντιμάχονται ο ένας τον άλλο

Μια τρομερή στρατιά στις προσταγές ενός στυγερού ηγέτη

…και μια μοναχική πόλη στο μάτι του κυκλώνα.

Ο Θρύλος του Χούμα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είναι πολύ σπάνιο το γεγονός ότι εγώ, ο Άστινους, αρχιιστοριογράφος του Κριν, περιλαμβάνω στα χρονικά μου μια προσωπική σημείωση. Μόνο μια φορά έκανα ξανά κάτι τέτοιο στο πρόσφατο παρελθόν, τότε που ο μάγος Ρέστλιν έφτασε μια ανάσα από το να γίνει μια πανίσχυρη θεότητα, πιο δυνατή ακόμη κι από τον Πάλανταϊν και την Τακίσις. Απέτυχε, διαφορετικά, μάλλον δε θα έγραφα τώρα αυτό εδώ, αλλά ήταν μια αποτυχία που άξιζε να αναφερθεί.

Σχολιάζοντας αυτό το γεγονός, συνειδητοποίησα ότι στους παλιότερους από τους τόμους μου είχε γίνει ένα πολύ μεγάλο λάθος. Από το γραφικό χαρακτήρα υποπτεύθηκα ότι κάποιος Πάουλους Βάριους, βοηθός μου κάπου τρεις αιώνες πριν και περισσότερο γνωστός για την αδεξιότητά του παρά για την ικανότητά του στην τήρηση αρχείων, πρέπει να είχε καταστρέψει κατά λάθος ένα μέρος από τρεις ή τέσσερις παλιότερους τόμους και να είχε αντικαταστήσει τις καταστραμμένες σελίδες με αυτό που κατά τη γνώμη του ήταν το ακριβές αντίγραφο. Δεν ήταν όμως.

Το σφάλμα αφορά τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στις εποχές που τώρα αποκαλούμε Εποχή του Φωτός και Εποχή της Ισχύος. Το Έργκοθ, για παράδειγμα, ήταν μια αυτοκρατορία πολύ αρχαιότερη απ’ ό,τι αναφέρεται στην ψευδή ιστορία. Στην πραγματικότητα, ο Βίνους Σολάμνους διοικούσε τις στρατιές του Έργκοθ το 2692 π.Κ. και όχι δεκατέσσερις αιώνες αργότερα, όπως ισχυρίζεται η ψευδής ιστορία. Ο Δεύτερος Πόλεμος των Δράκων, που λαθεμένα ο Πάουλους Βάριους σημειώνει ως Δεύτερο και Τρίτο, επειδή κράτησε σαράντα πέντε χρόνια, τελείωσε το 2645 π.Κ. Εδώ είδα για πρώτη φορά τα σοβαρά σφάλματα ανοίγοντας τις σελίδες που αφορούσαν τον Χούμα, Ιππότη της Σολάμνια, έναν άντρα από σάρκα ολότελα θνητή, που αντιμετώπισε και νίκησε την Τακίσις, θεά του Κακού, τη δρακοβασίλισσα. Μετά το τέλος του Δεύτερου Πολέμου των Δράκων είχα σκοπό να καταγράψω τα ανδραγαθήματα του Χούμα, αλλά –όπως συμβαίνει πάντα– το μυαλό μου ήταν στη δουλειά μου.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ξόδεψα περισσότερο χρόνο απ’ όσο σκόπευα αρχικά. Ίσως γιατί κι εγώ επίσης ένιωσα κάποια ανακούφιση μετά τη μάχη, επειδή έως κάποιο βαθμό ήμουν έτοιμος να κλείσω τον τελευταίο τόμο αυτής της παγκόσμιας ιστορίας. Θα ήταν ντροπή όμως, αφού η συλλογή μου εκείνης της περιόδου αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μονάχα τόμους. Γι’ αυτό και μόνο θυμάμαι τον Χούμα.

Ευτυχώς, η ιστορία του είναι ακόμα άθικτη σ’ αυτό τον τόμο, κι εγώ θα την αφήσω να μιλήσει για λογαριασμό του.

Άστινους του Παλάνθας 360 μ.Κ.

Κεφαλαίο 1

Ο στρατός, προχωρώντας δυτικά κατά το Κάιρ, πέρασε μέσα από ένα χωριό. Το χωριό το έλεγαν Σέρινταν και είχε χτυπηθεί από την πανούκλα, το λιμό και την τρέλα, που το πλάκωσαν με τη σειρά, σκοτώνοντας πολλούς κατοίκους του. Πριν από καιρό, ζωή ολάκερη, το χωριό ήταν πλούσιο. Τώρα καλύβες και αυτοσχέδια καταλύματα στέκονταν στη θέση των πλίθινων κτιρίων, που είχαν καταρρεύσει από τις επιδρομές των γκόμπλιν και τις λεηλασίες των μαύρων δράκων. Για κάποιο λόγο, δεν το είχαν καταστρέψει. Συνέχιζε να φθίνει, όμοια με τον κόσμο που προσπαθούσε να ζήσει σε αυτό.

Η εμφάνιση μιας φάλαγγας ιπποτών δε χαροποίησε ιδιαίτερα το χωριό. Μάλιστα, οι ντόπιοι δυσανασχέτησαν βλέποντας τους καβαλάρηδες και τους πεζούς να παρελαύνουν στο λασπερό μονοπάτι που αποτελούσε αυτό που το χωριό ονόμαζε δρόμο. Οι τσακισμένοι από τη βιοπάλη ντόπιοι βαρυγκωμούσαν για τη ζωή που πίστευαν πως ζούσαν οι Ιππότες της Σολάμνια, μια ζωή που θεωρούσαν πολύ καλύτερη από αυτό που αντιμετώπιζαν καθημερινά οι ίδιοι.

Στην κεφαλή της φάλαγγας, λαμπερός μέσα στην πανοπλία του, που αποτελούνταν από κρίκους και πλάκες μετάλλου, προχωρούσε έφιππος ο Άρχοντας Όσγουολ του Μπάξτρι. Το πολύπλοκο σχέδιο των ρόδων που διακοσμούσε το θώρακά του αποκάλυπτε πως ήταν μέλος της τάξης της Σολάμνια που είχε το ίδιο αυτό λουλούδι για σύμβολό της. Ο πορφυρός μανδύας που χυνόταν στην πλάτη του ήταν στερεωμένος με μια πόρπη που έμοιαζε με αλκυόνα με μισάνοιχτα φτερά και μια κορόνα στο κεφάλι. Κάτω από το πουλί, πιασμένο σφιχτά από τα γαμψά του πόδια, υπήρχε ένα σπαθί με ένα ρόδο πάνω του.

Οι περισσότεροι ιππότες ήταν ντυμένοι όπως ο Άρχοντας Όσγουολ, αν και οι πανοπλίες τους ήταν πιο φθαρμένες και, σε σύγκριση με τους αρχηγούς τους, οι μανδύες τους ήταν πιο απλοί. Ο μανδύας του Άρχοντα Όσγουολ ήταν σύμβολο του αξιώματος του – Υψηλός Πολεμιστής, άρχοντας του Τάγματος του Ρόδου και, προς το παρόν, υπαρχηγός του Μεγάλου Μάγιστρου που κυβερνούσε ολόκληρη την Ιπποσύνη.

Καθώς περπατούσαν, ο Υψηλός Πολεμιστής έριξε μια γρήγορη ματιά στον ιππέα πλάι του. Λες και είχαν βγει από το ίδιο καλούπι, με τα γερακίσια χαρακτηριστικά τους και τα μακριά, χυτά μουστάκια τους που τόσο άρεσαν στους ιππότες. Τα χαρακτηριστικά του Όσγουολ όμως ήταν σημαδεμένα από το χρόνο και από μια καλύτερη κατανόηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσε, ενώ ο άλλος –νεότερος κάπου είκοσι τόσα χρόνια– πίστευε ακόμη ακράδαντα ότι ο ίδιος ήταν που θα άλλαζε τον κόσμο. Στην πραγματικότητα ήταν συγγενείς. Ο Μπένετ ήταν ανιψιός του, γιος του Τρέικ, του ίδιου του Μεγάλου Μάγιστρου. Η αλαζονεία που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του έδειχνε ότι έβλεπε ήδη τον εαυτό του ως διάδοχο του πατέρα του.

Ο Άρχοντας Όσγουολ έλπιζε ότι μέχρι τότε ο Μπένετ θα έχει γίνει περισσότερο μετριοπαθής. Ο νεαρός ιππότης πίστευε ότι οι ιππότες υπάκουαν στο θέλημα του Πάλανταϊν και, συνεπώς, μια και ο σκοπός τους ήταν δίκαιος, θα θριάμβευαν. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήξερε ότι δε γινόταν πάντα έτσι.

Η έκφραση των υπόλοιπων ιπποτών της φάλαγγας ήταν καλά προετοιμασμένη – μια μάσκα αδιαφορίας. Σύντομα θα μάθαιναν τη σκληρή αλήθεια του κόσμου. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήξερε ότι οι νεότεροι ιππότες –όπως και πολλοί παλιότεροι– έβλεπαν ακόμη τους εαυτούς τους σαν ήρωες, ήρωες ενός κόσμου ήδη χαμένου.

Ένας ειδικά, σκέφτηκε ο Άρχοντας Όσγουολ και άνοιξε το στόμα του.

«Ρέναρντ!» φώναξε. «Εδώ, μπροστά!»

Ο Χούμα είδε τον ψηλό, σχεδόν λιπόσαρκο ιππότη να προχωρεί με το άλογό του. Για να θέλει ο Άρχοντας Όσγουολ να μιλήσει στον Ρέναρντ, κάτι θα συνέβαινε. Αυτό το κάτι μπορεί να αφορούσε και τον ίδιο τον Χούμα, γιατί ο Ρέναρντ φαινόταν να τον παρακολουθεί στενά, κι ας είχε ματώσει ήδη το σπαθί του ο Χούμα. Ίσως, όπως και ο ίδιος ο Χούμα, ο Ρέναρντ να πίστευε ότι ο ίδιος δεν έπρεπε ποτέ να έχει γίνει δεκτός στις τάξεις των ιπποτών.

Ο Χούμα αναπήδησε καθώς το άλογό του σκόνταψε στη λάσπη. Η προσωπίδα της περικεφαλαίας του έκλεισε απότομα μπροστά του, ξαφνιάζοντάς τον. Την έπιασε και την ανασήκωσε, αφήνοντας το δροσερό άνεμο να του χαϊδέψει τα όμορφα, αν και κάπως ταλαιπωρημένα, χαρακτηριστικά. Αν και το μουστάκι του δεν ήταν τόσο μεγαλόπρεπο όσο του Μπένετ ή του Υψηλού Πολεμιστή, το ελαφρύ γκρίζο που το στόλιζε, πρόωρα, του έδινε κάποια αξιοπρέπεια, όπως και τα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν απροσδόκητα απαλό, τόσο που συχνά οι άλλοι σχολίαζαν τα νιάτα του, αλλά όχι όταν ο ίδιος βρισκόταν κοντά τους.

Ο Χούμα δεν μπορούσε να μην κοιτάζει τα βρόμικα, κουρελιασμένα ρούχα των γυναικόπαιδων του Σέρινταν. Ακόμα και η δική του πανοπλία, φθαρμένη όπως ήταν και πολύ λιγότερο πλουμιστή από του Άρχοντα Όσγουολ, έμοιαζε φτιαγμένη από χρυσάφι αν τη σύγκρινες με αυτά που φορούσαν. Τα κουρέλια τους κρέμονταν αποδώ κι αποκεί, και ο Χούμα αναρωτήθηκε κάθε πότε έτρωγαν και πόσο – και τι άραγε. Ο επαναστάτης που έκρυβε μέσα του ήθελε να πάρει το σακίδιο από τη σέλα του και να το πετάξει στους χωρικούς. Ας έτρωγαν εκείνοι τις μερίδες που υπήρχαν εκεί μέσα. Θα ήταν μάλλον το καλύτερο γεύμα τους εδώ και βδομάδες.

«Προχώρα εσύ!» βρυχήθηκε ο ιππότης πίσω του – και ο Χούμα συνειδητοποίησε πόσο πραγματικά κοντά είχε φτάσει να τους πετάξει το φαγητό του. Ήξερε πως ήταν λάθος, σύμφωνα με τους κανόνες της Ιπποσύνης, αλλά εξακολουθούσε να το θέλει με όλη του την ψυχή. Άλλο ένα δείγμα της ανεπάρκειάς του, σκέφτηκε αναστενάζοντας και αναρωτήθηκε γιατί είχε γίνει άραγε δεκτή η αίτησή του να γίνει ιππότης.

Τις σκέψεις του διέκοψε ο Ρέναρντ. Όπως ο Χούμα, έτσι και ο γεροντότερος ιππότης είχε μια ασπίδα που τα σημάδια της δήλωναν το βαθμό του στο Τάγμα του Στέμματος. Ο Ρέναρντ όμως είχε πολλά χρόνια πρακτικής εμπειρίας και γι’ αυτό ήταν δικαιωματικά διοικητής. Η προσωπίδα του έκρυβε τα πάντα –εκτός από τα δύο διαπεραστικά, παγερά γαλάζια μάτια– και σου επέτρεπε μονάχα να μαντέψεις το πρόσωπό του. Ο Ρέναρντ είχε λιγοστούς φίλους, ακόμη και μέσα στο Τάγμα του Στέμματος.

Ο Ρέναρντ ανταπόδωσε τη ματιά του Χούμα κι ύστερα κοίταξε το τμήμα συνολικά. «Γκέινορ. Χούμα. Τρίλεϊν…» Γάβγισε οκτώ ονόματα. «Βγείτε από τη φάλαγγα για περιπολία.»

Τα λόγια του δεν πρόδιδαν κανένα συναίσθημα. Ο Ρέναρντ ήταν μεθοδικός. Η στρατηγική του ήταν μεγάλης εμβέλειας. Σε καιρό πολέμου δεν μπορούσες να βρεις καλύτερο αρχηγό. Κι όμως η παρουσία του πάγωνε ένα κομμάτι της ψυχής του Χούμα.

«Ο Άρχοντας Όσγουολ θέλει να ψάξετε τα ξερά δάση στα νότια. Μπορεί να υπάρχουν γκόμπλιν ή και ογκρ. Πρέπει να γυρίσουμε στη φάλαγγα πριν δύσει ο ήλιος.» Ο Ρέναρντ σήκωσε στιγμιαία τα μάτια του στον πάντα συννεφιασμένο ουρανό. Φαινόταν μονίμως έτοιμος για βροχή, αλλά δεν έβρεχε ποτέ. «Πριν σκοτεινιάσει ολότελα. Δε θέλουμε να βρεθούμε στο δάσος νύχτα. Όχι τόσο κοντά στα δυτικά σύνορα. Καταλάβατε;» Οι ιππότες έγνεψαν καταφατικά και ο Ρέναρντ έστρεψε το άλογό του (ένα ψηλό, ωχρό ζώο που έμοιαζε πολύ με τον αναβάτη του) και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν.

Μέσα σε λίγα λεπτά –ευτυχώς– βρέθηκαν μακριά από το Σέρινταν. Το έδαφος ήταν σκληρό και τα άλογα δε δυσκολεύονταν να καλπάσουν γρήγορα. Αυτό δεν ήταν περίεργο. Η φωτιά που είχε καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος του δάσους όπου κατευθύνονταν είχε κατακάψει και τα πιο κοντινά χωράφια. Δε θα φύτρωνε κανένας σπόρος για πολλά χρόνια.

Ήταν τόσο ανώφελο μερικές φορές, σκέφτηκε ο Χούμα. Πού ήταν ο Πάλανταϊν; Ο Χούμα απορούσε που ο θεός επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο και έριξε μια ματιά στις στάχτες των σύδεντρων που προσπερνούσε η περίπολος. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα, ο Κριν μπορεί να βρισκόταν κιόλας στα νύχια της Τακίσις.

Έκλεισε σφιχτά το στόμα του. Πώς τολμούσε να αυτοαποκαλείται ιππότης κάνοντας τέτοιες σκέψεις;

Πλησιάζοντας την πρώτη συστάδα των ροζιασμένων, συστρεμμένων δέντρων, οι ιππότες κατέβασαν τις προσωπίδες τους. Από μακριά μπορεί να έμοιαζαν με δαίμονες, καθώς τα κέρατα και τα φτερά που κοσμούσαν τις περικεφαλαίες τους διακρίνονταν καλύτερα τώρα. Όσο πιο πλουμιστές τόσο υψηλότερος ο βαθμός, εκτός από την περίπτωση του Ρέναρντ. Σε απόλυτη συμφωνία με τις συνήθειές του, είχε ένα απλό λοφίο που ξεκινούσε από μπροστά και έφτανε μέχρι πίσω.

Τα δάση δεν ήταν παρά άλλο ένα θλιβερό θύμα του ατέλειωτου πολέμου που σάρωνε την ήπειρο του Άνσαλον. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πώς να ήταν αυτή η γη πριν από την καταστροφή της από τα πλάσματα της δρακοβασίλισσας. Τα νεκρά δέντρα έδιναν στο δάσος μια κακόβουλη όψη. Η περίπολος προχωρούσε με ασυνήθιστη ένταση. Τα βλέμματα στρέφονταν τριγύρω και ο κάθε ιππότης προσπαθούσε να εντοπίσει τον εχθρό πίσω από κάθε μαυρισμένο κορμό.

Ο Χούμα έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του. Για μια στιγμή μια κίνηση φάνηκε να τραβάει την προσοχή του. Λύκος; Σε αυτό τον ερημότοπο; Οι ιππότες προχώρησαν και δεν είδε άλλη κίνηση. Τα νεύρα του θα ήταν. Δεν υπήρχε ζωή σε αυτά τα δάση. Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο θλίψη.

Ο Ρέναρντ τούς έγνεψε να σταματήσουν υψώνοντας το χέρι. Ακόμα κι εκείνος φαινόταν απρόθυμος να μιλήσει, λες και η φωνή του θα απελευθέρωνε κάποια ανεπιθύμητη παρουσία.

«Χωριστείτε. Εσείς οι τέσσερις στα δεξιά μου» είπε γνέφοντας στον Χούμα και σε άλλους τρεις. «Οι άλλοι στ’ αριστερά μου.» Τράβηξε το σπαθί του.

Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν και πήραν τις θέσεις τους, με έναν άντρα ανάμεσα στον Χούμα και τον αρχηγό της περιπόλου. Ο Ρέναρντ έδωσε το σύνθημα για να προχωρήσουν. Οι ιππότες κινούνταν αργά αλλά σταθερά.

Το δάσος παρέκαμπτε ένα λόφο, έναν από τους λιγοστούς που υπήρχαν στην περιοχή. Αν καραδοκούσαν εκεί γύρω τίποτα ογκρ ή γκόμπλιν, εκεί θα έπρεπε να βρίσκονται. Ο Ρέναρντ έδειξε τον ιππότη στα αριστερά του Χούμα και τον έστειλε μπροστά. Οι υπόλοιποι στάθηκαν και περίμεναν. Ο ανιχνευτής κατέβηκε από το άλογό του και προχώρησε προς την κορυφή του υψώματος. Οι υπόλοιποι τον παρακολούθησαν ανήσυχοι να κρυφοκοιτάζει πάνω από την κορυφή. Ύστερα, όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε, γύρισε κοντά τους. Ο Χούμα, που κρατούσε τα χαλινάρια του αλόγου του, του τα ξανάδωσε.

«Λοιπόν;» ρώτησε σιγά ο Ρέναρντ.

«Γκόμπλιν. Τρώνε οι ασχημομούρηδες. Περίπολος λείας, μου φαίνεται. Πρέπει να είναι τουλάχιστον είκοσι. Όχι πάνω από δυο-τρεις ντουζίνες, θα έλεγα.»

Ο Ρέναρντ έγνεψε ικανοποιημένος. «Τίποτα που να μην μπορούμε να χειριστούμε.» Ο Χούμα ευχαρίστησε τον Πάλανταϊν που η προσωπίδα του έκρυβε την ανήσυχη έκφραση του. Ο Ρέναρντ έδειξε τον ανιχνευτή, τον Χούμα και τους δυο ιππότες στα δεξιά του τελευταίου. «Κάντε κύκλο από τα δεξιά. Εμείς θα πάμε από αριστερά. Μόλις ακούσετε κουκουβάγια, ορμήστε. Χούμα, εσύ θα είσαι επικεφαλής της ομάδας σου.»

Μερικοί από τους ιππότες σάλεψαν με δυσφορία, αλλά κανείς δεν είπε το παραμικρό. Ο Χούμα κοίταξε τις προσωπίδες των τριών συντρόφων του και δε δυσκολεύτηκε να δει τα πρόσωπά τους. Παραλίγο να ζητήσει να πάρει άλλος τη θέση του, αλλά ο Ρέναρντ οδηγούσε ήδη μακριά τη δική του ομάδα.

Ο Χούμα αποφάσισε να μη μιλήσει και έστρεψε κι εκείνος το άλογό του. Ό,τι κι αν ένιωθαν μέσα τους, οι τρεις άντρες ήταν Ιππότες της Σολάμνια, τους είχε δοθεί μια διαταγή και θα υπάκουαν. Προς μεγάλη του ανακούφιση, τον ακολούθησαν αδιαμαρτύρητα.

Η πορεία δεν ήταν μεγάλη, αλλά ήταν αργή κι όλο προφύλαξη. Τα γκόμπλιν ήταν τσαπατσούλικα σε κάθε έκφραση της ζωής τους, ακόμη και στα στρατιωτικά θέματα, αλλά μπορεί να είχαν κάποιο εφευρετικό αρχηγό που να είχε σκεφτεί να τοποθετήσει σκοπούς. Γενικά τα γκόμπλιν δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τα σχέδια των πολεμάρχων της δρακοβασίλισσας παρά μόνο ως διαγουμιστές. Ωστόσο, η επίγνωση αυτού του γεγονότος, μαζί με την επίγνωση ότι τα γκόμπλιν ήταν πολύ αδέξια στη μάχη, ανησυχούσε πολύ τον Χούμα.

Δεν είδε πουθενά φρουρούς και τόλμησε να ξεπεζέψει και να επιθεωρήσει τον καταυλισμό των γκόμπλιν από ένα μικρό ύψωμα. Το να αποκαλέσεις αυτά τα πλάσματα «άσχημα» ήταν απλός φιλοφρόνηση. Το δέρμα τους ήταν αρρωστιάρικο πράσινο και τα δόντια τους ξεπρόβαλλαν από κάθε σημείο του στόματός τους, ενώ τα μάτια τους του θύμιζαν μάτια βατράχου. Ήταν κοντόχοντρα και κακοφτιαγμένα, αλλά ήταν και πολύ δυνατά. Πολλά έφεραν τσεκούρια κι ένα-δυο κρατούσαν κάτι αυτοσχέδια τόξα. Οι πανοπλίες τους ήταν ένας συνδυασμός απ’ ό,τι μάζευαν στα πεδία των μαχών.

Ενώ ο Χούμα τα παρακολουθούσε, ένα γκόμπλιν πλησίασε τρέχοντας αυτόν που έμοιαζε για αρχηγός τους και ο οποίος ήταν διπλάσιος σε μέγεθος και ασχήμια από τους υποτακτικούς του. Το μικρότερο γκόμπλιν ψιθύρισε κάτι στον περιπολάρχη, ο οποίος αγρίεψε και άρχισε να βροντοφωνάζει διαταγές.

Ο Χούμα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ο καινούριος ή ήταν σκοπός ή είχε απομακρυνθεί από τον καταυλισμό για κάποιο λόγο. Ό,τι κι αν συνέβαινε, τα γκόμπλιν έδειχναν να έχουν καταλάβει ότι ο Ρέναρντ και οι υπόλοιποι έρχονταν από την άλλη μεριά, και ετοιμάζονταν για μάχη. Μέσα σε δευτερόλεπτα, τα συνήθως ανοργάνωτα γκόμπλιν είχαν πάρει θέση επίθεσης, πράγμα που σήμαινε ότι, σε συνδυασμό με το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ο Ρέναρντ και οι δικοί του θα έχαναν σίγουρα τη μάχη. Δεν προλάβαινε να στείλει κάποιον να τους ειδοποιήσει.

«Έτοιμοι!» ψιθύρισε ο Χούμα ιππεύοντας ξανά. Με το σπαθί στο χέρι, στράφηκε στους υπόλοιπους. «Επίθεση τώρα!»

«Τώρα;» ρώτησε ένας από τους υπόλοιπους. Οι τρεις ιππότες αλληλοκοιτάχτηκαν και ύστερα στράφηκαν στον Χούμα.

Ο Χούμα δεν είχε χρόνο για δισταγμούς. Με το σπαθί και την ασπίδα έτοιμη, σπιρούνισε τα πλευρά του αλόγου του. Το άλογο όρμησε και ο Χούμα, κραδαίνοντας το σπαθί του πάνω από το κεφάλι του, φώναξε το σύνθημα της επίθεσης.

«Πάλανταϊν!»

Το θάρρος του ξάφνιασε και τον ίδιο, αλλά όχι περισσότερο από τα γκόμπλιν. Σαν ένα σώμα, τα πλάσματα στράφηκαν να αντιμετωπίσουν την απροσδόκητη αυτή απειλή. Το άλογο όρμησε στο κέντρο του καταυλισμού και το σπαθί του ιππότη κατέβηκε κιόλας πάνω στο πλησιέστερο γκόμπλιν. Το γκόμπλιν σήκωσε τη σκουριασμένη του σπάθα σε κάτι που έμοιαζε με απόκρουση, αλλά το χτύπημα του Χούμα τσάκισε πρώτα το όπλο κι ύστερα τον ιδιοκτήτη του.

Μοναδική επιθυμία του Χούμα ήταν να σφάξει όσο περισσότερα γκόμπλιν μπορούσε, για να βοηθήσει τον Ρέναρντ και τους άντρες του. Άλλο ένα γκόμπλιν έπεσε από το σπαθί του και τότε τα υπόλοιπα όρμησαν στο μοναχικό επιτιθέμενο, τεντώνοντας τα τόξα και υψώνοντας τις λόγχες τους. Ήξερε καλά ότι τα γκόμπλιν δεν είχαν κανένα σκοπό να τον πιάσουν αιχμάλωτο.



Τότε ο Χούμα άκουσε τις κραυγές πίσω του και κατάλαβε ότι και οι άλλοι τρεις είχαν μπει στη μάχη. Τώρα πολεμούσε με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, ξέροντας πως είχε ακόμα ελπίδα να σωθεί. Μερικά γκόμπλιν σκόρπισαν μπροστά στους τέσσερις ιππότες, ενώ τα υπόλοιπα προσπάθησαν να ανασυνταχθούν υπακούοντας σας βιαστικές διαταγές του περιπολάρχη τους.

Κι άλλες πολεμικές ιαχές γέμισαν τον αέρα, και ο Χούμα σήκωσε τα μάτια του αντικρίζοντας τον Ρέναρντ με τους δικούς του να έρχονται από τα νώτα των γκόμπλιν. Εκείνα που είχαν προσπαθήσει να το βάλουν στα πόδια έπεσαν κάτω από τις οπλές των δυνατών πολεμικών αλόγων. Ο Ρέναρντ σκότωσε με το σπαθί του μεθοδικά δύο γκόμπλιν που προσπάθησαν να σταθούν στο δρόμο του κι έπειτα πίεσε το άλογό του να προχωρήσει. Οι κινήσεις του πρόδιδαν σχεδόν ανυπομονησία.

Ένας από τους ιππότες της ομάδας του Χούμα έπεσε από το άλογό του κι ένα βαρύ τσεκούρι τον αποτέλειωσε, πριν προλάβει να αντιδράσει ο Χούμα. Ύστερα από λίγα μόλις δευτερόλεπτα ο Χούμα γκρέμισε με το άλογό του το γκόμπλιν που στεκόταν πάνω από το θύμα του. Το ασκημομούρικο πλάσμα ίσα που πρόλαβε να σηκώσει τα μάτια πριν του χτυπήσουν το κεφάλι οι μπροστινές οπλές του αλόγου, συνθλίβοντάς του το κρανίο.

Τα γκόμπλιν, γνωρίζοντας ότι ήταν χαμένα, πολεμούσαν με σπάνια αποφασιστικότητα. Τρεις καβαλάρηδες μονάχα τους έκλειναν το δρόμο προς την ελευθερία. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να αποκρούσει ένα άγριο χτύπημα. Ένας βέλος τού πέρασε ξυστά από το πρόσωπο.

Ξαφνικά ο αέρας δονήθηκε από ένα ουρλιαχτό.

Κάτι πήδησε πάνω στο περήφανο άλογο του Χούμα. Ο ιππότης είδε στιγμιαία κάτι που έμοιαζε με λύκο – η ομοιότητα όμως τελείωνε στη λευκή ωχρότητα του κορμιού του, λες και το είχαν γδάρει. Τα κίτρινα δόντια που έσταζαν σάλια ήταν μακριά σαν δάχτυλα και κοφτερά σαν λεπίδες. Το άλογο του Χούμα χλιμίντρισε και γύρισε, παρά τις διαμαρτυρίες του αναβάτη του. Τεντώνοντας και τον τελευταίο του μυώνα, το άλογο κάλπασε μακριά από τη μάχη, αδιαφορώντας για τον έξαλλο ιππέα που σφιγγόταν πάνω του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Χούμα ήταν να σφίξει τα ηνία και να κρατηθεί στη σέλα. Ο αχός της μάχης έσβηνε καθώς το αλαφιασμένο άλογο χανόταν όλο και πιο βαθιά στο δάσος που φλεγόταν.

Τι μπορούσε να τρομοκρατήσει έτσι ένα εκπαιδευμένο πολεμικό άλογο; Ασφαλώς όχι κάποιο θηρίο αυτού του κόσμου.

Και τότε ακόμα κι αυτή η σκέψη εξαφανίστηκε από το μυαλό του Χούμα, καθώς το άλογο πέρασε μέσα από μια καμένη συστάδα δέντρων και ο ιππέας του διαπίστωσε ξαφνικά ότι το έδαφος βρισκόταν πολύ-πολύ χαμηλά κάτω από τα πόδια του.

Κεφαλαίο 2

Όταν ο Χούμα ανέκτησε τις αισθήσεις του, ήταν σκοτάδι. Η Λουνιτάρι τρεμόφεγγε αδύναμα απλώνοντας ένα αχνό, άλικο φως. Σαν αίμα, σκέφτηκε ο Χούμα, αλλά έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Αν η Λουνιτάρι βρισκόταν στη χάση, ποιο από τα υπόλοιπα φεγγάρια θα ήταν στη γέμιση; Ο Σολίναρι ήταν άφαντος. Αν ο Νουιτάρι ήταν όντως στη γέμιση, ο Χούμα δε θα το μάθαινε ποτέ. Κανείς δεν έβλεπε το σκοτεινό φεγγάρι – κανείς, εκτός από τους Μελανούς Χιτώνες, εκείνους τους μάγους που λάτρευαν το σκοτεινό θεό της Μαγείας. Το σκοτεινό φεγγάρι ήταν αόρατο για τους κοινούς θνητούς – και ίσως και για εκείνους που ακολουθούσαν το δρόμο της λευκής και της κόκκινης μαγείας επίσης.

Καθώς επανέρχονταν οι αισθήσεις του, άρχισε να αντιλαμβάνεται καλύτερα το περιβάλλον του. Το άλογο κειτόταν από κάτω του με το λαιμό σπασμένο από την πτώση. Η χοντρή επένδυση της πανοπλίας του μαζί με τον όγκο του αλόγου τον είχαν γλιτώσει από το θάνατο.

Προσπάθησε να σηκωθεί και παραλίγο να λιποθυμήσει. Τα γεμίσματα δε στάθηκαν αρκετά για να τον γλιτώσουν από τη διάσειση. Ενώ περίμενε να συνέλθει εντελώς το κεφάλι του, κοίταξε γύρω του.

Τον καιρό που έβρεχε συχνότερα, εκείνο εκεί θα πρέπει να ήταν ποτάμι. Το βάθος του, τουλάχιστον τέσσερις φορές το μπόι του Χούμα, ήταν παραπάνω από αρκετό για να σκοτώσει ένα αφηνιασμένο άλογο, ακόμη κι ένα δυνατό πολεμικό κέλητα.

Η απέναντι όχθη βρισκόταν κάμποσο μακριά. Κρίνοντας από την ασθενική βλάστηση που δύσκολα περιέγραφες σαν φυτά, ο Χούμα υποπτεύτηκε ότι το ποτάμι είχε στερέψει πολλά χρόνια πριν, πιθανόν κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, τότε που η δρακοβασίλισσα προσπαθούσε να κερδίσει μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη ενάντια στους πιστούς του Πάλανταϊν.

Ο Χούμα τόλμησε να προσπαθήσει ξανά να σταθεί όρθιος. Διαπίστωσε ότι αν δεν έσκυβε απότομα και αν δεν κοίταζε κάτω τόσο απότομα, το σφυροκόπημα του κεφαλιού του γινόταν μια απλή ενόχληση. Έχοντας αυτό στο μυαλό του, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του.

«Θεοί.» Η λέξη ήρθε απρόσκλητη, γιατί μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε ότι ήταν μόνος σε εχθρική περιοχή. Οι υπόλοιποι πρέπει να τον θεωρούσαν νεκρό. Νεκρό ή δειλό που το είχε βάλει στα πόδια.

Σηκωνόταν μια ομίχλη που άπλωνε τα κρύα, πουπουλένια της δάχτυλα σε ολόκληρο το φαράγγι. Μπορούσε να περιμένει να περάσει η νύχτα και να πάρει το δρόμο του με το πρώτο φως –πράγμα που σήμαινε ότι θα έπεφτε πάνω σε μια καινούρια περίπολο των γκόμπλιν– ή μπορούσε να ταξιδεύει νύχτα, παρακαλώντας να είναι όμοια τυφλός με τον ίδιο όποιος καραδοκούσε στην πυκνή ομίχλη. Καμιά προοπτική δεν τον ενθουσίαζε, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο.

Διαπίστωσε ότι ο πονοκέφαλός του είχε υποχωρήσει κάπως και έτσι μπορούσε να ψάξει το έδαφος για το σπαθί του. Ήταν εκεί κοντά, άθικτο. Το σακίδιό του ήταν άλλο πρόβλημα. Ένα μέρος του ήταν θαμμένο κάτω από το άλογο και, μολονότι ήταν δυνατός, η θέση του αλόγου ήταν τέτοια που του ήταν αδύνατο είτε να το ανασηκώσει είτε να το κυλήσει στο πλάι. Έπρεπε να αρκεστεί σε λίγες μερίδες φαγητού, ένα κουτί με ίσκα και τσακμακόπετρα και μερικά προσωπικά του αντικείμενα, ό,τι μπόρεσε να βγάλει από την ελεύθερη πλευρά του σάκου.

Δεν του άρεσε η ιδέα να ταξιδεύει νύχτα, αλλά το να ταξιδεύει μόνος μέρα μεσημέρι τού άρεσε ακόμη λιγότερο. Μάζεψε τα πράγματά του και με το σπαθί στο χέρι άρχισε να ανεβαίνει την όχθη του ποταμού. Πιο ψηλά η ομίχλη θα ήταν αραιότερη και, από στρατηγική άποψη, το ψηλό έδαφος ήταν πλεονεκτικότερο. Έτσι έλπιζε τουλάχιστον.


Η ομίχλη δε χειροτέρεψε, ούτε καλυτέρεψε όμως. Ο Χούμα διέκρινε τα περισσότερα άστρα, αλλά στη γη έβλεπε κάπου στα τρία μέτρα κι έβαζε τα δυνατά του για να διακρίνει κάποιες λεπτομέρειες μέσα στην ασθενική προσπάθεια του φεγγαριού να φωτίσει το σαβανωμένο τόπο. Στο αριστερό του χέρι είχε έτοιμο το σπαθί του. Ασπίδα δεν είχε. Θα πρέπει να την έχασε κατά τον άγριο καλπασμό του αλόγου του.

Κάνοντας αυτή τη σκέψη, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί τη δαιμονική μορφή που είχε δει στιγμιαία. Αν αυτό το πλάσμα βρισκόταν κάπου εκεί έξω… Έσφιξε κι άλλο το σπαθί του.

Προχωρούσε περίπου μία ώρα όταν άκουσε τις τραχιές κοροϊδευτικές φωνές. Γκόμπλιν! Βούτηξε πίσω από ένα σάπιο κορμό δέντρου. Δεν τους χώριζαν ούτε δέκα μέτρα. Είχε σωθεί χάρη στην ομίχλη και μόνο. Τρία τουλάχιστον γκόμπλιν –μπορεί και τέσσερα– φαίνονταν να κοροϊδεύουν την τύχη κάποιου. Ενός αιχμαλώτου ίσως. Αν και ένα μέρος του εαυτού του τον προέτρεπε να φύγει για να σωθεί, ένα άλλο απαιτούσε να του δώσει όποια βοήθεια μπορούσε. Γλίστρησε πιο κοντά προσεκτικά κι έστησε αφτί.

Μια γεροντίστικη, βραχνή φωνή του τρύπησε το πονεμένο κεφάλι. «Μου φαίνεται ότι ο πολέμαρχος θα μας ανταμείψει ο ίδιος για τούτο δω.»

Μια βαθύτερη φωνή ενώθηκε με την πρώτη. «Μπορεί να μας τον δώσει τον ταύρο. Θα χαρώ να τον γδάρω και να τον κάνω χαλί. Σκότωσε τον Γκάιβερ.»

«Ποτέ δε συμπάθησες τον Γκάιβερ!»

«Μου χρωστούσε χρήματα! Τώρα δε θα τα πάρω ποτέ!»

Μια τρίτη φωνή τους διέκοψε. «Πώς λέτε να τον σκοτώσουν τα ογκρ;»

Ο Χούμα τέντωσε τ’ αφτιά του κι άκουσε τον ήχο ενός μαχαιριού που ακονιζόταν στην πέτρα. «Πολύ αργά. Ξέρουν πολλές πονηριές για κάτι τέτοιες δουλειές.»

Κάτι αλυσίδες κροτάλισαν και ο Χούμα προσπάθησε να εντοπίσει το σημείο. Κάπου πέρα, στα δεξιά, έτσι του φάνηκε.

«Είναι ξύπνιος.»

«Ας γελάσουμε λιγάκι.»

Οι αλυσίδες κροτάλισαν ξανά και μια φωνή βροντερή και καθαρή τους απάντησε. «Δώστε μου ένα όπλο κι αφήστε με να πολεμήσω.»

«Χα!» γέλασαν τα γκόμπλιν. «Θα σου άρεσε, ε, γελαδοπρόσωπε; Δεν είμαστε βλάκες, ξέρεις.»

«Περιμένετε μέχρι να έρθει κάποιος.» Ξαφνικά η φωνή έγινε μουγκρητό, σαν να κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια. Οι φωνές των γκόμπλιν –τέσσερα ήταν, κατέληξε ο Χούμα– σώπασαν, μέχρι που το μουγκρητό έγινε πνιχτή ανάσα. Οι αλυσίδες κροτάλισαν.

«Για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα το έκανε!»

«Δυο χάλκινα στοίχημα ότι μπορεί.»

«Τι; Βλάκα! Θα στοιχημάτιζες για κάτι τέτοιο;»

«Ο Γκάιβερ θα στοιχημάτιζε.»

Ο Χούμα, απορροφημένος ολότελα από τα γκόμπλιν, παραλίγο να μην ακούσει τον ελαφρύ βηματισμό πίσω του. Όταν τον άκουσε, πίστεψε ότι τον είχαν δει στα σίγουρα. Ο νεοφερμένος όμως συνέχισε να προχωρεί και ο Χούμα συνειδητοποίησε σύντομα ότι το πλάσμα –ένας σκοπός γκόμπλιν– δεν έβλεπε καθόλου καλά μέσα στην ομίχλη. Λίγα ακόμη βήματα όμως και θα βρισκόταν τόσο κοντά του που ούτε η πυκνότερη ομίχλη δεν τον έσωζε.

Μαζεύοντας το κουράγιο του, ο Χούμα έκανε κύκλο πίσω από το φρουρό. Τον ακολουθούσε βήμα-βήμα, μόνο που ο δικός του διασκελισμός ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερος. Σε κάθε του βήμα βρισκόταν όλο και πιο κοντά. Λίγα βήματα ακόμα…

Από το στρατόπεδο αντήχησε ένας θυμωμένος βρυχηθμός. Ιππότης και γκόμπλιν γύρισαν χωρίς να το σκεφτούν και ύστερα, μόλις συνειδητοποίησαν την κατάσταση, απόμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Ο Χούμα ήταν ο πρώτος που αντέδρασε πηδώντας πάνω στο γκόμπλιν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το κάνει να σωπάσει. Το χτύπησε με το σπαθί και το κορμί του και το πλάσμα σωριάστηκε καταγής – όχι όμως πριν βγάλει μια πνιχτή κραυγή.


«Πιγκστίκερ;»

Ο Χούμα βλαστήμησε την τύχη του και απομακρύνθηκε από το πτώμα. Τα γκόμπλιν είχαν πάψει να βασανίζουν τον αιχμάλωτό τους –από τον οποίο προέρχονταν προφανώς τα μουγκρητά– και πλέον προχωρούσαν προσεκτικά προς το μέρος απ’ όπου πίστευαν ότι είχε φωνάξει ο σύντροφός τους.

«Πιγκστίκερ!»

«Θα σκόνταψε ξανά σε καμιά πέτρα.»

«Ε και, τι έγινε λοιπόν; Έσπασε το κεφάλι του; Πιγκστίκερ!»

«Μου φαίνεται ότι πρέπει να μείνω εδώ. Για κάθε ενδεχόμενο.»

«Εδώ είναι ο Σνι. Εσύ θα έρθεις μαζί μας, διαφορετικά θα πάθεις ό,τι και ο ταύρος.»

«Καλά, καλά.»

Τα γκόμπλιν έκαναν περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι χρειαζόταν για να σκεπάσει τα βήματα του Χούμα, και η ομίχλη τον έκρυβε καλά, παρά την απίστευτη σκέψη ενός από τα τέρατα να φέρει ένα δαυλό. Ωστόσο, σε λίγο θα έπεφταν πάνω στο πτώμα του συντρόφου τους και αυτό θα έδινε τέλος στην πλεονεκτική θέση του Χούμα.

Οι ελιγμοί του τον έφεραν κοντά στα σύνορα του καταυλισμού. Του φάνηκε πως είδε μια μεγάλη μορφή κουλουριασμένη καταγής, με μια κερασφόρα περικεφαλαία ίσως στο κεφάλι, αλλά η ομίχλη του έδινε διαστάσεις που δεν ταίριαζαν σε άνθρωπο, ούτε καν σε ξωτικό ή νάνο. Η φωτιά αργόσβηνε. Μια καμπουρωτή σκιά την πλησίασε και ο Χούμα κατάλαβε πως ήταν ένα γκόμπλιν, ο Σνι, που είχε μείνει να φυλάει τον αιχμάλωτο.

Παρά το απαλό φως της φωτιάς, ο Χούμα δεν είχε αυταπάτες σχετικά με τις πιθανότητές του να του ορμήσει στα κρυφά. Το έδαφος μπροστά του δεν του παρείχε καμία κάλυψη και το τρεμουλιάρικο γκόμπλιν γύριζε μια αποδώ και μια αποκεί. Στις χούφτες του ο Χούμα είδε να κρατάει κάτι που έμοιαζε με φονικό τσεκούρι με μακριά λαβή.

Ακούμπησε το ελεύθερο χέρι του πάνω σε κάτι επίπεδες πέτρες και στο θολωμένο του μυαλό άρχισε να σχηματίζεται αμυδρά ένα σχέδιο. Έπιασε μια χούφτα πέτρες και τόλμησε να σταθεί στα τέσσερα. Με μια γοργή προσευχή στον Πάλανταϊν, τις πέταξε στην αντίπερα άκρη του καταυλισμού, μακριά από τον αιχμάλωτο.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, ο φρουρός αντέδρασε όπως περίμενε. Καθώς το γκόμπλιν έτρεχε να δει τι συνέβαινε, ο Χούμα άρπαξε άλλη μια χούφτα πέτρες, σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε αθόρυβα κατά την πλάτη του αιχμαλώτου. Φτάνοντας στη μέση της απόστασης, πέταξε και τη δεύτερη χούφτα πέτρες, αφού βεβαιώθηκε ότι αυτή τη φορά θα πήγαιναν ακόμη πιο μακριά. Με την καρδιά του να χοροπηδάει στο στήθος του, κάλυψε την υπόλοιπη απόσταση.

Όποιος κι αν ήταν ο αιχμάλωτος, ήταν τεράστιος. Τεράστιος και δύσοσμος. Στην πραγματικότητα η περικεφαλαία φαινόταν σαν κάλυμμα κεφαλής, μόνο που ο Χούμα δεν την εξέτασε αρκετά προσεκτικά για να σιγουρευτεί.

«Μην κουνηθείς καθόλου» ψιθύρισε ο Χούμα.

Ένιωσε το κορμί να σφίγγεται, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Από το σημείο που στεκόταν, ο Χούμα είδε ότι, ενώ τα χέρια του ήταν αλυσοδεμένα, τα πόδια του ήταν δεμένα με σκοινί. Έφερε το χέρι του στη ζώνη και τράβηξε ένα εγχειρίδιο τη στιγμή που τα γκόμπλιν έβγαζαν όλα μαζί μια φωνή. Είχαν ανακαλύψει το σύντροφό τους.

«Κόψε τα δεσμά σου και τρέχα! Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σου δώσω χρόνο!» την ίδια στιγμή που το έλεγε απόρησε με την τόλμη ή την ανοησία του – δεν ήξερε τι από τα δυο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι, ως ιππότης, όφειλε να διακινδυνεύει τη ζωή του για τους άλλους.

Ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του τη στιγμή που ο Σνι γυρνούσε βιαστικά για να δει τι φωνές ήταν αυτές. Στην αρχή το γκόμπλιν τον πήρε για κάποιο σύντροφό του, αλλά τον αναγνώρισε αμέσως και, σηκώνοντας το όπλο του, πήγε να δώσει μια άγρια τσεκουριά στο νεαρό ιππότη. Ο Χούμα την απέφυγε εύκολα και του τρύπησε το μπράτσο. Αυτό έφερε το γκόμπλιν στα συγκαλά του και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια.

Οι επιθέσεις του γκόμπλιν δεν είχαν καμία τεχνική, μόνο κτηνώδη δύναμη. Ο Χούμα απέφευγε με ευκολία τις τσεκουριές, αλλά ήξερε ότι κάθε στιγμή καθυστέρησης θα του κόστιζε ακριβά. Άκουγε κιόλας τα υπόλοιπα γκόμπλιν που γυρνούσαν στον καταυλισμό με βαρύ βηματισμό.

Τότε το γκόμπλιν που φαινόταν για αρχηγός έβγαλε μια φωνή έκπληξης και φώναξε: «Ο ταύρος λύθηκε!»

Πραγματικά, κάτι είχε λυθεί και ο Χούμα αναρωτήθηκε ποιον ή τι είχε ελευθερώσει. Με μια άγρια, πρωτόγονη κραυγή, η σκιώδης μορφή προσπέρασε τον Χούμα. Το γκόμπλιν έριξε κατάπληκτο το τσεκούρι του με θόρυβο καταγής κι έπεσε αμέσως κάτω και το ίδιο.

Άοπλο και με τα χέρια αλυσοδεμένα, το γκόμπλιν δε θα κατάφερνε να επιβιώσει ενάντια στους αντιπάλους του. Καθώς όμως ο Χούμα γύρισε για να το βοηθήσει, το πρώτο που είδε ήταν μια άχαρη, γιγάντια μορφή που κυνηγούσε τα γκόμπλιν σαν τα μικρά παιδάκια. Ένα τους βρέθηκε πολύ κοντά του και τώρα συστρεφόταν ανήμπορο στον αέρα, πάνω από το κεφάλι του πρώην αιχμαλώτου. Τα άλλα δυο αποτραβιόνταν πίσω τρομαγμένα. Ο Χούμα κοντοστάθηκε. Ξαφνικά δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν ήταν σοφό εκ μέρους του να προχωρήσει κι άλλο.

Ο ελευθερωμένος αιχμάλωτος πέταξε το άμοιρο γκόμπλιν στους δυο πλησιέστερους συντρόφους του και γύρισε να φύγει. Τα δυο γκόμπλιν συγκρούστηκαν με φονική φόρα. Έπεσαν σε σωρό κι απόμειναν ακίνητα.

Ο μοναδικός που επέζησε δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η ψηλή, μυώδης μορφή άπλωσε μπροστά και τα δυο χέρια και τύλιξε τη σιδερένια αλυσίδα του γύρω από το λαιμό του πανικόβλητου γκόμπλιν. Με ένα μονάχα τίναγμα που πρόδιδε τη δύναμη των τρομερών του μπράτσων, η αλυσίδα τσάκισε το λαιμό του πλάσματος διπλώνοντάς του το κεφάλι προς τα πίσω. Το άψυχο κορμί σωριάστηκε στη γη σαν ένα σακί βρόμη.

Ο Χούμα σταμάτησε κάπου επτά μέτρα από τον αιχμάλωτο που είχε λευτερώσει. Ό,τι κι αν ήταν, τον περνούσε τουλάχιστον τριάντα πόντους –και ο Χούμα δεν ήταν κανένας μικροκαμωμένος– και ήταν δυο φορές φαρδύτερος. Τα μπράτσα του ήταν χοντρά σαν τους μηρούς του Χούμα και τα πόδια του έλεγες πως μπορούσαν να τρέξουν τριάντα χιλιόμετρα χωρίς κανένα σημάδι κόπωσης.

Ο άλλος φάνηκε ικανοποιημένος που πήρε την εκδίκησή του, αλλά ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε εξεταστικά τον ιππότη.

Η φωνή του ακούστηκε και πάλι βαθιά και βροντερή. «Σου είμαι ευγνώμων, Ιππότη της Σολάμνια. Σου χρωστάω τη ζωή μου, ένα χρέος που ποτέ δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για να σ’ το ανταποδώσω, ακόμα κι αν μου πάρει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου.»

Ο Χούμα στεκόταν σε επιφυλακή, αλλά ένα μέρος της ανησυχίας του είχε εξαφανιστεί. «Δε μου χρωστάς τίποτα. Ο καθένας το ίδιο θα έκανε.»

Η ψηλή μορφή γέλασε δυσοίωνα. «Αλήθεια;» Γύρισε και κοίταξε τον ιππότη και, ακόμα και στο μισόφωτο, ήταν φανερό ότι ελευθερωμένος δεν ήταν ούτε άνθρωπος ούτε ξωτικό. Τα κέρατα ήταν μέρος του πλάσματος, όπως και η πυκνή, σκούρα γούνα που κάλυπτε τον κορμό του και το μεγαλύτερο μέρος της πλάτης του. Και, για να το θέσουμε ωμά όπως τα γκόμπλιν, έμοιαζε με ταύρο με κορμί ανθρώπου.

Ένας μινώταυρος.

Ο μινώταυρος έκανε μερικά αργά βήματα προς τον Χούμα, σαν να ήθελε να του δείξει ότι δεν ήθελε το κακό του. Αν και η εκπαίδευση του Χούμα του φώναζε ότι αυτός εδώ ήταν εχθρός –και από τους χειρότερους μάλιστα– η φυσική του περιέργεια είχε γοητευτεί από αυτό το πλάσμα. Η πατρίδα του όντος ήταν πολύ μακριά, στην ανατολική ακτή του Άνσαλον. Πάντως η περιέργεια δεν εμπόδισε τον ιππότη να σηκώσει το σπαθί του παίρνοντας μια πιο αμυντική στάση.

Το κεφάλι του πλάσματος φαινόταν υπερβολικά μεγάλο, ακόμη και για το πελώριο κορμί ενός μινώταυρου. Σκούρα, πυκνή γούνα κάλυπτε το πάνω μέρος του και τη μισή του πλάτη κι ένα απαλό χνούδι τα υπόλοιπα. Τα μάτια του έμοιαζαν πολύ με αυτά ενός κανονικού ταύρου, εκτός από την ευφυΐα που κρυφόκαιγε μέσα στις ίριδές τους. Το ρύγχος του ήταν κοντό και φαρδύ, και τα δόντια που διακρίνονταν καθώς χαμογελούσε φαίνονταν καταλληλότερα για να ξεσκίζουν σάρκες παρά να κόβουν το πράσινο χορτάρι. Ο Χούμα θυμήθηκε μερικές από τις ιστορίες αυτής της φυλής κι έκανε άθελά του ένα βήμα πίσω.



Ο μινώταυρος σήκωσε τις μακριές, χοντρές του παλάμες και του έδειξε τις αλυσίδες που τις κρατούσαν δεμένες. Τα δάχτυλά ήταν πιο χοντρά και πιο στρογγυλά από του ανθρώπου και τέλειωναν σε νύχια κοφτερά, αλλά όχι γαμψά. Συγκρίνοντάς τους, οι παλάμες του Χούμα ήταν σαν χρονιάρικου μωρού.

«Αντίθετα με τα γκόμπλιν, που πρέπει να είναι εξαπλάσια από τους αντιπάλους τους για να αποφασίσουν να επιτεθούν, νομίζω ότι έχεις πλεονέκτημα απέναντι μου. Είμαι σίγουρος πως ξέρεις να το δουλεύεις αυτό το ωραίο σπαθί.»

«Ξέρω» κατάφερε να τραυλίσει ο Χούμα. «Τι έκανες εδώ; Γιατί σε έπιασαν τα γκόμπλιν; Πάντα άκουγα να λένε ότι οι μινώταυροι ήταν σύμμαχοι των ογκρ.»

Το άλικο φως του φεγγαριού χάρισε μια τρομακτική λάμψη στα μάτια του πρώην αιχμαλώτου. «Υπόδουλοι στρατιώτες θα ήταν καλύτερος όρος, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν είμαστε παρά δούλοι των ξάδερφων μας. Κρατούν τη γη μας και ομήρους τις οικογένειες μας, αν και η λέξη που μεταχειρίζονται είναι προστασία. Γι’ αυτό κάνουμε ό,τι δεν μπορούν να κάνουν εκείνα. Μια μέρα όμως θα κυβερνήσουν οι μινώταυροι. Αυτή τη μέρα περιμένουμε.»

«Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί ήσουν αιχμάλωτος τούτων εδώ.» Ο νεαρός ιππότης προσπάθησε να δείξει όσο περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορούσε. Δε θα χρειαζόταν να βάλει τα δυνατά του ο μινώταυρος για να του τσακίσει το σβέρκο. Το είχε ήδη δει να συμβαίνει.

Ο κτηνάνθρωπος άφησε τα αλυσοδεμένα χέρια του να πέσουν και ρουθούνισε. «Σκότωσα το ογκρ που ήταν αρχηγός μου, άνθρωπε. Γερό χτύπημα. Του άνοιξα το κρανίο με τη μία.»

Στη σκέψη ενός χτυπήματος εναντίον ανωτέρου, πόσο μάλλον της δολοφονίας του, ο ιππότης ένιωσε αποστροφή. Σήκωσε την προσωπίδα του και τόλμησε να ζυγώσει το μινώταυρο.

«Τον δολοφόνησες;»

«Συμπαθείς τα ογκρ; Χάρη σε μένα, καμιά ζωή δε θα χαθεί από το τσεκούρι του – και ήταν καλός σ’ αυτό. Αυτό του το αναγνωρίζω. Πολλοί πέθαναν από το τσεκούρι του, άνθρωπε, ακόμα και αδύναμοι, και ανήμποροι. Τον βρήκα πάνω από τα πτώματα ενός ηλικιωμένου αρσενικού και δυο παιδιών, ίσως εγγονιών του γέροντα ανθρώπου. Έκανα αυτό που έκρινα σωστό. Δεν υπάρχει καμιά τιμή στη σφαγή των γερόντων, των αδυνάτων ή των νεαρών, τουλάχιστον για τους δικούς μου. Όχι πως θα ανέχονταν την προδοσία μου. Το είχα φανταστεί πως θα ήταν το ίδιο και για τους Ιππότες της Σολάμνια. Βλέπω πως μπορεί να είχα καταλάβει λάθος.» Ο μινώταυρος σήκωσε άλλη μια φορά τους αλυσοδεμένους καρπούς του, κάνοντας τον Χούμα να τραβηχτεί γοργά κάμποσα βήματα. «Ή σκότωσέ με ή ελευθέρωσέ με από αυτές τις αλυσίδες. Δε με νοιάζει τι από τα δύο. Τα γκόμπλιν έχουν ρίξει υπνωτικό στο ελάχιστο φαγητό που μου έδωσαν. Η κούραση κοντεύει να με αποτελειώσει.»

Πραγματικά, ο μινώταυρος κατέρρεε. Ο Χούμα πήρε μια απόφαση, την απέρριψε, μετά πήρε άλλη, και τελικά επανήλθε στην πρώτη. Αλλά ούτε τότε κινήθηκε. Μπορούσε στ’ αλήθεια να πιστέψει τα λόγια της παράξενης αυτής μορφής που στεκόταν μπροστά του; Οι μινώταυροι υποτίθεται πως ήταν έντιμη ράτσα, αλλά λάτρευαν κακόβουλους θεούς. Αυτό του είχαν διδάξει από παλιά.

Το οπλισμένο του χέρι τρεμούλιασε – τόσο από τις σκέψεις του όσο και από την άβολη στάση που το κρατούσε τόση ώρα. Το τέρας περίμενε υπομονετικά σαν να ήταν έτοιμο, και για τη λευτεριά, και για το θάνατο. Τελικά η ηρεμία και η εμπιστοσύνη με την οποία αντιμετώπιζε το σωτήρα του ο πρώην αιχμάλωτος έκανε τον Χούμα να πάρει την απόφασή του. Αργά και προσεκτικά, έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι του.

«Ποιος είχε τα κλειδιά;»

Ο μινώταυρος έπεσε στα γόνατα. Η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή, σαν ταύρος έτοιμος να ορμήσει. «Αυτός που έριξα πάνω στους άλλους. Αυτός πρέπει να τα έχει. Δεν είδα κανένα κλειδί. Δεν τα χρειάζονταν. Στο κάτω-κάτω, γιατί να με λευτερώσουν;»

Όσο ξεκουραζόταν ο λιποτάκτης, ο Χούμα πλησίασε το γκόμπλιν και άρχισε να ψάχνει τα πολυάριθμα πουγκιά που κρέμονταν από τη μέση του. Καθένα τους περιείχε ένα μεγάλο αριθμό αντικειμένων και πολλά από αυτά ήταν αηδιαστικά πολεμικά τρόπαια. Γνωρίζοντας βέβαια τα γκόμπλιν, αυτά θα πρέπει να ήταν λάφυρα από πεθαμένους. Μερικά δεν ήταν αναγνωρίσιμα. Σε ένα πουγκί βρήκε τα κλειδιά.

Τα μάτια του μινώταυρου ήταν κλειστά και ο Χούμα φοβήθηκε ότι τελικά κάποιο από τα γκόμπλιν του είχε καταφέρει κάποιο θανάσιμο τραύμα. Ωστόσο, ακούγοντας το κουδούνισμα των κλειδιών, το μεγαλόσωμο πλάσμα άνοιξε τα μάτια του.

«Σ’ ευχαριστώ» είπε όταν ο Χούμα του έλυσε και τους δυο καρπούς. «Μα τις είκοσι γενιές των προγόνων μου, δε θα βρω ανάπαυση μέχρι να σ’ το ξεπληρώσω. Σου τ’ ορκίζομαι.»

«Δε χρειάζεται. Ήταν καθήκον μου.»

Κατά κάποιον τρόπο, ο μινώταυρος κατάφερε να πάρει μια πολύ ανθρώπινη έκφραση αμφιβολίας. «Παρ’ όλα αυτά, εγώ θα τιμήσω τον όρκο μου όπως θεωρώ σωστό. Κανείς να μην μπορεί να πει ότι ο Καζ είναι κατώτερος των προγόνων του.»

Ο Χούμα σηκώθηκε. «Μπορείς να περπατήσεις;»

«Δώσ’ μου ένα λεπτό.» Ο Καζ κοίταξε γοργά γύρω του. «Άλλωστε, δεν έχω καμιά όρεξη να βρεθώ στην ανοιχτή ύπαιθρο απόψε. Θα προτιμούσα κάποιο καταφύγιο.»

«Καταφύγιο από τι;» Ο Χούμα δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν ικανό να φοβίσει έναν τόσο δυνατό πολεμιστή, εκτός κι αν επρόκειτο για δράκο ή για κάποιο πλάσμα ανάλογων διαστάσεων.

Ο Καζ σηκώθηκε αργά. «Ο αρχηγός ήταν ο τωρινός ευνοούμενος του πολέμαρχου. Φοβάμαι μήπως έχει ξαμολήσει τα ζωάκια του.»

«Δεν καταλαβαίνω.»

Ξαφνικά ο μινώταυρος έστρεψε την προσοχή του στην απόκτηση ενός αξιοπρεπούς όπλου. Εντόπισε το πεσμένο τσεκούρι του πρώτου αντιπάλου του Χούμα, το σήκωσε και το δοκίμασε. «Ωραία. Έργο νάνων μάλλον.» «Ας ελπίσουμε ότι δε χρειάζεται» απάντησε στον Χούμα. «Δε νομίζω πως θα επιζούσε κανείς από τους δυο μας από κάτι τέτοιο.»

Στα χέρια του γκόμπλιν το τσεκούρι φαινόταν μεγάλο. Ο Καζ όμως το κράδαινε με την ευκολία κάποιου που είναι συνηθισμένος σε πολύ μεγαλύτερα όπλα. Το τσεκούρι ήταν φτιαγμένο για να δουλεύεται και με τα δύο χέρια. Ο μινώταυρος το κρατούσε με το ένα.

«Προς τα πού σκόπευες να πας;»

«Βόρεια.»

«Στο Κάιρ;»

Ο Χούμα δίστασε. Ήξερε ότι πολλοί ιππότες, ακόμη κι ο Μπένετ, δε θα λευτέρωναν ποτέ ένα τέτοιο πλάσμα από τα δεσμά του. Θα το σημάδευαν με το σπαθί τους σ’ ολόκληρη τη διαδρομή μέσα στην ερημιά. Και, ασφαλώς, δε θα του έλεγαν ποτέ τον τελικό προορισμό τους. Αν ο υποτιθέμενος αιχμάλωτος ήταν στην πραγματικότητα κατάσκοπος, ένα τέτοιο ολίσθημα της γλώσσας θα αποδεικνυόταν μοιραίο για πολύ περισσότερους από τον Χούμα. Ο Καζ όμως φαινόταν άτομο με αίσθηση της τιμής.

Ο Χούμα συγκρατήθηκε μονάχα για μια στιγμή και ύστερα έγνεψε καταφατικά. «Ναι, στο Κάιρ. Ελπίζω να ξαναβρώ τους συντρόφους μου.»

Ο μινώταυρος πέρασε το τσεκούρι πάνω από τον ώμο του και το στερέωσε σ’ αυτό το οποίο ο Χούμα διαπίστωσε πως ήταν ένα λουρί που εξυπηρετούσε αυτόν ακριβώς το σκοπό. Ήταν το ένα από τα δύο μόνο ρούχα που φορούσε ο Καζ – το δεύτερο ήταν ένα είδος φούστας ή μεγάλου πανιού για τη μέση.

«Φοβάμαι πως το Κάιρ δεν είναι η πιο σωστή επιλογή αυτή τη στιγμή, αλλά δε θα προσπαθήσω να σε μεταπείθω.»

«Γιατί;»

Ο Καζ έκανε ένα μορφασμό σαν απομίμηση ανθρώπινου χαμόγελου, γεμάτου ανυπομονησία. «Τώρα το Κάιρ είναι στην πρώτη γραμμή. Τα ξαδέρφια μου, τα ογκρ, πρέπει να βρίσκονται εκεί – ακόμα και τώρα που μιλάμε.» Γέλασε πνιχτά κι ακούστηκε ξανά σαν ταύρος που ρουθουνίζει. «Θα είναι λαμπρή μάχη. Μακάρι να ήμουν εκεί.»

Ο Χούμα μόρφασε μπροστά στη φανερή ευχαρίστηση που έβρισκε στους σκοτωμούς ο καινούριος του σύντροφος. Ήταν προφανές ότι κάποιες από τις ιστορίες σχετικά με τους μινώταυρους ήταν αληθινές.

Ο Χούμα έκανε κουράγιο και σκούπισε το αίμα που ξεραινόταν πάνω στο σπαθί του. Έριξε μια σύντομη ματιά στον καινούριο του σύντροφο, ο οποίος έδειξε να διακρίνει τον αποτροπιασμό που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του.

«Μπορείς να έρθεις μαζί μου ή να γυρίσεις στους δικούς σου, Καζ» είπε ο Χούμα. «Ό,τι αποφασίσεις. Ίσως δεις την Ιπποσύνη να σε καλοδέχεται σαν αποστάτη.»

Ο Καζ δε δίστασε. «Καταλαβαίνω μερικά αισθήματά σου, Ιππότη της Σολάμνια. Αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τις διαφορές μας. Σου έχω χρέος όμως και προτιμώ να αντιμετωπίσω τους συντρόφους σου παρά να γυρίσω στους δικούς μου και να βασανιστώ αργά πριν από την εκτέλεσή μου. Δεν έχω καμιά όρεξη να βρεθώ στο τρυφερό έλεος των ογκρ.»

Κάτι ούρλιαξε μέσα στη νύχτα, πολύ μακριά τους. Λύκος ήταν, κατέληξε ο Χούμα, αλλά πάλι όχι. Ήταν πολύ ψυχρό, πολύ κακόβουλο.

«Καλύτερα να φύγουμε» είπε βιαστικά ο Καζ. «Δεν είναι μέρος αυτό για να περάσουμε τη νύχτα. Η μυρωδιά του θανάτου θα φέρει σίγουρα επισκέπτες – κι εγώ, ιππότη, προτιμώ να φύγουμε.»

Τα μάτια του Χούμα ήταν ακόμα καρφωμένα προς την κατεύθυνση της κραυγής. Έγνεψε, κοφτά, καταφατικά. Ξαφνικά ήταν πολύ ευχαριστημένος που είχε παρέα του το μινώταυρο. «Σύμφωνοι.» Άπλωσε το δεξί του χέρι σε ένδειξη φιλίας. «Το όνομά μου, φίλε Καζ, είναι Χούμα.»

«Χούμα.» Η πίεση του χεριού του Καζ στην παλάμη του Χούμα δεν ήταν αρκετή για να του σπάσει τα κόκαλα, αλλά δεν απείχε και πολύ. «Ρωμαλέο όνομα. Όνομα πολεμιστή.»

Ο Χούμα απομακρύνθηκε βιαστικά και μάζεψε τους σάκους του. Πόσο λάθος μπορεί να έκανε ο μινώταυρος! Πολεμιστής να σου πετύχει! Μέσα από την πανοπλία του, ο Χούμα ένιωθε κάθε κύτταρο του κορμιού του να τρέμει. Προσπάθησε να φανταστεί τον Μπένετ στη θέση του, να ενεργεί σαν ιππότης γεννημένος για να διοικεί. Αυτή η σκέψη τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο, γιατί ήξερε ότι ο Μπένετ δε θα κατέληγε ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση.

Έφυγαν από τον καταυλισμό αφήνοντας τη φωτιά του να αργοσβήνει και τα απομεινάρια του σκόρπια, και τράβηξαν προς την κατεύθυνση που είχε διαλέξει ο Χούμα. Κανείς τους δε μιλούσε, για διάφορους λόγους. Πίσω τους –ευτυχώς όχι πιο κοντά από ό,τι νωρίτερα– το ουρλιαχτό ακούστηκε ξανά.

Κεφαλαίο 3

Οι δύο περιπλανώμενοι δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν αρκετά, πριν αναγκαστούν να ξεκουραστούν. Το κεφάλι του Χούμα τον πονούσε ακόμα και ο Καζ δεν είχε ξεπεράσει εντελώς την επήρεια του υπνωτικού που του είχαν δώσει μέσω της τροφής τα γκόμπλιν που τον κρατούσαν αιχμάλωτο.

«Τι ανόητος που ήμουν! Μ’ έπιασαν στον ύπνο σαν μωρό και με δεμάτιασαν του καλού καιρού! Πολλά μπορεί να είμαι, αλλά όχι αρκετά τρελός για να προσπαθήσω να σηκωθώ, με δυο λόγχες να με κρατούν καρφωμένο στη γη. Ακόμη και τα γκόμπλιν δεν αστοχούν από τόσο κοντά.» Με τις τελευταίες του αυτές λέξεις ο Καζ γέλασε, αν και ο Χούμα δε βρήκε πολύ αστεία τη δήλωσή του.

Τελικά συμφώνησαν να σταματήσουν σ’ ένα μικρό ύψωμα που τους παρείχε κάποια προστασία. Έμοιαζε ενοχλητικά με το σημείο που είχε διαλέξει να σταθεί η πρώτη περίπολος των γκόμπλιν. Πάντως ήταν προτιμότερο από το ακάλυπτο έδαφος. Το μόνο που ευχόταν ο Χούμα ήταν να έχει τα μάτια του ανοιχτά για να ξυπνήσει το μινώταυρο όταν θα ήταν η σειρά του να φυλάξει σκοπιά.

Μίλησαν για λίγο, ίσως γιατί κανείς από τους δύο δεν ένιωθε ασφαλής για να κοιμηθεί. Ο Χούμα μίλησε για την Ιπποσύνη, τις βασικές αρχές και την οργάνωσή της. Ο Καζ βρήκε ενδιαφέροντες τους Ιππότες της Σολάμνια. Πολλά που τους αφορούσαν άρεσαν στον ανατολίτη – και ειδικά η μεγάλη σημασία που έδιναν στην τιμή.

Ο Καζ δεν ανέφερε πολλές λεπτομέρειες για τους δικούς του. Ήταν σπουδαίοι ναυτικοί, πράγματι, αλλά πια τη ζωή τους την έλεγχαν τα ογκρ. Εξακολουθούσαν να έχουν τους αγώνες τιμής, όπου βελτίωνες τη θέση σου στην ιεραρχία νικώντας τον αντίπαλό σου, αλλά τα ογκρ δε συμπαθούσαν αυτή τη μέθοδο και προτιμούσαν τρόπους που ταίριαζαν καλύτερα με τα δικά τους έθιμα. Για αυτό το λόγο, ο Καζ είχε ήδη συσσωρεύσει μέσα του μεγάλο μίσος για τους λεγόμενους αφέντες τους πριν από τη φονική σύγκρουσή του με τον αρχηγό τους. Ένιωθε πως οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από την υποδούλωση σ’ αυτή τη φυλή.

Ο Ιππότης της Σολάμνια ενοχλούνταν λίγο που εμπιστευόταν τη ζωή του στον Καζ. Είχε διαπιστώσει ήδη πόσο άγρια μπορούσε να φερθεί ο μινώταυρος. Ο Χούμα δε θα μπορούσε ποτέ του να τσακίσει το λαιμό ενός εχθρού με την αποτελεσματικότητα –και την προθυμία– που είχε επιδείξει ο μινώταυρος. Ωστόσο, ένιωθε ότι αν σου έδινε το λόγο του, μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Στο μυαλό του Χούμα η διαμάχη συνεχίστηκε, μέχρι που έπεσε θύμα της κούρασης. Τότε έχασε τη σημασία της.

Η νύχτα πέρασε χωρίς προβλήματα, όπως και οι πρώτες ώρες της ημέρας. Έφαγαν τα λίγα τρόφιμα που είχαν απομείνει στον Χούμα. Μια σύντομη ματιά στα σακίδια των γκόμπλιν είχε διώξει κάθε επιθυμία του ιππότη για το φαγητό που μπορεί να περιείχαν – και άλλωστε η τροφή τους μπορεί να ήταν δηλητηριασμένη.

Η μέρα ήταν σκοτεινή. Ψυχρός άνεμος φυσούσε και ο Χούμα χάρηκε για τα χοντρά γεμίσματα της πανοπλίας του. Ο Καζ, ωστόσο, έδειχνε αδιάφορος για τον ψυχρό καιρό. Η φυλή του ήταν φυλή εξερευνητών και ναυτικών, όπως και πολεμιστών, και κατά τους σκοτεινούς μήνες η γενέθλια γη του ήταν πολύ κρύα. Ο γυμνόστηθος πεζός στρατιώτης δε φορούσε ούτε καν μπότες. Αν είχε περπατήσει τόσο πολύ με γυμνά πόδια ο Χούμα, οι πατούσες του θα ήταν γδαρμένες, ματωμένες και κομματιασμένες. Αυτή τη γη ο χρόνος την είχε ξεροψήσει και την είχε κάνει σκληρή σαν την πέτρα.

Κατά το μεσημέρι ο Χούμα είδε από μακριά τους καβαλάρηδες. Δεν έρχονταν προς το μέρος του Χούμα και του Καζ και έπειτα από λίγο τους έχασαν από τα μάτια τους. Ο Χούμα όμως πίστευε πως ήταν οι Ιππότες της Σολάμνια – και αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να παραφυλάει κάπου κοντά η φάλαγγα ή τουλάχιστον ένα μέρος της.

Ο Καζ, από την άλλη, δεν ήταν τόσο σίγουρος για την ταυτότητα των ιππέων. Σε αυτό το σημείο, τόσο κοντά στο μέτωπο, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε.

«Πραγματικά, φάνηκαν σαν άνθρωποι ή ξωτικά ίσως, αλλά μπορεί να είναι εκείνοι που υπηρετούν την Τακίσις. Δεν έχεις δει τη Μαύρη Φρουρά, τα επίλεκτα στρατεύματα του πολέμαρχου ούτε και τους Αποστάτες.»

Ο μινώταυρος είχε ξαναχρησιμοποιήσει αυτή την αινιγματική λέξη. «Ποιοι είναι οι Αποστάτες;» ρώτησε ο Χούμα.

«Μάγοι άτακτοι. Μάγοι τρελοί. Όλοι τους – άλλος με τον ένα τρόπο κι άλλος με τον άλλο, ξέφυγαν από τις τάξεις της μαγείας. Δεν είναι όλοι κακόβουλοι. Λένε όμως ότι ένας τους, με τρομακτικές δυνατότητες, έχει συμμαχήσει με την ίδια τη Βασίλισσα του Σκότους και ότι εκείνη θέλει τόσο απεγνωσμένα τη νίκη που αποφεύγει τους ίδιους τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα.»

Μαγεία. Ο Χούμα ήξερε πιο πολλά για κείνη από τους περισσότερους συντρόφους του. Είχε μεγαλώσει μαζί της. Ο καλύτερος –ο μοναδικός του– φίλος είχε στραφεί στη μαγεία. Από την αρχή ο Μάτζιους του είχε πει ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος και ισχυρός μάγος, όσο κι αν ο Χούμα έκλινε προς την Ιπποσύνη, την οποία η μητέρα του θεωρούσε κληρονομικό του δικαίωμα.

Η ανάμνηση του Μάτζιους έκανε τον Χούμα να γυρίσει πίσω στα παιδικά του χρόνια, την εποχή που –αν και την κρατούσε σαν πολύτιμη θύμηση– τον είχε αφήσει γεμάτο πίκρα και αβεβαιότητα. Είχε χρόνια να δει τον Μάτζιους, από τη μέρα που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του και είχε μπει στο κάστρο για κάποια δοκιμασία που θα έκρινε τη μοίρα του. Την ίδια εκείνη μέρα ο Χούμα είχε πάρει τη δική του απόφαση και είχε ξεκινήσει να βρει τους Ιππότες της Σολάμνια και να τους ζητήσει μια θέση ανάμεσά τους.

Ο Χούμα έδιωξε αυτές τις σκέψεις με μια κίνηση του κεφαλιού.

Συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Καζ σάρωνε ακατάπαυστα με το βλέμμα του τον ορίζοντα, αλλά ο τόπος τού φαινόταν άγνωστος. Κάποια στιγμή γύρισε και ρώτησε: «Έτσι είναι όλα τα εδάφη των ανθρώπων;»

«Δεν τα έχεις δει ποτέ σου;»

«Μόνο τις χειρότερες περιοχές. Πού αλλού θα μας έβαζαν τα ογκρ, παρά στις χειρότερες τοποθεσίες; Κατά κάποιον τρόπο, μας θεωρούν περισσότερο διαθέσιμους από τα γκόμπλιν. Καμιά από τις δύο φυλές δεν εμπιστεύονται, αλλά ξέρουν ότι τα γκόμπλιν τα ελέγχουν ευκολότερα.»

Του έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Υπάρχουν ακόμα εδάφη ανέγγιχτα από τον πόλεμο, αλλά είναι κάθε χρόνο και λιγότερα. Εκεί που ήταν το σπίτι μου τώρα είναι ερημιά όμοια με αυτήν εδώ.» Τα λόγια του του έφεραν μια πλημμύρα από πικρές αναμνήσεις. Πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο δρόμο μπροστά του. Το παρελθόν βρισκόταν πίσω του.

Ο μινώταυρος τίναξε μπροστά το κεφάλι. «Έχουμε παρέα.»

Ο ιππότης στένεψε τα μάτια. Πάνω από τρεις ντουζίνες άτομα, όλοι άνθρωποι, προχωρούσαν πάνω-κάτω στην ίδια κατεύθυνση με τους ίδιους. Επιζώντες από κάποιο χωριό, σκέφτηκε. Χαμένοι προφανώς, με δυο τσακισμένα κάρα που τα έσερναν μισοπεθαμένα ζώα, οδηγημένα από ανθρώπους που δε φαίνονταν σε καλύτερη κατάσταση. Υπήρχαν και γυναίκες, κι ένα-δυο παιδιά. Καθώς πλησίασαν, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι οι περισσότεροι κοίταζαν το σύντροφό του. Η έκφρασή τους δεν του άρεσε καθόλου.

«Πρέπει να προσέξουμε, Καζ.»

«Αυτό το άθλιο τσούρμο; Μη σε νοιάζει. Μπορώ να τους νικήσω όλους μονάχος μου.» Ο Καζ πήγε να πιάσει το τσεκούρι που είχε περασμένο στην πλάτη του, αλλά ο Χούμα τον συγκράτησε.

«Μη» του σφύριξε. «Αυτό είναι δολοφονία!»

Ο συνήθως γρήγορος στις αντιδράσεις του πολεμιστής δίστασε. Το μυαλό ενός μινώταυρου λειτουργεί πολύ διαφορετικά από αυτό ενός ανθρώπου. Ο Καζ είδε απειλή. Αν δεν αντιδρούσε σωστά, υπήρχαν αρκετοί άντρες ικανοί να τον σκοτώσουν. Ο κόσμος του δε δεχόταν συμβιβασμούς. Ή θριάμβευες ή πέθαινες. Ο Χούμα στεκόταν άναυδος. Δεν ήθελε να τα βάλει με τον Καζ, αλλά ούτε και να τον αφήσει να κομματιάσει τους πρόσφυγες.

Αν και ο Καζ χαμήλωσε το χέρι του, η ζημιά είχε γίνει. Το μόνο που είδαν οι χωρικοί ήταν ένα τέρας που τους απειλούσε. Είχαν ήδη δει τα σπίτια τους να καταστρέφονται και τους φίλους και τους συγγενείς τους να σκοτώνονται. Ο εκνευρισμός τους από την απελπιστική τους θέση μεγάλωνε ολοένα, χωρίς διέξοδο. Εκείνη τη στιγμή ένας μοναχικός μινώταυρος που αντιπροσώπευε όλα τα κακά, όλα τα δεινά τους στεκόταν στο δρόμο τους.

Κάμποσοι άντρες και γυναίκες σύρθηκαν μπροστά, ένας κουρελιάρης όχλος. Ήταν ωχροί και τρομαγμένοι με ένα φόβο καταστροφικό. Το μόνο που αποζητούσαν ήταν η ευκαιρία να ανταποδώσουν το χτύπημα πριν πεθάνουν.

Ο Χούμα βρήκε το θέαμα αποτροπιαστικό. Τα μέλη της ομάδας προχωρούσαν σαν ζωντανοί νεκροί. Γεωργικά εργαλεία, μαχαίρια, σκοινιά, ακόμα και αντικείμενα του νοικοκυριού, τα κρατούσαν σφιχτά σαν όπλα. Ο Καζ στεκόταν ακλόνητος, αλλά έριξε στον Χούμα μια γρήγορη ματιά.

«Αν πλησιάσουν μερικά βήματα ακόμα, θα τους χτυπήσω – και λέγε ό,τι θες. Δε σκοπεύω να κάτσω να πεθάνω στα χέρια τους.» Τα μάτια του μινώταυρου έλαμπαν βαθυκόκκινα. Δε θα αργούσε να αρχίσει τη δράση. Ο Χούμα πήδησε μπροστά στον όχλο με το σπαθί σηκωμένο ψηλά. «Σταματήστε! Δε θέλει το κακό σας!»

Ήταν μια θλιβερή προσπάθεια – και τα αποτελέσματα ήταν όπως τα είχε φοβηθεί. Ο φονικός όχλος σταμάτησε, αλλά μόνο για να αποφασίσουν τι να κάνουν το νεαρό ιππότη που τους έκλεινε το δρόμο.

«Κάνε στην άκρη!» του φώναξε ένας γκριζαρισμένος γέρος. Είχε ένα πανί δεμένο πάνω από το ένα του μάτι και μια κόκκινη κηλίδα πάνω του φανέρωνε την πρόσφατη πληγή του. Το δέρμα του ήταν όλο ρυτίδες και τα αραιά μαλλιά του έπεφταν άτονα στους ώμους τους. «Τον θέλουμε! Θα πληρώσει για ό,τι μας έκανε!»

«Εσάς δε σας έκανε τίποτα!»

Μια γυναίκα λίγο μεγαλύτερη από τον Χούμα –και όμορφη κάποτε– τον έφτυσε. «Είναι ένας από δαύτους! Τι σημασία έχει αν ήταν αυτός που σκότωσε τα παιδιά μου; Αν δεν το έκανε εδώ, το έχει κάνει αλλού!»

Οι εξηγήσεις ήταν μάταιες. Δε θα άκουγαν τον Χούμα, κι αν το έκαναν, αυτό δε θα δικαιολογούσε τη φρίκη που είχαν βιώσει. Ο Καζ ήταν ο μοναδικός τους στόχος.

Απελπισμένος, ο Χούμα κούνησε το σπαθί του. Ακούστηκαν μερικά μουρμουρητά και μερικοί, λιγότερο ψυχωμένοι, έκαναν πίσω, αλλά οι περισσότεροι δεν ανέχονταν να προδίδει τη φυλή του την ίδια ένας Ιππότης της Σολάμνια. Ο όχλος κινήθηκε ξανά, αλλά αυτή τη φορά ήταν φανερό ότι στόχος τους ήταν και ο Χούμα.

Πίσω του άκουσε τον πελώριο σύντροφό του να τραβάει το τσεκούρι του. «Μη φοβάσαι, Χούμα. Θα τους λιώσουμε.»

Τα λόγια του μινώταυρου φανέρωναν ανυπομονησία ακόμα μεγαλύτερη από την πρώτη φορά που την είχε προσέξει ο Χούμα.

Ούτε καν η θέα του εξαγριωμένου μινώταυρου που κράδαινε το πελώριο πολεμικό τσεκούρι στο ένα του χέρι δε στάθηκε ικανή να πτοήσει τους χωρικούς. Αδύνατα, κοκαλιάρικα χέρια ντυμένα με κουρέλια υψώθηκαν στον αέρα. Μερικά ήταν άδεια, άλλα ήταν έτοιμα να χτυπήσουν με όποιο μέσο διέθεταν. Ο Χούμα οπισθοχώρησε.

Θα σκότωνε στ’ αλήθεια αυτούς τους ανθρώπους για να προστατέψει κάποιον που λίγες μέρες πριν ήταν εχθρός του; Κανένας ιππότης δε θα έκανε κάτι τέτοιο. Αυτό το ήξερε καλά. Όμως δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον Καζ στα χέρια τους.

«Καζ, καλύτερα να τρέξεις!»

«Τότε θα σκοτώσουν εσένα, Χούμα. Θα σε σκοτώσουν που με βοήθησες. Καλύτερα να σταθούμε και να πολεμήσουμε.»

Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Χούμα, αλλά φαινόταν να μην υπάρχει άλλη επιλογή. Ή θα έκανε στην άκρη, προδίδοντας το μινώταυρο ή θα στεκόταν εκεί, προδίδοντας αυτούς που είχε ορκιστεί να προστατέψει. Το σπαθί του ταλαντεύτηκε.

Δυνατός άνεμος σηκώθηκε πίσω του.

Ο όχλος κοκάλωσε και όλων τα μάτια κοίταξαν ψηλά. Ο Χούμα άκουσε τον Καζ να στριφογυρίζει βρίζοντας.

«Δράκος!»

Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε απότομα τυφλώνοντας τον Χούμα, που γυρνούσε κι εκείνος. Άκουσε το πλατάγισμα των πελώριων φτερών καθώς ο δράκος ετοιμαζόταν να προσγειωθεί. Με τη σκέψη του είδε έναν από τους φονικούς μαύρους δράκους ή ίσως κάποιον τεράστιο κόκκινο, έτοιμο να τους τσακίσει όλους. Το σπαθί του θα ήταν λιγότερο κι από άχρηστο.

Πριν καν κατακαθίσει η σκόνη, ο Καζ άρχισε την επίθεσή του. Δράκος του Φωτός ή δράκος του Σκότους, καθόλου δεν τον ένοιαζε. Ό,τι κι αν ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος δεν είχε κανένα μέλλον. Το μόνο που έλπιζε ήταν να προλάβει να κάνει λίγη ζημιά στο θηρίο πριν εκείνο τον κάνει λιώμα. Ο μινώταυρος έβγαλε μια πολεμική κραυγή κι άρχισε να τρέχει περιστρέφοντας το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του. Τη στιγμή που τον χτυπούσε ο Καζ, ο Χούμα είδε το δράκο για πρώτη φορά.

Ο ιππότης σήκωσε το χέρι του και φώναξε, αν και ήξερε καλά πως ήταν ήδη αργά. «Μη!»

Η δύναμη των μινώταυρων ήταν βέβαια εντυπωσιακή. Έλεγαν ότι το τσεκούρι στο χέρι ενός μινώταυρου μπορούσε να σκίσει ένα βράχο στα δύο. Αν είχε χτυπήσει ο Καζ, ήταν πολύ πιθανό να είχε νικήσει. Αντί γι’ αυτό, κοκάλωσε ξαφνικά στο μέσον της κίνησής του και η φόρα του, τρομερή καθώς ήταν, τον έριξε με το κεφάλι καταγής κάτω από το τεράστιο στόμα του δράκου.

Ο δράκος έριξε μια γρήγορη ματιά στον πεσμένο μανιακό και ύστερα σήκωσε τα μάτια του και εξέτασε τον άνθρωπο. Ο Χούμα του ανταπόδωσε το βλέμμα. Ως ιππότης, ήταν συνηθισμένος στο πήγαινε-έλα των δράκων του Φωτός. Υπηρετούσαν ως φρουροί και αγγελιοφόροι, αλλά ποτέ του δεν είχε δει κάποιον από τόσο κοντά.

Ήταν ψηλός και λεπτός. Ολόκληρο το κορμί του ήταν ασημένιο, εκτός από τα δυο του μάτια που έλαμπαν σαν ήλιοι. Από ένστικτο κατάλαβε ότι ο δράκος ήταν θηλυκός, αν και θα δυσκολευόταν πολύ να το αιτιολογήσει. Τα σαγόνια του ήταν μακρύτερα από το χέρι του και τα δόντια του ήταν τόσο μακριά που θα μπορούσαν να κόψουν το κεφάλι του Χούμα με μια δαγκωνιά. Το ρύγχος του ήταν μακρύ και σουβλερό.

Η φωνή του δράκου, σε αντίθεση με την εμφάνισή του, ήταν βαθιά αλλά μελωδική. «Ένας Ιππότης της Σολάμνια. Τι θες εδώ πέρα; Είσαι πολύ μακριά από τους συντρόφους σου. Αυτό το σκουπίδι ψάχνεις; Μην ανησυχείς, ο μινώταυρος δεν πρόκειται να ξεφύγει. Όχι όσο τον κρατάει η δύναμη της θέλησής μου.»

Ο Χούμα χαμήλωσε το όπλο του. Οι χωρικοί είχαν χαθεί στο βάθος κι ας μη διέτρεχαν πραγματικό κίνδυνο.

«Είσαι καλά;» – η ερώτηση φάνηκε ειλικρινής. Ο ασημένιος δράκος ρωτούσε από ενδιαφέρον.

«Σε παρακαλώ» είπε πνιχτά ο Χούμα. «Μην τον πειράξεις! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!»

Οι λαμπερές ίριδες του δράκου φάνηκαν να τον ζυγίζουν. Το θηρίο ήταν περίεργο. «Γιατί θες να σώσεις τη ζωή αυτού του πλάσματος; Πληροφορίες θέλεις; Μπορώ να του τις αποσπάσω με ελάχιστη προσπάθεια.»

Ο δράκος περίμενε με την υπομονή κάποιου που μετράει το χρόνο σε αιώνες, όχι σε λεπτά.

«Είναι σύντροφός μου. Έχει αποσκιρτήσει από την κακοβουλία της Βασίλισσας του Σκότους.»

Αν έλεγε κάποιος στον Χούμα ότι το πρόσωπο ενός δράκου μπορούσε να δείξει ανθρώπινη έκπληξη, ο ίδιος θα τον κορόιδευε. Αυτό συνέβαινε όμως. Απόμεινε σιωπηλός, ενώ ο δράκος χώνευε αυτή την καινούρια πληροφορία.

«Ο μινώταυρος θα με χτυπούσε. Είναι προφανές ότι σκόπευε να μου κάνει μεγάλο κακό. Πώς δικαιολογούνται λοιπόν οι ισχυρισμοί σου;»

Ο Χούμα σφίχτηκε. «Πρέπει να δεχτείς το λόγο μου. Δεν έχω αποδείξεις.»

Η δράκαινα –ήταν θηλυκιά τελικά– χαμογέλασε ακούγοντάς τον. Ο Άρχοντας Όσγουολ είχε πει κάποτε ότι το χαμόγελο του δράκου είναι σαν το χαμόγελο της αλεπούς που ετοιμάζεται να κατασπαράξει την κότα.

«Σου ζητώ συγνώμη, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν εννοούσα πως δεν πιστεύω τα λόγια σου. Πρέπει να παραδεχτείς όμως ότι δε βλέπουμε κάθε μέρα ένα μινώταυρο να πολεμάει στο πλευρό κάποιου δικού μας.»

«Δε με πρόσβαλες.»

«Κι αυτοί τι είναι;»

Ο Χούμα δε γύρισε. Θυμόταν ακόμα τους δισταγμούς του και το τι θα μπορούσαν να είχαν κοστίσει. «Ο φόβος κι ο θυμός τους είναι δικαιολογημένοι. Έχουν υποφέρει πολλά. Δεν τους κρατάω κακία.»

Η δράκαινα δέχτηκε την απάντησή του με μια ελικοειδή συστροφή του μακριού λαιμού της. Στράφηκε στους χωριάτες. «Βρίσκεστε έξω από την πορείας σας» τους είπε. «Γυρίστε νοτιοδυτικά. Εκεί υπάρχουν κληρικοί της Μισακάλ που θα φροντίσουν τους τραυματισμένους και θα σας δώσουν τροφή. Να το πείτε και σ’ όποιον άλλο συναντήσετε στο δρόμο σας.»

Εκείνοι δεν πρόβαλαν αντιρρήσεις και ο Χούμα ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτό το γεγονός. Η δράκαινα παρακολούθησε τους φυγάδες που τραβούσαν προς τη νέα τους κατεύθυνση. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα στον Καζ με μια έκφραση σχεδόν αποστροφής.

«Αν τον λευτερώσω τούτον εδώ, η υγεία του θα είναι δικό σου πρόβλημα. Τη φυλή του τη συμπαθώ όσο κι αυτοί οι κακομοίρηδες.»

Ο Χούμα δίσταζε. «Δεν μπορώ να εγγυηθώ για την αντίδραση του όταν τον ελευθερώσεις. Θυμώνει πολύ εύκολα.»

«Χαρακτηριστικό των μινώταυρων. Αν δε σκοτώνονταν όλη την ώρα μεταξύ τους διεκδικώντας δύναμη και αξιώματα, θα είχαν κατακτήσει το Άνσαλον εδώ και πολύ καιρό.» Αναστέναξε, και ο Χούμα αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του από τον καυτό αέρα που του ζέστανε το πρόσωπο. «Πολύ καλά.»

Με αυτά τα λόγια ο μινώταυρος πήρε ξαφνικά ζωή. Δε συνέχισε την επίθεσή του, αλλά κοντοστάθηκε σε κάποια απόσταση από τη δράκαινα και τον ιππότη, με το τσεκούρι έτοιμο. Κοίταξε τη δράκαινα ανήσυχα.

Εκείνη του ανταπόδωσε το βλέμμα με κάτι που έμοιαζε με περιφρόνηση. «Τα άκουσες όλα.»

Δεν ήταν ερώτηση – και η έκφραση του πελώριου πολεμιστή έδωσε στον Χούμα να καταλάβει ότι τα είχε ακούσει πράγματι όλα. Εξακολουθούσε όμως να μην εμπιστεύεται κανέναν από τους δυο τους.

«Τα άκουσα. Δεν ξέρω τι να πιστέψω.»

«Μπορούσα να σε λιώσω πολύ εύκολα, μινώταυρε.» Η ασημένια δράκαινα σήκωσε το τεράστιο νύχι της για να του το αποδείξει. Αν κάποιος ένιωθε πάνω του τη δύναμη που κρυβόταν πίσω από αυτό το νύχι, δε θ’ απόμεναν πολλά για να τα κλάψει κανείς.

Ο Καζ έστρεψε το βλέμμα του στον Χούμα. «Μου έσωσες μια φορά τη ζωή, ιππότη Χούμα. Φαίνεται ότι μου την έσωσες και πάλι, αλλά αυτή τη φορά με το λόγο.» Ο μινώταυρος κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δε θα μπορέσω να ξεπληρώσω επαρκώς το χρέος μου.»

Ο Χούμα σκυθρώπασε. Πάλι χρέη! «Δε θέλω τίποτα από σένα, εκτός από ειρήνη. Θα αφήσεις το τσεκούρι;»

Ο μινώταυρος ίσιωσε το κορμί του, έριξε άλλη μια ματιά στην τεράστια μορφή μπροστά του και ξανάβαλε διστακτικά το τσεκούρι στη θήκη του. «Όπως έλεγα, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Τι θα απογίνω;»

Η δράκαινα ρουθούνισε στέλνοντας συννεφάκια καπνού στον αέρα. «Δε μ’ ενδιαφέρεις. Αυτό ας το αποφασίσει ο Χούμα.»

«Εγώ;»

«Μέχρι τώρα επέδειξες εξαιρετική κρίση. Μακάρι οι γήινες φυλές να έδειχναν την ίδια κοινή λογική.» Στη φωνή της δράκαινας δεν υπήρχε ίχνος κοροϊδίας.

Το κομπλιμέντο, προερχόμενο από ένα πλάσμα τόσο μεγαλόπρεπο όσο μια ασημένια δράκαινα, προκάλεσε μια παράξενη ικανοποίηση στον Χούμα. Σκέφτηκε προσεκτικά για λίγα λεπτά, παραμερίζοντας διάφορες ιδέες που είχαν μισοσχηματιστεί στο μυαλό του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και ύστερα στράφηκε στο μινώταυρο. «Πρέπει να βρούμε τη φάλαγγα. Αν θες πραγματικά να φανερώσεις τον εαυτό σου και στους άλλους, εκτός από εμένα, θα πρέπει να τους πεις όλα όσα ξέρεις για τις κινήσεις των ογκρ και να τους κάνεις να σε πιστέψουν.» Ο Χούμα σώπασε. «Φαντάζομαι πως όντως ξέρεις κάτι χρήσιμο, ε;»

Ο Καζ το σκέφτηκε κάμποσο. Έπειτα γρύλισε. «Ξέρω περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Αν μπορέσεις να τους πείσεις να μη με σκοτώσουν με την πρώτη ματιά, θα κάνω αυτό που λες. Ίσως η βοήθεια που θα σας δώσω να επισπεύσει τον ερχομό της μέρας που θα λευτερωθούν οι δικοί μου.»

«Πρέπει να μου δώσεις το τσεκούρι.»

Ο μινώταυρος έβγαλε ένα θυμωμένο μουγκρητό. «Δεν μπορώ να πάω κοντά τους άοπλος! Θα ήταν ατιμωτικό! Δεν κάνουμε έτσι εμείς!»

Ο Χούμα ένιωσε το θυμό του να φουντώνει. «Δεν είσαι με τους δικούς σου! Είσαι με τους δικούς μου! Αν πας κοντά τους οπλισμένος μ’ αυτό το τεράστιο τσεκούρι, δεν υπάρχει ελπίδα συμβιβασμού. Στην καλύτερη περίπτωση, θα σε πιάσουν αιχμάλωτο. Στη χειρότερη, θα σε σκοτώσουν.»

Η δράκαινα κοίταξε το μινώταυρο με τα λαμπερά της μάτια. «Ο ιππότης έχει δίκιο. Καλά θα κάνεις να τον ακούσεις.»

Ο Καζ γρύλισε, ρουθούνισε κι επικαλέστηκε τα ονόματα πέντε-έξι επιφανών προγόνων του, αλλά τελικά συμφώνησε να παραδώσει το όπλο του στον Χούμα όταν θα ερχόταν η ώρα.

Η ασημένια δράκαινα άπλωσε τα τεράστια φτερά της. Ήταν υπέροχο πλάσμα, η ίδια η έννοια της δύναμης και της ομορφιάς σε ένα σώμα. Ο Χούμα είχε δει υφαντά, ξύλινα ανάγλυφα και γλυπτά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ που προσπαθούσαν να αποδώσουν την ουσία των δράκων. Σε σύγκριση με το ζωντανό πλάσμα, δεν ήταν παρά κακές απομιμήσεις.

«Πετούσα προς τους δικούς μου στο Βόρειο Έργκοθ, όταν σας είδα. Η περίπτωση ήταν μοναδική. Μου κίνησε το ενδιαφέρον κι έτσι αποφάσισα να προσγειωθώ» είπε. «Πρέπει να συνεχίσω το δρόμο μου, αλλά δε θα λοξοδρομήσω πολύ αν σας πάω στον προορισμό σας.»

Στη σκέψη μιας ουράνιας πτήσης πάνω στην πλάτη ενός από τους θρυλικούς δράκους, ο Χούμα κόντεψε να λιποθυμήσει. Ήξερε ότι υπήρχαν ιππότες που πολεμούσαν καβάλα στα πελώρια πλάσματα και μάλιστα μιλούσαν μαζί τους, αλλά τέτοια τιμή δεν είχε ξαναγνωρίσει.

«Πώς θα κρατιόμαστε;»

«Αν πετάω αργά, δε θα δυσκολευτείτε να πιαστείτε με τα χέρια και τα πόδια σας. Το έχουν κάνει πολλοί άλλοι, αν κι εσείς θα είστε οι πρώτοι που θα πετάξετε μαζί μου. Θα γλιτώσετε πολύ χρόνο και πολλές δοκιμασίες.» Χαμήλωσε το κεφάλι της στο ύψος του δικού του.

Ο Χούμα θα πετούσε! Ο Μάτζιους του είχε πει κάποτε ότι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που μπήκε στις τάξεις των μάγων –να πετάει μέσα στα σύννεφα.

Ο Χούμα ανέβηκε στο μακρύ καμπύλο λαιμό ακριβώς πάνω από τους ώμους και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στη δράκαινα που είχε γυρίσει και τον κοίταζε. Ήξερε ότι καταλάβαινε πολύ καλά τον ενθουσιασμό του. Κοκκινίζοντας ελαφρά, ο Χούμα έτεινε το χέρι του στον Καζ. Ο μινώταυρος κοίταξε το τεντωμένο χέρι και την πλάτη της δράκαινας.

Κούνησε άγρια το κεφάλι του. «Η φυλή μου είναι φυλή της γης και της θάλασσας, Δεν είμαστε πουλιά.»

«Είναι απολύτως ασφαλές.» Η δράκαινα τον κοίταξε περιφρονητικά. «Κι ένα μωρό θα καβαλούσε άφοβα.»

«Τα μωρά είναι ανόητα. Εγώ όχι.»

«Μη φοβάσαι, Καζ.»

Τα λόγια του Χούμα τον έτσουξαν για τα καλά, όπως ακριβώς είχε ελπίσει ο ιππότης. Αν ένας κοινός άνθρωπος μπορούσε να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση, τότε σίγουρα θα μπορούσε και ένας μινώταυρος. Ρουθουνίζοντας αγριεμένος, έπιασε το χέρι του Χούμα κι ανέβηκε. Κάθισε ακριβώς πίσω από τον ιππότη χωρίς να μιλάει, αν και ήταν σφιγμένοι όλοι οι μύες του κορμιού του. Σφίχτηκε από το λαιμό της δράκαινας με χέρια και με πόδια.

«Έτοιμοι κι οι δύο;»

Ο Χούμα γύρισε και κοίταξε τον Καζ, ο οποίος κοίταζε ίσια μπροστά του χωρίς να βλέπει. Ο ιππότης γύρισε ξανά μπροστά. «Όσο καλύτερα γίνεται, φαντάζομαι.» Η καρδιά του βροντούσε και ένιωθε περισσότερο σαν μικρό παιδάκι παρά σαν Ιππότης της Σολάμνια. «Θα πετάξουμε ψηλά;»

Η ασημένια δράκαινα γέλασε στ’ αλήθεια με ένα βαθύ, λαρυγγόφωνο γέλιο. «Όχι όσο ψηλά θα ήθελες, αλλά δε νομίζω να απογοητευτείς.»

Έριξε μια τελευταία περιπαιχτική ματιά στο μινώταυρο και ύστερα πλατάγισε τα φτερά της. Ο Χούμα είδε μαγεμένος το έδαφος να απομακρύνεται από κάτω τους. Μέσα σε δευτερόλεπτα η ασημένια δράκαινα βρέθηκε ν’ ανεβαίνει κυκλικά στον ουρανό. Ο Χούμα κατέβασε την προσωπίδα του για να προφυλαχτεί όσο μπορούσε από τον άνεμο που του έδερνε το πρόσωπο. Ο Καζ κρατιόταν απλώς με όλη του τη δύναμη – και αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν το ασημένιο θηρίο σταμάτησε να παίρνει ύψος κι άρχισε επιτέλους να πετάει αργά και σταθερά.

Ο Χούμα σήκωσε την προσωπίδα του κι έσκυψε όσο πιο κοντά μπορούσε στο κεφάλι της δράκαινας. «Είναι… είναι φανταστικά!»

«Ίσως έπρεπε να είσαι κι εσύ δράκος!» του φώναξε εκείνη. «Μακάρι να έβλεπες τον κόσμο όπως τον βλέπω εγώ!»

Δεν προσπάθησε να του εξηγήσει και ο Χούμα δεν της το ζήτησε. Για μια σύντομη στιγμή ο πόλεμος, η Ιπποσύνη και όλα του τα προβλήματα είχαν εξαφανιστεί.

Ο Χούμα βολεύτηκε και απόλαυσε το μεγαλείο.

Κεφαλαίο 4

Ο πόλεμος επρόκειτο να είναι σύντομος και τελειωτικός. Η Τακίσις, η Βασίλισσα του Σκότους, είχε στείλει προπομπούς τα παιδιά της, τους σκλάβους της, τους πολεμιστές της, τους μάγους της και τους μύστες της σε μια μεγάλη συλλογική δύναμη. Επίκεντρο της επίθεσης της ήταν οι Ιππότες της Σολάμνια, γιατί στο πρόσωπό τους έβλεπε τη δύναμη και τον κίνδυνο που κάποτε αντιπροσώπευαν τα ξωτικά. Τώρα πια τα ξωτικά ήταν μια σκιά της αλλοτινής τους δύναμης. Η αυτοεξορία τους από τον εξωτερικό κόσμο τούς είχε αφαιρέσει την ικμάδα. Θα είχαν την προσοχή της αφού πρώτα έλιωνε την Ιπποσύνη.

Οι ιππότες όμως είχαν κι αυτοί τους συμμάχους τους και –το κυριότερο– είχαν την τάξη και την πειθαρχία που απουσίαζε θλιβερά από τους ακολούθους της βασίλισσας. Επίσης, οι ιππότες είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στον αιώνιο εχθρό της, τον Πάλανταϊν.

Έλεγαν ότι είχε δημιουργήσει την Ιπποσύνη ο ίδιος ο Πάλανταϊν. Ήταν βέβαια αλήθεια ότι ο Βίνους Σολάμνους, ο διοικητής από το Έργκοθ που είχε στραφεί ενάντια στην τυραννία του αυτοκράτορά του, είχε εισαγάγει τον Όρκο και το Μέτρο που ακολουθούσαν οι στρατιώτες του, αλλά πάντα ισχυριζόταν ότι είχε πέσει σ’ ένα άλσος του μακρινού νησιού Σάνκριστ, ενός τόπου πέρα από τις δυτικές ακτές του ίδιου του Άνσαλον, όπου τον περίμενε ο ίδιος ο Πάλανταϊν. Με τους δίδυμους γιους του, τις θεότητες Κίρι-Τζόλιθ και Χάμπακουκ, ο Πάλανταϊν είχε οδηγήσει τον Βίνους Σολάμνους στη δημιουργία μιας ισχυρής ομάδας στην υπηρεσία του Καλού.

Από τον Χάμπακουκ προερχόταν το Τάγμα του Στέμματος, το οποίο θεωρούσε την πίστη ως κυριότερη έκφρασή του. Όλοι οι νέοι ιππότες γίνονταν μέλη αυτού του τάγματος για να μάθουν καλύτερα να δρουν συλλογικά, να βοηθούν τους συντρόφους τους και να ακολουθούν πιστά τον Όρκο και το Μέτρο.

Από την Κίρι-Τζόλιθ, θεά της Δίκαιης Μάχης, προερχόταν το Τάγμα του Ξίφους. Όσοι το επιθυμούσαν μπορούσαν να γίνουν μέλη του μόλις αποδείκνυαν την αξία τους ως μέλη του Στέμματος. Για τον Ιππότη του Ξίφους το πρώτο και κυριότερο ήταν η τιμή. Κανένα χέρι δε θα υψωνόταν με άδικο θυμό, κανένα σπαθί δε θα τραβιόταν για προσωπική αντιζηλία.

Τέλος, από τον ίδιο τον Πάλανταϊν προερχόταν το Τάγμα του Ρόδου. Αυτοί αποτελούσαν την ελίτ και ήταν οι ιππότες που είχαν τόσο ενστερνιστεί τα έργα του Πάλανταϊν που για αυτούς τίποτε άλλο δε μετρούσε. Η σοφία και η δικαιοσύνη κυβερνούσαν τη ζωή τους. Από τις τάξεις τους εκλεγόταν συνήθως ο Μέγας Μάγιστρος, ο ανώτατος αρχηγός των ιπποτών.

Αν και ποτέ δεν είχε ισχύ κάτι τέτοιο όσο ζούσε ο Βίνους Σολάμνους, το Τάγμα του Ρόδου έγινε τάγμα της αφοσίωσης. Αν και όλοι οι ιππότες ισχυρίζονταν ότι προέρχονταν από βασιλικό αίμα, το Τάγμα του Ρόδου ήταν ανοιχτό μόνο σε εκείνους που είχαν το «καθαρότερο» αίμα από όλους. Αυτό τον κανόνα δεν τον αψηφούσε ποτέ κανείς, κι ας ερχόταν σε αντίθεση με όλες τις διδαχές του Πάλανταϊν.

Ο πόλεμος είχε αποτελματωθεί με το χειρότερο τρόπο. Άντρες, δράκοι, ογκρ, γκόμπλιν – οι απώλειες μεγάλωναν, τα νεκροφάγα πλάσματα θρέφονταν καλά, ξέσπασαν οι πρώτοι λοιμοί…

«Δεν πίστευα…» Η φωνή της ασημένιας δράκαινας έσβησε. Ο Χούμα δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο γρήγορα απλωνόταν η καταστροφή σε μια μέχρι πρότινος ακόμα άθικτη περιοχή. Από κάτω τους όμως, τρομακτικά ρεαλιστική, υπήρχε η μαρτυρία.

Δάση ολόκληρα από αρχαία, περήφανα δέντρα είχαν ξεριζωθεί από τη γη – είτε από δράκους είτε από μάγους. Οι αγροί δεν ήταν παρά μεγάλοι σωροί από ανασκαμμένο χώμα, γεμάτοι βαριές πατημασιές. Οι νεκροί κείτονταν ανά χιλιάδες, ιππότες και ογκρ μαζί, αν και τα τελευταία φαίνονταν περισσότερα – ή μήπως αυτή δεν ήταν παρά η τυφλή ελπίδα του Ιππότη της Σολάμνια;

Το πρόσωπο του Χούμα χλόμιασε. Κοίταξε τους σκορπισμένους ολόγυρα νεκρούς και ύστερα σκέπασε τα μάτια του μέχρι να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.

«Μάταιος αγώνας» του φώναξε ο Καζ στο αυτί. Ο μινώταυρος είχε ξεχάσει το φόβο του για την πτήση εξαιτίας του μεγάλου ενδιαφέροντος του για τη μάχη. «Ο Κράινους διαλέγει τα θύματά του, και οι αρχηγοί του ανταποδίνουν τη χάρη με μικρές δαγκωματιές. Κανείς δε θα βγει κερδισμένος.»

Τα λόγια του έκαναν τον Χούμα να σφιχτεί. Ο Καζ δεν μπορούσε να τα βάλει με την ίδια του τη φύση. Για εκείνον η μάχη δεν ήταν παρά μια μελέτη ικανότητας και θέσης. Ακόμα κι αν τον αφορούσε προσωπικά, ο ίδιος θα σκεφτόταν στρατηγικές και τακτικές. Ακόμα και το τσεκούρι του ούρλιαζε στον αέρα.

Η ασημένια δράκαινα έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος τους. «Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να προσγειωθούμε εδώ. Φαίνεται πως το Κάιρ έχει χαθεί και για τις δύο πλευρές. Αυτή η γη δε θα θρέψει κανένα.»

Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του. «Υπάρχει ελπίδα λοιπόν. Οι γραμμές ανεφοδιασμού των ογκρ πρέπει να είναι πολύ αραιές. Οι ιππότες φαίνονται πιο σίγουροι έτσι.»

«Αλλά η δύναμή τους δεν είναι τόσο μεγάλη όσο των ογκρ» τον διέκοψε ο μινώταυρος.

Τόση ένταση τους είχε προκαλέσει ο όλεθρος στο έδαφος που κανείς τους δεν πρόσεξε τις μεγάλες, σκούρες μορφές που έρχονταν πάνω-κάτω προς το μέρος τους. Ο Καζ ήταν αυτός που τις εντόπισε. Έσφιξε ξαφνικά τον ώμο του Χούμα. Ο Χούμα έστρεψε το κεφάλι και ακολούθησε το βλέμμα του Καζ.

«Δράκοι!» φώναξε στο ασημένιο ερπετό που τους μετέφερε. «Έξι τουλάχιστον!»

Καθώς πλησίαζαν, ο Χούμα άρχισε να ξεχωρίζει καλύτερα σχήματα και χρώματα. Κόκκινοι – με αρχηγό έναν μαύρο; Στένεψε τα μάτια του και διαπίστωσε ότι έτσι ήταν. Ένας πελώριος μαύρος δράκος – με έναν αναβάτη. Το ίδιο και οι υπόλοιποι!

«Δεν μπορώ να τους πολεμήσω όλους» είπε η ασημένια δράκαινα. «Μόλις πλησιάσουμε στη γη, πηδήξτε. Θα προσπαθήσω να τους παρασύρω μακριά.»

Η ασημένια δράκαινα πέταξε σύρριζα στα δέντρα, προσπαθώντας να βρει κάποιο σημείο κατάλληλο για προσγείωση πριν τους πλησιάσουν οι φονικοί τους αντίπαλοι.

«Πηδήξτε μόλις σας πω! Έτοιμοι;»

«Με λυπεί να φεύγω από μια μάχη, ακόμα κι ανάμεσα στα σύννεφα. Δεν υπάρχει τρόπος να βοηθήσουμε, Χούμα;»

Ο Χούμα είχε το πρόσωπό του γυρισμένο αλλού. «Όχι, καλύτερα να πηδήσουμε.»

«Όπως θες.»

Πέρασαν πάνω από κάτι που κάποτε ήταν ένα αγροτόσπιτο. Τώρα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας χαμηλός τοίχος από τούβλα που σχημάτιζε ένα ακανόνιστο ορθογώνιο. Πιο πέρα όμως το έδαφος ήταν καθαρό.

«Κόβω ταχύτητα! Ετοιμαστείτε!»

Πήραν θέσεις.

«Τώρα!»

Ο Καζ κινήθηκε πρώτος. Έπεσε σαν να τον είχε χτυπήσει κατάστηθα ένα βέλος. Τα νύχια της δράκαινας ακούμπησαν απαλά τη γη καθώς γλιστρούσε σε μια καινούρια στροφή.

Ο Χούμα έγειρε για να πηδήσει – και δίστασε.

«Τι κάνεις εκεί;» ούρλιαξε η ασημένια δράκαινα βλέποντας τους έξι δράκους να πλησιάζουν.

«Δεν μπορείς να τους πολεμήσεις μόνος!»

«Μην είσαι ανόητος!»

«Πολύ αργά» της φώναξε βιαστικά.

Κάθε δράκος μετέφερε μια ψηλή, δυσοίωνη μορφή ντυμένη με λιτή, εβένινη πανοπλία. Τα πρόσωπά τους κρύβονταν πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας τους. Αν ήταν άνθρωποι, ογκρ ή κάτι άλλο, ο Χούμα δεν μπορούσε να το ξέρει.

Ο αναβάτης του τρομερού μαύρου δράκου, μια τεράστια μορφή που έκανε τον Χούμα να μοιάζει με νάνο, έγνεψε στους άλλους. Οι κόκκινοι τραβήχτηκαν και περίμεναν. Ο μαύρος δράκος τσίριξε ανυπόμονα καθώς τον πρόγκιξε ο καβαλάρης του.

Οι δυο δράκοι πλησίασαν με άγριους βρυχηθμούς. Νύχια έσκισαν τον αέρα κι ένα νύχι βυθίστηκε στο αντιβράχιο της ασημένιας δράκαινας. Εκείνη, με τη σειρά της, έσκισε το εκτεθειμένο στήθος του μαύρου, αφήνοντας μεγάλες, διαγώνιες νυχιές πάνω του.

Ο θωρακοφόρος πολεμιστής στριφογύρισε ένα φονικό, διπλό τσεκούρι και ο Χούμα έσκυψε από ένστικτο για να τον αποφύγει. Καθώς συμπλέκονταν οι δυο δράκοι, ο Χούμα μπόρεσε να βρεθεί σε θέση που του επέτρεπε να ανταποδώσει το χτύπημα.

Οι άλλοι αναβάτες περίμεναν γεμάτοι νευρικότητα, με τους δράκους τους να τσιρίζουν άγρια που δεν τους επέτρεπαν να μπουν στη μάχη.

Τότε η ασημένια δράκαινα βρήκε με τα νύχια της το μαύρο δράκο στη μια φτερούγα και εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο. Ο μαύρος αναβάτης πετάχτηκε στο πλάι, κι έμεινε ανοιχτός στην επίθεση του Χούμα. Χωρίς να το σκεφτεί, ο ιππότης χτύπησε το άνοιγμα κάτω από τον ώμο του αντιπάλου του. Η αιχμή τρύπησε εύκολα τους λεπτούς κρίκους και η φόρα της την έσπρωξε βαθύτερα. Ο δρακοκαβαλάρης βόγκηξε κι έγειρε πίσω.

Μια χορωδία κραυγών από δράκους και πολεμιστές ειδοποίησε το μαύρο δράκο για τον τραυματισμό του αναβάτη του. Με ξέφρενες κινήσεις, ο μαύρος απομακρύνθηκε από την ασημένια.

Ο Χούμα ετοιμάστηκε για τη μαζική επίθεση που θα επακολουθούσε, αλλά, όλως περιέργως, ο εχθρός δεν εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημά του. Οι υπόλοιποι δράκοι σχημάτισαν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από το μαύρο δράκο και το βαριά πληγωμένο αναβάτη του και τα έξι τέρατα στράφηκαν προς τα κει απ’ όπου είχαν έρθει. Ο εχθρός απομακρύνθηκε πετώντας, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα της ασημένιας δράκαινας και του ιππότη.

Ο Χούμα μπόρεσε να ανασάνει ήρεμα ξανά.

Από κάτω του η ασημένια δράκαινα ξαναβρήκε και αυτή την αυτοκυριαρχία της. Οι πληγές αιμορραγούσαν ακόμα και ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο βαθιές να ήταν.

Εκείνη τον κοίταξε λες και του απαντούσε, με την έγνοια αποτυπωμένη σε κάθε της κίνηση.

«Πληγώθηκες;»

«Όχι. Εσύ; Χρειάζεσαι βοήθεια;» Πώς γιατρεύεις άραγε ένα δράκο; «Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά μπορώ να προσπαθήσω.»

Εκείνη κούνησε το λαμπερό κεφάλι της. «Μπορώ να γιατρευτώ μόνη μου. Λίγη ξεκούραση χρειάζομαι μόνο. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι οι περίεργες συνθήκες αυτής της μάχης. Αυτή ήταν κάτι παραπάνω από απλή περίπολος. Δεν μπορώ να σκεφτώ την απάντηση, αλλά νομίζω πως ήταν κάποιο σημάδι.»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. «Πρέπει να μαζέψουμε τον Καζ και να τρέξουμε στον Άρχοντα Όσγουολ. Θα θέλει να τα μάθει όλα.»

Η ασημένια δράκαινα έσκυψε προς τα κάτω και είδε κάτι που την έκανε να χαμογελάσει κυνικά. «Φαίνεται πως έχουμε κι άλλους επισκέπτες» είπε. «Κάποιους που νομίζω πως δε θα χαρούν να δουν ένα μινώταυρο ανάμεσά τους.»

Ο Χούμα ακολούθησε το βλέμμα της και τους είδε. Ιππότες της Σολάμνια. Πάνω από είκοσι, λογάριασε. Μια περίπολος με τη δική της σημαία. Η ασημένια δράκαινα είχε δίκιο. Το πιθανότερο ήταν πως οι ιππότες θα σκότωναν τον Καζ, με τίμημα βέβαια τη ζωή μερικών δικών τους.

Ο Καζ, κρυμμένος στα απομεινάρια του κάρου του αγρότη και αγνοώντας την ύπαρξη των ιππέων που έρχονταν από πίσω του, σηκώθηκε να χαιρετήσει τον Χούμα και την ασημένια δράκαινα. Ακόμα κι αν οι ιππότες δεν είχαν δει το μινώταυρο, η προσγείωση της δράκαινας δε θα τους ξέφευγε. Ένας ιππότης εντόπισε το ταυροκέφαλο πλάσμα και φώναξε για να προειδοποιήσει τους άλλους. Αμέσως η περίπολος όρμησε σε πλήρη επίθεση. Ο μινώταυρος γύρισε απότομα ακούγοντας το βροντερό θόρυβο, κι απόμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Ύστερα, το πολεμικό τσεκούρι που του είχε αφήσει ο Χούμα βρέθηκε να στριφογυρίζει ανυπόμονα στα χέρια του. Σπαθιά σηκώθηκαν και λόγχες σημάδεψαν.

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να σκεφτεί να κάνει παρά ένα πράγμα μονάχα: φώναξε το σχέδιό του στην ασημένια δράκαινα. Οι πολεμιστές σήκωσαν κατάπληκτοι τα μάτια και η τακτική τους επέλαση έγινε άτακτη, καθώς ξέχασαν στιγμιαία τα πάντα μπροστά στο θαυμαστό κάτοικο του ουρανού. Η ασημένια δράκαινα χαμήλωσε πίσω από τον Καζ και κατάφερε να τον αρπάξει από τους ώμους. Ο Καζ έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή κι άφησε το τσεκούρι του να πέσει, ενώ τα μεγάλα νύχια της του έσφιξαν και τους δυο ώμους και τον σήκωσαν στον αέρα. Οι ιππότες τράβηξαν άγρια τα χαλινάρια προσπαθώντας απεγνωσμένα να σταματήσουν τα άλογά τους, ενώ ταυτόχρονα ζητωκραύγαζαν νομίζοντας πως παρακολουθούν το τέλος ενός διαγουμιστή μινώταυρου.

Ο Καζ συνέχισε να αραδιάζει στη σειρά κάτι βρισιές που θα έκαναν και το χειρότερο ληστή να κοκκινίσει, αλλά ήταν εντελώς ανίσχυρος στα νύχια της δράκαινας. Μόλις βρέθηκαν λίγο πιο μακριά, η δρακόντισσα τον άφησε απαλά στο έδαφος και προσγειώθηκε εκεί κοντά.

Ο Χούμα πήδηξε από την πλάτη της και βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με το μινώταυρο. Αν ο τελευταίος δεν είχε ορκιστεί να τον υπηρετεί, ο ιππότης υποπτεύθηκε ότι θα τον έσφαζε επιτόπου. Φωτιές έκαιγαν στα βαθουλωτά μάτια του μινώταυρου, που ρουθούνιζε συνέχεια όλο θυμό.

«Δε θα πολεμήσεις!» τον διέταξε ο Χούμα.

«Θα με σκοτώσουν! Άσε με τουλάχιστον να πεθάνω πολεμώντας αντί να στέκομαι σαν κανένας ανίκανος και βλάκας νάνος.»

Πολύ σιγανά και μ’ ένα ψυχρό θυμό που ξάφνιασε και τον ίδιο, ο Χούμα επανέλαβε τα λόγια του. «Είπα: δε θα πολεμήσεις.»

Ο μινώταυρος ξεφύσησε απότομα και φάνηκε να βουλιάζει. Κοίταξε τον Χούμα. «Όπως θέλεις. Θα σ’ εμπιστευτώ, εσένα που μου έσωσες δυο φορές τη ζωή.»

Άντε πάλι! Ο Χούμα αναστέναξε εκνευρισμένος και στράφηκε προς την περίπολο που πλησίαζε διστακτικά την παράξενη τριάδα. Ο περιπολάρχης, ο μόνος που φαινόταν ανεπηρέαστος από τη θέα της μεγάλης δράκαινας, τους διέταξε να σταματήσουν κι έσκυψε μπροστά, παρατηρώντας προσεκτικά το νεαρό ιππότη.

«Φαίνεται πως ο Μπένετ δε σε ξεφορτώθηκε τελικά, Χούμα.»

Ο Χούμα τον αναγνώρισε επιτέλους, καθυστερημένα. «Ρέναρντ!»

Ο Ρέναρντ σήκωσε την προσωπίδα του. Μερικοί ιππότες κουνήθηκαν άβολα στις σέλες τους. Το πρόσωπο του Ρέναρντ ήταν νεκρικά ωχρό και, όταν μίλησε, τα χαρακτηριστικά του ήταν σαν απολιθωμένα. Θα μπορούσε να είναι ωραίος άντρας, αλλά η ομορφιά του είχε καταστραφεί στα νιάτα του, όταν κόντεψε να πεθάνει από το λοιμό. Το πρόσωπό του ήταν λιπόσαρκο και χαρακωμένο και κάποιοι που τον συκοφαντούσαν συνήθιζαν να λένε ότι ο Ρέναρντ είχε πεθάνει από την αρρώστια, αλλά δεν το είχε πάρει είδηση. Τέτοια γλαφυρά σχόλια όμως δε γίνονταν ποτέ παρουσία του. Λίγοι ιππότες μπορούσαν να τον συναγωνιστούν.

Ο Χούμα χάρηκε που τον είδε. Ο μεγαλύτερος του ιππότης τον είχε πάρει κάτω από την προστασία του από την αρχή, από τότε που είχε έρθει στο Βίνγκααρντ για να υποβάλει την αίτησή του να τον δεχτούν στην Ιπποσύνη. Ο Ρέναρντ τον είχε στηρίξει όταν άλλοι επέμεναν να τον απορρίψουν σαν ένα αγόρι που το μόνο που μπορούσε να ισχυριστεί ήταν ότι ο πατέρας του διατέλεσε ιππότης, χωρίς την επιβεβαίωση της μητέρας του.

Στο μεταξύ, οι ιππότες είχαν ξεπεράσει το δέος τους μπροστά στη δράκαινα και εκείνη τη στιγμή κοίταζαν όλοι τον Καζ. Ακούγονταν πολλά μουρμουρητά, τα περισσότερα είχαν να κάνουν με την παρουσία ενός τόσο περίεργου πλάσματος όπως ο μινώταυρος. Ο Ρέναρντ έδωσε τη διαταγή. «Δέστε το μινώταυρο. Είμαι σίγουρος ότι ο Άρχοντας Όσγουολ θα δείξει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτόν και για το τι δουλειά έχει τόσο μακριά από τη μάχη.»

Ο Καζ πισωπάτησε σηκώνοντας τις γροθιές του. «Για προσπάθησε! Ο πρώτος που θα απλώσει χέρι πάνω μου δε θα είναι σε θέση να το ξανακάνει!»

Ένας ιππότης τράβηξε το σπαθί του. «Αναιδέστατο κτήνος! Δε θα ζήσεις για να κάνεις αυτό που λες!»

«Μη!» Ο Χούμα πλησίασε τον Ρέναρντ. «Δεν είναι εχθρός. Προσπαθούσε να ξεφύγει από τα ογκρ. Τον βρήκα αιχμάλωτο των γκόμπλιν και τον έσωσα. Σκότωσε ένα ογκρ για να σώσει ανθρώπινες ζωές!»

Μερικοί από τους άντρες πέταξαν κάποια σχόλια σχετικά με την ευπιστία του νεαρού ιππότη και ο Χούμα κατάλαβε ότι είχε γίνει κατακόκκινος.

Ο Καζ ρουθούνισε. Κάθε προσβολή της τιμής του Χούμα ήταν και δική του προσβολή, μια και του χρωστούσε τη ζωή του. «Αυτή είναι η τιμή των Ιπποτών της Σολάμνια; Έτσι φέρεστε στους δικούς σας; Ίσως ήταν λάθος μου να πιστέψω ότι η Ιπποσύνη είναι τιμημένη όπως η φυλή μου!»

Ο ιππότης που είχε τραβήξει το σπαθί του άρχισε να πιέζει το άλογό του να προχωρήσει. «Θα σου πάρω το κεφάλι, μινώταυρε!»

«Τίποτα τέτοιο δε θα κάνεις, Ιππότη Κόνραντ.» Ο θυμωμένος ιππότης προσπάθησε να αντισταθεί στη ματιά του Ρέναρντ, αλλά –όπως είχε συμβεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν– νικητής αποδείχτηκε ο χλομός ιππότης. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στα παγερά, γαλάζια του μάτια.

«Για να λέμε την αλήθεια, κανείς σας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κριτική ικανότητα του Χούμα» συνέχισε ο Ρέναρντ. «Και το ξέρετε αυτό. Φερθείτε σαν ιππότες, όχι σαν μικροπρεπείς πολίτες του Έργκοθ ή ψηλομύτικα, ισχυρά ξωτικά.» Οι άλλοι ησύχασαν, αν και ήταν φανερό ότι δεν τους άρεσε να τους μαλώνουν σαν παιδάκια. Ο Χούμα κατάλαβε ότι αυτό άφηνε αδιάφορο τον Ρέναρντ. Τον Ρέναρντ τον απασχολούσε μόνο ο Ρέναρντ.

Στράφηκε στον Χούμα. «Ο μινώταυρος βρίσκεται κάτω από την επιτήρηση σου, Χούμα. Είναι φανερό ότι ξέρω περισσότερα για τη ράτσα του από τους υπόλοιπους. Αν υποσχεθεί ότι θα μας ακολουθήσει ειρηνικά, δε χρειάζομαι άλλη διαβεβαίωση.»

Ο Χούμα κοίταξε τον Καζ που ατένιζε ολόκληρη την περίπολο και ιδιαίτερα τον λιπόσαρκο ιππότη. Ύστερα από λίγη σκέψη, ο μινώταυρος συμφώνησε. «Υπόσχομαι ότι θα σας ακολουθήσω ειρηνικά και ότι θα σεβαστώ την κρίση του Χούμα σε κάθε περίπτωση.»

Το τελευταίο ήταν η κριτική του για την έλλειψη εμπιστοσύνης των ιπποτών προς ένα δικό τους. Οι ιππότες σάλεψαν αμήχανα. Δεν τους άρεσε να ιππεύει μαζί τους ελεύθερος ένας τόσο δυνατός αιχμάλωτος. Η ασημένια δράκαινα τους κοίταζε με μια έκφραση συγκρατημένης χαράς. Το πρόσωπο του Ρέναρντ ήταν ανέκφραστο, αλλά ο Χούμα βρήκε την παρατήρηση διασκεδαστική.

Ο περιπολάρχης έδειξε πίσω του με τον αντίχειρα. «Έχουμε λίγα παραπανίσια άλογα. Τα μαζέψαμε κανένα μίλι πιο πίσω. Νομίζω ότι το ένα τους είναι αρκετά ψηλό και δυνατό για να σηκώσει το μινώταυρο. Όταν βολευτείτε, θέλω τους δυο σας μπροστά. Έχουμε πολλά να κουβεντιάσουμε, κι εσένα, Ιππότη Χούμα, πρέπει να είναι μάλλον ενδιαφέρουσα η αναφορά σου.»

Οι άλλοι ιππότες παραμέρισαν για να περάσουν ανάμεσά τους ο Καζ με τον Χούμα. Υπήρχαν πέντε παραπανίσια άλογα –τέσσερα πολεμικά κι ένα καματερό, παρατημένο προφανώς από τον ιδιοκτήτη του. Το καματερό και δυο από τα πολεμικά αποδείχτηκαν ακατάλληλα για ίππευση και τα έπαιρναν μαζί τους κυρίως για το κρέας που υπήρχε κολλημένο στα κόκαλά τους. Το ψηλότερο άλογο –και μοναδικό που ήταν ικανό να σηκώσει το μεγαλόσωμο μινώταυρο– ήταν νευρικό, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να το κάνει καλά ο Καζ. Ο Χούμα βρήκε έναν γκριζωπό, ασημένιο κέλητα που του άρεσε από την πρώτη στιγμή. Μόλις καβάλησαν, πλησίασαν ξανά τον Ρέναρντ.

Ο Χούμα κοίταξε την ερημιά ολόγυρά του. «Τι συνέβη εδώ;»

Η απουσία συναισθήματος έκανε ακόμη πιο φρικτά τα λόγια του Ρέναρντ. «Τι συμβαίνει συνήθως, Χούμα; Οι μάγοι διεξάγουν τους προσωπικούς τους πολέμους και ανασκάπτουν τη γη, αφήνοντας σ’ αυτούς που είναι δεμένοι μαζί της μονάχα βράχια και κρατήρες. Ό,τι απομείνει εύφορο και πράσινο το καίνε, το παγώνουν ή το ρημάζουν οι δράκοι. Μέχρι να συναντηθούν οι εχθρικοί στρατοί, δεν έχουν μείνει και πολλά που ν’ αξίζουν τη μάχη.»

Ο Ρέναρντ τα είχε πάντα με τους μάγους. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Ο Χούμα δεν του είχε αναφέρει ποτέ τον Μάτζιους, για να μην αποξενωθούν και χάσει ένα δυσεύρετο υποστηρικτή.

«Χάσαμε;»

«Τέλμα. Απλώς η μάχη μεταφέρθηκε βόρεια, αν και μας έστειλαν να βεβαιωθούμε ότι η υποχώρηση τους στο Βορρά δεν ήταν προσποιητή. Ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε όταν σας είδαμε.»

Η ασημένια δράκαινα, που στεκόταν υπομονετικά σιωπηλή όλη αυτή την ώρα, μπήκε τελικά στην κουβέντα. «Δεν είδατε λοιπόν τους δρακοκαβαλάρηδες;»

Το κεφάλι του Ρέναρντ τινάχτηκε προς τα πάνω και οι υπόλοιποι ιππότες σφίχτηκαν. «”Δρακοκαβαλάρηδες” είπες;»

«Έξι ήταν. Όλοι τους ντυμένοι στα μαύρα και καβάλα σε κόκκινους δράκοντες, εκτός από τον αρχηγό τους, που ίππευε έναν πελώριο μαύρο. Φαίνονταν να ψάχνουν, μέχρι που είδαν εμάς. Προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο, αλλά ο ιππότης σου αρνήθηκε να μ’ εγκαταλείψει. Επέμενε να πάρει μέρος στη μάχη»

Με τα περισσότερα πρόσωπα κρυμμένα από τις προσωπίδες, ο Χούμα δεν μπορούσε να διακρίνει τις αντιδράσεις των συντρόφων του. Κάποιοι –λίγοι– φάνηκαν να συμφωνούν με ελαφρά καταφατικά νεύματα, ενώ κάποιος ακούστηκε να μουρμουρίζει κάτι περί περιττής επιπολαιότητας. Στο μεταξύ ο Ρέναρντ φαινόταν γεμάτος έγνοια.

«”Έναν πελώριο μαύρο” είπες;»

«Το μεγαλύτερο. Αλλά νέο. Ο αναβάτης του αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί μας. Το κάναμε, αλλά τότε συνέβη κάτι παράξενο. Ο Χούμα τον πλήγωσε βαριά και ο μαύρος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη μονομαχία. Αντί να θελήσουν να εκδικηθούν, οι υπόλοιποι ακολούθησαν το μαύρο για να βρουν βοήθεια για το σακατεμένο αρχηγό τους. Αν μας είχαν επιτεθεί όλοι μαζί, θα μας είχαν κατασφάξει. Ακόμη δεν μπορώ να το καταλάβω.»

Το πρόσωπο του Ρέναρντ παρέμεινε χαρακτηριστικά ανέκφραστο. Πόσο τον ανησυχούσαν τα νέα, δύσκολο να πεις. Όταν μίλησε, ήταν λες και η ιστορία της επίθεσης είχε φύγει κιόλας από το μυαλό του. «Οφείλω να σ’ ευχαριστήσω για την υπηρεσία που πρόσφερες στο δικό μας. Θα έρθεις μαζί μας; Δεν ξέρω τίποτα από θεραπείες τραυμάτων δράκου, αλλά αν μπορούν να βοηθήσουν οι δυνάμεις ενός κληρικού της Μισακάλ, υπάρχουν κάμποσοι με την κύρια δύναμή μας.»

Το τεράστιο πλάσμα τέντωσε τις φτερούγες του –πράγμα που καταπτόησε κάμποσους ιππότες και άλογα– και αρνήθηκε την προσφορά. «Αρκούν τα δικά μου ταλέντα. Μόνο ανάπαυση χρειάζομαι. Θα γυρίσω στους δικούς μου. Μπορεί να με δεις αργότερα.» Η τελευταία παρατήρηση απευθυνόταν περισσότερο στον Χούμα παρά στον Ρέναρντ.

«Ενθουσιάστηκα που σε γνώρισα, έστω και για λίγο, Ιππότη Χούμα» συνέχισε η δράκαινα. «Καλά νέα να έχεις. Ας σε προστατεύει ο Πάλανταϊν.»

Χωρίς άλλες κουβέντες, η ασημένια δράκαινα σηκώθηκε ψηλά στον αέρα. Ο Χούμα και οι άλλοι αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπο για να αποφύγουν τη σκόνη. Όταν κατακάθισε επιτέλους, το εκπληκτικό πλάσμα βρισκόταν ήδη μακριά. Η ομάδα την είδε να χάνεται μέσα στα σύννεφα, νιώθοντας ακόμη δέος εξαιτίας της παρουσίας της. Ο Ρέναρντ γύρισε και μέτρησε τους άντρες που βρίσκονταν στις διαταγές του –μαζί με τον Χούμα και τον Καζ– κι έστρεψε το άλογό του. Δεν έδωσε καμιά διαταγή –ούτε και χρειαζόταν. Οι άλλοι απλώς τον ακολούθησαν, με τους δύο νεοφερμένους να ιππεύουν ακριβώς από πίσω του.

Μόνο όταν προχώρησαν κάμποσο, τους έγνεψε ο Ρέναρντ να πάνε στο πλάι του. Μιλώντας, εξακολούθησε να κοιτάζει το δρόμο μπροστά του. «Εκείνοι οι ιππείς… Έτυχε ποτέ να τους ξαναδείς ή να ακούσεις κάτι γι’ αυτούς, Χούμα;»

«Θα έπρεπε;»

«Μπορεί. Ο μινώταυρος…»

«Το όνομά μου είναι Καζ.» Φαινόταν να έχει απαυδήσει να του μιλούν σαν να μην ήταν εκεί.

«Καζ, λοιπόν. Εσύ θα πρέπει να τους ξέρεις σίγουρα.»

«Είναι η Μαύρη Φρουρά. Ένα από τα πολλά τους ονόματα. Υπηρετούν τον αποστάτη μάγο Γκάλαν Ντράκος και τον πολέμαρχο της βασίλισσας, τον Κράινους.»

«Και ο ίδιος ο πολέμαρχος;»

Ο Καζ σήκωσε τους ώμους. «Είναι ένας γίγαντας, αν και κατά πόσο είναι ογκρ, άνθρωπος ή κάτι άλλο, αυτό το ξέρουν μόνο μερικοί επίλεκτοι. Είναι ένα στρατηγικό μυαλό που του αρέσει να ρισκάρει, ακόμη και τον εαυτό του. Το αγαπημένο του υποζύγιο… υποζύγιο…» Ο μινώταυρος σταμάτησε να μιλάει και γούρλωσε τα μάτια.

Ένα λεπτό, φονικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Ρέναρντ, τρομακτικό –αλήθεια– θέαμα σε τέτοια θανάσιμη μορφή. Ο Ρέναρντ στράφηκε στον Χούμα. «Αυτό που πιστεύω ότι θα πρόσθετε είναι ότι το αγαπημένο υποζύγιο του Κράινους είναι ένας πελώριος μαύρος δράκος που ονομάζεται Τσαρ. Τόσο ο άνθρωπος όσο και το θηρίο είναι μανιακοί με τον κίνδυνο και η μονομαχία είναι από τις πιο αγαπημένες τους ασχολίες.»

«Και… κι εγώ μονομάχησα μαζί του.» Ο Χούμα τρόμαξε από αυτή τη συνειδητοποίηση. Είχε αντιμετωπίσει τον ίδιο τον Κράινους και είχε επιζήσει.

Το ίδιο και ο πολέμαρχος, σκέφτηκε ξαφνικά. Είχε πληγωθεί βαριά, όντως, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα ζούσε και, κατά κάποιον τρόπο, ο Χούμα ήταν σίγουρος ότι ο πολέμαρχος θα έψαχνε να τον βρει. Για να ξανακερδίσει την αξιοπρέπειά του. Την τιμή του. Για να πατσίσει μαζί του και κάτι παραπάνω.

Για να τον σκοτώσει.

«Αντιλαμβάνομαι ότι ο πολέμαρχος παίρνει πολύ προσωπικά τις μάχες του» πρόσθεσε ο Ρέναρντ σχεδόν αδιάφορα. Ξαφνικά πίεσε το άλογό του να βιαστεί και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν κατά πόδας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ακόμη κι έτσι όμως, δεν προχωρούσαν αρκετά γρήγορα για τον Χούμα, ο οποίος ξαφνικά άρχισε να κοιτάζει τον ουρανό γεμάτος νευρικότητα.

Κεφαλαίο 5

Αν η καταστροφή φαινόταν τρομερή από ψηλά, με μια ματιά από κοντά φαινόταν ακόμα χειρότερη. Πλέον ο Χούμα έβλεπε καθαρά με πόση αποτελεσματικότητα είχε σαρώσει ο θάνατος ολόκληρη την περιοχή. Το Κάιρ –μια πόλη στα σύνορα του Έργκοθ που έσφυζε κάποτε από ζωή– δεν υπήρχε πια. Τα χωράφια είχαν γίνει στάχτη. Οι νεκροί κείτονταν εδώ και εκεί σαν σπασμένες κούκλες. Τα περισσότερα κτίρια δεν ήταν παρά άδεια κελύφη – και ούτε καν. Όσο προχωρούσε η περίπολος γύρω από το ανατολικό τείχος της πόλης –ή ό,τι απόμενε από αυτό– η δυσωδία της αποσύνθεσης γινόταν όλο και περισσότερο αισθητή. Ο Χούμα ευχόταν να μη χάσει τον έλεγχο και η θέα πολλών ιπποτών που φαίνονταν έτοιμοι να ξεράσουν δεν τον ανακούφισε καθόλου. Ο Ρέναρντ προχωρούσε δείχνοντας αδιάφορος.

Μέχρι το τέλος της μέρας άλογα και πανοπλίες είχαν σκεπαστεί από λάσπη. Συνειδητοποιώντας ότι δε θα έφταναν την κυρίως δύναμη πριν περάσουν ώρες και γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνος ήταν ο δρόμος μπροστά τους, ο Ρέναρντ τους διέταξε να σταματήσουν σ’ ένα στεγνό σημείο εκεί κοντά, σ’ ένα σκληρό πατημένο κομμάτι γης που κάποτε ήταν επαρχιακός δρόμος. Πίσω τους έβλεπαν σύννεφα καπνού να υψώνονται από το Κάιρ. Οι φωτιές είχαν σβήσει από ώρα, αλλά ο καπνός αρνιόταν να διαλυθεί, σαν να ήθελε να τους θυμίσει την αποτυχία της Ιπποσύνης.

Η νύχτα πέρασε χωρίς απρόοπτα. Ο Καζ, πιστός στον όρκο του, προσπάθησε να σταθεί φρουρός πάνω από το νεαρό ιππότη όλη τη νύχτα, μέχρι που τόσο ο Ρέναρντ όσο και ο Χούμα επέμειναν να κοιμηθεί, επιτέλους, ο εξαντλημένος μινώταυρος.

Συνέχισαν την πορεία τους με το πρώτο φως, με τον Χούμα και τον Καζ να ιππεύουν ξανά στο πλευρό του περιπολάρχη. Ο Χούμα προσπάθησε να παρασύρει τον Ρέναρντ σε κουβέντα, αλλά ο δεύτερος ήταν λιγομίλητος όπως πάντα. Μιλούσε όταν το έκρινε απαραίτητο, ποτέ άλλοτε.

Μέχρι το μεσημέρι κόντευαν στο εξωτερικό όριο της νότιας πτέρυγας. Η μάχη δεν ήταν παρά μια μεγάλη σειρά αψιμαχιών, καθώς η κάθε πλευρά προσπαθούσε να βρει κάποιο αδύνατο σημείο της άλλης. Η περίπολος είχε σταθεί τυχερή. Αν είχαν φτάσει κάποια άλλη ώρα της ημέρας, μπορεί να είχαν πέσει πάνω σε μια τέτοια μάχη.

Μερικοί ιππότες έβγαλαν μια εξαντλημένη ζητωκραυγή βλέποντας τους ιππείς να πλησιάζουν, καθώς τους πέρασαν κατά λάθος για ενισχύσεις. Το ηθικό φαινόταν πεσμένο κι όταν οι ιππότες αναγνώρισαν τον Ρέναρντ και τον Χούμα, οι ζητωκραυγές έσβησαν στα χείλη τους.

Το στρατόπεδο της νότιας πτέρυγας βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της ερειπωμένης πόλης. Ο Ρέναρντ τράβηξε τα γκέμια και σταμάτησε. Μπροστά στην περίπολο υψωνόταν μια μεγάλη σκηνή κυκλωμένη από Ιππότες του Ξίφους. Ο χλομός ιππότης δεν ξεπέζεψε. Αντί γι’ αυτό, κάλεσε τον αρχηγό της φρουράς. Βλέποντας τον Ρέναρντ, ο ιππότης χλόμιασε και τον χαιρέτησε βιαστικά.

Το νεκρικό πρόσωπο τον κοίταξε από ψηλά. «Ποιος έχει στρατοπεδεύσει εδώ;»

«Ο Άρχοντας Κίλιαν. Δε θα τον βρεις όμως εδώ. Έχει πάει κοντά στους άντρες για να τους αναπτερώσει το ηθικό.» Ο φρουρός μιλούσε σαν να μην είχε καμία εμπιστοσύνη σε αυτή την προσπάθεια.

Ο Ρέναρντ έγνεψε καταφατικά. «Ίσως μπορείς να μας βοηθήσεις, λοιπόν. Πού θα βρούμε το αρχηγείο του Άρχοντα Όσγουολ; Όταν ξεκινήσαμε την περιπολία, ήταν κάπου εδώ.»

Κάτω από το ψυχρό βλέμμα του Ρέναρντ, ο φρουρός τούς πληροφόρησε ότι το αρχηγείο είχε προχωρήσει μιας ολάκερης μέρας δρόμο, στα νοτιοανατολικά αυτή τη φορά. Ο πάντα σαρδόνιος Καζ μουρμούρισε κάτι για το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του, αλλά μια αυστηρή ματιά του Χούμα τον έκανε να σωπάσει.

Οι εκτάσεις στα βορειοανατολικά αποδείχτηκε ότι βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Τα πρώτα ζωντανά δέντρα φανερώθηκαν μία μόνο ώρα από τότε που ξεκίνησαν ξανά οι ιππότες. Καθώς περνούσαν τα λεπτά της ώρας, όλο και περισσότερα δέντρα στέκονταν σκόρπια στο τοπίο. Ήταν κοντά και χοντρά ως επί το πλειστόν, αλλά δεν έπαυαν να είναι δέντρα. Η διάθεση της ομάδας ελάφρυνε κάπως.

Σε όλη τη διάρκεια της πορείας τους δεν έχασαν ούτε μια στιγμή από τα μάτια τους τους δυο μεγάλους στρατούς, που ελίσσονταν για την κατάλληλη θέση πάνω στους λόφους και τα δέντρα. Στα βόρεια υπήρχαν οι οροσειρές που αποτελούσαν το σύνορο ανάμεσα στη Σολάμνια και το παλιό Έργκοθ. Ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλές απόκρημνες βουνοκορφές που έσκιζαν τον ουρανό και φιλοξενούσαν μια μεγάλη αποικία τρομακτικών ογκρ. Όσοι τολμούσαν να ταξιδέψουν στις ορεινές περιοχές έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή και την αρτιμέλειά τους.

Όσο συνέχιζαν το δρόμο τους, το μυαλό του Χούμα ταξίδευε. Τι θα έλεγε ο Άρχοντας Όσγουολ όταν θα στεκόταν μπροστά του; Υπήρχε πάντα πικρία ανάμεσα στον Υψηλό Πολεμιστή και τον Μεγάλο Μάγιστρο και ο Άρχοντας Τρέικ δεν είχε ικανοποιηθεί καθόλου από την απόφαση του αδερφού του να στηρίξει το νεαρό Χούμα. Μια τέτοια απόφαση μπορεί, σε βάθος χρόνου, να αποδεικνυόταν καταστροφική για τον Άρχοντα Όσγουολ. Αν ο Χούμα αποτύγχανε ως ιππότης, ο άρχοντας κινδύνευε να χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής και της δύναμής του. Η Ιπποσύνη, παρά τον κομπασμό της περί καλού, ήταν μια πολιτική οργάνωση. Όχι πως αυτό ένοιαζε τον Χούμα στην πραγματικότητα. Περισσότερο αναρωτιόταν τι θα γινόταν ο στρατός αν διοικούσε κάποιος άλλος αντί για τον Υψηλό Πολεμιστή. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν ο λαμπρότερος στρατηγός της Ιπποσύνης.

Ο Ρέναρντ έβαλε μια φωνή και έδειξε κατά τα δυτικά. Όλων τα μάτια στράφηκαν προς τα εκεί. Ο βαρύς κιόλας ουρανός γινόταν μαύρος –πίσσα– μέσα σε λίγα λεπτά. Οι ιππότες έβλεπαν το σκοτάδι να προχωρά σαν ένα σύννεφο ακριδών σ’ ένα χωράφι από στάχυα και ήξεραν καλά τι ήταν αυτό που έβλεπαν: μαγεία στη χειρότερή της μορφή. Οι πιστοί της βασίλισσας είχαν πιάσει ξανά δουλειά και προσπαθούσαν να τσακίσουν τις γραμμές της άμυνας.

Ο Ρέναρντ έκοψε ταχύτητα και κοίταξε τους υπόλοιπους πίσω από την προσωπίδα του. Κοίταξε τον Χούμα και τον Καζ. «Θα πολεμήσει μαζί μας ο μινώταυρος αν του το ζητήσεις, Χούμα;»

Ο Καζ ρουθούνισε δυνατά. «Γιατί δε ρωτάς εμένα τον ίδιο, βρικόλακα;»

Ο ωχρός ιππότης αγνόησε την κοροϊδία όπως τον άνεμο που του φυσούσε το πρόσωπο. «Θα πολεμήσεις για μας;»

Ο Χούμα ένιωσε τα μάτια του Καζ να τον καίνε. «Η απόφαση είναι δική σου, Καζ.»

Στο ταυροκέφαλο πρόσωπο σχηματίστηκε ένα άγριο χαμόγελο όλο δόντια. «Θα πολεμήσω λοιπόν και μετά χαράς, για να γυμνάσω λιγάκι τους μυς μου. Άλλωστε, από τη στιγμή που αποφάσισα να χτυπήσω το ογκρ και να το σκάσω, ήμουν κιόλας ένας απόβλητος. Αν με πιάσουν οι δικοί μου, θα με σκοτώσουν στη στιγμή. Μαζί σας έχω τουλάχιστον μια ελπίδα να αποδείξω ότι η τιμή μου δεν πέθανε ακόμη.»

«Ας ενώσουμε λοιπόν τις δυνάμεις μας με αυτές των αδερφών μας.» Με αυτά τα λόγια ο Ρέναρντ σπιρούνισε το άλογό του. Κάποιος έβγαλε μια πολεμική κραυγή. Ο Χούμα έτριξε τα δόντια του, ελπίζοντας ότι οι άλλοι θα έπαιρναν το μορφασμό του για άγρια αποφασιστικότητα και όχι ως μια προσπάθεια να σιγάσει τα αισθήματα που δίχαζαν το κορμί του.

Το σκοτάδι σύρθηκε προς το μέρος τους και τους καλωσόρισε.


Ήταν το ίδιο σαν να πολεμούσαν μεσάνυχτα χωρίς φεγγάρι. Ακούγονταν τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων και των ετοιμοθάνατων και οι δυνατές φωνές των πολεμιστών κι από τις δύο πλευρές. Ζοφερά, τεράστια πλάσματα έσκιζαν τον αέρα. Καμιά φορά χτυπούσαν τις μορφές στο έδαφος, αλλά χωρίς να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια. Ο πανικός για τους δράκους δεν είχε εξαπλωθεί ακόμα. Στο έδαφος επικρατούσε τεράστιο χάος. Οι δράκοι θα μπορούσαν να σκοτώνουν ακόμη και τους συμμάχους τους.

Λαμπρές εκρήξεις καθαρής δύναμης αποκάλυπταν μέρος της σφαγής που μαινόταν στο πεδίο της μάχης. Μάγοι του Λευκού και του Ερυθρού Χιτώνα πάλευαν με τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Η έγνοια τους για τα όρια της σύνεσης στερούσε από τους Μάγους του Λευκού και του Ερυθρού Χιτώνα τη νίκη. Η απροσεξία εμπόδιζε τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα να την επιτύχουν. Υπήρχε όμως κάποιο αποτέλεσμα. Αυτή η τεράστια μαυρίλα που είχε απλωθεί τόσο γοργά σταμάτησε πια τη φονική της πορεία – και φάνηκε μάλιστα να υποχωρεί λιγάκι. Οι Μελανοί Χιτώνες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις επιθέσεις ενάντια στους συναδέλφους τους και η δύναμη του μαύρου σύννεφου κάμφθηκε για κάμποση ώρα.

Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε δράκους, πιο πολλούς απ’ όσους μπορούσε να φανταστεί κανείς. Είχαν συγκεντρωθεί αργά και αθόρυβα γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Καθώς το σκοτάδι υποχωρούσε, ξεχείλισαν μέσα από το σύννεφο. Ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους πολεμούσαν στο πλευρό των ιπποτών. Κόκκινοι, μαύροι, πράσινοι, γαλάζιοι – ο ουρανός γέμισε με τα χρώματα του θανάτου.

Αν και υστερούσαν αριθμητικά, οι δράκοι του Φωτός υψώθηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Δεν ήταν αρκετοί. Τα παιδιά της δρακοβασίλισσας άρχισαν γρήγορα να διασπούν τις γραμμές των ιπποτών. Ο απώτερος σκοπός τους βρισκόταν πέρα από αυτές. Πλημμύριζαν με το πλήθος τους τις περιοχές των λόφων, προστατεύοντας τα ογκρ και τους άλλους γήινους συμμάχους τους, που πλέον ξεχύνονταν περισσότερο πολυάριθμοι από τους ίδιους τους λόφους. Κυκλωμένοι κιόλας από πολύ περισσότερους εχθρούς, οι τσακισμένοι από τη μάχη ιππότες στράφηκαν στην ομάδα των νεοφερμένων για λίγη ανάπαυλα.

Με τα σπαθιά υψωμένα και τις λόγχες προτεταμένες, οι ιππότες του Ρέναρντ σχημάτισαν παράταξη μάχης. Οι δράκοι που περνούσαν από πάνω τους δεν τους πτόησαν. Η γραμμή θα κρατούσε.

Ο Χούμα ήταν ένας από αυτούς που δεν είχαν λόγχη, αλλά ήξερε ότι σύντομα το σπαθί του θα έβρισκε αντίπαλο. Ανυπομονώντας να βάλουν τέλος στο τέλμα, τα ογκρ προχωρούσαν ήδη. Το πρώτο κύμα χτύπησε την ώρα που ο Χούμα και οι σύντροφοί του πλησίαζαν ακόμα τη μάχη. Τα πολεμικά άλογα καθυστερούσαν στο λοφώδες έδαφος. Ο Χούμα είδε ένα άλογο να σκοντάφτει και τον ιππέα του να πέφτει, ενώ κάμποσα άλλα παραπάτησαν. Ύστερα βρέθηκαν να χτυπούν το μέτωπο της επίθεσης των ογκρ.

Το ατσάλι άστραφτε ολόγυρά του κι όλοι ούρλιαζαν μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Ο Χούμα απόδιωχνε απεγνωσμένα κάθε όπλο που ερχόταν προς το μέρος του και σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σκότωσε κάμποσα ογκρ. Ένα ογκρ τον κοίταξε καταπρόσωπο. Ήταν τριχωτό και άγριο, με μακριά, μυτερά δόντια σαν του μινώταυρου κι ένα πλατύ, ανέκφραστο πρόσωπο με μάτια κόκκινα ολόγυρα. Η ανάσα του ήταν βρομερή. Ο Χούμα το κλότσησε μακριά.

Ένα γέλιο παράξενα ταιριαστό στην αγριότητά του έφτασε στ’ αυτιά του. Ανάμεσα στους αντιπάλους, κουνώντας το τσεκούρι του μπρος-πίσω, ο πελώριος Καζ προχωρούσε ορμητικά σαν το χάος και το θάνατο μαζί. Κάθε τσεκουριά είχε το θύμα της. Η δίψα του αίματος γυάλιζε στα μάτια του γιγαντιαίου πλάσματος και έπειτα ο Καζ χάθηκε από τα μάτια του νεαρού ιππότη, που κάμποσα ογκρ όρμησαν να του πάρουν τη ζωή.

Ένα τσεκούρι του έσκισε το πόδι. Το μόνο που τον γλίτωσε από τον ακρωτηριασμό ήταν ότι το δικό του χτύπημα είχε προηγηθεί και ήταν εύστοχο. Το πλάσμα ήταν κιόλας νεκρό τη στιγμή που του το ανταπέδιδε. Όμως ο Χούμα ταράχτηκε κι έχασε για μια στιγμή τον έλεγχο. Παραλίγο να του πέσει το σπαθί κι αν δεν υπήρχε ο Ρέναρντ, θα τον είχαν πετσοκόψει επιτόπου. Ο ψηλός ιππότης άνοιγε δρόμο ανάμεσα στους εχθρούς με μεθοδικές σπαθιές. Τα ογκρ προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτή τη φονική μηχανή, αλλά ο Ρέναρντ ήταν εύστοχος. Ο Χούμα τον παρακολουθούσε. Εκείνη τη στιγμή, μικρή ήταν η διαφορά ανάμεσα στον ιππότη και το μινώταυρο.

Ακόμα κι έτσι όμως, η επίθεση δεν ήταν αρκετή κι όλα έδειχναν ότι οι ιππότες θα πάθαιναν πανωλεθρία. Τότε μπήκαν στη μάχη κι άλλα τεράστια πλάσματα, αυτή τη φορά από την πλευρά των κατοίκων της Σολάμνια. Είχαν φτάσει ενισχύσεις. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός κράτησε για λίγο. Άλλο ένα ογκρ όρμησε στον Χούμα.

Απότομα, όπως είχε δημιουργηθεί, η ζοφερή μαυρίλα εξαφανίστηκε. Η αντίσταση των μάγων της βασίλισσας λύγισε. Οι ιππότες όρμησαν μπροστά με ανανεωμένη ελπίδα. Ο Χούμα είδε τη γη να ανατινάζεται και τα μέσα του τρεμούλιασαν στη θέα αμέτρητων πολεμιστών του εχθρού που τινάζονταν στον αέρα, για να ξαναπέσουν με βρόντο στη γη ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα.

«Χούμα!»

Η φωνή ήταν του Ρέναρντ κι έμοιαζε με προειδοποίηση. Ο Χούμα στράφηκε προς την κατεύθυνση που ερχόταν η φωνή, ενώ η σκιά ξανάπεφτε απότομα. Κάποιος τον άρπαξε. Ο Χούμα κατάφερε να φέρει το σπαθί του ανάμεσά τους και να τρυπήσει το λαρύγγι του αντιπάλου του.

Έστρεψε το άλογό του μέσα στο σκοτάδι, αναζητώντας τους συντρόφους του με τη βοήθεια μονάχα της ακοής. Αυτό ήταν και η καταστροφή του, γιατί κάτι βαρύ πέταξε μέσα στη νύχτα και τον χτύπησε βαριά στο πίσω μέρος της περικεφαλαίας του.

Έγειρε μπροστά και γλίστρησε από το άλογό του.


Ο Χούμα δε φανταζόταν ότι ο θάνατος ήταν τόσο όμορφος, ούτε τόσο ευγενικός. Εκείνη άπλωσε το χέρι και του σκούπισε το μέτωπο ανασηκώνοντάς του κάπως το κεφάλι για να μπορέσει να πιει λίγο νερό.

Το νερό τού καθάρισε λιγάκι το μυαλό και κατάλαβε ότι δεν ήταν νεκρός. Το πρόσωπο από πάνω του δεν ήταν του θανάτου αλλά μιας νέας, όμορφης γυναίκας με άσπρα –όχι, ασημένια– μαλλιά. Τα μαλλιά της τον μάγεψαν τόσο που προσπάθησε ν’ απλώσει το χέρι του για να τ’ αγγίξει. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο πόνος που προκλήθηκε από την απλή αυτή κίνηση ήταν ικανός να τον βυθίσει ξανά στο σκοτάδι.


«Έχεις σκοπό να ξυπνήσεις;»

Η τραχιά αλλά γεμάτη έγνοια φωνή διέλυσε τη θολούρα του μυαλού του Χούμα. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν, άνοιξαν κι έκλεισαν ξανά, σφιχτά, εξαιτίας του φωτός.

«Λίγο φως δεν πρόκειται να σε σκοτώσει, αφού δεν τα κατάφεραν τα ογκρ και οι δράκοντες.»

Ο Χούμα τόλμησε να προσπαθήσει ξανά, πιο αργά αυτή τη φορά. Λιγοστό φως διαπέρασε τις βλεφαρίδες του.

Άνοιξε τα μάτια του λίγο περισσότερο και κάποιες μορφές άρχισαν να παίρνουν σχήμα ολόγυρά του. Κυρίαρχη ανάμεσά τους, η άσχημη, ζωώδης φάτσα του μινώταυρου.

«Καζ;» η φωνή του τον τρόμαξε. Ήταν κάτι παραπάνω από ασθενικό κρώξιμο.

«Το βρήκες.»

Ο Χούμα κοίταξε ολόγυρά του. Βρισκόταν σε μια σκηνή που χρησιμοποιούσαν οι ιππότες για τους τραυματίες. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ράντσα ήταν άδεια και τα λιγοστά που δεν ήταν είχαν πάνω τους κάποια πλάσματα βυθισμένα σε ύπνο βαθύ – ή ίσως σε κάτι πιο βαθύ από τον ύπνο. Υπέφερε. Ο πόνος επέστρεψε.

«Τι μου συνέβη;»

Στην κτηνώδη μορφή απλώθηκε ένα σχεδόν ανθρώπινο χαμόγελο και ο Καζ γέλασε βαθιά. «Και τι δε σου συνέβη, να λες. Πρώτον, παραλίγο να φας κατάφατσα την πλατιά πλευρά ενός τσεκουριού. Μη φοβάσαι, σ’ έγδαρε μονάχα από τη μία μεριά του προσώπου. Γλίστρησες κι έπεσες και παραλίγο να σε ποδοπατήσουν μέχρι θανάτου. Το ευχάριστο είναι ότι όλη αυτή την ώρα ήσουν αναίσθητος. Είναι θαύμα που δεν έσπασες κανένα κόκαλο, φίλε Χούμα. Είσαι βέβαια ολόκληρος μια μελανιά.»

«Πονάω παντού.»

«Λογικό. Πες μου, έτσι απρόσεχτος είσαι συνήθως;»

Ο Χούμα χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του –όπως και καθετί άλλο– αποδείχτηκε οδυνηρό.

«Ξύπνησε;»

Ξεχνώντας τον πόνο, γύρισε γοργά το κεφάλι του προς τη μελωδική φωνή και κοίταξε τη μορφή των οραμάτων του. Τα ασημένια μαλλιά πλαισίωναν το πρόσωπό της. Το φόρεμά της ήταν όμοιο με αυτό των θεραπευτών της Μισακάλ, μόνο που κανένα μενταγιόν δεν κοσμούσε τον απαλό, αλαβάστρινο λαιμό της. Το φόρεμα δεν έκρυβε τα θηλυκά χαρακτηριστικά της – και ο Χούμα πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού πριν καταστρέψει τα πάντα φέρνοντάς τη σε δύσκολη θέση.

«Ξύπνιος, ζωντανός και με λιγότερους πόνους απ’ όσο περίμενε προφανώς.» Ο μινώταυρος σηκώθηκε. «Σ’ αφήνω στα χέρια αυτής της θεραπεύτριας, Χούμα. Όσο εσύ αναπαυόσουν, εμένα με είχαν και δούλευα, περιγράφοντας –όπως μπορούσα– τα πολεμικά σχέδια των πρώην αφεντάδων μου.»

«Σου επιτρέπουν να κυκλοφορείς ελεύθερος στο στρατόπεδο;» Αν ναι, ήταν μια εκπληκτική χειρονομία εκ μέρους των ιπποτών.

Ο Καζ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Μόνο εφόσον συνοδεύομαι από δύο οπλισμένους φρουρούς. Καταδέχτηκαν πάντως να με αφήσουν να σε επισκεφτώ μόνος μου.»

«Μας αδικείς, Καζ.»

Ο κτηνάνθρωπος κούνησε το τρομερό του κεφάλι. «Όχι, μπορεί να αδικώ εσένα και μερικούς άλλους, αλλά όχι την Ιπποσύνη γενικά.»

Ο Καζ αποχώρησε καμαρωτός χωρίς να πει τίποτε άλλο. Ο Χούμα τον παρατηρούσε καθώς έφευγε. Τα ξαναμμένα του λόγια τον είχαν πληγώσει. Άξιζε τέτοια στάση η Ιπποσύνη; Δεν είναι δυνατόν.

«Ενδιαφέροντες οι σύντροφοί σου.»

Ο Χούμα έστρεψε την προσοχή του ξανά στη γυναίκα. «Τι;»

Εκείνη χαμογέλασε και το χαμόγελό της δεν ήταν παρά η απόλυτη τελειότητα. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη, κόκκινα και από πάνω τους, τέλεια τοποθετημένη, υπήρχε μια αυθάδικη μύτη και δυο αμυγδαλωτά μάτια. Το χρώμα των ματιών της ήταν σαν ηλιαχτίδα, σε απόλυτη αντίθεση με τα λαμπερά της μαλλιά. Στο σύνολό της δε φαινόταν εντελώς ανθρώπινη και ο Χούμα υποπτεύθηκε ότι μεγάλο μέρος της ομορφιάς της προερχόταν από προγόνους ξωτικά.

«Τέλειωσες;» τον ρώτησε εύθυμα.

Συνειδητοποίησε ότι τη χάζευε με απερίφραστο θαυμασμό. Το πρόσωπό του κοκκίνισε και ο Χούμα άρχισε να παρατηρεί το ταβάνι.

«Σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω, αρχόντισσά μου» είπε. Τραύλισε ελαφρά και αυτό τον έκανε να κοκκινίσει ακόμη περισσότερο.

Το χαμόγελο πλάτυνε κι έγινε –αν είναι δυνατόν!– πιο τέλειο. «Δεν είπα ότι ενοχλήθηκα.» Πήρε ένα μουσκεμένο πανί από μια λεκάνη δίπλα του κι άρχισε να του σκουπίζει το κεφάλι. «Επίσης, δεν είμαι “αρχόντισσα”. Το “Γκουίνεθ” είναι μια χαρά. Είναι τ’ όνομά μου άλλωστε.»

Της ανταπόδωσε το χαμόγελο. «Το δικό μου όνομα είναι Χούμα.»

Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το ξέρω. Τόσο ο μινώταυρος όσο και ο ιππότης που σε έφερε εδώ το ανέφεραν κάμποσες φορές. Δεν είχα ξαναδεί μινώταυρο.»

«Ο Καζ είναι φίλος.» Ο Χούμα αποφάσισε να μην πει περισσότερα. Δεν είχε κουράγιο για περισσότερες εξηγήσεις. Του ήρθε μια σκέψη. «Ένας ιππότης, είπες. Ξέρεις ποιος;»

«Δε γίνεται να τον ξεχάσω.» Ένα ρίγος διαπέρασε την Γκουίνεθ. «Η όψη του και η φωνή του έμοιαζαν με νεκρού. Όμως ένιωσα κάποια θλίψη μέσα του.»

Ο Χούμα δεν είχε ακούσει ποτέ να περιγράφουν έτσι τον Ρέναρντ, αλλά κατάλαβε ότι με κάποιον τρόπο ο ωχρός ιππότης είχε καταφέρει να τον σώσει από το πεδίο του θανάτου.

«Είσαι καλύτερα;»

Ο πόνος είχε λιγοστέψει. «Ναι. Εσένα πρέπει να ευχαριστήσω γι’ αυτό το θαύμα;»

Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι, εγώ απλώς βοηθάω τους θεραπευτές.»

Ο Χούμα προσπάθησε να σηκωθεί και διαπίστωσε πως ήταν υπερβολικά αδύναμος ακόμα για μια τέτοια κίνηση. Μόρφασε από τον πόνο. Η Γκουίνεθ τον κοίταξε όπως κοιτάζουμε τα άτακτα παιδιά.

«Μην το προσπαθήσεις ξανά.»

«Δε νομίζω ότι μπορώ. Κληρικός με γιάτρεψε;»

«Υπάρχουν ελάχιστοι στο στρατόπεδο. Πρέπει να δεχτείς τη λίγη βοήθεια που μπορούν να σου προσφέρουν. Ακόμα και οι θεραπευτές έχουν τα όριά τους.» Αν και χαμογελούσε ακόμα, ο τόνος της Γκουίνεθ έδειχνε ότι θεωρούσε πως οι κληρικοί είχαν φορτωθεί πολλά.

«Πού βρισκόμαστε;»

«Στο δυτικότερο δάσος της Σολάμνια. Ήσουν αναίσθητος κατά την πορεία μιας ολόκληρης μέρας. Τόσο περίπου απέχουμε από το μέτωπο.»

«Νικήσαμε;» Ο Χούμα δεν πίστευε ότι οι γραμμές τους κατάφεραν ν’ αντέξουν.

«Κανείς δε νίκησε. Τα ίδια όπως πάντα. Αν δεν ήταν η ομάδα σου, τα ογκρ θα μας είχαν διασπάσει. Ευτυχώς απέτυχαν και πάλι.» Σώπασε χαμένη στις σκέψεις της κι ύστερα άλλαξε θέμα. «Φτάνουν οι κουβέντες. Θέλεις να φας κάτι; Είσαι νηστικός δυο μέρες τώρα.»

Ο Χούμα δέχτηκε να φάει κάτι με ευχαρίστηση. Απογοητεύτηκε όμως βλέποντας την Γκουίνεθ να ανακατεύει ένα χυλό σαν κιμωλία. Εκείνη σήκωσε τα μάτια, είδε την έκφρασή του και χαμογέλασε ευχάριστα. Το κουτάλι βγήκε από τη γαβάθα. Η Γκουίνεθ έσκυψε να τον ταΐσει. Εκείνος στραβοκοίταξε το παρασκεύασμα.

«Δεν είναι τόσο κακό όσο φαίνεται, Χούμα. Δοκίμασε λίγο.» Νιώθοντας σαν παιδάκι, άνοιξε διστακτικά το στόμα. Αλήθεια ήταν. Ο χυλός είχε καλύτερη γεύση απ’ όσο περίμενε. Πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει να τρώει, πιο πολύ για να μη φανεί ανόητος στα μάτια της παρά από αληθινή επιθυμία για μια τέτοιου είδους τροφή. Χάρηκε πραγματικά όταν εξαφανίστηκε και η τελευταία κουταλιά.

Η Γκουίνεθ φάνηκε κι εκείνη ικανοποιημένη και άφησε τη γαβάθα κατά μέρος. «Λυπάμαι που σ’ αφήνω, αλλά έχω κι άλλες δουλειές. Θα έρχομαι να σε βλέπω κάθε τόσο. Σου το υπόσχομαι.»

Εκείνος άπλωσε το χέρι του. «Ευχαριστώ και πάλι.»

Εκείνη δίστασε κι ο Χούμα κατέβασε το χέρι του ντροπιασμένος. Η σκηνή άνοιξε. Η εμφάνιση του Ρέναρντ τους γλίτωσε από την αμηχανία. Η Γκουίνεθ μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε βιαστικά από τη σκηνή. Τα μάτια του Χούμα την παρακολούθησαν να φεύγει κι έπειτα εστίασαν στον ιππότη.

«Ο μινώταυρος είπε ότι ξύπνησες κι άρχισες να συνέρχεσαι. Χάρηκα γι’ αυτό.» Ο σταθερός τόνος της φωνής του Ρέναρντ τον έκανε ν’ ακούγεται σαν να διάβαζε κάποια λίστα προμηθειών, αλλά ο Χούμα πίστεψε τα λόγια του. Όπως και η Γκουίνεθ, ήξερε ότι πίσω από τη μάσκα αιώνιας αδιαφορίας του Ρέναρντ κρυβόταν κάτι άλλο.

Ο Ρέναρντ είχε σηκώσει την προσωπίδα του. Ο Χούμα κοίταζε χωρίς δυσκολία το πρόσωπο από το οποίο απόστρεφαν τόσοι το βλέμμα. Η παρουσία του Ρέναρντ εκεί ήταν σημαντική. Λίγοι από τους υπόλοιπους ιππότες νοιάζονταν τόσο για τον Χούμα ώστε να τον επισκεφτούν.

Ο Ρέναρντ γονάτισε πλάι του. «Να φυλάγεσαι πάντα, Χούμα. Είναι το μοναδικό σου ελάττωμα.»

«Αυτό και το ότι με χτυπούν στο κεφάλι.»

Για μια σύντομη στιγμή τα λεπτά χείλη άνοιξαν σ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ναι. Και σ’ αυτό πρέπει να βάλεις τέλος. Μπορεί να αποδειχτεί βλαβερό.»

Αν δεν τον ήξερε, ο Χούμα μπορεί να έπαιρνε στα σοβαρά τη δήλωσή του. «Τι τρέχει; Η Γκουίνεθ…»

«Η νεαρή γυναίκα;»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. «Ναι – είπε ότι επιστρέψαμε ξανά στο τέλμα.»

Ο Ρέναρντ αναστέναξε και σήκωσε το χέρι για να βγάλει την περικεφαλαία του. Φάνηκαν τα μαλλιά του –στο χρώμα του πάγου– κολλημένα στο κεφάλι του. Ο Ρέναρντ ήταν ένας από τους λίγους ιππότες που δε διατηρούσαν μακριά, πυκνά μουστάκια και προτιμούσαν να ξυρίζονται. Ήταν επίσης ένας από τους λίγους που έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους, αρκετά πάνω από το σβέρκο. Κανείς δεν αμφισβητούσε τις προτιμήσεις του. Ο Ρέναρντ ήταν ο Ρέναρντ.

«Προς το παρόν, έτσι φαίνεται να έχουν τα πράγματα. Ο Μπένετ ισχυρίζεται ότι αυτό είναι σημάδι πως η νίκη είναι δική μας. Επαναλαμβάνει συνεχώς ότι η προέλαση του Κράινους ανακόπηκε. Από τη σύντομη μονομαχία σας κι έπειτα, κανείς δεν τον έχει δει, ούτε ακούσει. Μάλιστα ο Μπένετ έφτασε στο σημείο να σε επαινεί με τον τρόπο του.»

«Να με επαινεί;»

«Σου μεταφέρω τα λόγια του: “Εν μέρει, χάρη στην καταπληκτική τύχη εκείνου του τύπου, ο πολέμαρχος Κράινους μπορεί να είναι νεκρός ή τουλάχιστον σακατεμένος.”»

Ο Χούμα γύρισε από την άλλη. Ωστόσο ο Μπένετ είχε δίκιο. Είχε σταθεί τυχερός. Ένας αληθινός ιππότης θα είχε εκμεταλλευτεί καλύτερα αυτή την ευκαιρία και θα είχε εξασφαλίσει την καταστροφή του πολέμαρχου.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι, Χούμα. Σταμάτα. Είσαι απόλυτα το ίδιο ιππότης όσο και ο Μπένετ και τα κουτάβια του. Κι ακόμη παραπάνω. Εσύ δεν έπαψες να βλέπεις τον αληθινό κόσμο.» Ο Ρέναρντ βυθίστηκε σε μια αμήχανη σιγή. Ο Χούμα στράφηκε προς το μέρος του.

«Πότε θα μ’ αφήσουν να σηκωθώ;»

«Όταν θα είσαι έτοιμος, όχι νωρίτερα. Όταν γίνεις καλά, σε περιμένουν πολλά καθήκοντα.»

«Ο Άρχοντας Όσγουολ τι λέει;» Ο Χούμα ένιωσε ένα άγγιγμα φόβου. Ο μεγαλύτερος ιππότης ήταν ο πατέρας που δε γνώρισε ποτέ.

Ο Ρέναρντ σηκώθηκε και ξαναφόρεσε την περικεφαλαία του. Έγνεψε καταφατικά. «Ο Υψηλός Πολεμιστής σού στέλνει τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση. Λέει πως εξακολουθεί να έχει απόλυτη πίστη στις ικανότητές σου.»

Αυτός ήταν ο τρόπος του Υψηλού Πολεμιστή για να δηλώσει πόσο περήφανος ήταν για τον Χούμα. Μια σπάνια ώθηση για την αυτοεκτίμηση του νεαρού πολεμιστή.

«Καλή ξεκούραση, Χούμα. Θα προσπαθήσω να σε ξαναδώ μόλις βρω χρόνο.»

Ο Ρέναρντ έφυγε αφήνοντας τον Χούμα στις σκέψεις του. Αναρωτιόταν αν θα γινόταν ποτέ ένας ιππότης σαν τον Μπένετ, τον Άρχοντα Όσγουολ ή τον Ρέναρντ. Σκεφτόταν τον κακόβουλο πολέμαρχο Κράινους κι αναρωτιόταν αν η σκοτεινή αυτή μορφή θα έμπαινε στον κόπο να πάρει εκδίκηση από κάποιον ασήμαντο σαν τον ίδιο.

Κάτι περπατούσε ανάλαφρα δίπλα στη σκηνή όπου κειτόταν ο Χούμα. Στα ρουθούνια του έφτασε μια αμυδρή δυσοσμία. Άκουσε κάτι να ξύνει τον τοίχο σαν να δοκίμαζε την αντοχή του. Το γκρίζο φως της μέρας δεν του επέτρεπε παρά μια επιπόλαιη ματιά.

Ένας κληρικός της Μισακάλ μπήκε στη σκηνή για να δει πώς πήγαιναν οι τραυματίες. Το πλάσμα στην άλλη πλευρά του τοίχου έφυγε βιαστικά και σχεδόν αθόρυβα, παρά τις απότομες κινήσεις του. Η μυρωδιά χάθηκε γρήγορα.

«Κληρικέ;»

Η παρουσία και μόνο που ηλικιωμένου κληρικού καθησύχασε τον Χούμα. Ο κληρικός ήταν κοντός και κάπως στρογγυλός. Σε ολόκληρο το κεφάλι του δεν είχε πάνω από δυο ντουζίνες τρίχες.

«Είμαι ο Μπρόντεριν. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ο Χούμα σκέφτηκε προσεκτικά πριν μιλήσει. «Υπάρχουν… υπάρχουν τίποτα λύκοι κοντά στο στρατόπεδο; Λύκοι ή μεγάλα σκυλιά;»

Ο Μπρόντεριν τσιτώθηκε λες και περίμενε να ορμήσει κάποιο πελώριο θηρίο από το άνοιγμα της σκηνής. Ύστερα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. «Λύκοι; Σκυλιά; Μπορεί να υπάρχουν μερικά σκυλιά, αλλά όχι εδώ κοντά. Όσο για λύκους…» ο κληρικός χαμογέλασε λειψά και νευρικά. «Λύκος ανάμεσα στους ιππότες του Πάλανταϊν; Δε νομίζω. Δεν υπάρχουν λύκοι παρά μόνο στην απέναντι μεριά του πεδίου, γιε μου. Και, δυστυχώς, οι περισσότεροί τους είναι λύκοι με νοημοσύνη. Γιατί ρωτάς;»

«Νομίζω πως είδα έναν.»

Τα λόγια του προκάλεσαν καινούρια ανησυχία στο γέρο. Αν και η φωνή του παρέμεινε λίγο έως πολύ σταθερή, τα μάτια του πετιόνταν μια εδώ και μια εκεί, λες κι έβλεπαν παντού λύκους. «Μάλλον λάθος κάνεις, γιε μου, ή ίσως έχεις παραισθήσεις εξαιτίας των τραυμάτων σου. Ναι, αυτό πρέπει να ’ναι.»

«Είσαι σίγουρος; Μου φάνηκε πολύ αληθινός.»

«Θα βάλω κάποιον να κοιτάξει γύρω. Ίσως να ξέφυγε από κάπου κανένα αδέσποτο κυνηγόσκυλο. Υπάρχει τέτοια πιθανότητα.» Ο κληρικός στράφηκε προς έναν άλλο τραυματία, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως η συζήτηση είχε πάρει τέλος, στο βαθμό που τον αφορούσε. Ο Χούμα τον παρακολούθησε για μια στιγμή κι ύστερα έκλεισε τα μάτια.

Ο ύπνος του ήταν –ευτυχώς– ξεκούραστος και χωρίς διακοπή, εκτός από ένα σύντομο όνειρο όπου κάτι χλομό τον παραφύλαγε μέσα σ’ ένα απέραντο δάσος. Ήταν πάντα άφαντο και πάντα από πίσω του.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα όνειρα και τους περισσότερους εφιάλτες, όταν ξύπνησε το είχε ξεχάσει.

Κεφαλαίο 6

Ο Χούμα βγήκε από τη σκηνή για να δει το στρατόπεδο για πρώτη φορά. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν, αλλά έβλεπε ότι η διοίκηση είχε μετακινηθεί και πάλι, κοντύτερα προς τα σύνορα προφανώς. Τόσο κοντά στο Έργκοθ, η γη είχε περισσότερα διάσπαρτα δέντρα – δέντρα θαλερά. Για λόγους που μόνο να μαντέψει μπορούσε, τα ογκρ είχαν αποφύγει την καταστροφή των περιοχών που βρίσκονταν κοντά στα βουνά. Αυτό δύσκολα θα το απέδιδε κανείς στο σεβασμό στην ομορφιά του τοπίου. Όσο μπορούσε να ξέρει, σε θέματα αισθητικής τα ογκρ δεν ήταν από τα πιο ευαίσθητα πλάσματα. Σε κάποια σημεία υπήρχε πραγματικό δάσος, ψηλά, αιωνόβια δέντρα που ίσως θυμούνταν πιο ειρηνικές εποχές, που ίσως είχαν γνωρίσει και τα πρώτα ξωτικά.

Ο Χούμα υπολόγισε ότι στην ευρύτερη περιοχή στρατοπέδευαν κάπου διακόσιοι ή τριακόσιοι ιππότες. Οι άντρες που καταυλίζονταν στο σημείο αυτό ήταν ένα κράμα που το αποτελούσε η προσωπική φρουρά του Άρχοντα Όσγουολ, κάποιοι τραυματισμένοι ιππότες σε διάφορα στάδια θεραπείας, μερικοί καβαλάρηδες που βοηθούσαν τους ιππότες χάρη στη γνώση της περιοχής που διέθεταν και μερικοί μάγοι επιπλέον των κληρικών. Οι μάγοι και οι κληρικοί κρατιόνταν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Οι μάγοι δεν εμπιστεύονταν τους περισσότερους κληρικούς, τους οποίους θεωρούσαν θρησκομανείς, ενώ οι κληρικοί –αν και περισσότερο ανεκτικοί– εξακολουθούσαν να μην εμπιστεύονται τους ανεξάρτητους τρόπους των μάγων, που εστίαζαν περισσότερο στη δύναμη παρά στην πίστη στους θεούς.

Κανείς δεν εμπιστευόταν πραγματικά τους μάγους. Γι’ αυτό δεν τους επέτρεπαν να φέρουν όπλα. Αυτό τους καθιστούσε τρωτούς κατά περισσότερους από έναν τρόπους.

«Πώς αισθάνεσαι σήμερα;»

Το πρόσωπο του Χούμα φωτίστηκε στιγμιαία, αλλά το κάλυψε γρήγορα με μια μάσκα γενναίας σοβαρότητας. Η Γκουίνεθ πήγε κοντά του με μια στάμνα στο χέρι. Ο Χούμα δεν κατάφερε να μη χαμογελάσει – κι ας είχε βάλει τα δυνατά του.

«Έχω σιχαθεί τη σκηνή και χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω κόσμο, έστω και στο στρατόπεδο.»

Εκείνη γέλασε χαρούμενα. Ύστερα σοβάρεψε ξαφνικά. «Θα φύγεις σύντομα;»

Της έγνεψε –βαριά– καταφατικά. Ο Ρέναρντ είχε πάει κάμποσες φορές να τον δει. Ο Χούμα καταλάβαινε πως τον επιθεωρούσε για λογαριασμό του Άρχοντα Όσγουολ. Αν ο Χούμα ήθελε να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του μπροστά στον Υψηλό Πολεμιστή, έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξει την ετοιμότητά του ανά πάσα στιγμή. Ο άνεμος πήρε τις μακριές, πυκνές μπούκλες της Γκουίνεθ και της έφερε στο πρόσωπό της. Εκείνη τις έδιωξε και φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, όταν εμφανίστηκε μια οικεία, χοντροκομμένη μορφή, ακολουθούμενη από δύο Ιππότες του Ξίφους.

«Χούμα!»

Ο Καζ πλησίασε και προσπάθησε να χαιρετήσει το μοναδικό αληθινό του φίλο ανάμεσα στους ανθρώπους με ένα αγκάλιασμα ικανό να στείλει τον Χούμα ξανά στη σκηνή με πέντε-έξι σπασμένα πλευρά. Ο Χούμα κατάφερε να αποφύγει το μινώταυρο, με αποτέλεσμα να τη γλιτώσει με μια μονάχα μελανιά στον ώμο, στο σημείο που τον χτύπησε φιλικά ο Καζ όλο χαρά. Τέσσερις μέρες είχε να δει τον Καζ ο Χούμα. Όσο μεγάλωνε η εμπιστοσύνη του Άρχοντα Όσγουολ στο μινώταυρο η γνώμη του τελευταίου γινόταν όλο και σημαντικότερη. Οι ιππότες πολεμούσαν τα ογκρ χρόνια, αλλά ήξεραν ελάχιστα γι’ αυτά. Ο Καζ, μεγαλωμένος κάτω από την καταπίεση των ξαδέρφων του, τα γνώριζε πολύ καλά.

Ο Χούμα θυμήθηκε την παρουσία της γυναίκας. «Γκουίνεθ» είπε και στράφηκε προς το μέρος της. Εκείνη όμως είχε εξαφανιστεί.

Ο μινώταυρος ήταν πιο έξυπνος απ’ όσο φανέρωνε η εμφάνισή του. «Μήπως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή; Σου ζητώ συγνώμη αν σας διέκοψα.»

Ο Χούμα απέρριψε τη συγνώμη του με μια κίνηση. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη. Χαίρομαι που σε βλέπω, Καζ.»

«Δεν είχα ιδέα ότι το είδος σου μπορεί να κάνει τόσο πολλές ερωτήσεις και τόσο πολλές φορές! Με στράγγιξαν από κάθε γνώση – κι όμως επιμένουν κι άλλο.»

«Είναι απελπισμένοι, Καζ. Θέλουμε να σπάσουμε…» Ο Χούμα σταμάτησε απότομα καθώς μια ψηλή φιγούρα, ντυμένη με άλικους χιτώνες και κουκούλα, τους προσπέρασε χωρίς το παραμικρό σημάδι αναγνώρισης. Είχε πρόσωπο ωοειδές και οστεώδες, θυμίζοντας στον Χούμα κάποιον τρομακτικό εκπαιδευτή που είχε κάποτε τον πρώτο καιρό που ήταν ακόλουθος ιππότη.

Ο μινώταυρος ακολούθησε την παράξενη φιγούρα με τα μάτια του. «Οι μάγοι είναι εξαιρετικά νευρικοί. Τον μυρίζω το φόβο τους. Πότε-πότε μου φέρνει αναγούλα.»

Ο Χούμα διαπίστωσε ότι η αριστερή του πλευρά χρειαζόταν φροντίδα. Δεν είχε συνέλθει εντελώς ακόμα. «Τι τους φοβίζει;»

«Το άγνωστο. Έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίσουν τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα, τους αντιπάλους τους, αλλά λέγεται ότι ο Γκάλαν Ντράκος ξαμόλησε τους αποστάτες του. Είδες καθόλου τη μαγική μάχη;»

«Και ποιος δεν την είδε; Σκέπασε όλο τον ουρανό.»

«Όταν μπήκαμε στη μάχη, είχαμε δώδεκα ισχυρούς μάγους στο πλευρό μας. Τέσσερις πέθαναν κι άλλος ένας μπορεί να μην ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ ολόκληρο το κορμί και το μυαλό του. Ξέρεις πόσοι ήταν οι αντίπαλοί τους;»

«Πόσοι;»

«Τρεις»

«Τρεις;» Ο ιππότης κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει να ήταν πανίσχυροι, αλλά πώς ξέρουν οι μάγοι ότι δεν ήταν Μελανοί Χιτώνες γητευτές;»

Ο Καζ χαμογέλασε με νόημα. «Οι δύο ήταν Μάγοι του Μελανού Χιτώνα, έτσι λένε. Αυτός που επέζησε και ξέφυγε δεν ήταν. Οι δυνάμεις του ήταν υπερβολικά ανεξέλεγκτες και απροσδόκητες για κάποιον που έχει μαθητεύσει κοντά στους άλλους τρεις. Αποστάτης ήταν. Περισσότερα δε λένε.»

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί τον Μάτζιους, που το ψηλό του κορμί και τα ωραία του χαρακτηριστικά θα ταίριαζαν περισσότερο σε μια βασιλική αυλή παρά στα υγρά, απόμερα κάστρα των μάγων. Ακόμα και μέχρι τον καιρό της Δοκιμασίας του ως μάγου, ο σύντροφος των παιδικών χρόνων του Χούμα είχε παραμείνει ανορθόδοξος. Οι ικανότητες του ήταν τέτοιες που είχε από καιρό ξεπεράσει τους δασκάλους του. Ο Μάτζιους πειραματιζόταν ανέκαθεν, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του. Ωστόσο μερικές φορές έλεγε ότι θα εγκαταλείψει τη μαθητεία.

Ο Καζ άκουσε να τον καλούν ξανά κι αποχαιρέτησε τον Χούμα μ’ ένα βογκητό. Ο ιππότης γύρισε στη σκηνή και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κοιμισμένος. Ο Ρέναρντ πέρασε και τον πληροφόρησε ότι –είτε είχε γιατρευτεί εντελώς είτε όχι– έπρεπε να είναι έτοιμος για σκοπιά την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα. Ο Χούμα θα μπορούσε και να παραπονεθεί γι’ αυτό, αλλά χάρηκε πολύ που του δινόταν άλλη μια ευκαιρία να δείξει την αξία του.

Η Γκουίνεθ πέρασε κι εκείνη, αλλά η κουβέντα τους ήταν σύντομη και άσκοπη. Φαινόταν να θέλει να του πει κάτι, αλλά –ό,τι κι αν ήταν αυτό– δεν του το είπε. Δεν την ξαναείδε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάρρωσής του.


Τη μέρα που ο Χούμα επρόκειτο να αναλάβει τα πρώτα του καθήκοντα από τότε που παραλίγο να πολτοποιηθεί, το στρατόπεδο βρισκόταν σε οργασμό. Φάλαγγες ιπποτών προσπερνούσαν καβάλα το διοικητήριο, μια μεγάλη σκηνή που είχε στην κορυφή της το λάβαρο με την αλκυονίδα, που τη φρουρούσαν συνέχεια οι Ιππότες του Ρόδου. Εκεί ο Άρχοντας Όσγουολ και οι αξιωματικοί του κατάστρωναν τα στρατηγικά τους σχέδια. Ο Χούμα μόνο να υποθέσει μπορούσε το λόγο όλης αυτής της κινητοποίησης. Υπήρχαν πολλές φήμες ότι το ορεινό ανατολικό σύνορο είχε πέσει στα χέρια των ογκρ που προέλαυναν προς το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Μια άλλη φήμη έλεγε ότι μια από τις πόλεις που χρησιμοποιούσαν ως ενδιάμεσο σταθμό οι ιππότες είχε χτυπηθεί από λοιμό. Ο Χούμα έβλεπε τις φήμες ακριβώς όπως ήταν: έντρομη κατάπληξη.

Πλησιάζοντας, ο Ρέναρντ βρήκε τον Χούμα να βοηθάει τους κληρικούς κουβαλώντας τους κρύο και ζεστό νερό, αλλά και τροφή. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν μια βοήθεια – και κρατούσε το μυαλό του Χούμα μακριά από δυσάρεστες σκέψεις.

Βλέποντάς τον να πλησιάζει, ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του. Έτσι κόντεψε να μουσκέψει τον Ρέναρντ με βραστό νερό, ταλαντεύοντας μπρος-πίσω τις στάμνες του. Τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά συσπάστηκαν, αλλά τι συναίσθημα φανέρωνε αυτό, για τον Χούμα παρέμεινε μυστήριο.

«Βλέπω ότι είσαι έτοιμος και με το παραπάνω να αναλάβεις τα καθήκοντά του ιππότη» είπε σοβαρά ο Ρέναρντ.

Ο Χούμα είχε ιδρώσει από τη σκληρή δουλειά και το μέτωπό του ήταν μουσκεμένο. Το πρόσωπό του ήταν βρόμικο και τα ρούχα του γεμάτα λεκέδες. Μη ξέροντας τι να πει, δεν τόλμησε να μιλήσει και περιορίστηκε στο να γνέψει καταφατικά.

Ο Ρέναρντ σταύρωσε τα χέρια. «Απόψε είσαι επικεφαλής της φρουράς. Ο Άρχοντας Όσγουολ θεωρεί πως είσαι έτοιμος για μια τέτοια ευθύνη.» Κοίταξε τον Χούμα από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να αλλάξει έκφραση.

Κόντευε σούρουπο. Ο Χούμα ξεροκατάπιε. «Μου επιτρέπεται να πλυθώ και ν’ αλλάξω;»

«Φυσικά. Έχω ήδη ορίσει τις σκοπιές. Όταν είσαι έτοιμος, έλα να με δεις.» Ξεσταύρωσε τα χέρια του κι έφυγε. Οι χαιρετούρες ήταν πάντα περιττές μαζί του.

Κι άλλωστε, πώς να χαιρετήσει κανείς με μια στάμνα σε κάθε χέρι…


Ο Χούμα φοβόταν ότι κάποιοι ιππότες θα αντιδρούσαν στο διορισμό του ως αρχηγού της φρουράς. Δεν έγινε έτσι όμως. Τη φρουρά την αποτελούσαν ιππότες που είτε δε γνώριζαν τον αρχηγό τους είτε ήταν πολύ νέοι για να έχουν επηρεαστεί από τον Μπένετ και τους δικούς του. Ωστόσο δεν ήταν ούτε άπειροι ούτε αδοκίμαστοι. Κανείς ακόλουθος δεν έμπαινε αδοκίμαστος στις τάξεις των ιπποτών.

Για λόγους ασφάλειας, είχαν ανακατέψει και μερικούς βετεράνους μαζί τους, αλλά αυτοί ήταν πιστοί στον Άρχοντα Όσγουολ – και τους άντρες τούς έκριναν από τις πράξεις και όχι από τη γενιά τους.

Ένας τέτοιος βετεράνος χτύπησε προσοχή στο πέρασμα του Χούμα. Ο Χούμα ένιωθε άβολα να δίνει διαταγές σε άντρες με τα διπλά του χρόνια και με δεκαπλάσια πείρα, αλλά ήξερε καλά ότι κάθε ιππότης –εκτός από το διοικητή– οφείλε κάθε τόσο να εκτελει χρέη σκοπού. Πάντως ο Χούμα ένιωσε ένα νευρικό ρίγος ακούγοντας την αναφορά του μεγαλύτερου του σκοπού κι ανάσανε μονάχα όταν άρχισε να προχωρά στον επόμενο. Δεν είχε σημασία αν ετούτος θα ήταν πιο άπειρος από τον προηγούμενο. Η διαταγή ήταν αυτό που φόβιζε τον Χούμα. Αν κάτι πήγαινε στραβά, το φταίξιμο θα ήταν δικό του.

Το τέλος του στρατοπέδου βρισκόταν στην άκρη του δάσους και ο Χούμα παρατήρησε αυτή την περιοχή με κάποια ταραχή. Εκεί έξω μπορεί να κρυβόταν οτιδήποτε – και δε δυσκολευόταν να φανταστεί μάτια και φευγαλέες μορφές οπουδήποτε έστρεφε το βλέμμα του.

Πέρασαν τα μεσάνυχτα και τότε βρέθηκε στο έρημο πόστο.

Η κλίση του εδάφους έκρυβε το σημείο αυτό, φανερώνοντάς το μόνο όταν ανέβαινες στην κορυφή του υψώματος. Ο Χούμα στάθηκε εκεί για μια στιγμή, κατάπληκτος από αυτό που έβλεπε. Θα μπορούσε να έχει αναθέσει σε κάποιον άλλο το καθήκον της εφόδου στις σκοπιές, αλλά μια και ήταν η πρώτη του φορά, είχε θελήσει να το εκτελέσει ο ίδιος. Μπορούσε να καλέσει βοήθεια ή να τρέξει να ειδοποιήσει τον Άρχοντα Όσγουολ και τους υπόλοιπους, αλλά ήξερε ότι και τα δύο θα έπαιρναν πολύ χρόνο και θα ξεσήκωναν όποιον –ή ό,τι– υπήρχε εκεί έξω.

Με το σπαθί στο χέρι, ο Χούμα μπήκε στο σκοτεινό δάσος. Είχε κάθε λόγο να γνωρίζει ότι μπορεί να πάθαινε κακό, αλλά έλεγε κανείς πως τον τραβούσε η παρουσία κάποιου υπνωτιστή ανάμεσα στα δέντρα. Δεν την έβλεπε, αλλά ένιωθε τη δύναμή της. Ανήμπορος να αντιδράσει, βυθίστηκε ακόμα περισσότερο μέσα στο δάσος, παραδομένος στην παρόρμησή του. Είχε ξεχάσει τον πραγματικό λόγο που τόλμησε να μπει στο δάσος και το μόνο που θυμόταν ήταν πως έπρεπε οπωσδήποτε να βρει αυτόν –τον οποιονδήποτε ή το οτιδήποτε– που καραδοκούσε εκεί μέσα.

Μια σκιά βάδιζε παράλληλα με τον Χούμα, με μάτια κόκκινα, αλλά τυφλά, καρφωμένα πάνω του. Μια άλλη σκιά παραμόνευε τον ιππότη από την άλλη μεριά. Ο Χούμα δεν έβλεπε, ούτε άκουγε καμιά τους και δε θα μπορούσε, ακόμα κι αν όλες του οι ικανότητες είχαν μείνει άθικτες. Χρειαζόταν κανείς τεράστια δύναμη θέλησης για να δει τα νυχτόβια πλάσματα που παραμόνευαν στα δάση.

Ένα τρεμάμενο σχήμα από φευγαλέες λάμψεις χόρευε μπροστά στο μαγεμένο ιππότη. Καθώς πλησίασε, οι περισσότερες από τις φωτεινές σφαίρες έσβησαν, αλλά απόμειναν δυο σταθερές να τον κοιτούν. Ο Χούμα προχώρησε παραπατώντας προς το μέρος τους, αγνοώντας την ακίνητη, θωρακισμένη μορφή που είχε σχεδόν σκοντάψει πάνω της. Οι φωτεινές σφαίρες του έγνεψαν και μια σκοτεινή μορφή φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά ολόγυρά τους.

Για πρώτη φορά μια φωνή έσπασε τη σιωπή. Ήταν κάτι παραπάνω από ψίθυρος, αλλά ο Χούμα τής έδωσε ολόκληρη την προσοχή του.

«Γενναίος ιππότης. Τόσο σίγουρος με τα παιχνιδάκια του.»

Η μορφή μετατοπίστηκε λιγάκι προς το πλάι. Τα μάτια του Χούμα την ακολούθησαν πειθήνια. Η σκιώδης μορφή φαινόταν να εξετάζει τη λεία της. «Μήπως είσαι εσύ αυτός; Αναρωτιέμαι.»

Ένα τραχύ χέρι απλώθηκε κι έπιασε το πιγούνι του Χούμα. Του έστριψε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, αλλά τα μάτια του ιππότη δεν ξεκόλλησαν στιγμή από εκείνα του άλλου. «Ναι! Ο Ντράκος θα ευχαριστηθεί – ακόμα και ο πολέμαρχος θα ευχαριστηθεί. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Εδώ έβαλε το χέρι του για να σώσει τη ζωή του.» Τα μάτια και τα χέρια άρχισαν να κατεβαίνουν προς το σπαθί του Χούμα. «Αυτό δε σου χρειάζεται πια.»

Μια ξαφνική λάμψη πολύ πίσω από τη σκιώδη μορφή τράβηξε την προσοχή του Χούμα. Η μορφή, απασχολημένη με τη λεία της, δεν πρόσεξε το απόκοσμο φως. Κάποια άλλα πλάσματα όμως κάτι έκαναν. Λαρυγγόφωνοι βρυχηθμοί ακούστηκαν και απλώθηκε η δυσωδία του θανάτου.

Η ματιά του πλάσματος στράφηκε βιαστικά στο πρόσωπο του αιχμαλώτου του.

Τα δυο ζευγάρια μάτια έσμιξαν. Τα μάτια του Χούμα δεν ήταν πια υπνωτισμένα.

Ο ιππότης αντέδρασε ενστικτωδώς. Χτύπησε με το σπαθί του, με δύναμη που γεννούσε η κατάπληξη και ο φόβος. Το κορμί της μαύρης φιγούρας δεν πρόβαλε αντίσταση. Νύχια τού έγδαραν άγρια το πρόσωπο, αλλά ο Χούμα τα αγνόησε προσπαθώντας να χώσει το σπαθί του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ξαφνικά βρήκε αντίσταση, αν και ο σκιώδης εχθρός δεν έπεσε. Οι νυχιές όμως σταμάτησαν επιτέλους. Η φιγούρα τρεμούλιασε δυο φορές και έμεινε ακίνητη.

Ο Χούμα σωριάστηκε στα γόνατα, εξαντλημένος από την προσπάθεια.

Για μια στιγμή, όντα του Σκότους ακούστηκαν να βαδίζουν ολόγυρά του κι ύστερα δίστασαν, σαν να ένιωθαν κάτι απρόσμενο. Ο Χούμα σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα του έπιασε φευγαλέα μια μορφή ωχρή που έμοιαζε αμυδρά με λύκο. Ύστερα η μορφή χάθηκε.

Πόση ώρα έμεινε εκεί, ο Χούμα δεν ήξερε να πει. Σιγά-σιγά άρχισε να προσέχει τα απαλά βήματα κάποιου που ερχόταν προς το μέρος του. Ερχόταν από τη λάθος κατεύθυνση, από τα βάθη του δάσους. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, αν και με κάποια αστάθεια. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε αναρρώσει τελείως.

«Άσε με να σε βοηθήσω.» Η φωνή ήταν δυνατή και τα χέρια που τον κράτησαν γερά. Ο ιππότης πήρε βαθιά ανάσα, ενώ ο νεοφερμένος κοίταξε τα απομεινάρια του εχθρού, γέλασε πνιχτά και είπε «Μπράβο! Τον κάρφωσες στον κορμό του δέντρου. Εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης που τούτος εδώ την άξιζε για τα καλά.»

«Ποιος;..»

«Κράτα δυνάμεις για το δρόμο. Έχεις μπει πολύ πιο βαθιά στο δάσος απ’ όσο νομίζεις.»

Ενώ προχωρούσαν, ο Χούμα τόλμησε να ρίξει μια ανήσυχη ματιά στο νεοφερμένο. Ήταν ψηλός ο ξένος, ντυμένος με πολυτελή και καλοραμμένα ρούχα. Κομψές ξανθές μπούκλες τον έκαναν να δείχνει μεγαλόπρεπος σαν λιοντάρι. Η όψη του δε φαινόταν καλά, αλλά ο Χούμα σχημάτισε την εντύπωση ενός άντρα ωραίου, σχεδόν όμορφου, απόλυτα εξοικειωμένου με τις βασιλικές αυλές, κάποιου που ερωτοτροπούσε ίσως με νεαρές, καλοαναθρεμμένες κόρες. Επίσης, η όψη του του ήταν οικεία. Κάποιος που είχε να δει χρόνια…

«Μάτζιους!» τραύλισε εμβρόντητος ο Χούμα.

Σταμάτησαν. Ο νεοφερμένος τον άφησε. Αλληλοκοιτάχτηκαν και ο ιππότης πρόσεξε ότι ο άλλος φαινόταν να λάμπει από μέσα του.

«Χούμα. Χαίρομαι που σε βλέπω, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αναρωτήθηκα πόσο θα σε –συγχώρησέ μου την έκφραση– κρατούσα στο σκοτάδι.»

«Ζεις!» Ο Χούμα δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το τι είχε συμβεί μετά τη Δοκιμασία σε εκείνο το κάστρο. «Ζεις!» επανάλαβε γεμάτος θαυμασμό.

Το πρόσωπο του Μάτζιους ήταν ορατό ακόμα και στο σκοτάδι. Το στόμα του σχημάτισε ένα λυπημένο χαμόγελο. «Ναι, συγνώμη.»

Το χαμόγελο του Χούμα έσβησε. «Συγνώμη;» ρώτησε. «Γιατί ζητάς συγνώμη;»

«Νομίζεις πως από σύμπτωση βρισκόμουν εδώ πέρα, Χούμα; Ελπίζω πως όχι. Εγώ είμαι η αιτία που κινδύνεψε η ζωή σου.»

«Δεν καταλαβαίνω.» Στη σκέψη του κίνδυνου, ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο σπαθί του. Το χέρι του βρέθηκε στο κενό και θυμήθηκε τι είχε απογίνει το όπλο του. Γύρισε. «Το σπαθί μου. Πρέπει να…»

«Όχι.» Η φωνή του μάγου ήταν δυνατή και επιτακτική. «Δεν πρέπει να μείνουμε εδώ μονάχοι μας ούτε στιγμή παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Να γυρίσεις όταν θα έχεις άντρες να φυλούν τα νώτα σου. Οι ντρέντγουλφ μπορεί να έφυγαν, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Μα τους θεούς, δε θα ήταν η πρώτη φορά.»

Ο Μάτζιους τον βίαζε να προχωρήσουν προς το στρατόπεδο και ο Χούμα κατάλαβε πως ήταν σοφό εκ μέρους του. Θα μπορούσε πάντως να πάρει κάποιες απαντήσεις.

«Τι ήταν εκεί πίσω; Τι εννοούσες προηγουμένως;»

Ένα μέρος του μεγαλείου του παλιού του φίλου φάνηκε να εξατμίζεται. Ξαφνικά ο Μάτζιους φάνηκε πιο ηλικιωμένος από τον Χούμα – κι ας ήταν συνομήλικοι. Ο μάγος δεν κοίταξε τον ιππότη στα μάτια. «Καλύτερα, νομίζω, να ρωτήσεις κάποιον από τους Μάγους του Ερυθρού Χιτώνα στο στρατόπεδο. Εκείνος θα μπορούσε να σου δώσει την επίσημη εκδοχή.»

«Έχεις τίποτα φασαρίες;»

«Φασαρίες που θα φροντίσω να μην αγγίξουν εσένα. Και το ότι σκέφτηκα να έρθω να σε βρω ήταν ανοησία μου.»

Το αμυδρό φως των πυρών ήταν η πρώτη ένδειξη ότι το στρατόπεδο δε βρισκόταν μακριά. Ο Χούμα άκουσε το θόρυβο αντρών που βρίσκονταν σε αναβρασμό. Κάποιος είχε προσέξει την απουσία των δύο ιπποτών, από τους οποίους μάλιστα ο ένας ήταν ο αρχηγός της φρουράς.

Και ο Μάτζιους άκουσε τη φασαρία. Σταμάτησε απότομα. «Ό,τι κι αν ακούσεις, δεν έχω αλλάξει, Χούμα.» Ο μάγος άρπαξε τον αγαπημένο του φίλο από τους ώμους. «Πίστεψέ με! Αν η Δοκιμασία απέδειξε κάτι, ήταν αυτό ακριβώς!»

Η λάμψη που τον τύλιγε με τόση μεγαλοπρέπεια χάθηκε ξαφνικά, αλλά όχι πριν προλάβει ο Χούμα να διακρίνει το φόβο να απλώνεται στο πρόσωπο του φίλου του. Φόβο όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τον Χούμα.

«Άκουσε.» Τώρα το πρόσωπο του μάγου είχε σκεπαστεί από σκιές που του έδιναν μια απόκοσμη όψη. «Αυτά τα πλάσματα δε θα σ’ ενοχλήσουν άλλο. Εμένα κυνηγούν οι αφέντες τους. Μόλις έμαθαν ότι έφυγα, τα έστειλαν στο κατόπι μου.»

Ο Χούμα ρίγησε. «Τρέχεις να σωθείς από τα πλάσματα της δρακοβασίλισσας» είπε.

Κάτι έκανε ένα ξερό κλαδί να σπάσει. Οι άντρες κοκάλωσαν. Ο Χούμα παρατήρησε το δάσος όσο μπορούσε, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Ο Μάτζιους έγειρε κοντά του. «Πρέπει να φύγω» του ψιθύρισε. «Με ξέρεις, Χούμα. Ξέρεις για τι είμαι ικανός. Αν αλλάξουν τα πράγματα είτε για καλό είτε για κακό, θα έρθω σε επαφή μαζί σου.»

Ψηλές, σκοτεινές φιγούρες φάνηκαν ανάμεσα στα δέντρα. Ο Μάτζιους τις αγριοκοίταξε και γύρισε να φύγει. Ο Χούμα άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά συνειδητοποίησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μια επικίνδυνη τρέλα. Ευχήθηκε να είχε πράξει σωστά ο Μάτζιους αφήνοντας το σπαθί του στο δέντρο, καρφώνοντας εκείνο το βδέλυγμα στον κορμό του.

Μάζεψε όλο του το κουράγιο και ξαναπήρε το δρόμο για το στρατόπεδο, παρακαλώντας καθώς βάδιζε, το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε, να ήταν ένας συνάδελφος ιππότης και όχι κάποιο πλάσμα από τους εφιάλτες του μάγου.


Η τύχη το έφερε και συνάντησε το απόσπασμα αναζήτησης λίγα μόνο λεπτά πιο πέρα από το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί ο φρουρός. Ο Χούμα ένιωσε ενοχές που είχε ξεχάσει τον άμοιρο σκοπό, ο οποίος ήταν πιο άπειρος κι από τον ίδιο. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για εκείνον και ήξερε καλά ότι περισσότερο έπρεπε να νοιάζεται για το τι μπορεί να παραμόνευε ακόμα έξω από το στρατόπεδο και το τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Αν ο εχθρός είχε καταφέρει να διεισδύσει τόσο βαθιά πίσω από τις γραμμές τους…

Ο Ρέναρντ άκουσε την αναφορά του χωρίς να δείξει ιδιαίτερη έκπληξη που ο Χούμα είχε μπει σε μπελάδες. Αν και οι τρόποι του δεν πρόδιδαν κανένα συναίσθημα, τα νέα σχετικά με την επίθεση –που δεν μπορεί να είχε γίνει παρά μόνο από μάγο– τον είχαν προβληματίσει. Μια ομάδα που περιλάμβανε τον Ρέναρντ και τον Χούμα επέστρεψε στο σημείο όπου είχε οδηγηθεί ο τελευταίος. Το άψυχο κορμί του σκοπού δεν είχε σημάδια, λες και ο άτυχος άντρας είχε απλώς σωριαστεί καταγής νεκρός. Ο Ρέναρντ έφτυσε και σε μια πρωτοφανή επίδειξη συναισθήματος, έβρισε όλους τους μάγους γενικά. Ο Χούμα ζάρωσε. Δεν είχε πει λέξη για τον Μάτζιους, αν και αυτό ήταν παράβαση του Μέτρου και του Όρκου. Τι τιμή είχε ένας ιππότης που ψευδόταν;

Όμως ο Μάτζιους ήταν φίλος του.

Βλέποντάς τον με καθαρό μάτι, αποδεικνυόταν ότι ο αόρατος εχθρός είχε τελικά υλική υπόσταση. Ο Ρέναρντ τράβηξε το σπαθί από το δέντρο, αφήνοντας το κορμί του μάγου να πέσει. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Χούμα έσκυψε και τράβηξε την κουκούλα που του κάλυπτε το πρόσωπο.

Ακόμα και στο σκοτάδι, το πρόσωπο ήταν αποκρουστικό. Μόνο ο Ρέναρντ φάνηκε αδιάφορος για την αποτυπωμένη κακία που είχε πάνω του.

Ο μάγος μπορεί να ήταν άνθρωπος, αλλά έμοιαζε πολύ με ερπετό. Το δέρμα του ήταν σκούρο και φολιδωτό, και γυάλιζε στο φως των δαυλών. Τα μάτια του ήταν στενές σχισμές και δεν είχε σχεδόν καθόλου μύτη. Ο Χούμα πρόσεξε ότι τα δόντια του θα έκαναν το μινώταυρο να ντρέπεται. Κάμποσοι ιππότες επικαλέστηκαν τον Πάλανταϊν.

Το πτώμα ήταν ντυμένο με ένα χοντρό, τραχύ ρούχο από σκούρο ύφασμα. Ο Ρέναρντ το άγγιξε με το δάχτυλό του κι ύστερα το άφησε λες και είχε πιάσει οχιά. «Δε φοράει τα μαύρα της δρακοβασίλισσας.» Έδειξε δυο ιππότες. «Πάρτε αυτό το πράγμα στο στρατόπεδο. Θέλω να δω τι έχουν να πουν οι μάγοι. Οι υπόλοιποι σκορπιστείτε. Βεβαιωθείτε ότι δεν υπάρχουν άλλες εκπλήξεις. Χούμα, εσύ μείνε μαζί μου.»

Παρακολούθησαν τους άλλους να φεύγουν κι ύστερα ο Ρέναρντ γύρισε και αγριοκοίταξε τον Χούμα με τέτοιο θυμό που και μόνο η εμφάνιση του κατά τ’ άλλα ανέκφραστου προσώπου του έκανε το νεαρό ιππότη να πισωπατήσει.

«Ποιος ήταν ο άλλος;»

«Δεν υπήρχε άλλος.»

«Υπήρχε άλλος ένας.» Τα λόγια του τον πάγωσαν. «Το ξέρω. Δε βλέπω για ποιο λόγο θες να αποκρύψεις την παρουσία ενός μάγου, εκτός…» Κοίταξε έντονα τον Χούμα στα μάτια. Ο Χούμα τον κοίταξε παλεύοντας με το βλέμμα του. Προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν ο Ρέναρντ αυτός που έστρεψε αλλού το βλέμμα.

Κούφιος θρίαμβος. «Είναι προφανές. Για να κάνεις τέτοια προσπάθεια, μόνο ένα άτομο μπορώ να σκεφτώ ότι προστατεύεις – αλλά τι δουλειά είχε εδώ ο Μάτζιους;»

«Εγώ δεν…» Ο Χούμα δεν έβρισκε τίποτα να πει. Πώς ήξερε ο Ρέναρντ για τον παιδικό του φίλο;

«Είσαι ανόητος, Χούμα. Είσαι ένας γενναίος, ικανός ιππότης, αλλά έχεις υπερβολική ανθρωπιά μέσα σου, υπερβολική εμπιστοσύνη στους άλλους. Και ειδικά σ’ ένα μάγο. Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τους μάγους. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σε εξαπατήσουν. Είναι προδότες.»

Παρά το σεβασμό του για τον Ρέναρντ, ο Χούμα σφίχτηκε από την προσβολή. «Ο Μάτζιους δεν είναι τέτοιος. Μαζί μεγαλώσαμε. Δε θα πρόδιδε αυτά που πιστεύει.»

Ο Ρέναρντ κούνησε το κεφάλι θλιμμένα. «Δε θα καταλάβεις παρά όταν θα είναι αργά.» Κατόπιν, σαν να είχαν ειπωθεί όλα όσα ήταν να ειπωθούν, ο Ρέναρντ άλλαξε θέμα. «Έλα. Καλύτερα να γυρίσουμε στο στρατόπεδο. Νομίζω ότι ο Άρχοντας Όσγουολ πρέπει να μάθει τα νέα.»

Ο χλομός πολεμιστής επέστρεψε το σπαθί στον Χούμα. Χωρίς να περιμένει για να δει αν τον ακολουθούσε, ο Ρέναρντ άρχισε να προχωρεί. Ο Χούμα έτρεξε να τον προλάβει, διερωτώμενος τι θα έλεγε στην αναφορά του ο άλλος και τι θα έλεγε κι ο ίδιος, γνωρίζοντας ότι ένας από τους ακροατές του θα ήξερε πως έλεγε ψέματα.

Τι απαιτούσαν το Μέτρο και Όρκος;

Κεφαλαίο 7

Υπήρχε κάποτε ένας εκπαιδευτής, ο Γκάριγκ, που πίστευε ότι ο νεαρός ακόλουθος Χούμα θα αποτύγχανε στην προετοιμασία του για την Ιπποσύνη. Ο Γκάριγκ ήταν ένας κτηνάνθρωπος που έμοιαζε περισσότερο με αρκούδα στο πρόσωπο και στο κορμί. Μερικοί αμφέβαλλαν ακόμα και για το αν ήταν ιππότης, έτσι κτηνώδης που ήταν. Στην πραγματικότητα ο Γκάριγκ είχε σκοπό να εξαντλήσει τον Χούμα μέσα σε ένα μήνα.

Ο Χούμα είχε παραμείνει όμως. Είχε μείνει, είχε μάθει και είχε διακριθεί, κι ας τον τρόμαζε τόσο ο Γκάριγκ. Ο Άρχοντας Όσγουολ, ο Υψηλός Πολεμιστής, τον είχε ενθαρρύνει. Όπως ο Ρέναρντ, έτσι και ο Όσγουολ είχε δει στον Χούμα κάτι που ήταν αποφασισμένος να καλλιεργήσει, παρά την αμφίβολη καταγωγή του αγοριού. Τελικά ο ακόλουθος ύψωσε το ανάστημά του στον τρομερό εκπαιδευτή και τον νίκησε καθαρά σε κάτι που μόνο επιπόλαια μπορούσε να θεωρηθεί «ψεύτικη μονομαχία». Ήταν μια νίκη τόσο ενάντια στο φόβο όσο και ενάντια στον Γκάριγκ.

Εκείνη τη στιγμή ο Χούμα ένιωθε ξανά φόβο μπροστά στην παρουσία του ανθρώπου που τον είχε βοηθήσει να ξεπεράσει τον προηγούμενο σκόπελο.

Ο Υψηλός Πολεμιστής ήταν ντυμένος και πανέτοιμος. Ο Χούμα απορούσε –όπως και πολλοί άλλοι– που ο ηλικιωμένος ιππότης δεν ξεκουραζόταν ποτέ. Ο διοικητής της εκστρατείας καθόταν σε ένα απλό, ξύλινο σκαμνί που βρισκόταν σε έντονη αντίθεση με την πλουμιστή ενδυμασία του. Η περικεφαλαία του ήταν ακουμπισμένη στο τραπέζι, πλάι του, όπου βρίσκονταν σκόρπιοι πάνω από μια ντουζίνα χάρτες. Ο Χούμα ένιωσε λες και η περικεφαλαία η ίδια τον κοίταζε εξεταστικά.

Στο δωμάτιο βρίσκονταν μόνο άλλοι δυο ιππότες. Ο πρώτος ήταν ένας κοντός, στρογγυλός, άντρας που η ίδια του η εμφάνιση ακτινοβολούσε δύναμη και εξυπνάδα. Λιγοστές τρίχες κάλυπταν το κεφάλι του, εκτός από ένα μουσάκι και μερικές τούφες στο πίσω μέρος. Ο Άρακ Χόκαϊ[1] δε διέθετε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Το όνομά του οφειλόταν στην εξαιρετική ικανότητά του να στοχεύει με το τόξο. Τον ήξεραν ακόμα και οι νομαδικές φυλές των βορείων περιοχών. Τους ξεπερνούσε όλους στο άλογο και το τόξο. Είχε βάλει ως προσωπικό του στόχο να διδάξει μια ομάδα ιπποτών να ιππεύουν και να τοξεύουν σαν τους νομάδες των πεδιάδων. Φορούσε τα εμβλήματα του Τάγματος του Στέμματος, το οποίο διοικούσε κατά την εκστρατεία.

Ανάμεσά τους, και δίνοντας ελάχιστη σημασία στο νεαρό ιππότη, στεκόταν ο Μπένετ, γιος του Μεγάλου Μάγιστρου, ανιψιός του Υψηλού Πολεμιστή και αντιπρόσωπος του Τάγματος του Ξίφους. Η παρουσία του Μπένετ ήταν αυτή που παρέλυε περισσότερο τον Χούμα. Η προσωποποίηση της Ιπποσύνης, ο Μπένετ ήξερε απέξω λέξη προς λέξη όλους τους εσωτερικούς κανονισμούς που είχε θεσπίσει ο Βίνους Σολάμνους πριν από τόσο καιρό. Ζούσε τηρώντας τους απολύτως – και αυτός ήταν ο λόγος που ο Χούμα είχε μπορέσει να μείνει μέχρι εκείνη τη στιγμή στο τάγμα. Παρά την επιρροή του, ο Μπένετ δε θα έκανε τίποτα αντίθετο προς τον Όρκο και το Μέτρο. Όταν οι κατηγορίες σχετικά με τους προγόνους του Χούμα απέτυχαν να τον αποβάλουν, ο Μπένετ δε στράφηκε σε πιο απεχθή μέτρα – όπως θα έκαναν μερικοί, αν και ιππότες. Αντί γι’ αυτό, ο γιος του Μεγάλου Μάγιστρου του φερόταν σαν να ήταν αναγκαίο κακό, αγνοώντας τον όσο μπορούσε. Εξαιτίας της επιρροής του Μπένετ, ο Χούμα δυσκολευόταν πολύ ν’ αποκτήσει φίλους όσο περνούσε ο καιρός. Ο Μπένετ έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση με τον πατέρα και το θείο του, αλλά περισσότερο με τον πρώτο. Όσοι είχαν γνωρίσει τον Άρχοντα Τρέικ στα νιάτα του ορκίζονταν ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά ανάμεσα στο γονιό και στο βλαστάρι του. Ο Οίκος των Μπάξτρι ήταν ο αρχαιότερος με βασιλικό αίμα. Παρόμοια χαρακτηριστικά έβρισκες σε πολλούς ευγενείς της Αυτοκρατορίας του Έργκοθ. Καθώς ο Μπένετ γύρισε αλλού με το μυαλό του, υποτίθεται, στην προκειμένη υπόθεση, το βλέμμα του συναντήθηκε στιγμιαία με αυτό του Χούμα. Η ματιά του ήταν ψυχρή.

«Μπορείς να φύγεις ή να μείνεις κατά τη θέλησή σου, Ρέναρντ.»

Ο Ρέναρντ σφίχτηκε. «Θα μείνω, με την άδεια του Υψηλού Πολεμιστή.»

Αυτό δεν άρεσε στον Μπένετ – ήταν ολοφάνερο. Ο γιος του Τρέικ μισούσε τον Ρέναρντ σχεδόν όσο και τον Χούμα, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Μόνο ένα άτομο –εκτός από τον Άρχοντα Όσγουολ– μπορούσε να νικήσει το βλαστάρι του Μεγάλου Μάγιστρου σε εικονική μονομαχία. Για κάποιον σαν τον Μπένετ, που περηφανευόταν θεωρώντας τον εαυτό του τέλειο, αυτό ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή οι δυο αντίζηλοι κοιτάζονταν ανοιχτά, με τον Ρέναρντ να δείχνει τόσο σεβασμό όσο και σ’ ένα φύλλο χορταριού.

Ο Άρχοντας Όσγουολ στράφηκε στον Χούμα. «Κανονικά την αναφορά σου θα την έπαιρνε ο Άρχοντας Άρακ, αλλά μια και οι συνθήκες που αντιμετωπίσουμε αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, θέλω να την ακούσουμε όλοι αμέσως. Σ’ αυτό έχουν συμφωνήσει και ο Άρακ και ο Μπένετ.» Ο Μπένετ έριξε μια ματιά στο θείο του και γύρισε ξανά αλλού το βλέμμα. «Δεν αρχίζεις λοιπόν;»

«Άρχοντά μου.» Ο Χούμα καθάρισε τον κόμπο που ’χε στο λαιμό. Ύστερα από τις πρώτες αυτές λέξεις, η ταραχή του εξαφανίστηκε κι έδωσε όλες τις λεπτομέρειες της επίθεσης με καθαρές και ακριβείς φράσεις. Οι τρεις διοικητές τον άκουγαν προσεκτικά. Ο Χούμα δεν παρέλειψε την παρουσία του Μάτζιους, αν και απέκρυψε το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας τους.

Όταν τέλειωσε, στάθηκε σιωπηλός με τα μάτια καρφωμένα στο κενό και το κορμί του σε στάση απόλυτης προσοχής. Οι άρχοντες των ιπποτών αλληλοκοιτάχτηκαν και συζήτησαν μερικά από τα σημεία της αναφοράς. Ψιθύριζαν και ο Χούμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε τραβήξει την προσοχή τους.

Ο Άρχοντας Χόκαϊ απομακρύνθηκε από τους άλλους δύο και στράφηκε στον Ρέναρντ. «Ιππότη Ρέναρντ, έχεις κάτι να προσθέσεις;»

«Μόνο ότι έχω βάλει άντρες να ψάχνουν το δάσος για κάποιο σημάδι ξένης παρουσίας και έχω ορίσει καινούριο αρχηγό της φρουράς κατά την απουσία του Χούμα.»

Η παρόρμησή του να απαντήσει ήταν σχεδόν ακατανίκητη, αλλά η εκπαίδευσή του βοήθησε τον Χούμα να της αντισταθεί. Ο Ρέναρντ τον είχε στηρίξει.

«Κατάλαβα» είπε ο Άρχοντας Όσγουολ. «Τελειώσαμε λοιπόν. Ιππότη Χούμα, συνιστώ στον Άρχοντα Άρακ Χόκαϊ να σου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Είναι προφανές ότι σε κατέλαβε κάποια μαγεία εξαιρετικού μεγέθους και το ότι έφυγες από το στρατόπεδο χωρίς να ενημερώσεις κανέναν οφείλεται σε αυτό ακριβώς.»

Η ματιά του Μπένετ ήταν φονική, αλλά ο Χούμα ένιωθε υπερβολική ανακούφιση για να της δώσει σημασία.

«Ευχαριστώ, άρχοντά μου… άρχοντές μου.»

Ο Υψηλός Πολεμιστής σήκωσε το χέρι του. «Είστε και οι δύο ελεύθεροι.»

Ο Άρχοντας Χόκαϊ πρόσθεσε «Ιππότη Χούμα και Ιππότη Ρέναρντ, είστε ελεύθεροι υπηρεσίας για την υπόλοιπη νύχτα. Ξεκουραστείτε.»

Ο Ρέναρντ σχεδόν έγνεψε καταφατικά, σαν να ήξερε από την αρχή πού θα κατέληγε το συμβούλιο. Έφυγαν ενώ οι τρεις διοικητές στρέφονταν ο ένας στον άλλο. Η φωνή του Μπένετ υψωνόταν θυμωμένη. Προφανώς είχε την αίσθηση ότι το Μέτρο απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη τιμωρία για κάτι που γι’ αυτόν ισοδυναμούσε με έσχατη απερισκεψία. Πριν του δοθεί απάντηση όμως, τόσο ο Χούμα όσο και ο Ρέναρντ βρίσκονταν κάπου μακριά για ν’ ακούσουν.

«Καλά τα πήγαμε» είπε αδιάφορα ο Ρέναρντ.

Ο Χούμα δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. «Ευχαριστώ, Ρέναρντ.»

«Για τι πράγμα; Γι’ αυτό; Κάποιος πρέπει να σε σώσει από τον εαυτό σου. Άλλωστε, δεν μπορούσα να δώσω τέτοια ικανοποίηση στον Μπένετ. Ούτε καν για τον Όρκο. Ούτε για το Μέτρο.»

Τα λόγια του άφησαν τον Χούμα εμβρόντητο. Φαίνεται πως ο Ρέναρντ ακολουθούσε το δικό του κώδικα.

Περπάτησαν τον υπόλοιπο δρόμο σιωπηλοί.


Ένα μεγάλο μπρούτζινο κάστρο υψωνόταν μπροστά στον Χούμα. Κρεμόταν στην άκρη του πουθενά και αυτό το πουθενά ήταν γνωστό ως Άβυσσος. Το κάστρο, αν και μεταλλικό, κατέρρεε από τα γεράματα.

Ο Χούμα ένιωσε να έλκεται άθελά του προς τη μοναδική πύλη του κάστρου. Όντα που θα έπρεπε να είναι νεκρά προσφέρθηκαν να του δείξουν το δρόμο. Λεπροί του χαμογελούσαν δίχως χείλη. Ένα θύμα της πανούκλας που κάποτε ήταν γυναίκα πήγε να του πιάσει το χέρι. Με μια αποστροφή γεμάτη φρίκη, είδε πως ήταν η μητέρα του. Ο Χούμα ζάρωσε κι εκείνη χάθηκε.

Η μουχλιασμένη πύλη κατέβηκε για να τη διαβεί. Από μέσα ένα χέρι τού έγνεψε να προχωρήσει. Τον περίμενε μια ψηλή μορφή, ντυμένη με κουρελιασμένα ρούχα και μια σκουριασμένη κορόνα πάνω σε τι; Στο κεφάλι της; Δεν υπήρχε πρόσωπο κάτω από την κορόνα παρά μόνο δυο κόκκινες σφαίρες μέσα σε μια θάλασσα απείρου.

Πίσω του η πύλη έκλεισε σιωπηλά.


Ο Χούμα ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα. Το στρατόπεδο δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, αν και σύντομα οι ιππότες θα άρχιζαν να σαλεύουν. Ο Χούμα ένιωθε ευγνώμων γι’ αυτό. Ύστερα από τέτοιο όνειρο δεν είχε καμία διάθεση να ξανακοιμηθεί.

Τόσο ζωηρά όνειρα δεν τον είχαν βασανίσει άλλοτε. Υπήρχαν εκείνοι που έλεγαν ότι αυτά τα όνειρα είχαν τη σημασία τους, αν και το νόημα αυτού εδώ ξεπερνούσε τον Χούμα. Όχι πως δεν είχε αναγνωρίσει το μπρούτζινο κάστρο και το κακό που κατοικούσε μέσα του. Ήταν μια ζωηρή σελίδα από την εκπαίδευσή του, τότε που κάποιος κληρικός του Πάλανταϊν του είχε γνωρίσει τους θεούς που θα έριχναν το Φως. Το όνομα του συγκεκριμένου κακού ήταν Μόρτζιον και ευδοκιμούσε με την αποσύνθεση του κόσμου.

Αν υπήρχε θεός που έβγαινε κερδισμένος από αυτό τον ατέλειωτο πόλεμο, αυτός ήταν ο Μόρτζιον. Αποσύνθεση παντού, ακόμα και στις πόλεις που ο ίδιος ο πόλεμος είχε αφήσει άθικτες – και αν όχι υλική αποσύνθεση, αποσύνθεση ηθική, όπως στην κουρασμένη πόλη του ίδιου του Αυτοκράτορα του Έργκοθ, ενός άντρα που –όπως έλεγαν οι φήμες– ήταν τόσο παραχαϊδεμένος που δεν ήξερε καν ότι γινόταν πόλεμος.

Αν η αποσύνθεση ήταν αχαλίνωτη, η αρρώστια είχε γίνει τρόπος ζωής. Ο Χούμα ένιωσε στοργή στην ανάμνηση της μητέρας του. Ο θάνατός της από λοιμό είχε αλλάξει τα πάντα. Μόνος, ακολούθησε το κάλεσμα του πατέρα του, του άντρα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, αλλά που έλεγχε ολόκληρη την ύπαρξή του. Το τίμημα όμως…

Απόδιωξε το όνειρο μ’ ένα τίναγμα, σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε για την καινούρια μέρα. Ο Ρέναρντ είχε υποσχεθεί να μιλήσει στον Άρχοντα Χόκαϊ για να δοθεί στον Χούμα κάποιο ανώτερο πόστο. Στο βαθμό που αυτό αφορούσε το λιπόσαρκο ιππότη, το περιστατικό με τον Μάτζιους είχε ξεχαστεί. Είχε να ασχοληθεί με σημαντικότερα πράγματα.

Ένα πνιχτό βογκητό τον έκανε να κοιτάξει κάτω. Ο Καζ, ξυπνώντας από το θόρυβο, ανοιγόκλεισε τα θολωμένα από τον ύπνο μάτια του. Η έκφρασή του έμοιαζε με ενός αγουροξυπνημένου βοδιού τόσο που ο Χούμα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα στιγμιαίο χαμόγελο.

Ο μινώταυρος πήγε να κοιμηθεί ξανά. Προς το παρόν ο Καζ δεν ήξερε τίποτα για τα νυχτερινά γεγονότα. Ικανοποιημένοι που του είχαν αποσπάσει όσες πληροφορίες μπορούσαν, οι ιππότες διοικητές τού είχαν επιτρέψει να κοιμηθεί αξιοπρεπώς.

Μ’ ένα χασμουρητό, ο Χούμα κοίταξε πέρα από το όριο του στρατοπέδου, εκεί που το πρώτο φως της αυγής πήγαινε να ξεπροβάλει ανάμεσα στα δέντρα.

Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στα τυφλά μάτια εκείνου που δεν μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που ο Μάτζιους είχε περιγράψει ως ντρέντγουλφ.

Ίσως κάποτε, στο παρελθόν, να ήταν αληθινός λύκος. Η συνολική σωματική του διάπλαση αυτό έδειχνε, αλλά έμοιαζε λες και κάποιος διεστραμμένος νεκρομάντης τον είχε ανακαλέσει από τους νεκρούς και τα είχε καταφέρει μόνο κατά ένα μέρος. Το κατάλευκο κορμί του δεν είχε ούτε μία τρίχα. Δε φαινόταν να έχει ούτε δέρμα. Ήταν σαν το φάντασμα ενός ζώου που κάποιος κυνηγός είχε σκοτώσει και γδάρει. Αν και ήταν πάνω από επτά μέτρα μακριά, ο Χούμα ένιωσε τη μυρωδιά της νύχτας που πέρασε. Τη δυσωδία της αποσύνθεσης ή του θανάτου.

Το πλάσμα ήξερε ότι ο Χούμα βρισκόταν εκεί. Παρά την προφανή τυφλότητα των ματιών του, τον ένιωθε, τον αντιλαμβανόταν. Πίσω από τα νεκρά του μάτια υπήρχε μια ψυχρή, κακόβουλη ευφυΐα που έμοιαζε να κοροϊδεύει τον ιππότη.

Χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του, ο Χούμα έγειρε προς το μινώταυρο. «Καζ.»

Ένιωσε τον Καζ να σφίγγεται. «Χούμα;»

«Γύρνα αποδώ. Κοίτα πιο πέρα.»

Ο μινώταυρος υπάκουσε. Άνοιξε τα μάτια –μόλις– και στην αρχή δεν είδε τίποτα, έτσι θολωμένος που ήταν από τον ύπνο. Μόνο όταν τόλμησε να τ’ ανοίξει λίγο περισσότερο, πρόσεξε τη φρικτή μορφή. Η μπόχα του πλημμύρισε τη μύτη.

«Μα τους προγόνους μου» σφύριξε ο Καζ. «Είναι ντρέντγουλφ, Χούμα.»

«Το ξέρω.» Άρα τους ήξερε κι ο μινώταυρος. Τι θέλει εδώ αυτό το λυκόμορφο πλάσμα; αναρωτήθηκε ο ιππότης. Ο Μάτζιους είχε πει ότι θα έφευγαν μόλις ανακάλυπταν ότι είχε φύγει εκείνος. Γιατί βρισκόταν ακόμα εκεί το απαίσιο πλάσμα, αψηφώντας μάλιστα την αυγή; Πώς είχε ξεφύγει από τους φρουρούς;

Ο ντρέντγουλφ συνέχισε να κοιτάζει τον Χούμα με τα νεκρά του μάτια. Γι’ αυτόν βρισκόταν εκεί, δεν υπήρχε αμφιβολία. Συνειδητοποίησε πως ήταν κάτι σαν αγγελιοφόρος.

«Πρέπει να πάω κοντά.»

Ο Καζ σηκώθηκε βιαστικά, με το τσεκούρι στο χέρι. Όμως το πλάσμα ούτε που κοίταξε τον παράξενο σύντροφο του Χούμα. Καθώς ο ιππότης έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του, φάνηκε να ανυπομονεί.

«Μη, Χούμα!» Ο Καζ μιλούσε μεγαλόφωνα πια. Το γεγονός ότι κανένας σκοπός δεν ήρθε τρέχοντας ανησύχησε τον Χούμα. Ήταν τόσο ισχυρός ο αφέντης του τέρατος που μπορούσε να βυθίσει ολόκληρο στρατόπεδο στον ύπνο;

Ο Χούμα έδιωξε από πάνω του το χέρι του μινώταυρου και πλησίασε περισσότερο τον ντρέντγουλφ. Η ουρά του απαίσιου πλάσματος κουνιόταν μπρος-πίσω τεμπέλικα. Άνοιξε τα σαγόνια του και ο Χούμα είδε τα σάπια, κίτρινα δόντια του –αρκετά κοφτερά ακόμη– ικανά να του ξεσκίσουν τη σάρκα του μπράτσου. Ο ντρέντγουλφ έγλειψε τα σαγόνια του και το στόμα του πήρε ένα σχήμα σαν να χαμογελούσε με νόημα.

Όταν ο ιππότης τόλμησε να το πλησιάσει στα τρία μέτρα, το τέρας άνοιξε ξανά το στόμα. Αυτό που βγήκε από μέσα του ξάφνιασε τόσο τον Χούμα που κόντεψε να κάνει μεταβολή και να το βάλει στα πόδια.

«Χούουουμααα…»

Πίσω του ο Καζ πρόφερε μια βρισιά. Ο Χούμα ηρέμησε. Είχε τραβήξει το σπαθί του, αλλά δεν ήξερε αν θα τον ωφελούσε με ένα νεκροζώντανο πλάσμα σαν αυτό.

«Χούμα.» Τώρα το όνομά του ακούστηκε καθαρότερα, συνοδευόμενο από ένα σκοτεινό γέλιο.

«Ποιος είσαι; Τι θέλεις;»

Ο ντρέντγουλφ φάνηκε να τον ζυγίζει πριν μιλήσει ξανά. Όταν μίλησε, φαινόταν να διασκεδάζει με την ψυχή του. «Ωραίο κυνήγι μάς χάρισες, Ιππότη της Σολάμνια. Και μας στοίχισες και έναν πολύτιμο υπηρέτη. Σε θεωρούμε τόσο μεγάλο κίνδυνο όσο και τον προδότη φίλο σου, τον Μάτζιους.»

«Τον Μάτζιους.» Ο Χούμα δεν αντέδρασε στο άθλιο πλάσμα. Είχαν στα χέρια τους τον Μάτζιους;

«Τώρα ξέρουμε πού βρίσκεται. Θα μάθει τι σημαίνει να προδίδεις τον Γκάλαν Ντράκος, αρχηγό των αποστατών και δούλο της Βασίλισσας του Σκότους.» Ο Χούμα ήξερε το όνομα και το κακό που κρύβεται πίσω του.

Σαν να ήθελε να δείξει την περιφρόνησή του, ο ντρέντγουλφ κάθισε στα πισινά του πόδια. Ο Χούμα αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν είχε κάποια δική του λογική ή αν ήταν απλώς μαριονέτα στα χέρια κάποιας δύναμης.

«Ο Κράινους ήταν έξαλλος μαζί σου μετά τη σύντομη σύγκρουσή σας. Κόντευε να πιάσει το φίλο σου τη στιγμή που εμφανίστηκες εσύ. Δε μας έκανε καμία έκπληξη όταν είδαμε ποιος είσαι. Ο καλός σου φίλος, ο Μάτζιους, σε χρησιμοποίησε ως δόλωμα – το έχεις καταλάβει αυτό, νεαρέ ιππότη;»

Τα βαριά βήματα που άκουσε δίπλα του ο Χούμα τού έδωσαν να καταλάβει ότι ο Καζ είχε πάει πιο κοντά. Ο ντρέντγουλφ έστρεψε στιγμιαία τα τυφλά μάτια του προς το μινώταυρο κι ύστερα τον αγνόησε. Μίλησε ξανά.

«Ήταν επιθυμία του Κράινους να σε ξεκολλήσουμε προσωπικά από το στρατόπεδο και να σε φέρουμε στη μητρόπολή του, για να μονομαχήσει μαζί σου με όλη του την άνεση.»

Ο Χούμα ένιωσε το λαρύγγι του να στεγνώνει. «Στάθηκα τυχερός.»

«Η τύχη είναι ικανότητα. Αν ζούσες πολύ περισσότερο, θα το μάθαινες αυτό.»

Ο ιππότης και ο μινώταυρος σφίχτηκαν. Ο καθένας τους περίμενε το δάσος να πλημμυρίσει ξαφνικά με τις απαίσιες μορφές αμέτρητων ντρέντγουλφ. Ωστόσο τίποτα δεν έγινε και το μοναχικό πλάσμα τούς κορόιδεψε ξανά με το σχεδόν ανθρώπινο χαμόγελό του.

«Από μένα μη φοβάσαι τίποτα. Αν είναι να φοβηθείς κάτι, να φοβάσαι τον εαυτό σου, Ιππότη του Στέμματος. Αυτή τη στιγμή είσαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού σου.»

Με άλλο ένα γέλιο, ο ντρέντγουλφ βρέθηκε στα τέσσερα. Ο Καζ προσπάθησε να τον χτυπήσει, αλλά το τέρας έκανε μεταβολή και χάθηκε στο δάσος. Κι οι δυο τους ήξεραν ότι δε θα το ακολουθούσαν.

«Τι ήταν όλα αυτά;» αναρωτήθηκε ο μινώταυρος.

«Φαίνεται πως ήρθε να με κοροϊδέψει.» Ο Χούμα έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι. «Αλλά γιατί ν’ ασχοληθεί ο Κράινους με κάποιον σαν εμένα;»

«Ίσως τον ενδιαφέρει περισσότερο ο φίλος σου. Ίσως αυτός ο φίλος σου να μην πιάνεται εύκολα – και αυτό να είναι ένα απλό κόλπο. Ποιος είναι ο Μάτζιους;»

Ο Χούμα τού διηγήθηκε γοργά τις λεπτομέρειες του νυχτερινού περιστατικού.

Το πρόσωπο του μινώταυρου σκοτείνιασε συνειδητοποιώντας πως όλα αυτά είχαν συμβεί ενόσω κοιμόταν. Καθώς τέλειωνε τη διήγησή του ο Χούμα, μερικοί ιππότες άρχισαν να σαλεύουν.

«Τι πρέπει να κάνω;»

Ο Καζ κούνησε το κεφάλι. «Ξέρω τι θα έκανα εγώ, αλλά οι τρόποι μου είναι διαφορετικοί από τους δικούς σου, Ιππότη της Σολάμνια. Θα έλεγα να δοκιμάσεις το όρθιο πτώμα. Φαίνεται να είναι σύμμαχός σου.»

Ο Καζ είχε δίκιο, κατέληξε ο Χούμα. Ίσως ο Ρέναρντ να μπορούσε να εξηγήσει τα λόγια του Γκάλαν Ντράκος.

Ξαφνικά σηκώθηκε δυνατός άνεμος και κάμποσες τεράστιες μορφές φάνηκαν να παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τον ίδιο τον ουρανό. Παντού ολόγυρα οι ιππότες κοίταζαν τον ουρανό αντικρίζοντας ένα θέαμα που μόνο ενθαρρυντικό μπορούσαν να το βρουν. Μεγαλόπρεπα, φτερωτά πλάσματα πέταξαν κυκλικά πάνω από το στρατόπεδο κάμποσες φορές. Χρυσοί, ασημένιοι, μπρούτζινοι, χάλκινοι, οι δράκοι ήταν υπέροχοι μέσα στη λαμπρότητά τους. Μερικοί ορειχάλκινοι δράκοι πετούσαν στο πλάι τους, αλλά ήταν λίγοι. Αυτοί προτιμούσαν τη ζέστη της ερήμου.

Ο Χούμα υπολόγισε ότι ήταν τριάντα με σαράντα. Σπουδαία δύναμη, ειδικά αν ήταν οργανωμένη. Αυτό ήταν το μοναδικό πλεονέκτημα που είχαν απέναντι στα μαύρα ξαδέρφια τους. Οι δράκοι της Τακίσις ήταν έτοιμοι να φαγωθούν μεταξύ τους, ακόμα και κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι δράκοι του Φωτός εκμεταλλεύονταν αμέσως αυτές τις περιστάσεις – πάντοτε.

Με τον ερχομό των δράκων ο Χούμα ξέχασε τους φόβους του στη στιγμή. Η παρουσία των δράκων τον γέμιζε πάντα με μια σχεδόν παιδική αγαλλίαση. Άρχισε να τρέχει προς το σημείο όπου προσγειώνονταν, αγνοώντας τις φωνές του Καζ, ο οποίος δεν είχε καμία όρεξη να τους ξαναδεί τόσο σύντομα μπροστά του.

Ο Χούμα δεν ήταν ο μόνος που έτρεχε. Ακόμα και οι παλαίμαχοι έρχονταν τρέχοντας, γιατί συχνά η επίσκεψη των δράκων σήμαινε ότι υπήρχαν πολύ σημαντικά νέα.

Όταν έφτασε ο Χούμα στο σημείο της προσγείωσης, είδε ότι οι τρεις διοικητές του στρατού είχαν ήδη πιάσει κουβέντα με έναν τεράστιο χρυσό δράκοντα. Παρά το τεράστιο μέγεθος του, ο δράκος μιλούσε με απαλή, σχεδόν γλυκιά φωνή. Φαίνεται πως οι ειδήσεις του ήταν μάλλον ανησυχητικές, γιατί ο Χούμα είδε το βλέμμα του Άρχοντα Όσγουολ να σκοτεινιάζει.

Ο Χούμα εντόπισε τον Ρέναρντ. Ο ιππότης φαινόταν ακόμη πιο ωχρός απ’ ό,τι συνήθως – και φάνηκε να εκπλήσσεται ακούγοντας τον Χούμα να τον φωνάζει.

«Τι νέα, Ρέναρντ;»

«Οι ανατολικές δυνάμεις υποχωρούν.»

Η απουσία συναισθήματος από τη φωνή του λιπόσαρκου Ρέναρντ είχε ως συνέπεια να διαφύγει από τον Χούμα η σημασία της δήλωσής του. Όταν συνειδητοποίησε τι είχε ακούσει, ο Χούμα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Πήρε ανάσα και ξεστόμισε ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Τις ξανάπε άλλη μια φορά – κι ύστερα κούνησε το κεφάλι.

«Δεν είναι δυνατόν! Οι ιππότες δεν έχουν υποστεί ποτέ τέτοια ήττα!»

«Την υπέστησαν τώρα.»

Ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν όσο μιλούσαν οι διοικητές με το χρυσό δράκοντα. Ο Καζ στάθηκε δίπλα στον Χούμα με έκφραση που έδειχνε ότι είχε ακούσει τα νέα. Ο νεαρός ιππότης αναρωτήθηκε πώς να ένιωθε ο τεράστιος ανατολίτης. Και πάλι όμως ο μινώταυρος δεν μπορούσε να γυρίσει στον εχθρό έχοντας σκοτώσει έναν από τους αρχηγούς του.

Σαν να διάβασε τη σκέψη του, ο Καζ χαμήλωσε το βλέμμα. «Δε μετάνιωσα για την πράξη μου, Χούμα. Επιλογή μου ήταν να σκοτώσω το ογκρ – και θα το έκανα ξανά. Άλλωστε, δεν έχω πια θέση κοντά στους δικούς μου. Γι’ αυτούς είμαι ένας δειλός που είχε την αδυναμία να δείξει έλεος στους αδύναμους.»

Στο μεταξύ είχαν προσγειωθεί οι περισσότεροι δράκοι. Ο Χούμα πρόσεξε έναν ασημένιο δράκο που –αν είναι δυνατόν!– του φάνηκε γνωστός. Ετοιμαζόταν να διώξει αυτή τη γελοία σκέψη από το μυαλό του, όταν ο δράκος στράφηκε προς το μέρος του και του έγνεψε. Ήταν το ίδιο πλάσμα που τους είχε σώσει, η ίδια δράκαινα που είχε πολεμήσει με το φονικό μαύρο θηρίο που ίππευε ο πολέμαρχος, ο ίδιος ο Κράινους.

Κάπου μπροστά ήχησε ένα κέρας, μια μοναδική λυπητερή νότα που αργοπέθαινε λες κι αυτός που το φυσούσε είχε χάσει κάθε ελπίδα. Θα μπορούσε να είναι κι έτσι.

Οι ουρανοί άρχισαν να μαυρίζουν ξανά. Μέσα σε λίγα λεπτά, η σκοτεινιά θα κατάπινε τις πρώτες γραμμές των ιπποτών. Μόνο οι θεοί ήξεραν τι θα συνέβαινε μέσα στην ακτίνα της.

Ο Μπένετ και ο Άρακ Χόκαϊ βλαστήμησαν δυνατά, ενώ ο Άρχοντας Όσγουολ πήρε όψη γέρου. Οι ώμοι του κύρτωσαν και χρειάστηκε προσπάθεια για να πάρει τα μάτια του από το δράκοντα.

Το τεράστιο ερπετό δε μίλησε, αλλά η συμπόνια του ήταν προφανής.

«Άρχοντά μου!» Ο Μπένετ φώναζε πια. Ο άνεμος δυνάμωνε γοργά. Μερικοί δράκοι χτύπησαν νευρικά τα φτερά τους, νιώθοντας ίσως τις κακόβουλες δυνάμεις που συγκεντρώνονταν σε αυτή την καινούρια απειλή.

Στο άκουσμα της φωνής του ανιψιού του, ο Άρχοντας Όσγουολ φάνηκε να συνέρχεται. Μη σπαταλώντας άλλο χρόνο, διέταξε τους άντρες να ετοιμαστούν για μάχη και να τρέξουν στα πλησιέστερα χαρακώματα. Το στρατόπεδο θα αφηνόταν στο έλεος του ανέμου. Δεν ήταν καιρός για συγυρίσματα. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ο Ρέναρντ χαμήλωσε την προσωπίδα του και φώναξε «Κόλπο ήταν η ήττα μας από το άλλο σκοτάδι. Πάω στοίχημα ότι οι μάγοι θα βρεθούν μπροστά σε χειρότερες δυσκολίες όταν θα προσπαθήσουν να την απωθήσουν – και στοιχηματίζω ότι θα χάσουν.»

Ο άνεμος του γύρισε την ανάσα στα πνευμόνια. Ο Χούμα ακολούθησε το παράδειγμα των άλλων ιπποτών και χαμήλωσε την προσωπίδα του. Πάλεψε να πάρει ανάσα. Δίπλα του ο Καζ ήταν αναγκασμένος να υφίσταται τα πάντα. Ο Χούμα ήξερε ότι οι μινώταυροι έπλεαν στις αγριότερες θάλασσες με αρκετή ευκολία, αλλά και πάλι ο Καζ είχε σκεπάσει το πρόσωπό του με τα χέρια και είχε πέσει στο ένα γόνατο.

Ο άνεμος δυνάμωσε κι άλλο.

Σκόρπια αντικείμενα άρχισαν να παρασέρνονται. Τα άλογα χλιμίντρισαν άγρια καθώς μια σκηνή ξεκόλλησε από τους πασσάλους της κι έπεσε ανάμεσά τους. Ο Χούμα έτρεξε και την πέταξε μακριά από τα ζώα. Αδυνατώντας να την κρατήσει, την είδε να πετάει στριφογυρίζοντας ίσια στο δάσος.

Ολόκληρη η περιοχή γινόταν μια παγίδα θανάτου με εκατό όμοιες μορφές. Οι φωτιές του καταυλισμού έκαιγαν άγριες και πανύψηλες εξαιτίας του ανέμου και μερικές σκηνές άρπαξαν φωτιά.

Ο Καζ αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του για μην τυφλωθεί από την άμμο που σηκωνόταν. «Σάργκας, συχώρα με! Είναι ο βασιλιάς των τυφώνων, αλλά γίνεται στη στεριά!»

Πραγματικά, ο μινώταυρος φαινόταν να έχει δίκιο. Ο Χούμα δεν είχε ξαναδεί κυκλώνα ή καταιγίδα ικανή να προκαλέσει τέτοια καταστροφή. Τα δέντρα έγερναν επικίνδυνα κοντά στο έδαφος. Λίγο ακόμα και θα ξεριζώνονταν από τη γη, για να πετάξουν στον ουρανό – και το μανιασμένο σκοτάδι δεν έλεγε να κοπάσει. Ήταν απλώς θέμα χρόνου.

Ο Χούμα πάλευε να κρατήσει κάποια ισορροπία. Πόσο πιο τρομερά ήταν τα πράγματα εκεί μπροστά; Μόνο το μοναδικό εκείνο σάλπισμα τούς είχε δώσει κάποια προειδοποίηση. Ο Κράινους τα είχε σχεδιάσει καλά. Ο Γκάλαν Ντράκος τα είχε σχεδιάσει επίσης καλά.

Ξαφνικά όλα ησύχασαν. Ο άνεμος κόπασε σχεδόν ολότελα και στη γη επικράτησε ηρεμία. Ο Καζ σηκώθηκε όρθιος και ο Χούμα σήκωσε την προσωπίδα του για να βλέπει καλύτερα.

«Οι μάγοι! Αυτοί το έκαναν.» Ήταν εκεί, στ’ αριστερά του.

Ήταν δώδεκα συνολικά, έξι Μάγοι του Ερυθρού Χιτώνα και έξι του Λευκού. Ακόμα και από το σημείο που βρισκόταν, ο Χούμα διέκρινε την ένταση τους. Αυτή η καταιγίδα δεν ήταν σαν την προηγούμενη. Εκείνη δεν ήταν μια θολή ψευδαίσθηση – ένα κόλπο έστω. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, οι μάγοι αντιμετώπιζαν πλέον μια δύναμη πολύ-πολύ πιο δυνατή από αυτήν που περίμεναν.

Ένας από τους Μάγους του Ερυθρού Χιτώνα έπεσε εξαντλημένος.

Σηκώθηκε αεράκι.

Ένας ιππέας έκοψε τη θέα του Χούμα. Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Μπένετ, απόλυτο κύριο του εαυτού του και της κατάστασης, παρά τη γενική σύγχυση. Εκείνη τη στιγμή, με το γερακίσιο, μεγαλόπρεπο πρόσωπό του και την πλουμιστή πανοπλία του με τα περίπλοκα σχέδια, θα μπορούσε να είναι ένας από τους ιππότες του Βίνους Σολάμνους.

Ο Μπένετ σάρωσε με το βλέμμα του την περιοχή κι έπειτα έριξε τη ματιά του στο νεότερο ιππότη. «Φέρε τ’ άλογα. Αν δεν τα λευτερώσουμε, θα σκοτωθούν όταν πέσουν οι μάγοι.»

Καθώς μιλούσε, ένας Μάγος του Ερυθρού Χιτώνα ταλαντεύτηκε και έπεσε. Το αεράκι έγινε λαίλαπα.

«Υποχώρηση!» Ο άνεμος υποχρέωνε τον Μπένετ να φωνάζει. «Χωρίς πανικό όμως! Αν πανικοβληθούμε, δε θα μείνει τίποτα ανάμεσα στα τσακάλια της βασίλισσας και στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ! Τίποτα!»

Οι δέκα μάγοι που απόμεναν δεν μπορούσαν πια να συντονίσουν τις προσπάθειές τους. Κάμποσοι κατέρρευσαν και οι λιγοστοί που απόμειναν όρθιοι δεν ήταν αρκετοί για να τα βγάλουν πέρα. Με τι λογής δύναμη τα είχαν βάλει;

Η ξαφνική θύελλα τράνταξε τον τόπο και κόντεψε να σωριάσει καταγής τον Χούμα και τον Καζ. Ο Μπένετ μόλις που κατάφερε να διατηρήσει τον έλεγχο του αλόγου του. Το πολεμικό άλογο ήταν συνηθισμένο στο αίμα και το ατσάλι, αλλά όχι σε άνεμο τόσο δυνατό που να σαρώνει τον ιππέα από τη σέλα. Το ένστικτό του έλεγε να τρέξει να κρυφτεί.

Ο Μπένετ φώναξε κάτι ακατάληπτο κι έφυγε καλπάζοντας. Ο Χούμα θυμήθηκε τις προηγούμενες οδηγίες του και προχώρησε έρποντας σχεδόν κοντά στα άλογα που διαμαρτύρονταν έντονα. Ο Καζ τον ακολούθησε. Έχοντας ξαναβρεί την ισορροπία του, προχωρούσε ευκολότερα από τον ιππότη, χάρη στον όγκο του.

Η απελευθέρωση των πολεμικών αλόγων αποδείχτηκε δύσκολο εγχείρημα. Είχαν φρενιάσει και καθετί που κινούνταν τους φαινόταν απειλή. Το πιο κοντινό κλότσησε τον Χούμα και κάποια άλλα του δάγκωσαν το μπράτσο. Παρά τον κίνδυνο, ο Χούμα έπρεπε να πλησιάσει κι άλλο για να μπορέσει να τα λευτερώσει.

Καθώς πλησίαζε, πεταλωμένες οπλές έπεσαν πάνω του και χάρη μονάχα στην τεράστια μορφή που τον κάλυψε με τον όγκο της γλίτωσε το σακάτεμα. Μια οπλή του χτύπησε το δεξί μπράτσο. Η κλοτσιά ήταν γρήγορη, αλλά του μούδιασε το χέρι.

Ο Χούμα με κόπο στάθηκε όρθιος κι άρχισε να λύνει τα χαλινάρια. Είχε ελπίσει να ηρεμήσει μερικά ζώα και ίσως και να καβαλήσει κάποιο για να γλιτώσει, αλλά είχαν κιόλας φύγει. Παρασύρθηκε λίγα μέτρα, αλλά η λογική του πρόλαβε και του υπαγόρευσε να παρατήσει τα γκέμια.

«Καζ!» Ο Χούμα δεν έβλεπε πουθενά το μινώταυρο και ξαφνικά θυμήθηκε πώς εκείνος είχε αποκρούσει την επίθεση του αφηνιασμένου πολεμικού αλόγου. Ο Χούμα γύρισε και είδε την ακίνητη μορφή. Ο Καζ είχε αποκρούσει τα χτυπήματα με το ίδιο του το κορμί. Ο ιππότης θυμήθηκε τον όρκο του μινώταυρου και –πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτόν– πρόφερε μια βλαστήμια. Δεν ήθελε να έχει το κρίμα στο λαιμό του.

«Καζ!» Γονάτισε δίπλα στο σωτήρα του και τον γύρισε ανάσκελα. Προς μεγάλη του ικανοποίηση, ο μινώταυρος άνοιξε τα μάτια.

«Είσαι γερός;» ρώτησε το ταυροκέφαλο πλάσμα.

«Εγώ έπρεπε να κάνω αυτή την ερώτηση!» Ο Χούμα παραλίγο να βάλει τα γέλια. Αφού ο Καζ είχε τη δύναμη να νοιάζεται για τον ίδιο, τότε είχε και τη δύναμη να ζήσει. Τον βοήθησε να σταθεί όρθιος.

«Μπορείς να τρέξεις;»

Ο μινώταυρος έγειρε μπροστά. «Μια στιγμή. Φοβάμαι ότι το άλογο μου έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια.»

Όσο συνερχόταν ο Καζ, ο Χούμα κοίταζε γύρω του. Το στρατόπεδο είχε σχεδόν ερημώσει. Μερικοί ιππότες τραβολογούσαν κάτι πράγματα πέρα, στα νότια, και ο Χούμα νόμισε πως είδε καβαλάρηδες στ’ ανατολικά. Η σκηνή όπου φρόντιζαν τους τραυματίες οι κληρικοί της Μισακάλ δεν υπήρχε πια. Ο Χούμα δεν έβλεπε πουθενά τραυματισμένους. Τουλάχιστον οι μάγοι τούς είχαν δώσει αρκετό χρόνο για να το σκάσουν. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει ότι και η Γκουίνεθ είχε καταφέρει να γλιτώσει.

Στο μεταξύ, πού ήταν οι δράκοι;

Ο Χούμα είχε να τους δει από το ξέσπασμα της καταιγίδας. Πλέον το μεγάλο τείχος του ψυχρού σκότους είχε φτάσει σχεδόν στο στρατόπεδο, φέρνοντας μαζί του τη σκοτεινιά μιας νύχτας δίχως φεγγάρι. Ο Χούμα δεν ήθελε να ξέρει τι καραδοκούσε μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, αλλά πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει. Το έκανε και είδε –επιτέλους– τους δράκους του Φωτός.

Είχαν οργανωθεί σε κάτι που ο Χούμα αναγνώρισε σαν έναν από τους σχηματισμούς μάχης τους, ένας είδος διπλού «V».

Μπροστά στο επερχόμενο κακό έμοιαζαν θλιβερά μικροσκοπικοί.

Ο άνεμος συνοδευόταν πια από καταρρακτώδη βροχή. Ο Καζ ρουθούνισε άγρια και σχολίασε τη μυρωδιά των βρεγμένων ανθρώπων. Ήταν αρκετά καλά πλέον ώστε να μπορεί να κινηθεί – αργά αλλά σταθερά. Η καταιγίδα δυσκόλευε πολύ την κίνηση. Καλύτερα αργά και σταθερά παρά να ρισκάρει κανείς να χάσει την ισορροπία του.

Θα μπορούσε μια χαρά να είναι νύχτα. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος ηλιακού φωτός. Μπροστά του ο Χούμα διέκρινε αμυδρά κάποιες μορφές. Έτσι όπως πήγαιναν, ακόμα κι αυτές θα χάνονταν καθώς η δύναμη της δρακοβασίλισσας κατέβαλε το φως.

Κατέβαλε το φως…

Είχαν ηττηθεί λοιπόν οι ιππότες; Ο Χούμα ρίγησε στη σκέψη ενός κόσμου που θα βρισκόταν σε αιώνιο σκοτάδι. Ενός κόσμου που θα τον κυβερνούσε η βασίλισσα.

Εκείνη τη στιγμή το μοναδικό φως ήταν οι αστραπές που έσκιζαν τον ουρανό. Δε φαίνονταν να είναι μέρος της καταιγίδας και ο Χούμα έριξε μια ματιά προς τα πάνω διερωτώμενος μήπως ήταν δουλειά των δράκων. Έβλεπαν, επιτέλους, τον εχθρό; Ευχήθηκε –τρελή σκέψη, στερνή– να υπήρχε τρόπος να τους βοηθήσει.

«Χούμα!» Η σφυριχτή φωνή τον ξάφνιασε, αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν ο Καζ. Η φωνή του ήταν τραχιά. Ήταν πιο αδύναμος εξαιτίας των τραυμάτων του – απ’ όσο είχε αφήσει τον ιππότη να πιστέψει. «Χούμα! Φως μπροστά μας!»

Αλήθεια ήταν. Δεν ήταν παρά μια αμυδρή φεγγοβολή, σαν εκείνα τα έντομα της νύχτας, πάντως ήταν φως. Είχαν ήδη αρχίσει να κατευθύνονται προς το μέρος του, όταν ο Χούμα θυμήθηκε το σκοτεινό μάγο που είχε προσπαθήσει να τον παγιδέψει. Όμως αυτό το φως δεν απαιτούσε την υπακοή του σαν το άλλο. Μάλλον φαινόταν να προσφέρει βοήθεια, που την είχαν τόσο ανάγκη. Καλού-κακού, ο Χούμα τράβηξε το σπαθί του.

Προχωρούσαν παραπατώντας μέσα στη λάσπη, κοντεύοντας κάθε φορά να πέσουν. Γλιστρώντας και σκοντάφτοντας, συνέχισαν να πλησιάζουν το φως.

Για λίγο το φως δε φάνηκε να πλησιάζει καθόλου. Όμως η απόσταση μειώθηκε σταδιακά και ο Χούμα σύντομα συνειδητοποίησε ότι και το φως ερχόταν προς το μέρος τους. Έσφιξε τη λαβή του ξίφους του. Δίπλα του ένιωσε τον Καζ να σφίγγεται.

«Σ’ έψαχνα.»

Μπροστά τους, μοιάζοντας σαν να φέγγει ο ίδιος και εντελώς ανεπηρέαστος από τους καταιγιστικούς ανέμους και τη βροχή, στεκόταν ο Μάτζιους.

Κεφαλαίο 8

Το ξόρκι φωτός του Μάτζιους τους τύλιξε σαν αντίσκηνο. Πιο πέρα καραδοκούσε το απόλυτο σκοτάδι. Άκουγαν τη μανία της μαγικής καταιγίδας, αν και δεν την ένιωθαν. Το ξόρκι που προστάτευε τον Μάτζιους προστάτευε επίσης τον Χούμα και τον Καζ. Μόνο η ισορροπία τους ήταν επισφαλής, όπως ανακάλυψε ο μινώταυρος. Ο Χούμα τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Το κάτω μισό του κτηνάνθρωπου ήταν μέσα στη γλίτσα.

Ο Μάτζιους χαμογέλασε ευγενικά στη θέα του, προκαλώντας την οργή του Καζ. Η κατάσταση δε βελτιώθηκε καθόλου από τα σχόλια του μάγου για τον αργό τους βηματισμό, ούτε για το γεγονός ότι ούτε σταγόνα λάσπης δεν είχε τολμήσει να λερώσει τα μεγαλόπρεπα ρούχα του. Ξόρκι κι αυτό, συμπέρανε ο Χούμα, γιατί ο Καζ είχε προσπαθήσει να κλοτσήσει λίγο βούρκο στην πλάτη του σωτήρα τους. Η λάσπη είχε σταματήσει λίγους πόντους από τον ανυποψίαστο στόχο του, είχε φανεί να διστάζει και τελικά έπεσε στη γη.

Ούτε ο ιππότης ούτε ο μινώταυρος είχαν την παραμικρή ιδέα για το πού τους πήγαινε ο Μάτζιους. Το μόνο που ήξεραν ότι –επιτέλους– είχαν γλιτώσει από τα βίαια μάγια που εξαπέλυαν οι μάγοι της Βασίλισσας του Σκότους. Το γεγονός ότι το Κακό είχε στο χέρι του τέτοια δύναμη έφερνε μεγάλη κατάθλιψη στον Χούμα. Εκείνη τη στιγμή –περισσότερο από ποτέ– όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί.

Ο Μάτζιους σήκωσε απότομα το ελεύθερο χέρι του. Η λάμψη που πήγαζε από το πρόσωπό του έσβησε. Μόνο το φως του απλού ραβδιού του, το φως που είχαν πρωτοδεί ο Καζ και ο Χούμα, συνέχιζε να τους χωρίζει από το απόλυτο σκοτάδι.

Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα, αλλά –απ’ όσο άκουγαν– η καταιγίδα πρέπει να είχε κοπάσει. Άκουγαν και κάτι άλλο: τα βήματα πολλών πελμάτων ζώων και τη βαριά ανάσα μεγάλων όντων. Το χέρι του Χούμα είχε ασπρίσει από το σφίξιμο του σπαθιού του. Τα όντα, πλάσματα της νύχτας αφού μπορούσαν να κινούνται με τόση άνεση, συνέχιζαν να περνούν. Όταν είχαν πια περάσει κάμποσα λεπτά χωρίς να ακολουθήσει τίποτε άλλο, ο Μάτζιους κατέβασε το χέρι.

Στράφηκε στιγμιαία πίσω, στους άλλους. «Αουτράνερ. Πλάσματα δημιουργημένα και κακομαθημένα από τον Γκάλαν Ντράκος. Δεν είναι ν’ απορείς που μερικοί άρχισαν να τον λένε μοιραίο σύζυγο της βασίλισσας. Η διεστραμμένη του φαντασία είναι όντως αντάξιά της.»

Ο Χούμα αναρωτήθηκε ποιοι να ήταν αυτοί οι «μερικοί» για τους οποίους μιλούσε ο Μάτζιους. Καιγόταν να τον ρωτήσει ένα σωρό πράγματα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πριν φύγει για τη Δοκιμασία, ο Μάτζιους ήταν ένας σαρκαστικός, ματαιόδοξος κολπατζής, που έκανε πλάκα με τον καλύτερό του φίλο γελοιοποιώντας την Ιπποσύνη για την αυστηρότητά της και την προσήλωσή της στους τύπους. Μόνο ο Χούμα καταλάβαινε ότι ο Μάτζιους ήταν τρομερά ανασφαλής –ένας από τους λόγους που ήθελε να μελετήσει τη μαγεία– και ότι τα πειράγματά του προς τον Χούμα εξυπηρετούσαν άλλο σκοπό. Οι ίδιοι εκείνοι ιππότες που απεχθάνονταν το νεαρό Χούμα ήταν οι προστάτες του. Η τιμή της Ιπποσύνης ερχόταν πάντα πρώτη.

Αυτός εδώ ο Μάτζιους, αν και διατηρούσε ακόμα εκείνη τη φλέβα της πονηριάς, είχε αποκτήσει μια σοβαρή, σκεπτική πλευρά που δέσποζε στην προσωπικότητά του.

«Χούμα» ψιθύρισε ο μινώταυρος. «Πού πάμε;»

Είχαν κι οι δυο τους συμπεράνει ότι ο Μάτζιους τους οδηγούσε στις –όποιες– δυνάμεις της Σολάμνια ανασυντάσσονταν ή μάλλον που έλπιζε ο Χούμα ότι ανασυντάσσονταν. Όμως ο νεαρός ιππότης βεβαιωνόταν ολοένα και περισσότερο ότι τραβούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

«Μάτζιους;»

«Χμ;» Ο μάγος δε γύρισε καν να τον κοιτάξει.

Διατακτικά, ο Χούμα τον ρώτησε «Γυρίζουμε πιο βαθιά μέσα στη Σολάμνια;»

«Όχι.»

«Που πάμε;»

Παρά τους ανέμελους τρόπους του, ο μάγος δεν μπόρεσε να κρύψει κάποια αβεβαιότητα στη φωνή του, ακόμη ίσως και φόβο. «Πηγαίνουμε στο κάστρο μου, στην κατοικία μου.»

Ο Χούμα τού έδειξε επιτέλους καθαρά την ανησυχία του. «Στο Έργκοθ;»

«Ναι.» Ο Μάτζιους συνέχισε να προχωρεί, αλλά οι άλλοι δύο σταμάτησαν. Δεν ήταν να απορεί κανείς λοιπόν που η καταιγίδα κόπασε τόσο γρήγορα. Διέσχιζαν τις γραμμές του εχθρού!

«Μας πρόδωσε!» Ο Καζ άπλωσε τα γυμνά του χέρια. Μέσα στις πανίσχυρες παλάμες του μινώταυρου ο λαιμός του Μάτζιους θα ήταν πολύ εύθραυστος.

«Μη, Καζ!» Ο Χούμα πάλεψε για μια στιγμή με το μινώταυρο, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Πίστευε στ’ αλήθεια ότι θα τον παρέδιδαν στους ανελέητους αδερφούς του να τον εκτελέσουν.

Τα τεράστια χέρια σχημάτισαν κύκλο γύρω από το λαιμό του μάγου – κι έμειναν εκεί. Το ίδιο ξόρκι που προστάτευε τον Μάτζιους από τη λάσπη τον φυλούσε και από κάθε σωματική βλάβη. Το πρώτο ευεργέτημα ήταν, το δίχως άλλο, ένα ευτυχές παρεπόμενο, αν και με τη ματαιοδοξία που έδερνε τον Μάτζιους κανείς δεν μπορούσε ένα είναι σίγουρος.

Ο Μάτζιους έκανε μεταβολή, πάντα μέσα στον κλοιό των χεριών του Καζ. Χωρίς προειδοποίηση, ο μινώταυρος κατέβασε το ένα του χέρι στο κεφάλι του μάγου. Αν υπολόγιζε να τα καταφέρει χάρη στη δύναμή του και μόνο είχε κάνει λάθος. Όχι μόνο έμεινε ασάλευτος ο μάγος αλλά το χέρι του άλλου τινάχτηκε πίσω.

Ο μάγος είχε εκείνο το εξοργιστικό χαμόγελο που ο Χούμα τον είχε δει να αποκτά με τα χρόνια. Ξαφνικά, ακόμα και μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι, ξαναζούσε το παρελθόν.

«Δε σε πρόδωσα – κανένα σας δεν πρόδωσα. Πράγματι, πηγαίνουμε στο Έργκοθ, αλλά μεγάλο μέρος αυτής της γης παραμένει ουσιαστικά ανέγγιχτο από τα ογκρ και την άθλια κυρά τους. Και μάλιστα, εδώ θα είμαστε μάλλον ασφαλέστεροι παρά αν ακολουθούσαμε στην τρεχάλα τους εκείνους τους λεβέντες, τους ιππότες.»

Ο Χούμα μόρφασε στο άκουσμα της περιγραφής και ένιωσε άβολα, κι ας ήξερε καλά ότι οι ιππότες είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Ο Μάτζιους είχε παραλείψει να αναφέρει ότι και οι μάγοι το είχαν βάλει επίσης στα πόδια.

Ο μινώταυρος ήταν αμετάπειστος. «Μα τον Σάργκας και τους προγόνους μου είκοσι γενιές πίσω…»

Ο Μάτζιους κράτησε το φως του ραβδιού μπροστά στον Καζ κι εκείνος τραβήχτηκε αμέσως από φόβο μήπως του ρίξει κάνα ξόρκι. «Αν κάποιος τραβήξει την προσοχή πάνω μας, αυτός θα είσαι εσύ, μινώταυρε! Επικαλέσου τους αραχνιασμένους προγόνους σου αν θες, αλλά μην επικαλεστείς ξανά αυτόν το θεό του Σκότους, εκτός αν θες να πέσει το μάτι του πάνω μας!»

Σάργκας. Ο Χούμα χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να αναγνωρίσει το όνομα. Ο Σάργκας – Σαργκόνας, σύζυγος της Τακίσις, της δρακοβασίλισσας. Δύναμη από μόνος του. Οι μινώταυροι τον λάτρευαν. Για τον Καζ ήταν, βέβαια, μια κίνηση αντανακλαστική, αλλά θα μπορούσε να τους στοιχίσει τη ζωή σε μια εποχή που οι θεοί και οι θεές παρακολουθούσαν και άκουγαν τα πάντα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.

Ο Σάργκας δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος από ένα μινώταυρο που είχε στραφεί στην ασφάλεια των ορκισμένων θνητών φρουρών του Πάλανταϊν. Ο Σάργκας ήταν ο θεός της Εκδίκησης, της Συνωμοσίας και του Μεγάλου Κακού. Ο Καζ δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να ηρεμήσει και να αποδεχτεί τη λογική των ανθρώπων – στο συγκεκριμένο θέμα τουλάχιστον.

«Λοιπόν» είπε ο Μάτζιους ισιώνοντας το μανδύα του «μπορούμε να συνεχίσουμε; Κάποια στιγμή θα κουραστώ και δεν έχω καμία διάθεση να βρίσκομαι μέσα στην ακτίνα δράσης των φρουρών της βασίλισσας.»

Ακολούθησαν το μάγο μέσα στο σκοτάδι για ένα διάστημα που φάνηκε σαν να πέρασαν μέρες ολόκληρες. Ο Χούμα άρχισε να αναρωτιέται αν ολόκληρο το Έργκοθ βρισκόταν κάτω από τη σκιά και κατά πόσο αυτή η σκιά έφτανε μέχρι και τη Σολάμνια. Ένιωθε ένα αίσθημα ενοχής που δε βοηθούσε την ανασύνταξη των δυνάμεών τους, αλλά παρηγορήθηκε από το γεγονός ότι μπορεί να έκανε κάτι χρήσιμο εκεί που ο πολέμαρχος δε θα υποψιαζόταν καθόλου την παρουσία του.

Τελικά, οι τρεις τους άρχισαν να διακρίνουν το σκοτάδι να διαλύεται – είτε επειδή εξασθενούσε είτε επειδή έφταναν στα όριά του.

«Το επίπεδο ισχύος που απαιτείται για τη δημιουργία και τη διατήρηση αυτού του τερατουργήματος πρέπει να είναι μνημειώδες» είπε ο Μάτζιους. «Οι αποστάτες του Γκάλαν Ντράκος είναι ταλαντούχοι, αλλά ακόμα κι αυτοί έχουν τα όριά τους. Φαίνεται όμως πως έκανε τη δουλειά του. Η αταξία νικήθηκε.»

Σκοτεινές φασματικές μορφές σχηματίστηκαν κι άρχισαν να τους πλησιάζουν. Οι δαιμονικές μορφές έγιναν πελώρια δέντρα και πυκνοί θάμνοι.

«Μάτζιους, τι συνέβη στ’ ανατολικά;»

Ο μάγος κοντοστάθηκε, αν και το βλέμμα του ήταν πάντα καρφωμένο στο μονοπάτι μπροστά τους. «Συνέβη κάτι στ’ ανατολικά;»

«Ήρθαν οι δράκοι.» Τι να είχαν απογίνει; αναρωτήθηκε ο Χούμα. Είχαν χαθεί όλοι τους – κι ανάμεσά τους και η ασημένια δράκαινα που είχε τόσο παράξενα δεθεί μαζί της; «Λένε ότι η ανατολή κατέρρευσε.»

Ο Μάτζιους στάθηκε, γύρισε και μελέτησε το πρόσωπο του φίλου του. «Αλήθεια;» η έκφρασή του ήταν σκεφτική.

Ο Καζ σταύρωσε τα πελώρια μπράτσα του. «Ξέρεις πολλά, μάγε. Πολύ περισσότερα απ’ όσα μας λες.»

Το κυνικό χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά. «Όταν φτάσουμε στον προορισμό μας, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας διαφωτίσω.»

«Και πόσο καιρό θα πάρει αυτό; Θα ορκιζόμουν ότι περπατάμε μέρες.»

Η υπέροχη μορφή κούνησε το χρυσαφένιο κεφάλι της. «Υπομονή! Ίσως αυτό να είναι το πιο επικίνδυνο μέρος του ταξιδιού.»

Ο Μάτζιους στράφηκε ξανά μπροστά, ενώ ο Καζ μουρμούρισε «Κι άλλοι αναθεματισμένοι γρίφοι!»

Λίγο αργότερα το μισοσκότεινο δάσος φωτίστηκε όπως το γλυκοχάραμα και ύστερα, εντελώς ξαφνικά, έγινε μέρα. Συννεφιασμένη, όπως ήταν πάντα στο Άνσαλον με τον ερχομό της βασίλισσας, αλλά τουλάχιστον μέρα. Οι τρεις σύντροφοι σταμάτησαν για να την απολαύσουν. Ακόμα και ο Μάτζιους φάνηκε ευχαριστημένος.

«Πρέπει να είμαστε αρκετά ασφαλείς πια. Διάλεξα το συντομότερο και ασφαλέστερο δρόμο κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά έχουμε ακόμα μια μέρα πορεία. Δε θέλω να μάθει ο Ντράκος και οι Μάγοι του Ερυθρού Χιτώνα τη θέση του άλσους μου.»

Ο Καζ περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι και να κοιτάξει τον Χούμα, που κι εκείνος του απάντησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Ούτε αυτός ήξερε για ποιο άλσος μιλούσε ο Μάτζιους.

Ξαφνικά ένιωσαν άβολα.

«Πεθαίνω της πείνας» είπε ο μινώταυρος.

Δεν πρόλαβε να το πει και ο Χούμα ένιωσε κι αυτός μια σουβλιά στο στομάχι.

Ο Μάτζιους αναστέναξε. Χτύπησε το ραβδί του και ένας σάκος σχηματίστηκε μπροστά τους. Ήταν απλός, δερμάτινος, σχεδόν τόσο μεγάλος όσο και μια αποσκευή σέλας ιππότη και σφιχτοδεμένος. «Δεν είναι πολλά, αλλά θα πρέπει να μας φτάσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες.»

Όσο λίγα κι αν τα θεωρούσε ο μάγος, έφταναν για να χορτάσουν την πείνα τριών γερών ατόμων – κι ας ήταν μινώταυρος το ένα τους. Ο Χούμα κοίταζε το σάκο, ενώ ο Μάτζιους έβγαζε φρούτα, ψωμί, ακόμα κι ένα μικρό φλασκί με κρασί. Το περιεχόμενο ήταν τουλάχιστον διπλάσιο σε όγκο από το σάκο και φαινόταν πως είχε κι άλλα. Τι άλλα κόλπα διέθετε, άραγε, ο παιδικός του φίλος που τα θεωρούσε δεδομένα; Πόσο ισχυρός ήταν ο Μάτζιους και σε ποιον αφιέρωνε τη δύναμή του;

Δαγκώνοντας ένα μήλο, ο Χούμα κοίταξε εξεταστικά τα εκλεκτά ρούχα του μάγου. Ο Μάτζιους μπορούσε να φοράει δικαιωματικά είτα τους λευκούς χιτώνες του Καλού είτε –πράγμα πιο πιθανό– τους ερυθρούς χιτώνες της Ουδετερότητας. Αντί γι’ αυτό, ο Μάτζιους φορούσε ένα γαλάζιο και χρυσό σύνολο που θα ταίριαζε περισσότερο σε έναν αυλικό του Έργκοθ. Ο μανδύας του ήταν λευκός, αλλά τόσο απαλός και καλοραμμένος που είτε ήταν προϊόν μαγείας είτε ήταν φτιαγμένος από κάποιον έξοχο τεχνίτη. Επίσης, φορούσε μπότες ψηλές μέχρι το μηρό, από λεπτό γυαλισμένο δέρμα – και μάλιστα καθόλου συνηθισμένο. Ο ιππότης δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τι δέρμα ήταν, αλλά είχε ξαναδεί παρόμοιες. Ο Μέγας Μάγιστρος είχε ένα ζευγάρι που τους έμοιαζε πολύ.

Αυτά δεν ήταν ρούχα μάγου. Τουλάχιστον όχι από αυτούς που ήξερε ο Χούμα.

Ο Καζ μίλησε βγάζοντας τον Χούμα από τις σκέψεις του.

«Θεέ της Θάλασσας! Τέτοιο ωραίο κρασί δεν έχω ξαναπιεί!»

Η έκφραση του μινώταυρου φάνηκε να διασκεδάζει τον Μάτζιους. «Σε συγχαίρω για το γούστο σου. Είναι σπάνιο δώρο και μου το χάρισαν τα ξωτικά του Κουαλινέστι. Είναι το αγαπημένο μου.»

«Ήσουν στο Κουαλινέστι;» Ο Χούμα είχε ακούσει για τα ξωτικά και τα ξαδέρφια τους –τους κατοίκους του Σιλβανέστι– αλλά δεν είχε δει ποτέ του παρά μόνο μισοξωτικά, όπως φαίνεται πως ήταν και η Γκουίνεθ.

Η σκέψη της Γκουίνεθ του έφερε μνήμες και όνειρα που δεν ήθελε. Έσπρωξε το παρελθόν σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού του.

«Ναι, ήμουν» έλεγε ο Μάτζιους. «Είχα πάει να τους βολιδοσκοπήσω. Παραμένουν πεισματάρηδες σαν τους συγγενείς τους. Ο καθένας τους νομίζει ότι μπορεί μονάχος του να σώσει τον κόσμο. Η περηφάνια τους στοιχίζει ακριβά στο γένος των ανθρώπων.»

Αυτά τα λόγια βάρυναν κάπως τη διάθεση. Ο Χούμα βρέθηκε να κοιτάζει προς τα εκεί από όπου είχαν έρθει. Δεν είχε μείνει ίχνος από το καταθλιπτικό σκοτάδι.

Ήρθε η νύχτα και ύστερα από πρόταση του Μάτζιους καταυλίστηκαν μέχρι το πρωί. Όταν ο Χούμα πρότεινε να ορίσουν σκοπό, ο Μάτζιους περιορίστηκε να τον περιγελάσει. Τους διαβεβαίωσε ότι οι δυνάμεις του ήταν αρκετές για κάτι τέτοιο. Ωστόσο ο Χούμα και ο μινώταυρος ήταν ανυποχώρητοι. Ο μάγος δυσαρεστήθηκε, αλλά τελικά υποχώρησε με τον όρο να φυλάξει σκοπιά τελευταίος.

Ο ιππότης που κοιμάται βαθιά δε ζει πολύ. Αυτός ο κανόνας ήταν από τους πρώτους που μάθαιναν οι ακόλουθοι. Υπήρχαν υπερβολικά πολλοί εχθροί μέσα στο σκοτάδι. Έτσι οι ιππότες ανέπτυσσαν σύντομα μια αίσθηση που τους προειδοποιούσε αν κάποιος ή κάτι βρισκόταν κοντά τους.

Έτσι ήξερε ο Χούμα.

Ήταν η τελευταία σκοπιά, αυτή που είχε ζητήσει ο Μάτζιους. Ο Χούμα, ξαπλωμένος στο πλάι, άνοιξε ελάχιστα τα μάτια του. Το στενό οπτικό του πεδίο τού αποκάλυψε τα πόδια του μινώταυρου και την ακίνητη μορφή του Μάτζιους – που ήταν απολύτως σίγουρο ότι κοιμόταν.

Ό,τι κι αν ήταν, στεκόταν πίσω του, το είχε καταλάβει πια. Γύρισε αργά, με προφύλαξη, σαν να κοιμόταν ακόμα, μέχρι που βρέθηκε ανάσκελα. Το χέρι του σύρθηκε μέχρι τη λαβή του σπαθιού του και είχε αρκετή εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να ξέρει ότι είχε ακόμη μια πιθανότητα.

Άνοιξε τα μάτια του όσο χρειαζόταν για να μπει λίγο φως. Κρατήθηκε με μεγάλη δυσκολία να μη φωνάξει. Από καθαρό ένστικτο, κύλησε πέρα και σηκώθηκε στο ένα γόνατο με το σπαθί γυμνό. Πίσω του ο Καζ σηκώθηκε μ’ ένα άγριο ρουθούνισμα, ολότελα έτοιμος για μάχη.

Ήταν ψηλότερη κι από το μινώταυρο, μια μεγάλη, συμπαγής βραχώδης προεξοχή όλο πέτρες και βλάστηση. Αν ήταν εκεί την προηγούμενη νύχτα, ο Χούμα δε θα είχε παρατηρήσει τίποτα το ασυνήθιστο. Μπορεί να μην πρόσεχε τις χοντρές πέτρινες απολήξεις που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς και χέρια. Μπορεί να μην πρόσεχε τη διαρκή μεταβολή του εξωτερικού κελύφους που αποτελούνταν από βλάστηση και χώμα. Μπορεί μάλιστα να είχαν διαφύγει της προσοχής του και οι δύο γκριζογάλανοι κρύσταλλοι που φαίνονταν να τον κοιτάζουν από ψηλά, από κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα είδος προσώπου.

Τα είδε όλα αυτά μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το ζωντανό βουνό κινήθηκε λιγάκι μπροστά, σέρνοντας χώμα, έντομα και φυτά μαζί του. Φαινόταν να μην έχει δικό του κορμί, αλλά να το δανείζεται από εκεί που στεκόταν. Ο Χούμα ετοιμάστηκε για μάχη. Ο Καζ είχε έτοιμο το τεράστιο πολεμικό του τσεκούρι. Ύστερα το δάσος πλημμύρισε από γέλια. Τα γέλια του Μάτζιους.

«Χαλαρώστε, γενναίοι πολεμιστές. Το στοιχειακό δεν έχει καμία πρόθεση να τα βάλει μαζί σας. Είναι δικό μου – κάτι σαν φρουρός, θα έλεγα.»

Ο Καζ στράφηκε απότομα στο μάγο και το τσεκούρι καρφώθηκε βαθιά στον κορμό όπου καθόταν προηγουμένως. Δε βρήκε το κεφάλι του για λίγα χιλιοστά μονάχα. Ο Μάτζιους έγινε κάτωχρος σαν τον Ρέναρντ και το στόμα του απόμεινε μισάνοιχτο από το κομμένο του γέλιο.

Ο άγριος πολεμιστής δεν μπόρεσε να χαρεί την εκδίκησή του, γιατί ξαφνικά έχασε την ισορροπία του. Ένα πολύ συγκεκριμένο τρέμουλο τράνταξε ολόκληρο το δύστυχο μινώταυρο. Ο Χούμα πρόσεξε ότι η δική του ισορροπία ήταν ακλόνητη όπως πάντα και ύστερα έστρεψε ξανά τα μάτια του στον Καζ. Μ’ ένα μουγκρητό, ο μινώταυρος άφησε το τσεκούρι του να κατρακυλήσει κι έπεσε ανάσκελα.

Στο μεταξύ ο Μάτζιους είχε συνέλθει από την τρομάρα του. Φρόντισε πάντως να γελάσει πιο σιγανά και καθόλου κοροϊδευτικά. Είδε τον Καζ να προσπαθεί μάταια να σηκωθεί και κούνησε το κεφάλι.

«Δε θα καταφέρεις να σταθείς στα πόδια σου παρά μόνο αν το πω εγώ. Έχω το λόγο σου ότι δε θα προσπαθήσεις να με πειράξεις;»

Το σαγόνι του μινώταυρου βρόντησε στο σκληρό χώμα και γρύλισε ότι συμφωνούσε. Ο Μάτζιους κοίταξε το στοιχειακό. Φάνηκε ότι οι δύο κρύσταλλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν κι εκείνοι, αν και ο Χούμα σκέφτηκε ότι μπορεί απλώς να το φαντάστηκε. Χωρίς καμία προειδοποίηση, το έδαφος κάτω από τον Καζ έγινε ξανά στέρεο. Ο Καζ δίστασε, φοβούμενος κάποιο άλλο κόλπο.

«Άντε, σήκω λοιπόν» μουρμούρισε ο μάγος. «Είσαι απολύτως ασφαλής.»

Ο Χούμα χαλάρωσε, αλλά δεν ξανάβαλε το σπαθί του στο θηκάρι. Το χωματένιο πλάσμα τον ενοχλούσε.

Ο Μάτζιους σηκώθηκε και στάθηκε ανάμεσα στον Χούμα και το πλάσμα. Σαν να εκπαίδευε κυνηγόσκυλο, ο Μάτζιους σήκωσε το ένα του χέρι και είπε «Μίλα μου.»

Η φωνή ήταν βαθιά και ηχηρή, αλλά ήταν και σαν να άκουγες ένα σωρό πέτρες και βότσαλα να τραντάζονται βίαια μέσα σε ένα λέβητα. Οι πρώτες λέξεις ήταν ουσιαστικά ακατάληπτες. Τις είπε ξανά.

«Όλα καλά. Κανείς δεν μπαίνει στο άλσος. Το κάστρο καλοδέχεται το γυρισμό του μάγου.» Ο λοφίσκος σώπασε.

Ο Μάτζιους έγνεψε ικανοποιημένος. Γύρισε στους άλλους. «Πέρα από εκείνη την πυκνή συστάδα δέντρων, τρεις ώρες ταξίδι, βρίσκεται ο προορισμός μας.»

Ο Καζ έσφιξε τις γροθιές του, αλλά το ξανασκέφτηκε. Είχε ήδη δει μερικά απ’ όσα μπορούσε να κάνει ο δούλος του μάγου. «Είναι τόσο κοντά και μας έβαλες να κοιμηθούμε εδώ;»

«Πιστεύω πως άκουσες το στοιχειακό να αναφέρει ένα άλσος, έτσι δεν είναι;» Το πρόσωπο του μάγου ήταν εντελώς ήρεμο.

«Ε, και;»

«Μόνο εγώ θα τολμούσα να μπω στο δάσος κατά τη διάρκεια της νύχτας – και αυτό επειδή έχω ξοδέψει πολύ χρόνο για να το κατακτήσω. Αν σας άφηνε να το διαβείτε, αυτό θα ήταν σίγουρα η καταδίκη σας.»

Ο Χούμα κοίταξε προς το μέρος που έδειχνε ο φίλος του. «Τι κίνδυνος υπάρχει; Μπορεί να τον σταματήσει μια λεπίδα ή ένα τσεκούρι;»

Στο γέλιο του μάγου δεν υπήρχε ίχνος χιούμορ. «Υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες απειλές από τις απλές, τις χειροπιαστές. Ας πούμε ότι για να βγεις ολόκληρος αποκεί μέσα, πρέπει να έχεις πολύ γερό μυαλό. Γερό ή απλοϊκό, διάλεξε.»

Γρίφοι, που θα ’λεγε και ο Καζ. Έτσι νόμισε ο Χούμα. Δεν εμπιστευόταν τις προκλήσεις που δεν μπορούσες να αντιμετωπίσεις καταπρόσωπο. Κατά πολλούς τρόπους, ήταν άλλο ένα σημάδι των αλλαγών που είχε υποστεί ο Μάτζιους τον καιρό πριν από τη Δοκιμασία.

«Το στοιχειακό θα μας οδηγήσει και θα βάλει τα δυνατά του για να βοηθήσει όποιον ξεστρατίσει. Αυτόν ας τον λυπηθούν οι θεοί, γιατί το άλσος δε θα τον λυπηθεί.»

Χρειάστηκαν μισή ώρα μόνο για να φτάσουν στην άκρη του άλσους. Ο Χούμα δε θυμόταν να είχε ξαναδεί σε ολόκληρη τη ζωή του τόσο πυκνά φυλλώματα. Δέντρα, χορτάρια, θάμνοι, ακόμα και κληματόβεργες φύτρωναν το ένα μέσα και γύρω από το άλλο, δημιουργώντας ένα πραγματικό αμυντικό τείχος ολόγυρα από την κατοικία του Μάτζιους. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Χούμα δεν μπορούσε να υπολογίσει το βάθος του.

Καθαρά μονοπάτια διαγράφονταν σε διάφορα σημεία, αλλά σύντομα απομακρύνονταν γυρίζοντας ελικοειδώς το ένα από το άλλο, κάνοντας αδύνατη την επιλογή του προτιμότερου. Το χωμάτινο στοιχειακό πέρασε κάμποσα τέτοια μονοπάτια – κι ανάμεσά τους και δύο που φαίνονταν πολύ πιο φιλόξενα από εκείνο που προτίμησε τελικά. Ο Καζ κοίταξε δύσπιστα το επιλεγμένο μονοπάτι και κούνησε το τεράστιο κεφάλι του.

«Κοίτα εδώ.» Έδειξε ένα χέρι με νύχια στις αιχμηρές αγκαθωτές κληματόβεργες της εισόδου του μονοπατιού. «Μα το μονοπάτι που μόλις προσπεράσαμε ήταν καθαρό και πατημένο! Παίρνουμε σίγουρα λάθος δρόμο.»

Ο Μάτζιους τον κοίταξε με φανερή περιφρόνηση. «Το πιο ελκυστικό δόλωμα πιάνει τις περισσότερες μύγες, φίλε μου. Αν θες, είσαι ελεύθερος να δοκιμάσεις το άλλο μονοπάτι. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα αγκαθωτό φυτό. Εκεί… θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε.»

Ο Καζ μετατοπίστηκε άβολα, κοιτάζοντας μια το ένα μονοπάτι και μια το άλλο. Κοίταξε απελπισμένος τον Χούμα περιμένοντας υποστήριξη.

Ο Χούμα με τη σειρά του κοίταξε τον Μάτζιους. Ο μάγος ήταν επιφυλακτικός. Ο Χούμα κοίταξε το μονοπάτι με τις κληματόβεργες.

«Τον εμπιστεύομαι, Καζ.»

«Τότε θα πάω όπου πας εσύ.»

«Χαίρομαι που τακτοποιήθηκε το θέμα.» Ο Μάτζιους κούνησε το κεφάλι του με θαυμασμό. Σήκωσε το ραβδί του και χτύπησε απαλά το πίσω μέρος –για τέτοιο φάνηκε τέλος πάντων– του στοιχειακού. Ο ζωντανός λοφίσκος κινήθηκε ευθεία, με τη γη μπροστά του να γίνεται μέρος της οντότητάς του καθώς έμπαινε στο άλσος. Ο Μάτζιους το ακολούθησε χωρίς δισταγμό. Ο μινώταυρος έριξε μια ματιά στον Χούμα και ακολούθησε κι εκείνος το μάγο.

Ο Χούμα –μονάχος του πια– πήρε μια βαθιά ανάσα, κράτησε το σπαθί του σε ετοιμότητα –για τι πράγμα, δεν ήξερε να πει– και μπήκε στο μονοπάτι.

Κεφαλαίο 9

Το μονοπάτι συνέχιζε φιδωτό και αναδιπλωνόταν με θαυμαστή ακρίβεια. Αν δεν τους είχε διαβεβαιώσει ο Μάτζιους πάνω από μια φορά για το αντίθετο, ο Χούμα θα ήταν σίγουρος ότι έκαναν κύκλους.

Δεν του άρεσε το δάσος που ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας ήταν σκοτεινό και γεμάτο σκιές. Χωρίς το φως του ραβδιού, θα είχαν σίγουρα ξεστρατίσει από το μονοπάτι.

Ο Χούμα βούτηξε για να αποφύγει μια αγκαθωτή κληματίδα που έκοβε λοξά το μονοπάτι. Μετά το πρώτο τσίμπημα από τα αμέτρητα αγκάθια, είχε κατεβάσει την προσωπίδα του. Όμως τα αγκάθια τού έγδερναν το μέταλλο της πανοπλίας και, εκνευρισμένος, εκείνος έκοβε το ένα κοτσάνι μετά το άλλο. Κάθε φορά όμως που γυρνούσε να κοιτάξει πίσω του, δεν έβλεπε κανένα ίχνος της πράξης του.

Μπροστά του ο Καζ βλαστήμησε και κατέβασε το πολεμικό του τσεκούρι σε έναν αγκαθωτό θάμνο. Ο πληγωμένος μινώταυρος τσεκούρωσε το θάμνο μέχρι να τον κάνει θρύψαλα. Ύστερα, σχεδόν αμέσως, έπεσε με τα μούτρα σε μια αιωρούμενη κληματόβεργα. Οι κοφτερές λεπίδες του τσεκουριού την έκαναν κι αυτή λουρίδες. Η απότομη κατηφόρα στην επόμενη στροφή τούς ξάφνιασε όλους. Η μετακίνηση του εδάφους καθώς προχωρούσε το στοιχειακό μπέρδεψε τον Μάτζιους. Το ραβδί του κατέβηκε ορμητικά και ο μάγος, περιμένοντας κάποιου είδους αντίσταση, έπεσε με τα μούτρα. Ο Καζ –που ερχόταν πίσω του– σκόνταψε πάνω του. Ο Χούμα έστριψε προκειμένου να αποφύγει να πέσει και εκείνος στον άτσαλο σωρό, έχασε την ισορροπία του σε διαφορετικό σημείο κι έπεσε έξω από το μονοπάτι.

Ο Χούμα σταμάτησε απότομα, χάρη στο τεράστιο κέλυφος ενός άλλοτε δυνατού δέντρου. Έτριψε το πίσω μέρος του κεφαλιού του –που είχε δεχτεί μέρος της πρόσκρουσης– και σήκωσε τα μάτια στο κενό.

Δεν υπήρχε μονοπάτι. Ο τόπος ήταν γεμάτος από τα δέντρα του άλσους. Θάμνοι ψηλοί, εκατόχρονοι, γέμιζαν τα κενά ανάμεσα στα δέντρα. Τα υπόλοιπα τα γέμιζαν οι σκιές. Βαθιές, πυκνές σκιές.

Ο Χούμα έκλεισε τα μάτια και τ’ άνοιξε ξανά, φροντίζοντας αυτή τη φορά η ματιά του να μην πέσει στις σκιές. Ρίγος τον διαπέρασε. Αυτό που είχε δει – πάγωσε. Τι είχε δει, αλήθεια; Ξεπερνούσε κάθε περιγραφή. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι βρισκόταν κάπου εκεί έξω και τον περίμενε να στραφεί απρόσεκτα προς το μέρος του.

«Μάτζιους! Καζ!» Άκουσε την ηχώ της φωνής του. Ένα αθόρυβο κοροϊδευτικό γέλιο έλεγες πως ερχόταν από παντού.

«Χούουουμααα…»

Ακούγοντας τον ήχο της φωνής, ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο βαρύ του ξίφος – και διαπίστωσε ότι το είχε χάσει. Τότε θυμήθηκε ότι κρατούσε το σπαθί στο χέρι του. Ψάχνοντας όμως το έδαφος στο λιγοστό φως, δεν είδε ούτε ίχνος της λεπίδας.

Κάτι ψηλό και δύσμορφο ξεκόλλησε από τις άλλες σκιές και πέρασε αστραπιαία μπροστά από το οπτικό του πεδίο. Τα νεύρα του σφίχτηκαν στο καινούριο άκουσμα του κοροϊδευτικού γέλιου. Ο Χούμα τράβηξε ένα μαχαίρι, ελπίζοντας ότι το ατσάλι θα έκανε κάποια εντύπωση.

Η θέα του κρύφτηκε από κάτι που υλοποιήθηκε κυριολεκτικά μπροστά του. Τίναξε άγρια το μαχαίρι του και βρήκε λάσπη και χώμα. Το χέρι του βυθίστηκε στη λάσπη και η μικρή λεπίδα τού ξέφυγε.

Με γουρλωμένα μάτια κοίταξε τα παγερά, γαλάζια, κρυστάλλινα μάτια του στοιχειακού.

Ο Χούμα χρειάστηκε να καταπνίξει την επιθυμία του να αγκαλιάσει το παράξενο πλάσμα. Το στοιχειακό τον κοίταξε από ψηλά και του μίλησε με την ίδια εκείνη μεταλλική φωνή με την οποία είχε απαντήσει στον Μάτζιους.

«Ακολούθα.» Μία μονάχα υπέροχη λέξη. Ξαφνικά, ευλογημένα, το σπαθί του ήταν ξανά στο χέρι του.

Οι δυο κρύσταλλοι βυθίστηκαν γοργά στα βάθη του λοφίσκου. Στην αρχή το ζωντανό βουνό δεν κουνήθηκε και ο ιππότης νόμισε πως είχε πετρώσει. Έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι κι έσκυψε προς το πίσω μέρος του γήινου κελύφους του στοιχειακού. Αποφάσισε να βγει από την αβεβαιότητα σκάβοντάς το. Καθώς όμως το άγγιξε με τα χέρια του, το χώμα άρχισε να του καίει σε απίστευτο βαθμό τα δάχτυλα και ο Χούμα βιάστηκε να τα τραβήξει. Από το λοφίσκο ξεπρόβαλαν δυο λαμπερά αντικείμενα.

Με τα κρυστάλλινα μάτια του στη θέση τους, το στοιχειακό επανέλαβε το προηγούμενο μήνυμά του: «Ακολούθα.»

Ο Χούμα παραμέρισε μ’ ένα πήδημα και το παράξενο πλάσμα προχώρησε. Αντί να γυρίζει όπως θα έκανε ένας άνθρωπος, το στοιχειακό έστριβε απλώς το κεφάλι του προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε να ακολουθήσει. Αυτό τον αναστάτωνε – και ο Χούμα, κοιτάζοντας πάντα κατάπληκτος, αγνόησε και πάλι την εντολή του χωμάτινου δούλου. Το βουνό δεν την επανέλαβε. Έγινε ένας μικρός λοφίσκος και ύστερα εξαφανίστηκε.

Η πρώτη αντίδραση του Χούμα ήταν να βγάλει το σπαθί του από το θηκάρι. Ύστερα έσφιξε τα δόντια και με τέσσερις μεγάλες δρασκελιές βρέθηκε μπροστά στο μινώταυρο που έβριζε μεγαλόφωνα και στον ανήσυχο μάγο.

«Χούμα!» Ο Καζ κόντεψε να τον λιώσει μ’ ένα αγκάλιασμα αντάξιο αρκούδας ή μάλλον ταύρου.

Ο Μάτζιους χαμογέλασε ανακουφισμένος. «Όταν έπεσες έξω από το μονοπάτι, ο ταυροκέφαλος σύντροφός σου ήταν έτοιμος να τρέξει ξοπίσω σου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να του εξηγήσω ότι θα ήταν μεγάλη βλακεία να χαθείτε κι οι δυο σας.»

Ο μινώταυρος παράτησε τον Χούμα και στράφηκε στο μάγο. «Εσύ δε θα πήγαινες να τον βρεις! Κάποιος έπρεπε να το κάνει.»

«Κάποιος το έκανε.» Ο Μάτζιους ξαναπήρε το αριστοκρατικό του ύφος. «Αν και ξέρω τα κατατόπια του άλσους, προτιμώ να στέλνω το στοιχειακό –που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα– παρά να κινδυνέψει η ζωή μου για να τηρηθούν τα προσχήματα.»

«Είσαι δειλός!»

«Είμαι ρεαλιστής.» Ο Μάτζιους στράφηκε στον παλιό του φίλο. «Αν το στοιχειακό δεν ήταν εδώ ή αν δεν είχε καταφέρει να σε βρει, θα ερχόμουν εγώ – σε βεβαιώνω.»

Ο Χούμα δέχτηκε τις εξηγήσεις του μάγου κάτω από το ειρωνικό ρουθούνισμα του Καζ. Ο Μάτζιους αγνόησε τον τελευταίο και χτύπησε γοργά με το ραβδί του το πίσω μέρος του στοιχειακού. Η ομάδα ξεκίνησε ξανά.

Αν και δε συνάντησαν άλλες δυσκολίες, ο Χούμα είχε συνέχεια τα μάτια του καρφωμένα –ανήσυχα– στο μονοπάτι. Τελικά βγήκαν στο φως. Ένα λαμπρό φως. Ήταν λες και ολόκληρο το στρώμα των νεφών είχε υποχωρήσει μπροστά στις χρυσές αχτίδες του ήλιου. Ακόμα και ο Καζ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με την καρδιά του. Όταν ο Μάτζιους γύρισε να τους μιλήσει, χαμογελούσε κι εκείνος μέχρι τ’ αυτιά. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του.

«Καλώς ήρθατε στο σπίτι μου.»

Είδαν έναν άγριο, χρυσαφένιο αγρό. Θα ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι κάπου μέσα του ξωτικά χόρευαν κι έπαιζαν. Πεταλούδες και πουλάκια πετούσαν εδώ κι εκεί, ενώ τα λαμπερά, ώριμα στάχυα κυμάτιζαν τεμπέλικα στο διάβα τους. Μικρά, τριχωτά πλάσματα πηδούσαν ανάμεσα στα αραιά δέντρα που σημάδευαν τα όρια του δάσους. Αν υπήρχε ένας παράδεισος σε ολόκληρο τον Κριν, ήταν αυτός εκεί.

Στο κέντρο του θαυμαστού αγρού υψωνόταν το κάστρο του Μάτζιους, ένα κάστρο που, σαν τον αγρό που το περιέβαλλε, θα μπορούσε να ήταν φτιαγμένο από χρυσάφι. Μια μοναδική, γιγάντια ξύλινη πύλη ήταν η είσοδός του. Παράθυρα ανοίγονταν στο επάνω μέρος του κάστρου – και μάλιστα στην κορυφή του υπήρχε κι ένα μικρό λιακωτό. Η κορυφή του έκανε το κάστρο να μοιάζει με αιχμή λόγχης, καλοφτιαγμένη και αιχμηρή σαν βελόνα. Οι πλευρές του έλαμπαν σαν από μέταλλο – και το μόνο που δεν άρεσε στον Χούμα ήταν ότι του θύμισε στιγμιαία το σκοτεινό, μπρούτζινο κάστρο που ακροβατούσε στην άκρη της κολασμένης Αβύσσου.

Ο Μάτζιους υποκλίθηκε και τους έδωσε να καταλάβουν ότι έπρεπε να προχωρήσουν πρώτοι. Το στοιχειακό είχε εξαφανιστεί, ίσως για να περιπολήσει ξανά στα σύνορα του άλσους.

«Εδώ, φίλοι μου, είστε ασφαλείς. Είναι το ασφαλέστερο μέρος του Άνσαλον.»

Ο ιππότης με το μινώταυρο μπήκαν στον αγρό σαν δυο παιδιά. Κάθε ανησυχία τους σχετικά με τον πόλεμο είχε χαθεί. Είχε εξαφανιστεί και το μίσος – και ο φόβος. Δεν υπήρχε παρά η συναρπαστική ομορφιά της γης που απλωνόταν μπροστά τους.

Ο μάγος τους παρακολούθησε να τον προσπερνούν και το χαμόγελο χάθηκε στιγμιαία από τα χείλη του.

Καθώς προχωρούσαν, κάτι παράξενο φάνηκε να συμβαίνει. Το κάστρο άλλαζε. Σε κάθε τους βήμα γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Μέχρι να φτάσουν στην πύλη, ο Χούμα και ο Καζ αναγκάζονταν να αναγέρνουν το κεφάλι σαν να κοίταζαν τον ουρανό τον ίδιο.

«Πώς γίνεται να μη βλέπουν οι δράκοι κάτι τόσο μεγάλο;» αυτή τη φορά τα λόγια του Καζ δε φανέρωναν καχυποψία, μόνο απορία.

«Σαν αυτό τον αγρό» είπε ο Μάτζιους. «Τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτό που δείχνουν ή αυτό που βλέπουμε. Κάποιος δημιούργησε αυτό τον τόπο πολύ καιρό πριν πατήσει άνθρωπος στον Κριν. Ξόδεψα πολύ χρόνο προσπαθώντας να ανακαλύψω τα μυστικά τους, αλλά τα διάφορα κομμάτια οδηγούν στην υπόνοια πως είναι έργο των ογκρ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα ογκρ μπόρεσαν να χτίσουν ένα μέρος με τόση ομορφιά. Ίσως είχε φτιαχτεί σαν παραδείσιος κήπος των ίδιων των θεών. Αυτό μου φαίνεται πιο λογικό.»

Ο Χούμα βρήκε τη στιγμή να διαταράξει την ηρεμία του τοπίου βήχοντας.

Ο μάγος μόρφασε. «Με συγχωρείτε. Πρέπει να είστε κουρασμένοι και να διψάτε. Θα μπούμε μέσα να ξεκουραστούμε. Ύστερα θα μιλήσουμε.»

Ο Μάτζιους σήκωσε ξανά το ραβδί του και μουρμούρισε μια σειρά από λέξεις που δε φαίνονταν να βγάζουν νόημα. Το ραβδί –που το φως του είχε σβήσει– έλαμψε ξαφνικά σαν να πήρε ζωή. Τόσο ο Χούμα όσο και ο Καζ αναγκάστηκαν να καλύψουν στιγμιαία τα μάτια τους.

Η πύλη άνοιξε, λες από κάποιο τεράστιο, αόρατο χέρι. Ο Μάτζιους δεν έπαυε να εκπλήσσει τον Χούμα, αν και το κάστρο θα μπορούσε να είναι επίσης έργο των αρχαίων.

Διάβηκαν την πύλη και μπήκαν σε έναν προθάλαμο που –αν και ήταν μικρότερος από αυτόν ενός άρχοντα– τους ξεπερνούσε όλους σε πολυτέλεια. Γλυπτά ξωτικών, ζώων, ψηλών ανθρωπόμορφων πλασμάτων και όντων που μόνο θεοί μπορούσαν να είναι, κοσμούσαν τους τοίχους. Σαν υπερφυσικό ερπετό, μια μονή σκάλα ανέβαινε ελικοειδώς στους επάνω ορόφους. Ένα χρυσοκόκκινο υφαντό που απεικόνιζε τους αστερισμούς κρεμόταν από τη μια μεριά, ενώ ένα άλλο παρίστανε ένα βουνό που υψωνόταν πάνω από το τοπίο. Ήταν τόσο ζωντανό που τράβηξε την προσοχή του Χούμα. Στο πίσω μέρος του μυαλού του τον τριβέλιζε η σκέψη ότι κάπου το ήξερε αυτό το μέρος, αν και στην πραγματικότητα ο Χούμα ήξερε ότι αυτό το βουνό δεν το είχε ξαναδεί. Συνέχισε να το κοιτάζει, μέχρι που η φωνή του Μάτζιους έλυσε τα μάγια του υφαντού.

«Δεν είναι όλα γνήσια, αλλά δε γίνεται να τα έχουμε όλα. Προσοχή!»

Αυτό το τελευταίο πήγαινε στον Καζ, ο οποίος περιεργαζόταν ένα θαλερό γλυπτό που παρίστανε έναν παράξενο δράκο. Ήταν μακρύς και στενός, σχεδόν σαν φίδι, χωρίς φτερά και πόδια. Το λίγο που απόμενε από το χρώμα του φανέρωνε ότι κάποτε ήταν πράσινος και γαλάζιος, ανάμικτα, σε έναν παράξενο συνδυασμό χρωμάτων για δράκο.

«Αυτό το γλυπτό έγινε από άτομο της φυλής μου.»

«Αδύνατον. Πρέπει να είναι φτιαγμένο από ξωτικό. Κοίτα το.»

Ο Καζ ρουθούνισε. «Νομίζεις πως εμείς δεν έχουμε καλλιτέχνες; Αναγνωρίζω τα χαρακτηριστικά σχέδια του πηλού, έστω κι αν το δικό σου έμπειρο μυαλό δεν μπορεί να τα δει.»

«Γιατί να θέλει κάποιος να πλάσει ένα δράκο σαν αυτόν; Τόσο μακρύ και στενό δεν έχω ξαναδεί. Υπάρχουν τέτοιοι;» ρώτησε ο Χούμα γυρίζοντας στον Μάτζιους.

Ο μάγος σήκωσε τους ώμους. «Ποτέ μου δε διαπίστωσα την ύπαρξη τέτοιου όντος. Είμαι σίγουρος πως είναι μια καθαρά καλλιτεχνική απεικόνιση, προϊόν φαντασίας. Άλλος ένας λόγος που δεν μπορεί να είναι έργο μινώταυρων, για να μην αναφέρω ότι είναι υπερβολικά παλιό.»

«Είμαστε η πρώτη πολιτισμένη φυλή.»

«Πολιτισμένη ή οικόσιτη;»

Ο Καζ κινήθηκε γοργά, αλλά το αγαλματίδιο κοκάλωσε στον αέρα, κάπου ένα μέτρο πριν φτάσει στο πρόσωπο του Μάτζιους. Η περιφρονητική ματιά του μάγου βρήκε το ταίρι της στην απογοήτευση που απλώθηκε στο πρόσωπο του Καζ. «Την επόμενη φορά κοίτα να είσαι εύστοχος, γιατί θα είναι και η τελευταία σου. Κι επίσης φρόντισε να χρησιμοποιήσεις κάτι λιγότερο πολύτιμο.»

Με μια κίνηση του ελεύθερου χεριού του ο Μάτζιους επέστρεψε το άγαλμα στο βάθρο του. Ο Καζ ρουθούνιζε κοφτά και τα μάτια του είχαν γίνει κατακόκκινα. Ξαφνικά ο Χούμα πήγε και στάθηκε ανάμεσά τους κραδαίνοντας το σπαθί του.

«Σταματήστε!»

Το ξέσπασμά του ήταν τόσο άγριο που ο μάγος και ο μινώταυρος τον κοίταξαν σαν να είχε τρελαθεί. Ο Χούμα κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο με μια έκφραση που ευχόταν να μοιάζει θηριώδης.

«Το Άνσαλον –ολόκληρος ο Κριν ίσως– μπορεί να στενάζει ανήμπορο κάτω από τη δρακοβασίλισσα, κι εσείς οι δύο κάνετε σαν σχολιαρόπαιδα!»

Ο Καζ ήταν ο μόνος από τους δύο που φάνηκε να ντρέπεται. Ο Μάτζιους δέχτηκε την κατσάδα όπως και όλα τα υπόλοιπα. Σήκωσε απλώς τους ώμους κι έκανε σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.

«Υπάρχουν πολλά ακόμα για να δείτε, αλλά φαντάζομαι πως χρειάζεστε λίγη ανάπαυση. Δίκιο δεν έχω;»

«Επί του προκειμένου τουλάχιστον, ναι» μουρμούρισε ο Καζ.

Ο Χούμα έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι, αλλά ο θυμός του δεν είχε ξεθυμάνει. «Και μετά, τι; Μπορείς να έρθεις σ’ επαφή με το τάγμα σου; Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ για πάντα. Εσύ ήρθες να μας βρεις. Δεν έχεις κάποιο σχέδιο;»

«Ασφαλώς.» Η απάντηση ήρθε γρήγορα, αλλά κάτι στα λόγια του μάγου έκανε τον Χούμα να αμφιβάλλει. Να, πάλι ένας Μάτζιους που του ήταν άγνωστος. Να, ένας Μάτζιους που κρατούσε μυστικά από ένα πρόσωπο που μπορούσε να εμπιστευτεί. Πόσο είχε αλλάξει…

Ή μήπως είμαι εγώ αυτός που έχει αλλάξει; σκέφτηκε ο Χούμα. Παλιά ούτε θα αμφέβαλλε για τον Μάτζιους ούτε θα διερευνούσε τις απαντήσεις του. Η Ιπποσύνη τού είχε ανοίξει τα μάτια στις κρυμμένες αλήθειες που έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων.

«Θα ήθελα ν’ ακούσω το σχέδιό σου» είπε επίτηδες ο Χούμα.

«Όλα στην ώρα τους. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα εδώ που απαιτούν την άμεση προσοχή μου. Στο μεταξύ εσείς οι δύο μπορείτε να χαλαρώσετε και να απολαύσετε λίγο φαγητό ίσως.»

Ο Μάτζιους χτύπησε το ραβδί του στο έδαφος. Ο Χούμα ένιωσε να τον διαπερνά ρίγος. Τότε είδαν την ομίχλη.

Φτερούγιζε τριγύρω από τον Μάτζιους σαν πουλάκι γύρω από τον αφέντη του. Ο Χούμα δεν ένιωθε καθόλου το φύσημα του ανέμου, ούτε έβλεπε την πηγή απ’ όπου ανάβλυζε η ομίχλη. Κινούνταν σαν να είχε δική της ζωή.

«Ξένοι. Οδηγός.» Τις λέξεις αυτές ο Μάτζιους δεν τις είπε ούτε στον Χούμα ούτε στον Καζ, αλλά στο σύννεφο που απάντησε «Ξέεενοι. Οδηγόοος.» Η φωνή της ομίχλης έβγαινε λες από φωτιά που την κατάβρεχαν.

«Δωμάτια για τη νύχτα»

«Δωμάτιααα.»

Ο Μάτζιους μόρφασε. «Τα στοιχειακά του αέρα είναι πολύ αργά.» Ανέμισε το χέρι του προς την αιωρούμενη ομίχλη. «Αμέσως, σε παρακαλώ.» Στράφηκε στον Χούμα. «Αφού φάτε και ξεκουραστείτε» είπε «τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν.»

Ο Καζ άφησε ένα μακρόσυρτο «χμμμφ» που ο Μάτζιους αγνόησε. Το στοιχειακό του αέρα, έχοντας πάρει τις διαταγές του, αιωρούνταν ανυπόμονο ανάμεσα στους δύο «ξένους».

«Ελάτεεε. Δωμάτιααα. Ξέεενοι.»

Ο οικοδεσπότης τούς παρακολούθησε να ανεβαίνουν την ελικοειδή σκάλα πίσω από την ομίχλη. Όταν βρέθηκαν πέρα από την ακτίνα ακοής τους, ο Καζ έγειρε προς τον Χούμα –που προχωρούσε πρώτος– και του ψιθύρισε «Αυτός ο μάγος είναι φίλος σου;»

«Ναι.» Ο Χούμα δυσκολεύτηκε να απαντήσει με καθησυχαστικό ύφος.

«Ευχήσου να σε θεωρεί ακόμα και δικό του φίλο. Νομίζω ότι αυτό το κάστρο με τα μυστικά του θα ήταν μια πολύ ασφαλής και παντοτινή φυλακή.»

Ο ιππότης δε διαφώνησε. Το είχε σκεφτεί και ο ίδιος.


Αν ήταν πραγματικά φυλακή, ήταν μια φυλακή που πολλοί παλιάνθρωποι θα ικέτευαν να κλειστούν σ’ αυτήν. Αφού συνήθισαν έστω και λίγο τους ομιχλώδεις υπηρέτες τους, ο Καζ και ο Χούμα δε δυσκολεύτηκαν να απολαύσουν τα κρέατα και τα φρούτα, για να μη μιλήσουμε για τα κρασιά που θα ήταν αντάξια οποιασδήποτε βασιλικής αυλής.

Το ίδιο και τα δωμάτια. Ήταν υπέροχα, αν και υπερβολικά μεγάλα για ένα άτομο κανονικού μεγέθους σαν τον Χούμα. Ο Καζ, πάλι, βρήκε τα έπιπλα τέλεια για τον όγκο του και το θεώρησε επιπλέον απόδειξη ότι το κάστρο ήταν απομεινάρι της φυλής του. Ο Χούμα ήξερε ότι κανείς δεν είχε δει μινώταυρους τόσο δυτικά από την αρχή του πολέμου, αλλά κράτησε τις όποιες αντιρρήσεις του για τον εαυτό του.

Τους είχαν δώσει ξεχωριστά δωμάτια, πράγμα για το οποίο ο Καζ είχε διαμαρτυρηθεί στην αρχή, θεωρώντας το προφανή εφαρμογή του «Διαίρει και βασίλευε.»

«Αν το ήθελε, ο Μάτζιους θα μπορούσε να μας έχει σκοτώσει εκατό φορές» του ανταπάντησε ο Χούμα. «Είδες πώς σε αντιμετώπισε στο διάδρομο.»

«Τύχη. Για βάλε μας να παλέψουμε ένας εναντίον ενός…»

«Και δε θ’ αφήσει τίποτα παρά μόνο στάχτες. Για εκείνον η μαγεία είναι όπως για μας η αναπνοή.»

Ο μινώταυρος βρόντησε τη δυνατή γροθιά του στον τοίχο. Προς μεγάλη του ικανοποίηση, ο τοίχος δέχτηκε καλά το χτύπημα. «Στον τόπο μου…»

Ο Χούμα τον σταμάτησε πριν προχωρήσει. «Εδώ βρίσκεσαι στο Έργκοθ. Ισχύουν τα έθιμα των ανθρώπων.»

«Αλήθεια; Ξέχασες κιόλας τη μάχη;»

«Δεν την ξέχασα. Απλώς νομίζω ότι πρέπει να με εμπιστευτείς. Ξέρω τον Μάτζιους πολύ καλύτερα απ’ όσο εσύ.»

Ο Καζ σώπασε, αλλά όχι πριν απαντήσει «Το ελπίζω. Για το καλό και των δυο μας.»


Ο Χούμα, καθιστός στο κρεβάτι του, σκεφτόταν τα λόγια του μινώταυρου. Παρά την εξάντλησή του από την πορεία μέσα στο δάσος, του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Ο Καζ, από την άλλη, θα μπορούσε να είναι νεκρός, αν δε διαπερνούσαν τους τοίχους τα ροχαλητά του, φτάνοντας μέχρι το δωμάτιο του Χούμα.

Τα κεριά, που τα είχε βρει αναμμένα μπαίνοντας, είχαν λιώσει τόσο που δεν έφεγγαν πια σχεδόν καθόλου. Το τρεμούλιασμα της φλόγας τους έριχνε παράξενες σκιές γύρω στο δωμάτιο και τα μάτια του Χούμα όλο και επέστρεφαν σε μια σκιά ιδιαίτερα ψηλή και βαθιά, στην απέναντι γωνία της κάμαρας. Ήταν τόσο σκοτεινά που παραλίγο να πιστέψει πως, αν το ήθελε, θα μπορούσε να μπει μέσα της και να περάσει τον τοίχο.

«Χούμα.»

Ένα χέρι, ανοιχτό, πρόβαλε από το σκοτάδι. Το ακολούθησε ένα δεύτερο. Ο ιππότης τραβήχτηκε από τη συγκεκριμένη πλευρά του κρεβατιού κι έκανε κατά το σπαθί του που κρεμόταν δίπλα του.

«Χούμα, πρέπει να σου μιλήσω.»

«Μάτζιους;»

«Ποιος άλλος;» Μπράτσα ακολούθησαν τα χέρια κι ύστερα φάνηκε και ο υπόλοιπος μάγος. «Συγνώμη για τη θεατρική είσοδο» ψιθύρισε ο Μάτζιους «αλλά δε θέλω να μιλήσω με το μινώταυρο, που μπορεί να δυσαρεστηθεί από κάποια πράγματα που έχω να πω.»

«Ενώ εγώ όχι;» Ο Χούμα ένιωσε το θυμό του να φουντώνει. Τα κόλπα του μάγου άρχιζαν να κουράζουν ακόμη και τον παλιό του φίλο.

Οι ματιές τους έσμιξαν και ο Μάτζιους βιάστηκε να κοιτάξει αλλού. «Μπορεί κι εσύ. Αλλά τουλάχιστον εσύ θα το έβλεπες λογικά. Μια φορά να αποτύχουν οι δυνάμεις μου, και ο δίποδος ταύρος με ξέκανε.»

«Δεν τον αδικώ εντελώς, Μάτζιους.»

«Το ξέρω.» Ο μάγος έχωσε το πρόσωπο στις παλάμες του. «Αχ, πόσο καλά το ξέρω.»

Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, πλησίασε τον παιδικό του φίλο και ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο του. «Πες μου και σου υπόσχομαι να σ’ ακούσω με ανοιχτό μυαλό.»

Ο Μάτζιους σήκωσε το βλέμμα και οι δύο φίλοι ξαναβρέθηκαν όπως τις παλιές μέρες, τότε που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η πλάκα. Η έκφρασή του χάθηκε αμέσως. Ο Μάτζιους άπλωσε κομψά το ένα του χέρι. Το ραβδί βρέθηκε στην παλάμη του στη στιγμή, περιμένοντας τις διαταγές του.

«Μπροστά σου βλέπεις ένα μάγο με μεγάλη δύναμη – κι ακόμα μεγαλύτερες προοπτικές. Δεν είμαι ο πρώτος που το λέει αυτό. Το είπε ο χοντρός, χαρούμενος Μπελγκάρντιν τη μέρα που με πήρε μαθητή του.»

Ο Μπελγκάρντιν. Ο Χούμα θυμόταν το γερο-μάγο. Ήταν ο πρώτος που διέκρινε τη δύναμη του νεαρού Μάτζιους. Δύναμη που όμοια της δεν είχε ξαναδεί. Ο Μπελγκάρντιν είχε μεγάλη ειδικότητα στους Μάγους του Ερυθρού Χιτώνα και ήταν σε θέση να αντιληφθεί, και τη βοήθεια που χρειαζόταν ο νεαρός, και το κύρος που θα είχε ο ίδιος εκπαιδεύοντας έναν πιθανό Μέγα Μάγιστρο του τάγματος – οποιουδήποτε τάγματος.

«Είχε δίκιο. Το θυμάσαι. Διακρίθηκα στα πάντα. Ήμουν ο λαμπρότερος υποψήφιος που είχαν δει ποτέ τους. Τα κατάφερνα με ξόρκια που δυσκόλευαν ακόμα και έμπειρους μάγους. Ήμουν ένα θαύμα.» Η αμυδρή αλαζονεία στη φωνή του Μάτζιους ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Όλα όσα είχε πει ήταν αλήθεια.

Ο μάγος σοβάρεψε. «Εσείς οι κοινοί άνθρωποι ακούτε για τη Δοκιμασία και τις φήμες που την περιβάλλουν.» Ο Μάτζιους έκανε μια κοφτή κίνηση με το ελεύθερο χέρι του. «Οι φήμες ωχριούν μπροστά στην αλήθεια.»

Η Δοκιμασία ήταν η τελική απόδειξη της ικανότητας του μάγου να χειριστεί τη δύναμή του. Δεν είχε καμία σημασία σε ποιο τάγμα ανήκε. Όλοι οι μάγοι περνούσαν τη Δοκιμασία.

Ο Μάτζιους ακούμπησε την άκρη του ραβδιού του στο πάτωμα κι έγειρε βαριά πάνω του. «Δεν μπορώ να ξέρω τι πέρασαν οι άλλοι, αλλά μερικοί δεν επέζησαν. Προχώρησα στη Δοκιμασία έχοντας βάλει με το μυαλό μου κάθε δυνατό σενάριο. Νόμισα πως θα έστελναν μαύρα ξωτικά να με κυνηγήσουν ή πως θα με ανάγκαζαν να σκοτώσω ένα γέρο ή έναν άρρωστο. Ίσως, σκέφτηκα, με βάλουν να σταθώ στο χείλος της Αβύσσου και να αντικρίσω την ίδια τη βασίλισσα. Ήξερα ότι ένα μέρος από αυτά θα ήταν παραισθήσεις, αλλά πολλά θα ήταν απόλυτα αληθινά. Αρκετά αληθινά για να με σκοτώσουν.»

Ο Χούμα έγνεψε ότι τον καταλάβαινε. Φυσικά, είχαν ξεφύγει μερικές πληροφορίες. Φαίνεται πως μερικές φήμες περιείχαν στοιχεία αλήθειας.

Το όμορφο πρόσωπο χαμογέλασε. Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, το χαμόγελό του φάνηκε τρελό. Ο Μάτζιους γέλασε ελαφρά, αν και ο Χούμα δεν μπορούσε να φανταστεί πού έβρισκε το αστείο. «Με ξεγέλασαν εντελώς. Ή ίσως να μην ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι ακριβώς συμβαίνει στη Δοκιμασία. Υποψιάζομαι ότι μερικές φορές η δύναμη η ίδια ενεργεί από μόνη της. Όπως και να ’χει, βρέθηκα αντιμέτωπος με το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσα να δεχτώ.

Το θάνατό μου. Το μελλοντικό μου θάνατο.»

Ο Χούμα δε βρήκε λέξη να πει. Ίσως να μπορούσε να του πει πως δεν ήταν αλήθεια, πως ήταν οπωσδήποτε παραίσθηση, αλλά αφού το πίστευε ο ίδιος, τι να του έλεγε;

«Κατά κάποιον τρόπο, κατάφερα να επιζήσω. Νομίζω πως αν αποτύγχανα, με περίμενε η τρέλα. Τους ξεγέλασα πέφτοντας σε μια διαφορετική τρέλα. Μια τρέλα που προερχόταν από τη συνειδητοποίηση πως ό,τι έβλεπα θα περνούσε. Έφυγα από το κάστρο, έφυγα από τη Δοκιμασία, γνωρίζοντας τη μοίρα μου κι έχοντας αποφασίσει να κάνω κάτι γι’ αυτό.

Και ανακάλυψα πως δεν μπορούσα. Εξαιτίας των αυστηρών κανόνων του τάγματος. Παρά την υποτιθέμενη απουσία περιορισμών, ούτε οι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα ούτε οι Μάγοι του Ερυθρού Χιτώνα μπόρεσαν να μου προσφέρουν βοήθεια. Παρέμεναν πολύ περιορισμένοι και –όπως ξέρεις καλά– εγώ δεν ήμουν φτιαγμένος για να φορέσω τους μανδύες των Μάγων του Λευκού Χιτώνα.»

Ο Μάτζιους γέλασε πνιχτά με την τελευταία του παρατήρηση και ύστερα αναστέναξε. Τα κεριά είχαν καεί σχεδόν ολότελα.

«Έχοντας συνειδητοποιήσει τους περιορισμούς των τριών ταγμάτων, κατέληξα πως ήμουν αναγκασμένος να περάσω τη γραμμή που είχαν χαράξει, προκειμένου –αν μου επιτρέπεις την έκφραση– να αλλάξω το μέλλον.»

Ο Χούμα πισωπάτησε άθελά του. Τα άγρια ξόρκια, τα απόκοσμα ρούχα, τόσο διαφορετικά από τους αυστηρούς χιτώνες των άλλων μάγων. Κούνησε το κεφάλι, μη θεωρώντας εφικτό αυτό που είχε κάνει ο Μάτζιους.

«Εκεί και τότε» έλεγε ο Μάτζιους με την προσοχή του εστιασμένη μέσα του «έστρεψα τα νώτα στην τυποποιημένη, άκαμπτη εκπαίδευση του Συμβουλίου και έγινα αποστάτης.»

Κεφαλαίο 10

«Τόσο πολύ εκπλήσσεσαι, Χούμα; Ήμουν νέος, ασυγκράτητος. Πολύ πιθανό να έφευγα για άλλους λόγους. Αηδία για τη Δοκιμασία ίσως, που εξακολουθώ να βρίσκω βάρβαρο τρόπο ξεδιαλέγματος.»

Ο Χούμα σωριάστηκε ξανά στο κρεβάτι. Για κάποιον που είχε ανατραφεί με τις αυστηρές πεποιθήσεις της Ιπποσύνης, όλοι οι μάγοι ήταν αναξιόπιστοι. Ο αποστάτης θεωρούνταν πιο μαύρος και από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα γιατί θα μπερδευόταν με ξόρκια που ακόμα κι εκείνοι θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν.

Ο Μάτζιους διάβασε την έκφρασή του και χαμογέλασε θλιμμένα. «Ο αποστάτης δεν είναι παρά ό,τι πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του. Υπάρχουν πολύ λίγοι, μια και είναι δύσκολο να διαφύγεις της προσοχής του Συμβουλίου, αλλά ορισμένοι από αυτούς είναι πολύ καλά άτομα. Ίσως όχι αρκετά ισχυροί κάποιες φορές. Αν είχαν περάσει τη Δοκιμασία, οι περισσότεροι θα είχαν χαθεί. Ενόσω ζουν κάνουν αυτό το λίγο που μπορούν για να βοηθήσουν τους άλλους. Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά.»

«Ο Γκάλαν Ντράκος.»

«Ναι.» Ο Μάτζιους είχε χλομιάσει. «Τον φοβούνται ακόμα και οι σκοτεινοί κληρικοί της βασίλισσας. Εκείνη όμως τον χρειάζεται.» Ο ιππότης σφίχτηκε. «Ξέρεις πολλά.»

«Άκουσα πολλά γι’ αυτόν στα ταξίδια μου. Σκέφτηκα ότι ίσως αυτός μπορούσε να με βοηθήσει, να μου προσφέρει προστασία. Αυτός δε φοβάται τα τρία τάγματα.»

Από το άλλο δωμάτιο ακούστηκε κάποια κίνηση. Ο Μάτζιους οπισθοχώρησε ξανά στη σκιά. «Δε νομίζω να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας προς το παρόν. Προσπάθησε να καταλάβεις πως όλα όσα έκανα τα έκανα για καλό σκοπό. Θα μιλήσουμε αργότερα.»

Ο Μάτζιους έγινε ένα με το σκοτάδι. Ο ιππότης πήδησε όρθιος κι άπλωσε το χέρι του στο σκοτάδι. Τοίχος μονάχα, όπως το περίμενε. Ό,τι λογής πύλη κι αν είχε χρησιμοποιήσει ο Μάτζιους, ήταν και πάλι κλειστή.

Ο Καζ όρμησε στο δωμάτιο μ’ ένα γρύλισμα. «Τον άκουσα! Που είναι;»

Ξαφνιασμένος από την αγριάδα του μινώταυρου, ο Χούμα έκανε πίσω. «Τι τρέχει, Καζ;»

«Είναι παγίδα, όπως το υποψιαζόμουν! Το τσεκούρι μου χάθηκε! Τα μαχαίρια μου λείπουν!»

«Τι είναι αυτά που λες;» Ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο δικό του σπαθί που κρεμόταν κοντά στο κρεβάτι. Μόνο που…

Το θηκάρι κρεμόταν εκεί, όπως και πριν, αλλά ήταν πια άδειο. Ο Χούμα άρχισε να ψάχνει βιαστικά τα πράγματά του. Όπως τα όπλα του Καζ, έτσι και τα δικά του έλειπαν όλα. Είχαν εξαφανιστεί την ώρα που μιλούσαν οι δύο φίλοι.

Ο Χούμα έφερε το χέρι του στο κεφάλι. Το δωμάτιο άρχιζε να γίνεται τρομερά ζεστό. Ένιωθε έξαψη. Ξαφνικά ο Καζ βρέθηκε πλάι του και τον κράτησε όρθιο.

«Τι σου έκανε; Είσαι άρρωστος;»

«Καλά είμαι.» Έκανε πέρα το γεμάτο έγνοια σύντροφό του.

Ο Χούμα είχε φερθεί σαν βλάκας, είχε πιστέψει ότι το παρελθόν ίσχυε ακόμα, ενώ πλέον έβλεπε καθαρά ότι ο μάγος έλεγε ψέματα. Οι αντιφάσεις του, οι εκτενείς εξηγήσεις του έθεταν πιο πολλές ερωτήσεις από τις απαντήσεις που έδιναν.

Ο Χούμα άπλωσε το χέρι στην πανοπλία του. «Φεύγουμε – με όποιο τρόπο μπορούμε.»

Ο Καζ τον βοήθησε να τη φορέσει.

Ο διάδρομος φαινόταν αφύλακτος, αν και ο ιππότης ήταν σίγουρος ότι αόρατοι υπηρέτες παρακολουθούσαν κάθε τους κίνηση. Αναρωτήθηκε μέχρι πού θα τους άφηνε να φτάσουν ο Μάτζιους.

«Αυτό δε μ’ αρέσει» μουρμούρισε ο Καζ. Εκείνος, πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο, δυσπιστούσε έντονα προς τα έργα όλων των μάγων.

Έφταααν χωρίς απρόοπτα σε μια ψηλή, ελικοειδή σκάλα –πράγμα που τους έκανε ακόμα πιο προσεκτικούς. Ο Χούμα ακούμπησε ένα δάχτυλο στην κουπαστή. Μη νιώθοντας τίποτα, τόλμησε να την πιάσει. Κατέβηκε ένα σκαλί. Άλλο ένα. Κι ένα τρίτο. Ο Καζ τον ακολουθούσε από τόσο κοντά όσο του επέτρεπε ο όγκος του. Χωρίς να το καταλάβουν, επιτάχυναν το βήμα τους.

Στο έκτο σκαλί, ο Χούμα ξαφνιάστηκε. Δε βρισκόταν πια στο σκαλί, αλλά ξανά στην κορυφή της σκάλας. Πέντε σκαλιά παρακάτω, ο Καζ γύρισε απότομα αναζητώντας τον. Πριν προλάβει ο Χούμα να τον προειδοποιήσει, ο πελώριος ανατολίτης πάτησε το έκτο σκαλί. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να ρίξει μια ματιά στον Καζ πριν εξαφανιστεί, για να εμφανιστεί την επόμενη στιγμή πλάι του.

«Κι άλλα κόλπα» μουρμούρισε ο Καζ.

Προσπάθησαν ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα. Κάθε φορά εκείνος που πατούσε το σκαλί δεν καταλάβαινε τίποτα. Ήταν μαγεία από τις πιο πολύπλοκες και ύπουλες.

Ήταν παγιδευμένοι σ’ ένα φαύλο κύκλο. Ο Χούμα τα παράτησε πρώτος, συνειδητοποιώντας την τρέλα του εγχειρήματος. Ο Καζ συνέχισε λίγο ακόμα, ελπίζοντας να βρει διέξοδο. Τελικά πήγε και εκείνος στο πλευρό του Χούμα στο διάδρομο.

«Και τώρα;»

Ο Χούμα άφησε κάτω το σακίδιο που κουβαλούσε και έβγαλε το άδειο θηκάρι. «Τίποτα. Φαίνεται πως δε θα πάμε πουθενά.»

«Δε γίνεται να μείνουμε εδώ!» στα μάτια του γίγαντα φάνηκε εκείνη η κόκκινη αγριάδα.

«Έχεις καμιά ιδέα; Δεν υπάρχουν παράθυρα και οι τοίχοι είναι συμπαγείς. Για μας τουλάχιστον.»

«Θα μπορούσαμε να φύγουμε σκαρφαλώνοντας.»

Ο Χούμα σήκωσε το άδειο θηκάρι και προχώρησε προς τις σκάλες. Σήκωσε το θηκάρι πάνω από την κουπαστή και το άφησε να πέσει.

Το θηκάρι εξαφανίστηκε.

Ενώ ο Καζ τον κοίταζε, ο Χούμα γύρισε και του έδειξε το πάτωμα. Το θηκάρι κειτόταν δίπλα τους.

«Θα περιμένουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.»

Οι ώμοι του μινώταυρου βούλιαξαν ηττημένοι.


Παρά τις προσπάθειες τους να μείνουν άγρυπνοι, ήρθε η στιγμή που η νύστα τούς νίκησε. Και έτσι ο Χούμα ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε την Γκουίνεθ κι ένα βουνό. Ονειρεύτηκε έναν ασημένιο δράκο σε πτήση. Ονειρεύτηκε κακούς μάγους να πολεμούν με θεούς. Ήταν όλα τόσο τυχαία ανακατεμένα που δεν καταλάβαινε ούτε τι ονειρευόταν, ούτε πώς είχε αρχίσει.

Τέλειωσε απότομα, γιατί τον διέκοψε μια φωνή μέσα στον ύπνο του.

«Ξύυυπνααα.»

Ο Χούμα χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι ο συριστικός ψίθυρος δεν ήταν μέρος του ονείρου του, αλλά το κάλεσμα ενός ομιχλώδους υπηρέτη.

«Αφέντηηης. Θέεελειειει. Μιλήσσσειειει.»

Ο Χούμα σηκώθηκε και ο Καζ, ακούγοντας το στοιχειακό, τον μιμήθηκε.

«Χούουουμααα. Μονάααχχχααα.»

«Θα πάω μαζί του – είτε αρέσει του αφέντη σου είτε όχι! Προχώρα λοιπόν, μη σε ρουφήξω!»

Είτε κατάλαβε τα λόγια του μινώταυρου είτε όχι, το στοιχειακό του αέρα προχώρησε στο διάδρομο προς τη σκάλα. Ο Χούμα το ακολούθησε με τον Καζ στο κατόπι του. Το στοιχειακό άρχισε να κατεβαίνει. Όταν έφτασαν στο σκαλί που τους γυρνούσε πίσω, ο Χούμα δίστασε κάπως. Έκανε ένα βήμα και αυτή τη φορά, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν τον σταμάτησε τίποτα. Ο αέρινος υπηρέτης ήρθε κοντά του σαν να ανυπομονούσε να προχωρήσουν. Ο Χούμα συνέχισε να κατεβαίνει –αργά στην αρχή, πιο γρήγορα κατόπιν– διαπιστώνοντας ότι ο Μάτζιους δεν είχε στήσει καμία παγίδα.

Μια δυνατή, θυμωμένη φωνή τον έκανε να γυρίσει και να κοιτάξει λίγο ψηλότερα. Όσο ο ιππότης τού είχε γυρισμένη την πλάτη, ο Καζ είχε προσπαθήσει να τον ακολουθήσει. Προς μεγάλη ενόχληση του μινώταυρου, το ξόρκι τον κράτησε δέσμιο του.

Χωρίς να πει λέξη, ο Χούμα γύρισε κι ακολούθησε τον υπηρέτη στη στριφογυριστή σκάλα, περνώντας από διαδρόμους που δεν είχε δει την προηγούμενη μέρα. Αυτές οι αίθουσες έμοιαζαν πολύ με το άλσος, καθώς κατά τόπους ήταν σκοτεινότερες απ’ όσο θα ήταν δυνατόν. Πότε-πότε κάποια πλάσματα φτερούγιζαν στο τρεμάμενο φως των λιγοστών δαυλών. Μόνο όταν περνούσαν από αυτούς τους δαυλούς, μπορούσε να σιγουρευτεί ο Χούμα ότι ακολουθούσε τον υπηρέτη.

«Αφέντηηη.»

Στην αρχή ο Χούμα δεν κατάλαβε, γιατί το δωμάτιο όπου μπήκαν ήταν σκοτεινό και μαύρο σαν τους διαδρόμους – και δεν έβλεπε τι υπήρχε μέσα του. Τότε άκουσε το θόρυβο από κάτι που κινούνταν.

Μια μονάχα λέξη ακούστηκε και το δωμάτιο φωτίστηκε από το ραβδί του Μάτζιους. Ο θόρυβος που είχε ακούσει ο Χούμα ήταν ο μάγος που σηκωνόταν από το κάθισμά του. Καθώς γύρισε προς το μέρος του, ο Χούμα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Στα μάτια του ο Μάτζιους φαινόταν τουλάχιστον δύο φορές πιο γέρος απ’ όσο προηγουμένως. Κανείς δε θα πίστευε ότι οι δύο άντρες ήταν συνομήλικοι.

«Χούμα.» Ο τόνος του μάγου σχεδόν ικέτευε τη φιλία του. Όλος ο θυμός που είχε μέσα του ο Χούμα άρχισε να εξατμίζεται στη θέα αυτής της χαμένης ζωτικότητας.

«Μάτζιους, τι;..»

«Ξέρω. Κάθε φορά που συναντιόμαστε, σε αφήνω με περισσότερες ερωτήσεις και φόβους. Φοβάμαι πως αυτό δεν μπορεί να αλλάξει ούτε τώρα, αν και θα προσπαθήσω να ξεδιαλύνω μερικές από τις απορίες σου. Καταρχήν θέλω να δεις αυτό.»

Ο μάγος τον πήγε σ’ ένα συνεχόμενο δωμάτιο, όπου ο Χούμα βρέθηκε μπροστά στο χωμάτινο στοιχειακό που τους είχε οδηγήσει μέσα από το δάσος. Κάτι κειτόταν μπροστά στο χωμάτινο λοφίσκο, κάτι οικείο, που η θέα του σε παρέλυε.

Ο Χούμα το αναγνώρισε. «Ο ντρέντγουλφ.»

Κειτόταν στρεβλωμένος σε παράξενες γωνίες και ο Χούμα παρατήρησε ότι το ένα του πλευρό είχε ξεσκιστεί. Και –πράγμα ακόμη πιο παράξενο– ήταν απολιθωμένος. Έσκυψε και βεβαιώθηκε. Ήταν σάμπως να άγγιζε βράχο.

Τα τυφλά μάτια έμοιαζαν να τον κοιτάζουν ακόμα. Ο Χούμα στράφηκε στον Μάτζιους για εξηγήσεις.

«Υπήρχαν άλλοι τρεις, αλλά χάθηκαν στο δάσος. Με κάποιον τρόπο, έστω και τσακισμένο και ξεσκισμένο, αυτός εδώ κατάφερε να φτάσει μέχρι τον αγρό, όπου αυτό» ο Μάτζιους έδειξε το χωμάτινο στοιχειακό «τον αποτέλειωσε. Η ζημιά έγινε. Ο Γκάλαν Ντράκος ξέρει πού είμαι – και μάλλον ξέρει ότι είστε κι εσείς εδώ. Δεν έχω καμία επιλογή.»

Ο Χούμα τον άκουγε μη ξέροντας πού ήθελε να καταλήξει.

«Έλα μαζί μου.» Γύρισαν στο δωμάτιο που βρίσκονταν προηγουμένως και ο Μάτζιους πλησίασε τον τοίχο όπου κρεμόταν ένας μεγάλος καθρέφτης με χρυσό κάδρο. Ήταν οβάλ και διακοσμημένος με περίπλοκους μαιάνδρους. Ο Μάτζιους χτύπησε το ραβδί στο πάτωμα και είπε «Δείξε μου.»

«Να, η κορυφή στο κέντρο.» Ένα πελώριο βουνό εμφανίστηκε σε πρώτο πλάνο. Ο Χούμα το αναγνώρισε γρήγορα. Ήταν το ίδιο βουνό που εικονιζόταν ανάγλυφα στο ένα από τα δύο μεγάλα υφαντά. «Όταν πέρασα τη Δοκιμασία στο κάστρο, το είδα – το βουνό. Το θυμόμουν καλά, γιατί ήταν ο τελευταίος τόπος που μου είχε παρουσιαστεί. Δεν ήξερα ότι ήταν αληθινό, μέχρι που βρήκα αυτό το μέρος και το υφαντό στον προθάλαμο. Όταν το είδα κρεμασμένο στον τοίχο, κατάλαβα ότι αυτά που είχα δει κατά τη Δοκιμασία ήταν πιο αληθινά απ’ όσο φαντάζονταν οι δάσκαλοί μου. Αυτό το βουνό έχει κάποια σημασία για τον πόλεμο. Κάτι κρύβει. Είναι ο μοναδικός γρίφος που δεν μπορώ να λύσω. Δεν ξέρω ούτε καν την ακριβή του θέση, αλλά είναι στα δυτικά – στα νοτιοδυτικά ίσως.»

Γύρισε στον Χούμα και του έτεινε τα όπλα του, αν και το χέρι του ήταν άδειο ένα μόλις δευτερόλεπτο νωρίτερα. «Και ο μινώταυρος πήρε πίσω τα όπλα του. Το στοιχειακό θα σας οδηγήσει μέσα από υπόγεια περάσματα στα άλογα που έχω για έκτακτες ανάγκες.»

Ο Μάτζιους έκανε μεταβολή και κοίταξε τον καθρέφτη. «Δείξε μου!»

Το βουνό εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε μια εικόνα του κάστρου, περικυκλωμένου. Ένας πελώριος μαύρος δράκος με έναν αναβάτη. Κι άλλοι δράκοι –κόκκινοι– εκεί κοντά.

«Μα τα φεγγάρια του Κριν!» Ο Μάτζιους χαμογέλασε πικρά. «Αξίζω την προσοχή του ίδιου του Κράινους;»

«Του Κράινους!»

Ο μάγος κοίταξε τον Χούμα, μα το πικρό του χαμόγελο έγινε πιο έντονο.

«Α, ναι, έχετε συναντηθεί εσείς οι δυο. Αν είχα χρόνο, θα σου έλεγα πολλά σημαντικά για τον ίδιο και τη Μαύρη Φρουρά. Όπως έχουν τα πράγματα όμως…» Το κάστρο τραντάχτηκε ξανά και το ταβάνι άρχισε να γκρεμίζεται.

«Άριον!» Ο ομιχλώδης υπηρέτης εμφανίστηκε μπροστά στο βιαστικό αφέντη του. «Πήγαινέ τους στους στάβλους! Γρήγορα!»

«Αφέεεντηηη.»

«Μάτζιους, άσε με να σε βοηθήσω.»

«Να με βοηθήσεις;» Ο μάγος χαμογέλασε. «Κάποτε στεκόμουν στο πλευρό του Γκάλαν Ντράκος. Ανάμεσα στους μάγους του, ήμουν ο δεύτερος μετά από εκείνον. Ούτε οι δράκοι δεν μπορούν να με σταματήσουν.»

Μια ισχυρή ριπή ανέμου έσπρωξε τον Χούμα στην πύλη, ενώ αναρωτιόταν πόσο ειλικρινής ήταν ο Μάτζιους. Όχι μόνο σχετικά με τις ικανότητές του αλλά και σχετικά με τους λόγους του. Θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια;

«Χούμα!»

«Καζ!»

Ο μινώταυρος ήρθε ορμητικά από το σκοτεινό διάδρομο, αγνοώντας τον κίνδυνο. Πιστός στο λόγο του, ο Μάτζιους τού είχε επιστρέψει τα όπλα του και μαζί τους και το πολεμικό τσεκούρι.

Τα πρώτα λόγια του πελώριου πολεμιστή ήταν τα αναμενόμενα. «Τι τρέλα μάς ξαμόλησε πάλι;»

«Μόνο τον πολέμαρχο, έξι δράκους – κι ο Πάλανταϊν ξέρει τι άλλο.»

Έπεσαν κι άλλες πέτρες.

Ο Καζ σήκωσε το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του. «Μα τους προγόνους μου τριάντα γενιές πίσω, δε θα κάτσω να με λιώσουν οι πέτρες!»

«Ανόητοιοιοι: Ακολουθήστεεε!»

«Αυτό το πράγμα…»

«…είναι ο οδηγός μας για να φύγουμε αποδώ. Φτάνουν τα λόγια!»

Έτρεξαν πίσω από το στοιχειακό του αέρα, που πλέον φαινόταν να διαθέτει εκπληκτική ταχύτητα. Εκείνη τη στιγμή έλαμπε με μια αμυδρή ασημένια φεγγοβολή, για να μην μπορούν να το χάσουν μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους.

Ο στάβλος αποδείχτηκε ότι έμοιαζε περισσότερο με αεριζόμενη σπηλιά. Υπήρχαν μισή ντουζίνα άλογα σε διάφορα μεγέθη, αλλά όλα μυώδη και γυαλιστερά. Όσο διάλεγαν οι σύντροφοί τα υποζύγιά τους, το στοιχειακό εξαφανίστηκε.

«Πού είμαστε;» ρώτησε ο Καζ.

Ο Χούμα πήδησε στη ράχη του αλόγου που είχε διαλέξει –μια ψηλή φοράδα με ασημένιο τρίχωμα– και κοίταξε την είσοδο της σπηλιάς. «Δυτικά του άλσους, νομίζω. Ο διάδρομος περνούσε από κάτω του.»

«Ωραία. Άλλη μια μικρή δυσκολία στην μπάντα.» Ο μινώταυρος ανέβηκε στο δικό του ζώο, ένα άλογο ψηλό τουλάχιστον όσο και ο ίδιος.

Ένα καινούριο τράνταγμα έσεισε τη σπηλιά. Ο Χούμα λευτέρωσε τα υπόλοιπα ζώα. Δεν ήθελε να πεθάνουν αν κατέρρεε το σπήλαιο.

«Γιααα!» τα άλογα ήταν γοργά και για δέκα λεπτά ο Χούμα και ο Καζ κάλπαζαν χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους.

Πίσω τους άκουγαν τις κραυγές των δράκων που διέλυαν την άμυνα του κάστρου και του αφέντη του.

Τι νόημα έχει να δώσεις μια μάχη που δεν μπορείς να κερδίσεις; Κι όμως ο Χούμα ήξερε ότι η επόμενη μάχη θα ήταν δική του.

Βγήκαν σ’ ένα ξέφωτο και τότε ο Χούμα τόλμησε να κοιτάξει πίσω του. «Καβαλάρηδες!»

Ήταν τουλάχιστον είκοσι, φιγούρες με εβένινες πανοπλίες πάνω σε κατάμαυρα άλογα, σαν πλάσματα της Αβύσσου. Η Μαύρη Φρουρά. Το χέρι του Χούμα πήγε στο σπαθί του για να σιγουρευτεί πως ήταν στη θέση του.

Κάτι ξεπρόβαλε πίσω από τους ιππείς. Ωχρά, κυνόμορφα πλάσματα με τυφλά, κόκκινα μάτια. Έξι, επτά ίσως. Ντρέντγουλφ.

Ξαφνικά, η γη μπροστά από τους μαύρους ιππείς άνοιξε με μια τρομερή έκρηξη. Ένας ιππέας κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία του κι άλλοι δύο μπόρεσαν να αποφύγουν την έκρηξη, αλλά οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν πίσω από το πελώριο βουνό που ο Χούμα αναγνώρισε σαν το στοιχειακό της γης. Πόντος υπέρ του Μάτζιους, σκέφτηκε ο Χούμα. Ο μάγος είχε στείλει έναν από τους πιο πιστούς του υπηρέτες να βοηθήσει τον παλιό του φίλο.

Η προειδοποίηση ήταν αρκετή για τους ντρέντγουλφ, οι οποίοι απέφυγαν το χαλασμό – αν και ένας τους έπεσε θύμα ενός αλόγου που έχασε την ισορροπία του. Οι υπόλοιποι συνέχισαν το κυνήγι.

Ένα κλαδί δέντρου χτύπησε τον Χούμα στο μπράτσο, ο οποίος γύρισε την τελευταία στιγμή, αποφεύγοντας ένα άλλο, χαμηλό κλαδί. Ο Καζ κάλπασε λίγο ακόμα στα δεξιά, υποφέροντας από το μεγάλο του μέγεθος. Τα κέρατα του κεφαλιού του μπερδεύονταν συνεχώς επικίνδυνα. Ωστόσο ο Καζ συνέχισε βλοσυρός.

Ο Χούμα κοίταζε πίσω του κάθε φορά που του το επέτρεπε το έδαφος, αλλά έβλεπε πάντα το ίδιο θέαμα. Οι ντρέντγουλφ τουλάχιστον προχωρούσαν με σταθερό βήμα και δεν έδειχναν να κουράζονται. Μόνο έξι από τους μαύρους καβαλάρηδες είχαν καταφέρει να ανασυνταχθούν και να τους ακολουθήσουν.

«Δεν μπορούμε…» ένα κλαδί χτύπησε τον Καζ στο πρόσωπο τη στιγμή που πήγαινε να μιλήσει. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Θα σκάσουν τ’ άλογα.»

Ο Χούμα συμφώνησε. Τα ζώα πιέζονταν σε εξοντωτικό ρυθμό. Ο Χούμα πήρε μια δύσκολη απόφαση.

«Θα χωριστούμε! Τράβα βόρεια!» Χρειάστηκε να δείξει για να τον καταλάβει ο άλλος. Ο Καζ σκυθρώπιασε, αλλά συμφώνησε. Ο Χούμα ήταν σαν να του έλεγε ότι ο ίδιος θα πήγαινε νότια. Μη έχοντας δικό του σχέδιο, ο μινώταυρος υπάκουσε.

Μόλις έδωσε ο Χούμα το σύνθημα, ο Καζ έστρεψε απότομα το άλογό του δεξιά. Το ζώο αναγκάστηκε να στρίψει γύρω από ένα δέντρο και ο μινώταυρος κόντεψε να χάσει το χέρι του. Ο Χούμα τον είδε να χάνεται και ύστερα τράβηξε κι αυτός τα γκέμια του αλόγου του.

Το ζώο βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Έκοψε ταχύτητα το συντομότερο δυνατό, σκοντάφτοντας κάμποσες φορές στους θάμνους. Ο Χούμα δεν το περίμενε να σταματήσει πριν πηδήσει από τη σέλα. Προσγειώθηκε με τα πόδια κι άρχισε να τρέχει προς το καταφύγιο των δέντρων.

Οι ντρέντγουλφ πλησίαζαν γοργά και ο Χούμα δεν προλάβαινε να ετοιμαστεί. Ανάμεσα στα διάφορα αντικείμενα της σπηλιάς-στάβλου είχε βρει και μια μικρή ξύλινη ασπίδα και την είχε περάσει στο ελεύθερο χέρι του. Το βαρύ σπαθί του βγήκε με μια απαλή, αθόρυβη κίνηση. Ευχήθηκε να κυνηγούσαν πρώτα το άλογο οι ντρέντγουλφ. Μόνο έτσι θα είχε κάποια ελπίδα.

Ήταν αποφασισμένος να τους καθυστερήσει για να δώσει μια ευκαιρία στον Καζ. Ο Χούμα καταλάβαινε ότι αυτό θα του στοίχιζε μάλλον τη ζωή, αλλά δεν έβλεπε να γλιτώνει κανείς από τους δυο τους αν δεν έμενε πίσω ο άλλος. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να το ζητήσει ούτε καν από τον Καζ.

Καρφωμένο με εμμονή στο στόχο του, το φρικτό πλάσμα έτρεχε πίσω από το αδέσποτο άλογο, που τώρα έβλεπε τα δύσκολα και είχε αρχίσει ξανά να καλπάζει. Δε θα πήγαινε μακριά – και ο Χούμα αισθανόταν αηδία που έπρεπε να θυσιάσει με τέτοιο τρόπο το ζώο.

Άλλοι δυο ντρέντγουλφ πέρασαν τρέχοντας. Τους ακολούθησε ακόμα ένας. Υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι δυο. Ο Χούμα ηρέμησε και προσπάθησε να διατηρήσει την υπομονή του.

Κι άλλος. Κι άλλος. Όταν φάνηκε πως δεν υπήρχε κανείς άλλος, ο Χούμα τόλμησε να κρυφοκοιτάξει πίσω από τον κορμό. Αυτό αποδείχτηκε λάθος του, γιατί τότε φάνηκε ο πρώτος ιππέας – και τον είδε με την πρώτη.

Ο Χούμα είχε διαλέξει το συγκεκριμένο δέντρο για την τεράστια ρίζα του, που εξείχε από το έδαφος. Ήταν ευτυχής επιλογή, γιατί ο ιππέας –για να διεκδικήσει πρώτος το τρόπαιο– ανάγκασε το άλογό του να πλησιάσει υπερβολικά. Το αριστερό μπροστινό πόδι του σκούρου κέλητα πιάστηκε σε μια ρίζα. Με μια οξεία κραυγή, το άλογο έπεσε μπροστά και ο ιππέας του τινάχτηκε στον αέρα, για να προσγειωθεί τελικά σ’ έναν μπερδεμένο σωρό. Ο Χούμα σιγουρεύτηκε ότι ο ιππέας ήταν νεκρός και στράφηκε να αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους.

Οι άλλοι σχημάτισαν ομάδα. Τα κενά ανάμεσα στα δέντρα ήταν τόσο μικρά που οι καβαλάρηδες αναγκάστηκαν να κόψουν ταχύτητα και να προχωρήσουν στο δάσος ο ένας πίσω από τον άλλο, χαλώντας τον αρχικό σχηματισμό τους. Ο Χούμα έβγαλε μια πολεμική κραυγή και όρμησε.

Τον πρώτο Μαύρο Φρουρό τον πέτυχε τη στιγμή που ύψωνε το τσεκούρι του για να τον χτυπήσει, για να τον δει να μπερδεύεται στα κλαδιά. Ο Χούμα τού επιτέθηκε με επιτυχία και ο ιππέας έπεσε από το άλογο.

Τότε του ήρθε η έμπνευση και πήδησε πάνω στο ελεύθερο άλογο. Το ζώο τού αντιστάθηκε. Ο Χούμα το χειραγώγησε και η βαριά του οπλή τσάκισε το κεφάλι ενός αντιπάλου του. Αποκρούοντας τον επόμενο εχθρό, ο Χούμα σπιρούνισε το άλογο, με νότια κατεύθυνση αυτή τη φορά. Όπως είχε ελπίσει, οι τέσσερις ιππείς τον ακολούθησαν.

Κάτι του επιτέθηκε. Μια λευκή, θολή μάζα. Από τύχη μονάχα κατάφερε να το χτυπήσει με το σπαθί του, αν και ο ντρέντγουλφ κατάφερε να του σκίσει το αλυσιδωτό παντελόνι. Ο ιππότης βρέθηκε να καλπάζει μ’ έναν ντρέντγουλφ να συσπάται στην άκρη του σπαθιού του. Το βάρος του πλάσματος τον υποχρέωνε να το σέρνει κυριολεκτικά μαζί του, για να μη χάσει το όπλο του. Ο Χούμα ένιωθε το μπράτσο του έτοιμο να ξεριζωθεί.

Τα τρομερά σαγόνια του τέρατος προσπάθησαν να τον δαγκώσουν και τα τυφλά του μάτια γύρισαν στο κρανίο μέχρι που ο ντρέντγουλφ γλίστρησε από το σπαθί κι έπεσε πίσω από τον Χούμα. Εκείνος κοίταξε πίσω του και είδε με φρίκη ότι το πλάσμα έτρεχε άθικτο. Ο ντρέντγουλφ έστρεψε τα μάτια του την κατάλληλη στιγμή για να δει τις οπλές του πρώτου αλόγου των διωκτών του ιππότη να κατεβαίνουν πάνω του.

Το νεκροζώντανο πλάσμα ποδοπατήθηκε χωρίς να το αντιληφθεί κανείς και σκοτώθηκε.

Τόσο το άλογό του όσο κι εκείνα των διωκτών του έφταναν στα όρια της αντοχής τους. Αφρός έβγαινε από το στόμα του αλόγου. Ο κέλητας άρχισε να σκοντάφτει. Ο ιππότης άκουσε ένα γδούπο πίσω του και διακινδύνευσε μια γρήγορη ματιά. Ένα από τα υπόλοιπα άλογα είχε καταρρεύσει παρασέρνοντας κι ένα άλλο.

Ο Χούμα ανάγκασε το υποζύγιό του να σταματήσει κι ύστερα το έστριψε. Οι δύο φρουροί που ίππευαν ακόμα του επιτέθηκαν από τα πλάγια, με σκοπό να τον βάλουν στη μέση. Ο ιππέας στα δεξιά του κατέβασε άγρια το σπαθί του και ο άλλος τον ακολούθησε σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η αντίδραση του Χούμα ήταν άψογη. Απόκρουσε τον πρώτο με την ασπίδα και τον δεύτερο με τέτοια ακρίβεια που βρήκε κι ένα άνοιγμα. Η αιχμή της λεπίδας του χώθηκε στην αριστερά πλευρά του ιππέα, ανάμεσα στο θώρακα και την περικεφαλαία. Ο ιππέας έπεσε προς τα πίσω και παρασύρθηκε από το ανυποψίαστο άλογό του.

Απρόθυμος να πολεμήσει ένας με έναν, ο τελευταίος ιππέας που απόμενε στράφηκε προς τα πίσω, προς τους δύο συντρόφους του που προσπαθούσαν να βγουν κάτω από τα τραυματισμένα τους άλογα. Ο Χούμα τον χτύπησε άγρια και παραλίγο να του καταφέρει θανάσιμο πλήγμα, αλλά ο Μαύρος Φρουρός έπεσε από το άλογό του και δεν ξανασηκώθηκε.

Στο μεταξύ είχαν επιστρέψει οι υπόλοιποι ντρέντγουλφ. Το άλογο του Χούμα παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα. Ο ιππότης πήδηξε από τη σέλα και πετάχτηκε πέρα πριν τον πλακώσει. Ύστερα σηκώθηκε όρθιος με την ασπίδα και το σπαθί στο χέρι και στάθηκε αντιμέτωπος με τα πέντε πλάσματα και τους δύο ιππείς που είχαν ανασυνταχθεί. Το μυαλό του θόλωσε στην απλή συνειδητοποίηση ότι θα πέθαινε. Όταν ο πρώτος ντρέντγουλφ όρμησε στο λαρύγγι του, τον περίμενε με μια απελπισμένη προβολή του σπαθιού του, σαν κάποιος που μοναδικό σκοπό του είχε να πάρει μαζί του όσο περισσότερους εχθρούς μπορούσε. Έτσι λοιπόν έκοβε, τρυπούσε και πελεκούσε σχεδόν στα τυφλά, μη βλέποντας τίποτα καθαρά πια. Ακόμα και η ασπίδα του έγινε όπλο, καθώς την κατέβασε με δύναμη τουλάχιστον σε μια άσπρη μορφή, αρκετά σκληρά ώστε να της τσακίσει το κρανίο.

Κιτρινισμένα σκυλόδοντα που έσταζαν πύο άστραψαν μπροστά στο πρόσωπό του. Ατσάλι απείλησε να του κόψει το λαρύγγι στα δυο. Ο Χούμα απέκρουσε τις δυο επιθέσεις κι έπειτα αντεπιτέθηκε.

Στο τέλος συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε τον αέρα. Αυτό τον ξανάφερε στα συγκαλά του. Έδιωξε τη θολούρα από τα μάτια του και κοίταξε τον πίνακα μπροστά του.

Οι δύο τελευταίοι φρουροί ήταν νεκροί και τα όπλα τους πεταμένα μακριά. Το αίμα χυνόταν στη γη. Ολόγυρα, οι πέντε ντρέντγουλφ κείτονταν κομματιασμένοι.

Ξαφνικά τον νίκησε η εξάντληση. Έπεσε στα γόνατα και για κάμποση ώρα μετά απόμεινε να κοιτάζει το έργο του.

Κεφαλαίο 11

Πόση ώρα πέρασε μέχρι να νιώσει τον πόνο, μόνο να υποθέσει μπορούσε. Τελικά είχε απομακρυνθεί από τον τρομερό τόπο, τόσο για να κατευνάσει την αηδία που ένιωθε για τον εαυτό του, που όλο και μεγάλωνε, όσο και για να ξεφύγει και από τυχόν άλλους διώκτες. Ήξερε αμυδρά ότι υπήρχαν και άλλοι, γιατί, αν μη τι άλλο, ο Ντράκος και ο Κράινους ήταν αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρις εσχάτων. Και ο Χούμα υπολόγιζε ότι τουλάχιστον ο Κράινους θα ενδιαφερόταν να ξέρει που βρίσκεται.

Ο πόνος δυνάμωσε. Ο Χούμα χαμήλωσε μουδιασμένα το βλέμμα στις πληγές που είχε δεχτεί από τους εχθρούς του. Η πανοπλία του ήταν χτυπημένη και σκισμένη. Το αλυσιδωτό της πλέγμα ήταν σχεδόν άχρηστο. Ένα μέρος του μυαλού του αναρωτήθηκε πότε είχε γίνει αυτή η ζημιά. Δε θυμόταν τίποτα από τη μάχη, εκτός από το ότι τρυπούσε με το σπαθί του ό,τι κινιόταν.

Βρήκε ένα ρυάκι και ξέπλυνε τις πληγές του όσο καλύτερα μπορούσε. Το δροσερό νερό δεν ανακούφισε μόνο το κορμί αλλά και το μυαλό του.

Όταν ένιωσε ήρεμος και καθαρός, αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Πήγαινε νοτιοδυτικά και θυμόταν ότι ο Μάτζιους αυτό το δρόμο τους είχε συστήσει. Αυτή η σκέψη του έφερε στο νου τον Καζ, και ο ιππότης ένιωσε ενοχή που είχε εγκαταλείψει το μοναδικό του φίλο. Άραγε βρισκόταν σε ασφαλές μέρος ο μινώταυρος;

Μια τεράστια φιγούρα κούνησε τα κλαδιά των δέντρων σηκώνοντας έναν τρομερό άνεμο. Ο Χούμα κόλλησε αυτόματα σ’ έναν κορμό και σήκωσε τα μάτια. Είδε φευγαλέα μια φαρδιά, δερμάτινη φτερούγα, αλλά χάθηκε σχεδόν αμέσως και δεν μπόρεσε να διακρίνει το χρώμα της. Ό,τι λογής δράκος κι αν ήταν, δεν επέστρεψε.

Η μέρα πέρασε πριν να το καταλάβει καλά-καλά. Η πείνα τράβηξε επιτακτικά την προσοχή του και άρχισε να ψαχουλεύει το σάκο της σέλας που είχε πάρει από ένα άλογο. Φαίνεται πως ο Μαύρος Φρουρός δεν είχε πολλά προσωπικά πράγματα μαζί του. Στον πάτο βρήκε αυτό που έψαχνε. Τριών ημερών τροφή.

Την επόμενη στιγμή –και παρά την πείνα του– βρέθηκε να τη φτύνει με μανία. Άλλο ένα μάθημα σχετικά με τους αντιπάλους του – το γούστο τους στο φαγητό, ακόμα και στις άνοστες μερίδες του στρατού, ήταν ανεκδιήγητο. Ο Χούμα κατάλαβε ότι, αν έτρωγε αυτά τα πράγματα, πιο πολύ κακό θα έκανε στον εαυτό του παρά καλό. Στην κατάσταση που βρισκόταν, το στομάχι του δε θα άντεχε να τα κρατήσει.

Τελικά κατάφερε να βρει τροφή από τα αυγά των πουλιών και τα βατόμουρα του δάσους. Δεν ήταν πολύ χορταστικά, αλλά του ικανοποίησαν την πείνα. Η αναζήτηση της τροφής τού έμαθε και κάτι άλλο: στους περισσότερους θάμνους δεν είχαν αφήσει ούτε έναν καρπό. Και πρόσφατα μάλιστα. Ήταν πολύ μεθοδική για να είναι δουλειά ζώων. Άλλωστε, εκτός από πουλιά, ο Χούμα δεν είχε δει άλλα δασόβια πλάσματα. Αν έμενε πολύ σε εκείνη την περιοχή, θα λιμοκτονούσε. Ακόμα και το ρυάκι φαινόταν στερεμένο.

Για τρεις ημέρες ακολουθούσε το ρεύμα. Την τρίτη μέρα το πρόσωπο που είδε να τον κοιτάζει από το νερό τον έκανε να χαμογελάσει με αυτοσαρκασμό. Το είδωλο του ιππότη ήταν αχτένιστο, με το μουστάκι του να απλώνεται σε εκατό διαφορετικές κατευθύνσεις, με την πανοπλία του τσακισμένη και σκισμένη, γεμάτη αίματα και χώματα. Προσπάθησε συνειδητά να καθαρίσει κάπως τη βρόμα από το σύμβολο του Τάγματος του Στέμματος. Είδε το πρόσωπό του να χάνεται και στη θέση του να εμφανίζεται το πρόσωπο του Μπένετ. Ο γιος του Τρέικ ήταν, φυσικά, άψογος. Ο θώρακας της πανοπλίας του γυάλιζε. Το περήφανο μουστάκι του ήταν πυκνό και περιποιημένο. Ένας αληθινός ιππότης.

Ένα άλλο πρόσωπο φάνηκε δίπλα στον Μπένετ. Ετούτος δεν ήταν Ιππότης της Σολάμνια, αλλά είχε πρόσωπο σαν αρκούδα –με ξένη πανοπλία. Γρύλιζε.

Αν δεν τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή, ο αρκουδάνθρωπος δε θα πίστευε ποτέ ότι μπορούσε κάποιος να κινηθεί τόσο γρήγορα. Κατά κάποιον τρόπο, η τσακισμένη από τη μάχη φιγούρα που έσκυβε πάνω από το ρυάκι τράβηξε μια σπάθα –από το πουθενά, θα έλεγες– και ο κακομοίρης ο ξένος ίσα που πρόλαβε να αποφύγει τη σπαθιά – και αυτό χάρη στην άβολη γωνία του άλλου και μόνο.


Ο Χούμα δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει αμέσως τον άνθρωπο που είχε προσπαθήσει να συρθεί πίσω του. Φορούσε μια πανοπλία από ετερόκλητα κομμάτια, άλλα φτιαγμένα από ογκρ και άλλα εξαρτήματα πανοπλίας της Σολάμνια. Ο Χούμα θα τον είχε αφήσει ήσυχο, αλλά αναρωτιόταν μήπως είχε μπροστά του κανένα ληστή, κάποιον που δε θα δίσταζε να κλέψει και πεθαμένο.

Ο πρώην αντίπαλός του έβγαλε ξαφνικά μια κραυγή, γύρισε και το ’βαλε στα πόδια με εκπληκτική ταχύτητα για κάποιον με το δικό του σουλούπι. Ο Χούμα τον έστρωσε στο κυνήγι.

Η εξάντλησή του τον ανάγκασε να κόψει το βήμα του. Και πάλι όμως ο Χούμα άρχισε να τον πλησιάζει, όταν ο άγνωστος έστριψε πίσω από ένα λοφάκι. Ο Χούμα τον πήρε στο κατόπι…

…και ξαφνικά πισωπάτησε, βλέποντας μισή ντουζίνα ιππείς και πολύ περισσότερους πεζούς να γυρίζουν και να κοιτάζουν κατάπληκτοι τους δυο νεοφερμένους.

Ένας ψηλός άντρας με μαύρα και ασημένια μαλλιά και περιποιημένη, μαύρη γενειάδα γάβγισε μια διαταγή. Ο Χούμα δεν ξεχώρισε ακριβώς τις λέξεις, αλλά κατάλαβε πως είχαν σχέση με τον ίδιο.

Η τύχη του τον εγκατέλειψε όμως, γιατί το δάσος ήταν αραιό σ’ εκείνο το σημείο και οι ιππείς ήξεραν καλά τον τόπο, αν έκρινε κανείς από τους γεμάτους σιγουριά ελιγμούς τους. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τους ξεφύγει, οι ιππότης γύρισε και πάτησε γερά στη γη. Από όσο μπορούσε να δει, δεν ήταν οι ανθρώπινες δυνάμεις της δρακοβασίλισσας, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν εχθροί ή φίλοι.

Οι πρώτοι άντρες κάλπασαν καταπάνω του. Ήταν καλοί ιππείς, αλλά κατάφερε να τους κρατήσει σε απόσταση με το σπαθί του. Όταν ήρθε και τρίτος ιππέας ακολουθούμενος από πεζούς, πιέστηκε πολύ, σε σημείο να βρεθεί παγιδευμένος σε έναν όλο και μικρότερο κύκλο. Κανείς στρατιώτης όμως δεν του επιτέθηκε. Κανείς δεν ήθελε να τα βάλει με την αστραφτερή λεπίδα του.

«Κάτω τα όπλα! Είναι διαταγή!»

Ήρθαν και οι άλλοι ιππείς. Ο άντρας που είχε φωνάξει σπιρούνισε το άλογό του και πλησίασε τον κύκλο. Οι στρατιώτες του έκαναν τόπο. Πήγε κοντά στον Χούμα και τον κοίταξε εξεταστικά. Ο διοικητής ήταν ένας άντρας με έντονα χαρακτηριστικά, αν και το πρόσωπό του ήταν χαρακωμένο από τις ευθύνες της ηγεσίας. Όπως πολλοί από τους Ιππότες της Σολάμνια, είχε τα μάλλον γερακίσια χαρακτηριστικά που πρόδιδαν αρχαίο αίμα του Έργκοθ – αίμα βασιλικό. Το πρόσωπό του όμως δεν ήταν τόσο αυστηρό όσο του Μεγάλου Μάγιστρου ή του Μπένετ. Το αμυδρό χαμόγελο που διακρινόταν πάνω του δε θα είχε καμία θέση στα πρόσωπα αυτών των δύο ιπποτών.

«Ένας Ιππότης της Σολάμνια; Λιγάκι μακριά από το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ δε βρίσκεσαι, Ιππότη του Στέμματος;»

Ο Χούμα κοκκίνισε για τη σκέψη του άλλου. Δεν έδινε καμία σπουδαία εικόνα ιπποσύνης. Προσπάθησε να μαζέψει την αξιοπρέπειά του. «Είμαι μονάχος μέρες τώρα» απάντησε. «Πολέμησα με τέρατα και πολεμιστές. Ο δρόμος μου δεν ήταν ολότελα δική μου επιλογή.»

Δεν τους εμπιστευόταν ακόμη αρκετά για να τους μιλήσει και για τα άλλα.

«Καταλαβαίνω.» Ο διοικητής μετατοπίστηκε στη σέλα του. «Είμαι ο Άρχοντας Γκάι Έιβοντεϊλ από το Νταρέντι, κομμάτι νοτιότερα απ’ όσο θα μου άρεσε προς το παρόν. Ποιος είσαι και τι κάνεις στη μέση του Έργκοθ; Κατάφεραν, επιτέλους, να ανοίξουν δρόμο οι κάτοικοι της Σολάμνια;»

«Είμαι ο Χούμα, Ιππότης της Σολάμνια, υπερασπιστής του Τάγματος του Στέμματος. Η Μαύρη Φρουρά με ανάγκασε να πάρω αυτό το δρόμο, όταν οι πιστοί της δρακοβασίλισσας τσάκισαν τις γραμμές μας.» Θα μπορούσε να είχε πει ψέματα για να τους δώσει ελπίδες, αλλά προτίμησε να μην το κάνει.

Το πρόσωπο του Έιβοντεϊλ έγινε άσπρο. Οι στρατιώτες άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους.

«Κατάλαβα σωστά; Οι ιππότες τσακίστηκαν;»

«Όχι, Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Οι γραμμές μας τσακίστηκαν, αλλά εμείς μπορέσαμε να ανασυνταχθούμε πιο πίσω. Εγώ, δυστυχώς, αναγκάστηκα να πάρω την αντίθετη κατεύθυνση. Το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ στέκεται πάντα στη θέση του – και θα συνεχίσει να στέκεται εκεί.»

Ο άλλος τού χάρισε ένα σαρκαστικό χαμόγελο. «Εμείς στο Έργκοθ ξέρουμε καλά τη δύναμη των ιπποτών, κι ας μην είχε σπουδαία αποτελέσματα. Χαίρομαι όμως που ακούω ότι οι ιππότες δεν ηττήθηκαν ολοσχερώς.»

Ένας άλλος ιππέας ήρθε πιο κοντά – και ο Χούμα στράφηκε απότομα προς το μέρος του, προκαλώντας τον με τη λεπίδα του να τολμήσει. Ο Έιβοντεϊλ σήκωσε το χέρι για να τους ησυχάσει.

«Θέλω να σε ρωτήσω πολλά, αλλά μου φαίνεσαι εντελώς εξαντλημένος. Εσύ» διέταξε τον ιππέα που είχε πλησιάσει «δώσ’ του το άλογό σου για λίγο.»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.»

Ο Χούμα κοίταξε μια το άλογο που του πρόσφεραν και μια τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ – και ξανά το άλογο. Ο ευγενής κατάλαβε τι σκεφτόταν ο νεαρός και συνοφρυώθηκε.

«Δεν είναι παγίδα, Χούμα. Είμαστε το ίδιο εχθροί της δρακοβασίλισσας με σένα. Οι διαφορές του παρελθόντος ας μείνουν εκεί που πρέπει, στο παρελθόν.»

«Το ίδιο επιθυμώ κι εγώ, Άρχοντα Έιβοντεϊλ.» Ο Χούμα ανέβηκε στον κέλητα βογκώντας με ανακούφιση.

«Ωραία. Όταν γυρίσουμε στο στρατόπεδο, θα φροντίσω να σου δώσουν φαγητό. Ύστερα μπορείς είτε να ξεκουραστείς είτε να έρθεις αμέσως να με δεις.»

Μια σκέψη ήρθε στο μυαλό του Χούμα. «Άρχοντά μου, άκουσες τίποτα φήμες για ένα μοναχικό μινώταυρο που τριγυρίζει στην περιοχή;»

«Μινώταυρο;» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε μπερδεμένος τους υποδιοικητές του. Εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια. «Μάλλον όχι. Αν υπάρχει κανένας, θα τον κανονίσουμε, μην ανησυχείς.»

Η φωνή του Χούμα ακούστηκε γεμάτη αγωνία. «Άρχοντά μου, αυτό είναι που δε θέλω! Ο μινώταυρος –καταλαβαίνω ότι αυτό θα δυσκολευτείς να το πιστέψεις– είναι σύμμαχος και δεν πρέπει να τον πειράξετε. Ονομάζεται Καζ.»

«Πραγματικά.» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε ξανά τον Χούμα εξεταστικά. Περισσότερη ώρα αυτή τη φορά. «Ποτέ μου δεν άκουσα τέτοιο πράγμα και ασφαλώς δεν περίμενα το ακούσω από το στόμα ενός Ιππότη της Σολάμνια. Ωστόσο θα κάνω αυτό που λες. Σου αρκεί αυτό;»

«Ναι, άρχοντά μου»

«Ωραία.» Ο Έιβοντεϊλ γύρισε στον υπασπιστή του. «Βάλε τη φάλαγγα σε μια τάξη. Εκείνον εκεί να τον κλειδώσεις μόλις φτάσουμε.» Ο ευγενής κοίταξε στα μάτια το νεαρό ιππότη. «Ο άντρας που κυνηγούσες ήταν λιποτάκτης. Σου είμαι ευγνώμων. Ανυπομονώ να μιλήσουμε.»

Οι ιππείς και οι πεζικάριοι μπήκαν ξανά στις γραμμές τους και με τη διαταγή του Άρχοντα Έιβοντεϊλ, άρχισαν να βαδίζουν κατά το Νότο. Αν και ο Χούμα θα προτιμούσε να συνεχίσει στα νοτιοδυτικά, είχε εμπιστοσύνη στον Έιβοντεϊλ.

Ξαφνικά τον κατέκλυσε ένα κύμα ναυτίας και παραλίγο να γλιστρήσει από τη σέλα.

«Θεοί!» τα σαγόνια του διοικητή ανοιγόκλειναν, αλλά δεν ήξερε τι να πει. «Ντέρεκ! Βοήθησέ τον να σταθεί! Δε θέλουμε να πέσει στις οπλές του αλόγου του.» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε καλύτερα τον Χούμα. «Θεοί!» επανέλαβε. «Είναι γεμάτος πληγές!»


Δεν υπήρχαν θεραπευτές της Μισακάλ στο στρατό. Ένα νέο κύμα λοιμού είχε χτυπήσει κοντά στην περιοχή του Κάεργκοθ –και οι εκεί ιερείς ήταν από τα πρώτα του θύματα. Ο Έιβοντεϊλ μουρμούρισε κάτι για την ακρίβεια του λοιμού, που συνήθως χτυπούσε εκεί που πονούσε περισσότερο. Μέχρι τότε το Κάεργκοθ ήταν άθικτο και είχε γίνει η κύρια πηγή ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Έιβοντεϊλ. Ο Χούμα κοιμήθηκε μια ολόκληρη μέρα, γεγονός που ανησύχησε τον ευγενή, γιατί η υπερβολική κόπωση ήταν το πρώτο σημάδι του λοιμού. Τότε μόνο ηρέμησε ο Άρχοντας Γκάι, όταν ο Χούμα ξύπνησε γεμάτος ενέργεια και ευγνωμοσύνη. Όταν βεβαιώθηκε ότι ο νεαρός ιππότης ήταν και πάλι εντελώς καλά, ο Έιβοντεϊλ τού ζήτησε να πάει για μια σύντομη κουβέντα.

Ο διοικητής ήταν αξιοπρεπής άνθρωπος, παρά τα όσα είχε ακούσει ο Χούμα για το Έργκοθ από τους υψηλόβαθμους ιππότες. Επίσης, ο Έιβοντεϊλ ήταν και λαμπρό στρατηγικό μυαλό –και ας προτιμούσε να χρησίμευαν οι ικανότητές του στη βελτίωση των εκτάσεών του. Ο Αυτοκράτορας του Έργκοθ, ένα απρόσωπο πλάσμα ονόματι Μπέστελ Γ’, είχε διατάξει να διοικεί ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ το στρατό στο όνομά του. Ο άρχοντας, αν και πιστός υπηρέτης της πατρίδας του, πολύ θα ήθελε ο κύριος και αφέντης του να διέθετε μερικούς από τους καλογυμνασμένους και έμπειρους άντρες της βασιλικής φρουράς για την αντικατάσταση μέρους των ήδη αποδυναμωμένων σε μεγάλο βαθμό δυνάμεων του. Σαν τους προκατόχους του όμως, έτσι και ο Μπέστελ Γ’ ενδιαφερόταν μονάχα για το προσωπικό του συμφέρον. Πάντα υπήρχε κάποιος λόγος που τον εμπόδιζε να στέλνει την προσωπική του φρουρά μακρύτερα από τις πύλες της πρωτεύουσάς του.

Τα νέα της καταστροφής των ιπποτών το μόνο που έκαναν ήταν να προσθέσουν καινούριες έγνοιες στον Έιβοντεϊλ. «Ακόμη δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αλλά ξέρω πως μου λες την αλήθεια, Χούμα. Προς το παρόν, δε βλέπω πώς θα μπορέσω να σε βοηθήσω να επιστρέψεις στους συντρόφους σου. Κατευθυνόμαστε στο Ντάλτιγκοθ με διαταγή του αυτοκράτορα και αποκεί το πιθανότερο είναι να πάμε βόρεια. Νιώθω σαν μαριονέτα που τραβάει μια πάνω και μια κάτω τους σπάγκους της ο κύριός της.»

Ο Χούμα καθόταν μόνος με το διοικητή στη σκηνή του τελευταίου, έχοντας καταφέρει να βγει για πρώτη φορά από τη δική του σκηνή. Του είχαν δώσει μια γερή πανοπλία του Έργκοθ, για την οποία ο Έιβοντεϊλ είχε παραδεχτεί πως προοριζόταν για το γιο του, πριν σκοτωθεί στην πρώτη του μάχη. Το γερό ατσάλινο πλέγμα ταίριαζε μια χαρά με τα απομεινάρια της πανοπλίας του Χούμα. Τελικά αποδείχτηκε ότι οι ζημιές της περικεφαλαίας και του θώρακά του μπορούσαν να επισκευαστούν. Ο Χούμα ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Αν και θαύμαζε την τέχνη των πανοπλιών του Έργκοθ, οι περισσότερες ήταν υπερβολικά επιδεικτικές – ακόμα και για τους αριστοκρατικότερους Ιππότες της Σολάμνια. Ο Έιβοντεϊλ τού είχε εκμυστηρευτεί ότι φορούσε την επίσημη πανοπλία του μόνο για να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα. Για τους κατώτερους αξιωματούχους, η πολεμική του πανοπλία έπρεπε να είναι αρκετή – κι ας θιγόταν ο εγωισμός τους.

Ο Χούμα τού είχε πει τα πάντα εκτός από την άτυχη προσωπική του αναζήτηση. «Υπάρχει τρόπος να μου δοθεί ελευθερία κίνησης στη χώρα σας;»

«Βρισκόμαστε σε πόλεμο, Χούμα. Πώς μπορώ να σου επιτρέψω να ταξιδεύεις ελεύθερα;»

Ο Χούμα ήπιε μια γουλιά από το κρασί που του είχε προσφέρει ο Έιβοντεϊλ. Το έβρισκε πολύ διασκεδαστικό ένας ευγενής να φέρεται με τέτοιο σεβασμό σ’ έναν κατώτερο Ιππότη της Σολάμνια. Όμως ο Ιππότης του Έργκοθ δεν ήταν κανένας ανόητος. Ήξερε ότι λίγοι θα επιζούσαν από τις περιπέτειες του Χούμα, για αυτό του φερόταν ανάλογα.

«Αν μπορώ να μιλήσω ελεύθερα…» Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους φρουρούς απέξω.

Αναστέναξε και συνέχισε. «Λένε ότι στα νοτιοδυτικά βρίσκεται το κλειδί του τερματισμού αυτού του ατέλειωτου πολέμου. Κάπου στα βουνά.»

Ο Έιβοντεϊλ το σκέφτηκε. «Υπάρχει μια οροσειρά προς εκείνη την κατεύθυνση. Λίγοι πάνε εκεί. Λένε πως είναι καταφύγιο των δράκων του Σκότους και ίσως και άλλων όντων. Ίσως να υπάρχει όντως κάτι σημαντικό στην περιοχή.»

Για μια στιγμή ο Χούμα ένιωσε το ηθικό του να αναπτερώνεται. «Μπορείς να με συνοδέψεις;»

Ο διοικητής γέλασε. «Πολύ φοβάμαι ότι, αν κάνω κάτι τέτοιο, ο αυτοκράτορας θα μου πάρει το κεφάλι. Άλλωστε, το έδαφος είναι ακατάλληλο για το ιππικό. Περίπολοι ολόκληρες πήγαν σ’ αυτά τα βουνά και χάθηκαν. Οι μάγοι αρνούνται να πάνε εκεί και οι ιερείς προειδοποιούν τους πάντες να μείνουν μακριά. Μήπως αυτό σου δίνει κάποια ιδέα για το τι μου ζητάς;»

«Ναι, άρχοντά μου.» Ο Χούμα βούλιαξε στο σκαμνί του και ακούμπησε το κεφάλι στην παλάμη. Ξαφνικά η σκηνή είχε γίνει πολύ ζεστή.

«Είσαι εντάξει;»

«Ναι. Μια στιγμή, παρακαλώ.» Ο Χούμα σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Ο πυρετός έπεσε.

Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ φάνηκε να ανησυχεί. «Θα έπρεπε ίσως να συνεχίσουμε αύριο την κουβέντα μας.»

«Καλύτερα, άρχοντά μου.»

«Καταλαβαίνω.» Ο άρχοντας έτριψε το πιγούνι του. «Έλα μαζί μου στο Κάεργκοθ και θα φροντίσω να μπορέσεις να πας στα βουνά μόνος σου, αν εξακολουθείς να το θέλεις.»

«Στο Κάεργκοθ;» Η θέρμη είχε θολώσει τα μάτια του Χούμα. Δυσκολεύτηκε να εστιάσει το βλέμμα του στο διοικητή.

«Ναι, στο Κάεργκοθ. Οι ιερείς θα μας οδηγήσουν μακριά από τις περιοχές που έχει χτυπήσει η πανούκλα. Τι λες;»

«Ευχαριστώ.» Ο Χούμα σηκώθηκε γοργά και το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Ρούφηξε μια γουλιά κρασί κι ύστερα κοίταξε μέσα στο ποτήρι.

Πριν υποχρεωθούν να μπουν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, οι περισσότεροι στρατιώτες του Άρχοντα Έιβοντεϊλ ήταν απλοί έμποροι και αγρότες. Έτσι το μόνο που ήξεραν για τους Ιππότες της Σολάμνια ήταν περίπου ό,τι έλεγαν οι θρύλοι. Τώρα ένας τέτοιος θρύλος ταξίδευε μαζί τους – και οι ιστορίες για τις περιπέτειές του, αληθινές και φανταστικές, έκαναν το γύρο του στρατοπέδου. Το ίδιο δέος με τους πολίτες του Έργκοθ ένιωθε και ο Χούμα, γιατί δε θεωρούσε τον εαυτό του θρύλο και τα απροκάλυπτα βλέμματα που δεχόταν τον έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση.

Οι περισσότερες ιστορίες είχαν να κάνουν με την καταδίωξη και τη μανιασμένη αντίστασή του ενάντια στους σκοτεινούς δούλους του πολέμαρχου. Έλεγες πως είχε σκοτώσει ολόκληρη λεγεώνα από δαύτους και μαζί τους μια πολυπληθή αγέλη δαιμονικών ντρέντγουλφ, που πολύ τους φοβούνταν οι άντρες που γνώριζαν ότι οι οικογένειές τους ήταν ολότελα απροστάτευτες όταν έλειπαν οι ίδιοι. Ο Χούμα απορούσε που οι άνθρωποι του Έργκοθ, του τόπου απ’ όπου είχε ξεπηδήσει και η δική του ιπποσύνη, μπορούσαν να τον βλέπουν ως υπερασπιστή τους.

Ο Έιβοντεϊλ φαινόταν να διασκεδάζει με όλα αυτά. Όταν ο Χούμα διαμαρτυρήθηκε ότι οι ιστορίες άρχιζαν να ξεπερνούν τα όρια, εκείνος χαμογέλασε μονάχα και απάντησε ότι αυτή ήταν η πρόκληση που αντιμετώπιζε κάθε ζωντανός μύθος, να φανεί δηλαδή αντάξιος της φήμης του. «Τους χρειάζονται τους ήρωες. Τους δίνουν ελπίδα – την ελπίδα ότι με κάποιον τρόπο το σκοτάδι της Τακίσις θα νικηθεί κι εκείνοι θα μπορέσουν να γυρίσουν στους αγαπημένους τους.»

Πότε-πότε ερχόταν κανένας δράκος με νέα του πολέμου. Το Βόρειο Έργκοθ και το Ύλο είχαν κατακλυστεί από τον εχθρό. Ο Χούμα άρχισε να ανησυχεί. Αναρωτιόταν αν ο Καζ είχε συνεχίσει βόρεια ή μήπως είχε γυρίσει νότια για να τον αναζητήσει. Ακόμα κι αν είχε συμβεί το δεύτερο, ο μινώταυρος δε θα ήταν ευπρόσδεκτος σε καμία πόλη της περιοχής. Δεν ανησυχούσε όμως μόνο για τον Καζ. Ο σημαδεμένος από τις μάχες ανατολίτης θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην πεθάνει μονάχος.

Ο Χούμα ρώτησε αν υπήρχαν νέα από τη Σολάμνια, αλλά οι δράκοι που έρχονταν δεν ήξεραν τι είχε συμβεί εκεί. Υπήρχαν φήμες ότι οι ιππότες είχαν απωθηθεί μέχρι τα μέσα της απόστασης έως το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Για τα ανατολικά, τίποτα δεν επιβεβαιωνόταν.

Καταυλίστηκαν κοντά στα ερείπια μιας άλλοτε πλούσιας πόλης, δυο μέρες δρόμο από το Κάεργκοθ. Η πόλη είχε χαθεί από το λοιμό τον πρώτο καιρό του πολέμου και πολλοί πίστευαν ότι το καινούριο κύμα της επιδημίας είχε ξεκινήσει από αυτά τα χαλάσματα. Ο Έιβοντεϊλ είχε διαφορετική γνώμη.

«Θα θυμάσαι» είπε το ίδιο εκείνο βράδυ στον Χούμα «ότι χαρακτήρισα πολύ ακριβή το λοιμό.»

«Το θυμάμαι.»

Ο άρχοντας έπαιξε ταμπούρλο με τα δάχτυλα στο τραπέζι της σκηνής του. «Το πιστεύω επειδή κατευθύνεται από τη βούληση ανθρώπινων παραγόντων.»

Ο Χούμα δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα σκόρπιζε κάποιος το λοιμό με τη θέλησή του, αλλά ήξερε λίγα πράγματα για τη λατρεία του Μόρτζιον. Οι φήμες έλεγαν πως είχαν πράκτορες σε όλες τις κοινωνίες, όλους τους οργανισμούς, όλες τις χώρες και περίμεναν το σύνθημα για να εξαπολύσουν τα φονικά δώρα του θεού τους.

«Δε γίνεται να κάνεις λάθος;» Ο Χούμα θα προτιμούσε να μην ήταν έτσι τα πράγματα.

«Μπορεί.»

Ο Χούμα δε βρισκόταν πια σε περιορισμό μέσα στο στρατόπεδο. Ο Έιβοντεϊλ είχε επιβάλει αυτό τον περιορισμό την πρώτη μέρα, αλλά μόλις βεβαιώθηκε πως ο Χούμα δε θα έκανε καμιά ανοησία, όπως, για παράδειγμα, να φύγει με το άλογο χωρίς βοήθεια, τον ελευθέρωσε. Κι έτσι ο Χούμα βρέθηκε να περιπλανιέται πέρα από τον καταυλισμό, προχωρώντας προς τα πλησιέστερα ερείπια. Τα ερείπια τον ενοχλούσαν, όπως και οτιδήποτε είχε σχέση με το λοιμό, αλλά ήξερε ότι ύστερα από τόσο καιρό δε θα υπήρχαν πια ίχνη της αρρώστιας.

Ο Χούμα δεν είχε σκοπό να μπει στα απομεινάρια της άτυχης πόλης – μέχρι που το μάτι του έπιασε μια σκιά με τέσσερα πόδια που χάθηκε σύντομα μέσα στο λαβύρινθο των ετοιμόρροπων κτισμάτων. Θα μπορούσε να είναι ένας κοινός λύκος ή ίσως κάποιο άγριο σκυλί.

Τραβώντας το σπαθί του, πήρε στο κατόπι τη σκιά. Δεν πρόσεξε πόσο βαθιά είχε χωθεί στα ερείπια, παρά μόνο όταν άκουσε κάτι να στριφογυρίζει στα ερημικά χαλάσματα. Δεν ήταν ο ήχος που θα περίμενε από ένα τετράποδο πλάσμα. Η εκπαίδευσή του, η εμπειρία του τον πληροφόρησαν ότι ο καινούριος εισβολέας βάδιζε σε δύο πόδια.

Ο Χούμα προσπάθησε να διακρίνει κάποιο σχήμα μέσα στο σκοτάδι. Είδε την αμυδρή φεγγοβολή δυο άλικων ματιών που χάθηκαν μέσα σ’ ένα από τα κτίρια. Ο ιππότης έκανε ένα βήμα προς τα εκεί.

Στο σπίτι, στ’ αριστερά του, άκουσε κάτι να σαλεύει. Στράφηκε προς τα εκεί, αλλά δεν είδε τίποτε άλλο παρά ακόμα πιο πυκνό σκοτάδι.

Μια βαριά, άμορφη μάζα έπεσε πάνω του, ερχόμενη γοργά από πίσω. Εκείνος γύρισε απότομα και ανταμείφθηκε από μια κραυγή πόνου που άφησε η μορφή πριν διαλυθεί κυριολεκτικά μέσα στη νύχτα. Ο Χούμα έτρεξε ξοπίσω της με το σπαθί τεντωμένο.

Δεν μπορεί να είχε πάει αλλού, παρά να είχε διαβεί την ξεχαρβαλωμένη πόρτα που υπήρχε μπροστά του. Ο Χούμα άνοιξε τα απομεινάρια της με μια κλοτσιά και βούτηξε μέσα.

Το δωμάτιο ήταν άδειο. Έλεγξε και τα υπόλοιπα δωμάτια του μικρού σπιτιού. Κι αυτά δεν είχαν άλλους κατοίκους εκτός από τα συνηθισμένα ζωύφια. Ο στόχος του είχε εξαφανιστεί. Θυμωμένος, έκανε μερικά βήματα προς το πίσω μέρος του σπιτιού, σηκώνοντας σκόνη. Πίσω από το κτίριο δεν είδε τίποτε άλλο παρά περισσότερα χαλάσματα. Αν αυτό που έψαχνε δεν είχε ξαπλώσει μπρούμυτα, πίσω από καμιά κοτρόνα, τότε θα έπρεπε να βρίσκεται αλλού. Εκεί έξω δεν υπήρχαν μέρη να κρυφτεί κανείς.

Η σκόνη που αιωρούνταν έκανε τον Χούμα να βήξει δυνατά. Ξαφνικά ένιωσε αδυναμία και ναυτία – και το περπάτημα και μόνο αποδεικνυόταν πολύ κοπιαστικό, χώρια που είχε να κουβαλάει και το σπαθί του. Πέταξε τη λεπίδα καταγής, εκνευρισμένος, σηκώνοντας ακόμα περισσότερη ενοχλητική σκόνη. Πλέον παραπατούσε. Η σκόνη σαν να υπήρχε παντού και του έκλεινε τα μάτια, τη μύτη, τα αυτιά και το λαρύγγι. Έφτασε μέχρι την πόρτα και σωριάστηκε σε καθιστή στάση, κοιτάζοντας με απλανές βλέμμα τον άδειο δρόμο. Και αυτό ακόμα τον κούραζε – και αποφάσισε ότι ένας υπνάκος θα ήταν ό,τι έπρεπε. Ο ιππότης έκλεισε τα μάτια και σύντομα ροχάλιζε.

Σκοτεινές φιγούρες τυλιγμένες με μακριούς, φαρδιούς μανδύες και κουκούλες σχημάτισαν σκιές ολόγυρά του. Κάτω από τις κατεβασμένες κουκούλες, τα πρόσωπά τους ήταν αόρατα – και μόνο μία άφηνε να φανούν τα χέρια της. Αυτή η μορφή έβγαλε ένα φιαλίδιο από τη ζώνη της και το ξεβούλωσε. Με λεπτότητα και προσοχή, άδειασε το περιεχόμενό του στο δάπεδο. Το περιεχόμενο του φιαλιδίου, μια κοκκινωπή σκόνη, αντέδρασε αμέσως με αυτό που ο Χούμα είχε νομίσει πως ήταν σκόνη αιώνων. Τα δυο στοιχεία σφύριξαν κι έβγαλαν ατμούς, εξουδετερώνοντας το ένα το άλλο μέχρι που δεν απόμεινε τίποτα εκτός από το φυσικό στρώμα της γκρίζας σκόνης που είχε μαζευτεί με τα χρόνια. Η κουκουλοφόρα μορφή σφράγισε ξανά το μπουκαλάκι και στράφηκε προς τον πεσμένο ιππότη. Κροτάλισε τα δάχτυλα και τέσσερις από τους συντρόφους της όρμησαν για να τον πιάσουν.

Μέσα σε ένα λεπτό το δωμάτιο ήταν άδειο. Αν κοίταζε κάποιος μέσα, δε θα έβλεπε κανένα ίχνος πρόσφατης παρουσίας. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του ιππότη και κανένα ίχνος των σκιωδών διωκτών του.

Ένα κοροϊδευτικό «κουκουβάου» έσκισε το ζοφερό αέρα της πόλης των φαντασμάτων.

Κεφαλαίο 12

Συριστικές, ακατάληπτες φωνές ακούστηκαν σαν να διαφωνούσαν για κάτι. Ο νυσταγμένος ιππότης χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα πριν να συνειδητοποιήσει ότι οι φωνές τσακώνονταν για τον ίδιο. Ευχήθηκε να μπορούσαν τα μάτια του να δουν ποιος νοιαζόταν τόσο πολύ για το καλό του.

Μια άλλη φωνή, κάπως γνωστή, μπήκε στη μέση γεμάτη θυμό. «Γιατί αργείτε;»

«Είναι σημαδεμένος»

«Και τι σημασία έχει αυτό, Σκουλάρις;»

Αυτός που λεγόταν Σκουλάρις διέκρινε μια προσβολή στην ερώτηση και απάντησε σφυρίζοντας. «Όταν ένας Ιππότης της Σολάμνια φέρνει τέτοιο σημάδι, κάτι δεν πάει καλά.»

Μια δεύτερη φωνή που έμοιαζε περισσότερο με κρώξιμο μεγάλου φρύνου μπήκε στην κουβέντα. «Δε θα καταλάβει, Νυχταφέντη! Αυτός που κείτεται στη γη είναι περισσότερο δικός μας από αυτόν.»

Εκείνος που είχε μιλήσει πρώτος, ο Νυχταφέντης, προσπάθησε ξανά να εξηγήσει. «Έχουμε πράκτορες ανάμεσά τους. Και πολύ ισχυρούς μάλιστα.» Ο άλλος έκρωξε συμφωνώντας. Ο Χούμα σάλεψε λιγάκι. Φαίνεται ότι θεωρούσαν πως έφερε κάποιο σημαντικό σημάδι. Το μόνο που είχε εκείνη τη στιγμή ήταν ένα φλεγόμενο μέτωπο.

«Ξέρω τι σημαίνει το σημάδι» είπε η γνωστή φωνή – πού την είχε ξανακούσει άραγε; «Ξέρω επίσης ότι δε θα τον σκοτώσει, όπως είχα νομίσει στην αρχή. Έχει πληροφορίες που χρειάζομαι. Η ίδια του η ύπαρξη είναι σημαντική για μένα.»

«Τι θέλεις να κάνουμε λοιπόν; Δεν μπορούμε να του κάνουμε κακό, αφού κάποιος δικός μας του έχει κάνει το σημάδι της προστασίας.» Αυτός που φαινόταν ξένος προς τους υπόλοιπους γρύλισε και οι αισθήσεις του Χούμα μπήκαν σε επιφυλακή γιατί αναγνώρισε τον ήχο. Μόνο οι ντρέντγουλφ έβγαζαν τέτοιους ήχους.

Κάποιος πρέπει να πρόσεξε την αλλαγή θέσης του κορμιού του, γιατί ένα γαντοφορεμένο χέρι του έπιασε το πρόσωπο και το γύρισε από τα αριστερά στα δεξιά. Το γάντι ήταν σάπιο. Βρομούσε τόσο άσχημα που ο Χούμα τραβήχτηκε άθελά του. Ο επονομαζόμενος Νυχταφέντης γέλασε αισχρά.

«Δεν είναι δικός μας, αλλά ένας δικός μας θέλει να τον προστατέψει. Γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον.»

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο βραχνός.

«Πρέπει να τον κρύψετε, άθλια ψοφίμια!» γρύλισε ο ξένος. «Κρύψτε τον μέχρι να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή μαζί σας οι υπηρέτες μου! Εκτός από τα κορμιά, σας πήρε και τα μυαλά η πανούκλα;»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Χούμα θέλησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, μια χαραμάδα μονάχα.

Δύο μορφές που έμοιαζαν με μουχλιασμένους, βρομερούς σωρούς από ρούχα στέκονταν και μιλούσαν με… με έναν ντρέντγουλφ. Κανείς άλλος δεν υπήρχε. Το θολωμένο μυαλό του Χούμα χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι ο Γκάλαν Ντράκος –από το κάστρο του κάπου πέρα μακριά– χρησιμοποιούσε το νεκροζώντανο αυτό υπηρέτη σαν τα μάτια και τα αυτιά του στο Έργκοθ.

Το ότι βρίσκονταν ακόμα κάπου μέσα στα ερείπια ήταν απλή εικασία. Τα λίγα που μπορούσε να διακρίνει δικαιολογούσαν κάπως αυτή την εικασία, γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο χαλάσματα και ένα μέρος του ταβανιού έλειπε. Ο Χούμα δεν ήξερε πόση ώρα είχε μείνει αναίσθητος, ούτε πόσο μακριά τον είχαν σύρει.

Τότε ο πιο απειλητικός από τους δύο κουρελήδες εχθρούς σήκωσε το χέρι αποκαλύπτοντας μια κοκαλιάρικη, χαρακωμένη παλάμη – και έδειξε με το δάχτυλο το μαντατοφόρο του αποστάτη. «Πρόσεχε, μάγε. Προς το παρόν έχεις την ευλογία της, αλλά η βασίλισσα είναι πολύ ευμετάβλητη για εκείνους που την απογοητεύουν. Καλά θα κάνεις να μιλάς πιο ευγενικά σ’ αυτούς που έχεις την ανάγκη τους.»

Η ωχρή μορφή του ντρέντγουλφ ζωήρεψε από συγκρατημένο θυμό. Ο Ντράκος άφηνε τα συναισθήματά του να γίνουν αντιληπτά μέσω του δούλου του. Η μικρότερη από τις δύο κουκουλοφόρες φιγούρες μαζεύτηκε, σηκώνοντας μπροστά της δυο πρησμένα χέρια, όλο φόβο.

Ο άλλος, ο Νυχταφέντης, πρέπει να χαμογελούσε, γιατί ο τόνος της φωνής του ήταν γεμάτος ειρωνεία. «Οι δυνάμεις σου προκαλούν φόβο στους φοβητσιάρηδες, αλλά όχι σε κάποιον που απολαμβάνει την προστασία του Μόρτζιον.»

Του Μόρτζιον! Ο Χούμα μόλις που κατάφερε να πνίξει την έκπληξη που διαπέρασε σαν ρίγος το αδύναμο κορμί του. Ήταν αιχμάλωτος των πιστών του Μόρτζιον, του θεού της Αρρώστιας και της Σήψης!

«Άσκοπη απώλεια χρόνου» μουρμούρισε τελικά ο Ντράκος.

«Σύμφωνοι. Πολύ καλά, μάγε. Οι αδερφοί μου θα φυλάξουν τούτον εδώ για τους λακέδες σου, αλλά μόνο επειδή αυτό συμφέρει τους σκοπούς του αφέντη. Όχι επειδή σε φοβάμαι.»

«Όχι βέβαια.»

«Μα το σημάδι…» είπε ο βραχνός.

«Υπάρχουν φορές, αδερφέ μου, που πρέπει όλοι μας να κάνουμε θυσίες για τη δόξα του Μόρτζιον.»

«Και για τη βασίλισσα, φυσικά» πρόσθεσε επίτηδες ο Ντράκος.

«Και για τη βασίλισσα. Κρίμα. Είμαι ακόμα περίεργος για την αιτία του σημαδιού.» Ο Σκουλάρις ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του Χούμα.

Ο Χούμα κύλησε πέρα από το σοκ, νιώθοντας σαν να είχε παραβιαστεί η ίδια του η ψυχή. Ζάρωσε, αλλά δεν είχε χώρο για να αποφύγει το βίαιο χέρι.

Εντελώς ξαφνικά, έπαψε να βρίσκεται στα ερείπια. Ένα καλειδοσκόπιο ήχων και εικόνων τον τύλιξε. Ο Χούμα δεν ένιωσε καθόλου φόβο. Ένα μέρος του εαυτού του ήξερε ότι αυτή η κατάσταση υπήρχε μόνο στο μυαλό του, αν και δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί αυτό έπρεπε να τον ηρεμήσει. Του φάνηκε πως άκουσε θόρυβο αλόγων που κάλπαζαν στη μάχη, την κλαγγή της πανοπλίας, τις πολεμικές κραυγές και το ατσάλι να χτυπά πάνω σε ατσάλι. Είδε ένα όραμα με τρεις ιππότες. Ο καθένας τους φορούσε κι από ένα σύμβολο της Ιπποσύνης: το Στέμμα, το Ξίφος και το Ρόδο. Φορούσαν όλοι προσωπίδες, αλλά ο Χούμα ήξερε με κάποιον τρόπο ότι οι δύο που βρίσκονταν πίσω δεν μπορούσαν να είναι παρά οι δίδυμοι θεοί Χάμπακουκ και Κίρι-Τζόλιθ. Δυο από την Τριανδρία της Σολάμνια – πράγμα που σήμαινε ότι αυτός που στεκόταν μπροστά τους…

Με τρομακτική σφοδρότητα, ο Χούμα τραβήχτηκε από αυτό το όραμα για να γυρίσει ξανά στον πραγματικό κόσμο. Αν δεν τον είχαν φιμώσει, θα ούρλιαζε, γιατί το κοκαλιάρικο, αρρωστιάρικο χέρι που τραβήχτηκε από πάνω του σαν να πήρε μαζί του κομμάτια από τις σάρκες του. Με τα θολωμένα του μάτια, ο Χούμα διέκρινε δύο ντυμένες μορφές να τον κοιτάζουν.

«Δεν μπόρεσα να μπω στο μυαλό του. Προστατεύεται από τη δύναμη της θέλησής του και μόνο. Καταπληκτικό.»

«Και το σημάδι;» έκρωξε ο δεύτερος.

«Δεν υπάρχει πια. Ήταν πολύ αδύναμο. Είναι –και σε υπερβολικό βαθμό– πιόνι αυτού του παρατεινόμενου πόνου που οι βλάκες αποκαλούν “ζωή”. Δεν είναι δικός μας – ίσως να μη γίνει ποτέ δικός μας.»

Από πίσω τους, η φωνή του Ντράκος βγήκε ξανά από το ρύγχος του ντρέντγουλφ. «Δεν σηκώνει άλλο δισταγμό.»

«Κανένα. Μόλις έρθουν οι δούλοι σου, είναι δικός σου.» Ο κληρικός κροτάλισε τα δάχτυλα. Εκείνη τη στιγμή ο Χούμα έκλεισε τα μάτια του για να τα καθαρίσει. Από το σκοτάδι πρόβαλαν κουκουλοφόρες μορφές, τσακισμένοι από την αρρώστια βρικόλακες, σαν τους νεκρούς μιας μάχης που επέστρεφαν σε κάποιου είδους ζωή.

«Πάρτε τον στις κατακόμβες. Δέστε τον στο βωμό.»

«Όχι θυσίες!»

Ακόμα κι ο Χούμα είδε τα χείλη του κληρικού να στραβώνουν. «Μη φοβάσαι, κοπρίτη. Θα είναι σώος και αβλαβής. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν εσύ θα έχεις περισσότερη τύχη από μένα.»

Ο Ντράκος δεν απάντησε ή τουλάχιστον ο ντρέντγουλφ δεν επανέλαβε κανένα μήνυμά του. Ο Χούμα πάλεψε με τα δεσμά του, αλλά ήταν πολύ γερά. Τέσσερις κουκουλοφόρες φιγούρες τον άρπαξαν απότομα και τον σήκωσαν. Η βρόμα και των τεσσάρων τους ήταν ανυπόφορη.

Είχε ελπίσει ότι θα έπαιρνε μια ιδέα για το πού βρίσκονταν και το πού πήγαιναν, αλλά το σκοροφαγωμένο μανίκι ενός από αυτούς που τον κουβαλούσαν του έκρυβε τη θέα. Υποπτευόταν ότι βρίσκονταν ακόμα πολύ κοντά στο κτίριο όπου είχε πέσει –ανόητα– θύμα μιας από τις παγίδες των πιστών. Ο Χούμα ήξερε μερικά πράγματα για τους πιστούς του Μόρτζιον. Ήταν ειδικοί στις συνωμοσίες και στη μυστικότητα της αδελφότητάς τους. Το γεγονός ότι τον πήγαιναν στις κατακόμβες σήμαινε ότι ζούσαν κάτω από το ίδιο το Κάεργκοθ – και αυτή ήταν μια τρομακτική αποκάλυψη. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που δε βρισκόταν κανένα ίχνος της πανούκλας. Δεν προερχόταν μέσα από την πόλη ή από κάμπου κοντά της, αλλά από τα έγκατά της.

Ένα αεράκι έδιωξε κάπως την μπόχα από τα ρουθούνια του. Ο Χούμα συμπέρανε ότι έπρεπε να είχαν βγει από κάποιο ερειπωμένο σπίτι ξανά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αναζητούσε απεγνωσμένα κάποιο σχέδιο διαφυγής, υποθέτοντας ότι οι κατακόμβες θα ήταν κυριολεκτικά αδιάβατες. Ήταν όμως σφιχτά δεμένος και φιμωμένος και η κατάστασή του φαινόταν τραγική.

Η ομάδα είχε αφήσει πίσω της το κτίριο, όταν ο Χούμα άκουσε κάτι που έμοιαζε με κραυγή νυχτοπουλιού. Οι κουρελιάρες μορφές σταμάτησαν απότομα, αναγνωρίζοντας καθυστερημένα αυτό που ο Χούμα είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή.

Ακούστηκε ένα σφύριγμα και κάτι έσκισε τον αέρα – και τότε ο ένας από τους δεσμοφύλακες του Χούμα έπεσε κάτω μ’ ένα βέλος στο στήθος. Ο ιππότης ξέφυγε από τα χέρια των υπολοίπων και κατάφερε να πέσει στη γη ανάσκελα.

Ακολούθησε πανδαιμόνιο κι ένα λαμπρό φως έκανε αδύνατη κάθε φυγή για τις κουκουλοφόρες μορφές. Εύστοχα βέλη χτύπησαν και έριξαν άλλους δυο, πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Εκείνος που τον φώναζαν Σκουλάρις έφυγε τρέχοντας και χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Χούμα. Η φυγή του δεν κράτησε πολύ όμως. Όχι ένα, αλλά τρία βέλη τον βρήκαν στην πλάτη. Ο Νυχταφέντης ταλαντεύτηκε σαν μαριονέτα κι έπεσε κουβάρι.

Αρματωμένες μορφές έρχονταν ορμητικά, ενώ το φως πήγαινε να σβήσει. Από τους κουκουλοφόρους παλιανθρώπους, που ήταν πάνω από μια ντουζίνα, ο Χούμα διαπίστωσε κατάπληκτος πως μονάχα τέσσερις στέκονταν ακόμα όρθιοι. Δεν είχαν δυνατά όπλα και οι πρώτοι στρατιώτες που μπλέχτηκαν στη μάχη έκαναν το λάθος να τους θεωρήσουν ακίνδυνους. Το σφάλμα τους έγινε προφανές όταν ένας από τους κληρικούς έβγαλε ένα μικρό πουγκί και το έριξε στην πιο κοντινή οπλισμένη φιγούρα. Ο Χούμα άκουσε το ουρλιαχτό του στρατιώτη και τις πνιχτές φωνές των άλλων καθώς όλα τα στάδια της πανούκλας εκδηλώθηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Μια γνωστή μορφή στάθηκε μπροστά του κι έσκυψε να ελέγξει τα δεσμά του. «Τι ανόητος που ήμουν! Έπρεπε να το ξέρω…»

Οι τοξότες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Μέχρι να του κόψει τα δεσμά ο Έιβοντεϊλ και ο τελευταίος άθλιος κειτόταν νεκρός.

«Ο ντρέντγουλφ; Τον είδες;»

«Ντρέντγουλφ;» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Δεν τον είδα!»

«Το σπαθί μου!» Το όπλο του Χούμα κειτόταν σχεδόν θαμμένο κάτω από έναν κληρικό. Το τράβηξε χωρίς να σκεφτεί, με μοναδική του έγνοια να σταματήσει το τετράποδο τέρας. Κατά κάποιον απίθανο τρόπο, το πλάσμα είχε ξεγλιστρήσει από τη μάχη και το είχε σκάσει. Ο Χούμα δεν ήθελε να ξαναβρεί ο ντρέντγουλφ τα ίχνη του και να μεταφέρει στον αφέντη του πού ήταν και τι έκανε.

Άκουσε πίσω του τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ να τον φωνάζει, αλλά τον αγνόησε. Έπρεπε να καταστρέψει το τέρας.

Ο ήχος ποδιών που έτρεχαν τον έφερε σε επιφυλακή. Τον ακολούθησε με όλη του την ταχύτητα αποφεύγοντας μόλις και μετά βίας ένα σωρό τρύπες και ανωμαλίες του εδάφους που θα τον ξάπλωναν κάτω στο παραμικρό λάθος βήμα. Δε σκεφτόταν τον κίνδυνο.

Πήδηξε πάνω από τα συντρίμμια ενός πέτρινου τοίχου. Ο λοιμός δεν είχε προκαλέσει άμεσα όλη αυτή την καταστροφή. Αυτό το είχαν κάνει οι έξαλλες εξεγέρσεις και το κάψιμο των σπιτιών που είχαν προσβληθεί από την πανούκλα.

Προσγειώθηκε πάνω σε κάτι χαλάσματα. Ξαφνικά το πόδι του γλίστρησε και βρέθηκε να πέφτει ανάσκελα. Με τεράστια προσπάθεια, κατάφερε να κρατήσει το σπαθί του. Το πόδι του δίπλωσε από κάτω του και ο ιππότης έτριξε τα δόντια από τον πόνο. Καθώς κειτόταν εμβρόντητος, είδε να τινάζεται στο πρόσωπό του η φρικαλέα όψη του τέρατος. Τα μακριά, κιτρινισμένα δόντια υψώθηκαν πάνω από το λαρύγγι του και η κόκκινη σαν αίμα γλώσσα έγλειψε τα πανίσχυρα σαγόνια. Τα τυφλά μάτια δεν είχαν να δείξουν παρά μονάχα το θάνατο στον παγιδευμένο ιππότη. Τα μπροστινά νύχια του ντρέντγουλφ πίεσαν βαριά το στήθος του Χούμα.

«Καλύτερα να στερήσω από το μάγο τη μαριονέτα του!» Τα σαγόνια έκλεισαν πάνω στο λαρύγγι του Χούμα.

Ο Χούμα έστρεψε άγρια τη λεπίδα του προς τον ντρέντγουλφ. Ήταν σε άβολη θέση και το πλήγμα που του κατάφερε ήταν αμελητέο. Απομάκρυνε όμως το τέρας από πάνω του.

Ο ντρέντγουλφ κύλησε στο πλάι και στάθηκε στα τέσσερα πόδια. Τα άλικα μάτια του έλαμψαν άγρια και τα χείλη του τραβήχτηκαν με μίσος. Ο Χούμα σήκωσε ψηλά το σπαθί του.

Ξαφνικά το τέρας τυλίχτηκε στις φλόγες. Τη μια στιγμή στεκόταν εκεί έτοιμο να ορμήσει και την επόμενη ήταν μια πύρινη σφαίρα. Ο Χούμα το κοίταζε έκπληκτος και ύστερα πρόσεξε μια καινούρια μορφή να βγαίνει από κάτι χαλάσματα που κάποτε ήταν ένα μεγαλούτσικο πανδοχείο.

«Μάτζιους!»

Ο μάγος έφερε γοργά το δάχτυλο στα χείλη γνέφοντάς του να σωπάσει. Ήταν πιο λεπτός και ένα μεγάλο μέρος της ματαιοδοξίας του είχε χαθεί από τους τρόπους του. Τα άλλοτε λαμπερά, χρυσαφένια μαλλιά του δεν ήταν πια παρά θαμπά καφετιά και πολύ πιο κοντοκομμένα. Είχαν καεί άραγε; Ο Μάτζιους φορούσε επίσης και κάτι που ο Χούμα είχε να τον δει να το φοράει από τον πρώτο καιρό της εκπαίδευσής του – έναν ερυθρό χιτώνα.

«Έλα! Έριξα ένα ξόρκι σύγχυσης πάνω στους άντρες του Άρχοντα Έιβοντεϊλ, αλλά δε θα αργήσουν να καταλάβουν προς τα πού πήγες!»

«Μα…» ο Χούμα καταλάβαινε πως ήταν τρέλα να ακολουθήσει ξανά τον παλιό του φίλο, αλλά οι γεροί παλιοί δεσμοί τους άντεχαν ακόμη και εκείνη τη μέρα.

«Έλα!» επανέλαβε ανυπόμονα ο Μάτζιους.

Ο Χούμα τον ακολούθησε.

Διέσχισαν με εκπληκτική ταχύτητα την πόλη κι έφτασαν στο νότιο άκρο της. Εκεί τους περίμεναν δυο άλογα. Ο Μάτζιους του έγνεψε να καβαλήσει το πιο γεροδεμένο. Μόνο όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά αποφάσισε να μιλήσει.

«Πρέπει να καλπάσουμε δυνατά για ένα διάστημα, πρέπει να παρακάμψουμε ένα φυλάκιο της Σολάμνια.»

«Φυλάκιο;» Ο Χούμα, μη γνωρίζοντας αρκετά καλά την περιοχή στα νότια της Σολάμνια, ξαφνιάστηκε πολύ. Ιππότες της Σολάμνια στο Έργκοθ!

«Εσύ ήσουν αυτός που εξαπόλυσε το φως;»

«Ναι» απάντησε ο Μάτζιους. «Θα σου τα εξηγήσω το πρωί, όταν θα είμαι σίγουρος ότι μας έχουν χάσει οι Ιππότες του Έργκοθ, που είναι σίγουρα κιόλας στο κατόπι μας.»

Ο Χούμα συγκράτησε λίγο το άλογό του. «Γιατί τρέχουμε να ξεφύγουμε από τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ;»

Τα μάτια του μάγου άστραψαν. «Τυφλός είσαι; Φαντάζεσαι ότι σε βοήθησε από την καλή του την καρδιά;»

Ο Χούμα συγκρατήθηκε και δεν του πέταξε ότι, ναι, είχε δείξει εμπιστοσύνη στον άρχοντα. Πού ήταν το έγκλημα;

«Του είπες ότι κάτι υπάρχει στα βουνά, έτσι δεν είναι; Του μίλησες για το μονοπάτι!»

«Παραμιλάς, Μάτζιους. Ούτε καν γνωρίζω κανένα μονοπάτι.»

Ο Μάτζιους μόρφασε και ο Χούμα κατάλαβε ότι αυτά τα λόγια τού είχαν ξεφύγει. Συνήλθε γρήγορα όμως και είπε «Του είπες ότι υπάρχει κάτι στα βουνά, στο νοτιοδυτικά, που μπορεί να χαρίσει τη νίκη ενάντια στην Τακίσις. Πριν απ’ όλα ο Έιβοντεϊλ είναι ευγενής από το Έργκοθ, Χούμα. Οι ευγενείς του Έργκοθ είναι γνωστοί για την προθυμία τους να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να αυξήσουν το κύρος και τη δύναμή τους. Σκέψου τι του έχεις πει. Θα ήταν πολύ σπουδαίο γι’ αυτόν να το μεταφέρει στον αυτοκράτορά του. Σκέψου πώς θα αντάμειβε ο αυτοκράτορας αυτόν που θα κατάφερνε να φέρει –επιτέλους– την ειρήνη στο Άνσαλον. Ένας ευγενής του Έργκοθ θα σκότωνε για κάτι τόσο πολύτιμο όπως είναι αυτό που ψάχνουμε.»

Τα λόγια του –ή ο τόνος της φωνής του ίσως– ήταν σχεδόν υπνωτιστικά. Ο Χούμα επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό του ότι ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ ήταν καλός άνθρωπος. Όμως πρώτα δε θα ήταν πιστός στον αυτοκράτορά του κι ύστερα σ’ ένα περιπλανώμενο ιππότη; Είχε προσφέρει ασφάλεια στον Χούμα, αλλά μόνο αν ταξίδευε μαζί του. Ο Χούμα κούνησε το κεφάλι του για να διώξει όλη αυτή την παράνοια. Τώρα πια δεν ήταν σίγουρος για το τι ήταν σωστό και τι λάθος και το μόνο που ήθελε ήταν να βρει το βουνό. Προς τα εκεί κατευθυνόταν τώρα και φαινόταν άσκοπο να γυρίσει πίσω.

Δεν πρόσεξε το πικρό χαμόγελο που σχηματίστηκε στο κουρασμένο πρόσωπο του μάγου, γιατί ο τελευταίος είχε κιόλας γυρίσει μπροστά.

Με τον Μάτζιους να τους οδηγεί, προχώρησαν σ’ ένα δαιδαλώδες μονοπάτι που διέσχιζε αγρούς και δάση στα νότια του Κάεργκοθ.

Κόντευε να χαράξει όταν σταμάτησαν – επιτέλους. Ο Μάτζιους του έδειξε μια μικρή, μισοκρυμμένη λίμνη. Έδεσαν τα άλογα κοντά σε πλούσιο χορτάρι. Ο μάγος κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, χωρίς και πάλι να του εξηγήσει τίποτα. Ο Χούμα ακούμπησε την πλάτη του σ’ ένα δέντρο και κάθισε κοιτάζοντας την ήρεμη λίμνη. Συλλογιζόταν τον αποστάτη μάγο που ήθελε τον Χούμα τόσο όσο και τον Μάτζιους. Τον Ντράκος.

Ο ντρέντγουλφ είχε γίνει στάχτη, αφήνοντας τον Γκάλαν Ντράκος χωρίς κατάσκοπο, τυφλό στις ενέργειες του Χούμα και του Μάτζιους – προς το παρόν τουλάχιστον. Με τον πόλεμο να τον απασχολεί τόσο πολύ προσωπικά, ο αποστάτης μάγος αναγκαζόταν να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους κατασκόπους του. Ο Χούμα υποπτευόταν ότι ο Ντράκος ήξερε τουλάχιστον όσο κι ο ίδιος σχετικά με το τι έψαχνε ο Μάτζιους, ίσως και περισσότερα. Κάπου, κάποτε, θα υπήρχαν περισσότεροι κατάσκοποι και ο Χούμα δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι, αργά ή γρήγορα, ο Γκάλαν Ντράκος θα άφηνε τις άλλες δουλειές του για να φροντίσει να δοθεί επιτέλους και στους εχθρούς του και στις επιδιώξεις τους.

Έπιασε ένα μικρό βότσαλο και το πέταξε στο κέντρο της λίμνης, για να το δει να τινάζεται ξανά προς το μέρος του. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αλλά τα πόδια του μπερδεύτηκαν. Τι ήταν πάλι; αναρωτήθηκε θυμωμένος.

Ένα γυναικείο κεφάλι ξεπετάχτηκε απότομα από την άκρη της λίμνης. Αν και αμυδρά πρασινωπό, ήταν πολύ όμορφο. Τα μάτια ήταν στενές σχισμές, λες και είχε μόλις ξυπνήσει. Είχε μια μικρούλα, αυθάδικη μύτη και μεγάλα, γεμάτα χείλη. Όταν σηκώθηκε από το νερό, ο Χούμα είδε πως ήταν λεπτή με μακριά πόδια, αν και δεν του έφτανε ούτε μέχρι τους ώμους. Το μοναδικό της ρούχο, ένα λεπτό φόρεμα, ήταν βρεγμένο και κολλούσε πάνω στις καμπύλες του κορμιού της. Μια νύμφη. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για νύμφες. Έλεγαν ότι ανήκαν στην Εποχή των Ονείρων, τότε που δεν υπήρχε καταγραμμένη ιστορία. Το κατά πόσο αποτελούσαν φυλή ήταν αμφίβολο. Σπάνια τις έβλεπε κανείς.

«Καλημέρα, ανθρωπάκι» Η φωνή της ήταν μελωδική, σαν ενός μικρού πουλιού του δάσους. Του χαμογέλασε και το πρόσωπο του Χούμα κοκκίνισε. Ας ήταν τόσο όμορφη, μια άλλη μορφή πήρε τη θέση της στη φαντασία του, εκείνη της Γκουίνεθ. Κατάφερε να σηκωθεί όρθιος.

«Γεια σου.» Του πήρε κάμποσο μέχρι να βρει το κουράγιο να της απαντήσει. Τον ενοχλούσε όσο και τον έλκυε. Ο μύθος έλεγε πως αυτά τα πλάσματα δεν ήταν μόνο παιχνιδιάρικα αλλά και θανάσιμα. Πολλοί άντρες είχαν γητευτεί μέχρι θανάτου, αν υπήρχε κάποια αλήθεια στους αρχαίους μύθους. Το χέρι του Χούμα χάιδεψε το σφαίρωμα του σπαθιού του. Το είδος της ήταν μαγικό και, παρά τη φιλία του με τον Μάτζιους, εξακολουθούσε να διατηρεί ένα μέρος της επιφυλακτικότητας των ιπποτών απέναντι στη μαγεία.

Κοίταξε δίπλα του και είδε με έκπληξη ότι ο Μάτζιους κοιμόταν ακόμα. Υποψιάστηκε ότι ο ύπνος του δεν ήταν πια φυσικός και ανατρίχιασε.

Η νύμφη γέλασε ξαφνιασμένη. «Σε πέρασα για άλλον» είπε. «Κι εσύ μ’ αρέσεις όμως.»

«Μπα;» έβαλε τα δυνατά του να ακουστεί αδιάφορος, αλλά η καρδιά και το μυαλό του δούλευαν πυρετωδώς. «Πώς και με πέρασες για άλλον;» Αν έρχονταν κι άλλοι στη λίμνη, ο Χούμα δεν είχε καμία διάθεση να μείνει εκεί περισσότερο. Αν ήταν κι αυτοί σαν τη νύμφη και τα πράγματα έφταναν στα άκρα, δεν είχε καμία πιθανότητα επιβίωσης. Το χέρι του έσφιξε άθελά του τη λαβή του σπαθιού του.

«Μοιάζεις με τον Μπουόρον. Όλα αυτά τα γελοία μέταλλα. Έρχεται και με βλέπει. Θες να δεις το σπίτι μου;»

Ο Χούμα πισωπάτησε ανήσυχος. Το σπίτι της –από τα λίγα που ήξερε– θα βρισκόταν μάλλον στο βυθό της λίμνης. Αν είχε αποφασίσει να τον αναγκάσει… «Όχι, ευχαριστώ» απάντησε βιαστικά. «Να μη σου γίνω βάρος…»

Εκείνη μόρφασε. «Ακόμα και η φωνή σου μοιάζει με του Μπουόρον.»

«Πού τον περιμένεις;» Ο Χούμα κοίταξε ανήσυχος την όχθη της λίμνης, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή σχεδόν να δει μια βαριά αρματωμένη φιγούρα να ξεπροβάλει τσακίζοντας τα δέντρα.

Η νύμφη πλησίασε την όχθη περπατώντας. Ο Χούμα στράφηκε στον Μάτζιους, αλλά εκείνος κοιμόταν ακόμα.

«Δε θα ξυπνήσει παρά μόνο όταν του το επιτρέψω. Δε μου αρέσει.»

Ο ιππότης ζάρωσε το μέτωπο. «Τον ξέρεις κι αυτόν;»

Εκείνη κούνησε το χέρι της λες και ο μάγος ήταν ασήμαντος. «Όχι τον ίδιο. Την εικόνα του.»

«Από που;» Ο Χούμα δεν ήξερε τι να υποθέσει γι’ αυτό το πλάσμα. Φαινόταν εύθραυστη, αλλά η δύναμή της ήταν αρκετή για να παγιδέψει τον Μάτζιους με μεγάλη ευκολία. Ίσως αυτό να μην ήταν τόσο εύκολο αν ο Μάτζιους δεν ήταν τόσο εξαντλημένος, αλλά και πάλι πρόδιδε μεγάλη ικανότητα.

«Τον βλέπω στον καθρέφτη μου. Μου δείχνει τι ονειρεύονται οι άλλοι. Είναι τόσο βαρετά εδώ πέρα. Μου λείπουν οι χτίστες της σπηλιάς.»

«Οι χτίστες της σπηλιάς;»

Οι νάνοι. Ήταν σκέτη τρέλα να προσπαθείς να βγάλεις νόημα από μερικά λεγόμενα της νύμφης.

Εκείνη τη στιγμή στεκόταν κοντά του κι έσκυβε πλησιάζοντάς τον αθώα, όσο χρειαζόταν για να τον κάνει να παραλύσει. «Είσαι σίγουρος ότι δε θες να έρθεις να δεις το σπίτι μου; Δε θα σε απογοητεύσω αν δε με κάνεις να πλήξω.»

Να η πραγματική παγίδα. Πόσοι αρσενικοί δεν είχαν υποκύψει άραγε στην ομορφιά της για να την ακολουθήσουν στο βυθό και να βρεθούν παγιδευμένοι σε μια θαλάσσια σπηλιά; Ο Χούμα προσευχήθηκε ενστικτωδώς στον Πάλανταϊν.

Η νύμφη απομακρύνθηκε. «Μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ!»

Αν και τεχνικώς δε θα την έλεγες κακόβουλη, δεν ήταν πλάσμα του Πάλανταϊν, ούτε και του Γκίλεαν. Συνεπώς, μια ειλικρινής προσευχή σ’ έναν από τους δύο θα την ενοχλούσε, αν δεν την έδιωχνε κιόλας.

Ο Χούμα ετοιμαζόταν να της ζητήσει συγνώμη, όταν άκουσε τον ήχο ενός μεγαλόσωμου αλόγου που ερχόταν από τους θάμνους, όχι μακριά από εκεί που βρισκόταν. Προσπάθησε να σηκωθεί και να πιάσει το σπαθί του.

«Μα να ο Μπουόρον. Ελπίζω να μονομαχήσετε οι δυο σας. Αιώνες έχω να δω μια καλή μονομαχία.»

Άλογο και ιππέας ξεπρόβαλαν από τις φυλλωσιές και μπήκαν στη στενή λωρίδα γης που περιτριγύριζε τη λίμνη. Ο άντρας φορούσε ένα χιτώνα που τον σκέπαζε σχεδόν ολόκληρο, αλλά από κάτω ο Χούμα διέκρινε τη λάμψη της πανοπλίας. Στην αρχή ο νεοφερμένος δεν τους πρόσεξε. Όταν τους είδε, κοίταξε τον Χούμα σχεδόν αποσβολωμένος. Ο χιτώνας του άνοιξε και ο Χούμα είδε για πρώτη φορά καλά την πανοπλία του. Σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπό του και ξανά στην πανοπλία. Θυμήθηκε τα λόγια του Μάτζιους για κάποιο προκεχωρημένο φυλάκιο κάπου στο νότιο Έργκοθ. Ένα φυλάκιο της Σολάμνια.

Η νύμφη χαμογέλασε γλυκά. «Κατάλαβες γιατί σε πέρασα για τον Μπουόρον; Μέχρι και οι πανοπλίες σας ίδιες είναι.»

Αλήθεια έλεγε. Ο Μπουόρον ήταν Ιππότης του Στέμματος.

Κεφαλαίο 13

Ο Μπουόρον γύρισε και κοίταξε τη νύμφη. Ο ίδιος είχε σκληρά χαρακτηριστικά και δεν ήταν ούτε όμορφος ούτε άσχημος – ήταν ταλαίπωρος. Μια βαθιά θλίψη υπήρχε στα μάτια του. Πράγμα παράξενο, μα και εκείνου του έλειπε το εντυπωσιακό μουστάκι που είχαν οι περισσότεροι ιππότες. Αντί για αυτό, διατηρούσε μια μαύρη γενειάδα, κομμένη το ίδιο με τη γενειάδα του Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο καιρό να ζούσε στην περιοχή.

«Άφησέ μας μόνους τώρα» είπε ο Μπουόρον στη νύμφη.

«Δε θα μονομαχήσετε;»

Ο Μπουόρον φάνηκε να βρίσκει χυδαία την ερώτηση. «Είναι ένας από τους συντρόφους μου. Δε θα μονομαχήσω μαζί του.» «Α.» Η νύμφη σκυθρώπασε. «Θα πολεμήσεις με το μάγο;»

«Το μάγο;» Ο ιππότης έδιωξε μια μπούκλα από το πρόσωπό του και κοίταξε τον κοιμισμένο σωρό. «Πρέπει να είναι πτώμα στην κούραση για να κοιμάται με τόση φασαρία.»

«Αυτή τον κοίμισε» του εξήγησε ο Χούμα.

Ο ιππότης αναστέναξε. Δε φάνηκε να εκπλήσσεται. «Γιατί;»

Η νύμφη στραβομουτσούνιασε. «Δε μου αρέσει. Είναι ένας από τους ονειρευτές που σου έδειξα.»

«Αλήθεια;» Ο Μπουόρον ίσιωσε το κορμί του. Του είχε κινήσει το ενδιαφέρον. «Ποιος είναι;»

«Αυτός που πεθαίνει συνέχεια.»

Ο Χούμα οτένεψε τα μάτια. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ο Μάτζιους του είχε αποκαλύψει ότι η σκηνή του θανάτου του εμφανιζόταν συνέχεια στα όνειρά του. Η νύμφη δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό. Ή μήπως το ήξερε; Έβλεπε όντως τα όνειρα των άλλων;

«Απάλλαξέ τον» τη διέταξε ο ιππέας.

«Δε θες να καθίσεις μαζί μου;» Άλλαξε επίτηδες στάση. Ο ιππότης κοκκίνισε ξανά.

«Όχι. Άφησέ μας. Είναι σοβαρό.»

Το πλάσμα του νερού ακούμπησε τα λεπτά του χεράκια στους γοφούς και τον αγριοκοίταξε. «Δε μ’ αρέσεις πια. Δε θέλω να ξανάρθεις να με δεις.»

Μπήκε στο νερό και, όταν έφτασε σε αρκετό βάθος, βούτηξε. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει πως ήταν κάτι άλλο και όχι άνθρωπος, εκτός από το αμυδρό πρασίνισμα της επιδερμίδας της και τη θαυμαστή ρευστότητα των κινήσεων της. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πώς ανέπνεε.

«Δεν το εννοεί» είπε ο Μπουόρον. «Έχει θυμώσει ξανά μαζί μου πάρα πολλές φορές και κάθε φορά το ξεχνάει πριν προλάβω να πάρω ανάσα. Πιστεύω πως αυτή είναι η φύση του είδους της –αν και είναι η μοναδική που γνωρίζω.»

Ο Χούμα χαμήλωσε τα μάτια στον πάντα κοιμισμένο Μάτζιους. «Θα θυμηθεί να ελευθερώσει το θύμα της;»

«Δώσ’ της λίγα λεπτά. Το ξόρκι δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ ακόμα. Το δικό μου όνομα το ξέρεις, αδερφέ ιππότη. Ποιο είναι το δικό σου;»

Ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του. «Είμαι ο Χούμα, Ιππότης του Στέμματος από το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ.»

«Το Βίνγκααρντ!» Το πρόφερε λες και ήταν το όνομα του Πάλανταϊν. «Κατάφεραν επιτέλους να περάσουν; Κοντεύει πια να τελειώσει αυτός ο πόλεμος;»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κοίταξε τη γη. Του περιέγραψε γρήγορα τα γεγονότα. Δεν του άρεσαν καθόλου.

«Ένα από τα παιχνίδια της» είπε δείχνοντας το νερό «είναι να παίρνει τον καθρέφτη του ονειρευτή, ένα αρχαίο αντικείμενο, να τον κουνάει και να βλέπει τίνος τα όνειρα έπιασε.» Ο γενειοφόρος ιππότης ρίγησε. «Τα όνειρα των δούλων της δρακοβασίλισσας είναι πιο μαύρα απ’ όσο μπορείς να φανταστείς.»

«Ζούσε πάντα εδώ;»

Ο Μπουόρον σήκωσε τους ώμους. Δεν του άρεσε να μιλάει για τη νύμφη. Η σχέση τους –όποια κι αν ήταν αυτή– δε θα ήταν αρεστή στην Ιπποσύνη. «Ήταν εδώ όταν ήρθα στο φυλάκιο. Οι θησαυροί της είναι αρχαίοι.» Σώπασε. «Τυχαία τη βρήκα. Οι άλλοι ιππότες δεν έρχονται ποτέ τόσο μακριά. Κυνηγούσα ένα ελάφι και δεν είχα σκοπό να το αφήσω να μου ξεφύγει. Δεν τρώμε συχνά τόσο σπουδαίο φαγητό στο φυλάκιο. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο, το ελάφι έτρεξε σ’ αυτό το μέρος. Το άλογό μου σταμάτησε απότομα και έπεσα. Όταν επιτέλους συνήλθα από τον πονοκέφαλο, βρέθηκα να την κοιτάζω στα μάτια.»

Ο Χούμα διέκρινε την αμηχανία στα μάτια του άλλου. «Μην ανησυχείς, ιππότη. Δε θα πω σε κανένα για αυτή τη λίμνη.»

Ο Μπουόρον σήκωσε τους ώμους. «Το ξέρουν μέσες-άκρες. Δεν έκρυψα τον ερχομό μου εδώ – και το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι μαζί της. Οι νύμφες δεν είναι αληθινές. Θα ήθελα κάτι παραπάνω.» Ο Μάτζιους άρχισε να σαλεύει. «Ο φίλος σου ο μάγος ξυπνάει. Δε νομίζω να του αρέσει που ήταν γητεμένος όλη αυτή την ώρα.»

Ο Χούμα κοίταξε τον Μάτζιους. Δεν είχε ξυπνήσει τελείως, αλλά έπρεπε να αποφασίσει αμέσως. «Δε χρειάζεται να το μάθει.»

Ο γενειοφόρος ιππότης δεν είπε τίποτα, αλλά τα μάτια του άστραψαν από ευγνωμοσύνη. Ο Χούμα έβλεπε καθαρά ότι η νύμφη του νερού τον ένοιαζε περισσότερο απ’ όσο άφηνε να φανεί.

Ο Μάτζιους πετάχτηκε όρθιος λες και κάποια αίσθηση τον είχε ειδοποιήσει ότι ο ίδιος και ο Χούμα δεν ήταν πια μόνοι. Γύρισε και κοίταξε το νεοφερμένο.

«Σε χαιρετώ, Μάγε του Ερυθρού Χιτώνα.» Ο χαιρετισμός του Μπουόρον ήταν κοφτός και υπηρεσιακός. Ο Μάτζιους απολάμβανε το σεβασμό εκείνου που ταξίδευε με ένα συνάδελφο ιππότη.

Ο μάγος είχε συνέλθει. Ανταπόδωσε το χαιρετισμό με μια βαθιά υπόκλιση, κατά τη συνήθειά του. «Σε χαιρετώ, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχε κι άλλος ευγενικός ιππότης τόσο μακριά στο Νότο.»

Η έκφραση του Χούμα δεν άλλαξε, αλλά είχε ενοχληθεί από το καινούριο ψέμα του φίλου του. Όταν το έσκαγαν από τα ερείπια, ο Μάτζιους του είχε πει ότι έπρεπε να παρακάμψουν το φυλάκιο.

«Έχουμε φυλάκιο εδώ» απάντησε ο Μπουόρον. «Μικρό και συχνά ξεχασμένο. Δεν αμφιβάλλω ότι με το πέρασμα του χρόνου θα το εγκαταλείψουν.»

«Ναι.» Ο μάγος ήταν ολοφάνερα αδιάφορος. Κοίταξε το σημείο όπου τον είχε πάρει ο ύπνος και μετά τη λιμνούλα. «Συγνώμη που δεν ξύπνησα νωρίτερα. Δεν το συνηθίζω. Δεν ήθελα να φανώ αγενής.»

Ο Μπουόρον κινήθηκε νευρικά και το άλογό του –ένας γκρίζο πολεμικό άτι– βημάτισε νευρικά, νιώθοντας την κίνηση του καβαλάρη του. «Παρακαλώ. Συμβαίνει συχνά εδώ. Και εγώ ο ίδιος έχω κοιμηθεί το ίδιο βαριά.»

«Και, πάλι, είμαι αδικαιολόγητος.»

«Πόσο μακριά είναι το φυλάκιο;» ρώτησε τελικά ο Χούμα, προκαλώντας το άγριο βλέμμα του Μάτζιους.

«Όχι πολύ. Μία ώρα με το άλογο. Φυσικά, πρέπει να έρθετε. Παρά τα τρομερά νέα που φέρνετε, η παρουσία σας θα είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη.»

Ο Μάτζιους γέλασε αινιγματικά.

Ο άλλος ιππότης άρχισε να τον αντιπαθεί για τα καλά. Κάνοντας πως δεν άκουσε το γέλιο του μάγου, έδειξε τα δύο άλογα.

«Τα ζώα σας φαίνονται σαν να κάλπαζαν όλη τη νύχτα. Θα χρειαστούν φροντίδα αν σκοπεύετε να συνεχίσετε το δρόμο σας.» Φρόντισε να μην τους ρωτήσει το σκοπό του ταξιδιού τους, υποθέτοντας ότι ο Χούμα θα τον πληροφορούσε σχετικά, όταν και αν θα το θεωρούσε σκόπιμο.

Ο μάγος υποχώρησε. «Πολύ καλά. Αλλά θα είναι σύντομη στάση. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.»

«Χμ.» Αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που μπόρεσε να του δώσει ο Μπουόρον, αλλά τους κοίταξε και τους δύο με ενδιαφέρον που δε διέφυγε από τον Χούμα ενόσω έλυναν τα άλογα και ίππευαν. Όταν ετοιμάστηκαν, τους έδειξε προς τα δυτικά. «Προς τα εκεί. Προχωρήστε πρώτοι. Έρχομαι αμέσως.»

Ο Χούμα με τον Μάτζιους οδήγησαν τα άλογά τους ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους. Ο πρώτος γύρισε και είδε τον Μπουόρον να ξεπεζεύει και να βγάζει ένα μικρό ξυλόγλυπτο από ένα σάκο της σέλας του. Δίπλα του το νερό άρχισε να κοχλάζει και το κεφάλι μιας νύμφης ξεπρόβαλε στην επιφάνεια. Ύστερα τα δέντρα τού έκοψαν τη θέα. Όταν γύρισε να τον κοιτάξει ο σύντροφός του, ο Χούμα έκανε σαν να σκεφτόταν το δρόμο που είχαν μπροστά τους. Δεν πέρασαν ένα-δυο λεπτά, και ο Μπουόρον πήγε κι εκείνος πλάι τους. Έγνεψε στον Χούμα και μπήκε αμέσως επικεφαλής.

Καθώς προχωρούσαν, ο Χούμα τού έκανε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με το φυλάκιο. «Υπάρχουν πολλά φυλάκια εδώ;»

«Είμαστε το ένα από τα δύο μονάχα. Το άλλο βρίσκεται στη δυτική πλευρά εκείνης της ορεινής έκτασης.» Του έδειξε μια κορυφογραμμή που έγινε ορατή μόνο όταν έφτασαν στην κορυφή ενός λόφου. «Ουσιαστικά εμείς φυλάμε την ανατολική πλευρά κι εκείνοι τη δυτική. Όμως εδώ δεν υπάρχει τίποτα που να ενδιαφέρει τη δρακοβασίλισσα. Αντί να πολεμάμε με τα αναθεματισμένα τα ογκρ, εμείς κυνηγάμε επίδοξους ληστές.»

«Είστε μεγάλο φυλάκιο;» Δεν ήξερε καν ότι υπήρχε φυλάκιο εκεί.

Ο Μπουόρον γέλασε με φανερή πικρία. «Ούτε εγώ το ήξερα, μέχρι να με διατάξουν να έρθω πριν από πέντε χρόνια. Όχι, δεν είμαστε μεγάλο φυλάκιο. Ογδόντα ιππότες που προσπαθούμε να φρουρήσουμε μια περιοχή τόσο μεγάλη όπως η Σολάμνια. Κάποτε ήμασταν περισσότεροι.»

Ο Χούμα δε χρειαζόταν περισσότερες εξηγήσεις. Τώρα που ο πόλεμος πήγαινε τόσο άσχημα, είχαν αποκοπεί απ’ όλους τους υπόλοιπους, εκτός από τους συναδέλφους τους της δυτικής πλευράς, των βουνών. Δεν μπορούσαν να παρατήσουν τα φυλάκια και να τρέξουν στο Βορρά για να μπουν και οι ίδιοι στη μάχη. Τους είχαν διατάξει να μείνουν εκεί – και θα έμεναν μέχρι νεοτέρας. Το καθήκον ήταν κάτι που διαπότιζε βαθιά τους ιππότες. Ο Ρέναρντ είχε επανειλημμένα τονίσει τη σημασία του.

«Πήγες ποτέ στα βουνά;» ρώτησε απότομα ο Μάτζιους.

«Όχι.» Ο Μπουόρον δεν είχε όρεξη για κουβέντες με το μάγο.

«Έχει πάει κανείς;»

«Μόνο στις εξωτερικές κορυφές. Το εσωτερικό της οροσειράς το αποφεύγουμε.»

Ο Μάτζιους φάνηκε να ενδιαφέρεται. «Πώς έτσι;»

«Τα μονοπάτια δεν είναι ασφαλή. Αυτό είναι όλο.»

Ο Χούμα είδε το σύντροφό του να κατεβάζει μούτρα. Αυτό που έψαχνε να βρει ήταν ασυνήθιστο.

Τόσο βαθιά στο Νότιο Έργκοθ, ήταν δύσκολο να πιστέψεις ότι γινόταν πόλεμος. Ο ουρανός βέβαια ήταν τόσο βαρύς όσο και στο Βορρά, αλλά στα δάση και τους αγρούς επικρατούσε μεγαλύτερη ηρεμία. Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν μια ηρεμία ψεύτικη, γιατί τη στιγμή που οι ορδές της δρακοβασίλισσας θα ξεμπέρδευαν με τη Σολάμνια, αυτή θα διαλυόταν. Με τη Σολάμνια στα χέρια της, η βασίλισσα θα σάρωνε την υπόλοιπη ήπειρο σε λιγότερο από ένα χρόνο.

«Κοντεύουμε.»

Ο Χούμα κοίταξε για πρώτη φορά το φυλάκιο της Σολάμνια. Δεν ήταν κανένα ψηλό οικοδόμημα, όπως το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Ήταν ολόκληρο κατασκευασμένο από ξύλο, φτιαγμένο όμως έτσι που οι φλόγες να μην μπορούν να το μετατρέψουν σε θανάσιμη παγίδα. Τα τείχη που περικύκλωναν το συγκρότημα φαίνονταν να έχουν τέσσερις φορές το μπόι του Χούμα. Το πάνω μέρος τους ήταν οδοντωτό για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους τοξότες. Μόνο ένα κτίριο φαινόταν πάνω από το ψηλό τείχος, μια σκοπιά μ’ ένα φρουρό που είχε στραμμένη την προσοχή του στους τρεις ξένους που πλησίαζαν. Ο άντρας έβαλε μια φωνή και έδειξε προς το μέρος τους. Ο Μπουόρον δεν του απάντησε, αλλά του έγνεψε κουρασμένα.

Ο Χούμα έριξε μια ματιά στον Μάτζιους. Ο μάγος κοίταζε με λαχτάρα τα μακρινά βουνά.

Όταν ο φρουρός είδε ότι ο ένας από τους ξένους ήταν κι αυτός ιππότης, άρχισε να φωνάζει ξανά. Καθώς πλησίασαν οι τρεις καβαλάρηδες, η ξύλινη πύλη άνοιξε και φάνηκε λες και όλοι οι κάτοικοι του φυλακίου βγήκαν να τους προϋπαντήσουν.

«Μπουόρον! Γύρισες κιόλας; Τι μας έφερες;»

Ο ψηλός, ηλικιωμένος άντρας που είχε μιλήσει πρέπει να ήταν κιόλας ιππότης τον καιρό που ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν παιδί. Ήταν γεμάτος βαθιές ρυτίδες και η φωνή του έτρεμε ελαφρά, αλλά οι κινήσεις του ήταν όλο χάρη. Ο Χούμα υπέθεσε ότι μπορούσε ακόμα να δουλέψει το σπαθί. Αντίθετα με την πλειοψηφία των ιπποτών, οι οποίοι έδειχναν να προτιμούν τις γενειάδες που διατηρούσαν οι πολίτες του Έργκοθ, ο ηλικιωμένος ιππότης έτρεφε το παραδοσιακό –αν και γκριζωπό– μουστάκι. Ήταν Ιππότης του Ρόδου και ο μοναδικός που έβλεπε με μια πρώτη ματιά ο Χούμα.

«Χαίρε, Άρχοντα Τάγκιν. Δύο ταξιδιώτες που χρειάζονται ανάπαυση, ο ένας τους αδερφός των ταγμάτων μας. Φέρνει νέα τεράστιας σημασίας.»

Ο Τάγκιν έγνεψε, βλοσυρά, καταφατικά. «Το περίμενα.» Στράφηκε στους υπόλοιπους συγκεντρωμένους ιππότες. «Γυρίστε στα καθήκοντα σας!» είπε. «Να θυμάστε πως είστε Ιππότες της Σολάμνια και όχι κανένα κοπάδι πεινασμένες χήνες!»

Στα πρόσωπα των ιπποτών φάνηκε κάποια απογοήτευση. Πολλοί από αυτούς, όπως τους είχε εξηγήσει ο Μπουόρον, ήταν τοποθετημένοι στο φυλάκιο κάπου δέκα χρόνια. Ο Τάγκιν βρισκόταν εκεί το διπλάσιο χρόνο – και, μάλιστα, είχε επανδρώσει ο ίδιος το φυλάκιο για πολλά χρόνια.

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε ότι βρισκόταν ανάμεσα σε διαφορετικού είδους ιππότες σε σύγκριση με εκείνους του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Αυτοί ήταν λιγότερο αυστηροί με τους κανονισμούς, πιο πρόθυμοι να προσαρμοστούν στις συνθήκες.

Όπως αποδείχτηκε, το φυλάκιο αποτελούνταν από τρία κτίρια μονάχα. Το ένα ήταν ο πύργος, που χρησίμευε επίσης σαν οπλοστάσιο και στάβλος. Το άλλο ήταν ένα είδος στενόμακρου σπιτιού που ο Χούμα αναγνώρισε ως στρατώνα του λόχου. Το τρίτο και, περιέργως, το πιο ασήμαντο στην όψη από όλα ήταν το κέντρο της διοίκησης και αρχηγείο του Τάγκιν. Όλα ήταν ξύλινα. Ο Χούμα, που είχε μεγαλώσει σε χωριό, ένιωθε πιο άνετα παρά στο περήφανο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ.

Οι κατασκευαστές του φυλακίου το είχαν σχεδιάσει όσο καλύτερα μπορούσαν. Ο Χούμα πρόσεξε ότι το κτίσμα ήταν αρκετά κοντά στο δάσος, για να μπορούν οι ιππότες να βρίσκουν εύκολα κυνήγι και καυσόξυλα, αλλά αρκετά βαθιά στους αγρούς, ώστε, σε περίπτωση επίθεσης, ο εχθρός να είναι αναγκασμένος να τρέξει ακάλυπτος σε μια μεγάλη, ανοιχτή και επίπεδη έκταση. Το νερό το έπαιρναν από ένα μικρό ρυάκι κι ένα βαθύ πηγάδι. Αργότερα ο Χούμα θα ανακάλυπτε ότι οι ιππότες καλλιεργούσαν τη σοδειά τους σε μια οχυρωμένη επέκταση, πίσω από το υπόλοιπο φυλάκιο. Και πάλι ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τις διαφορές ανάμεσα σ’ αυτό το μέρος και τη Σολάμνια.

Ο Τάγκιν διέταξε τον Μπουόρον να του φέρει τους δύο άντρες μόλις πλένονταν κι έτρωγαν. Ο Μάτζιους δήλωσε ωμά πως δε θα μιλούσε σε κανένα αν δεν τον άφηναν να ξεκουραστεί λίγο. Ο διοικητής συνοφρυώθηκε με την αλαζονεία του μάγου, αλλά συγκατατέθηκε.

Ο Χούμα ξύπνησε από τους ήχους των αντρών που ετοιμάζονταν να βγουν έφιπποι. Έριξε μια γοργή ματιά στον Μάτζιους που στριφογύριζε ανήσυχα και ύστερα πήγε στο πλησιέστερο παράθυρο. Κοίταξε έξω. Ο ήλιος έδυε. Μερικοί καλά αρματωμένοι ιππότες έβγαιναν έφιπποι από την πύλη και πολλοί, εκτός από τα συνηθισμένα τους όπλα, είχαν και δίχτυα με βαρίδια. Ο αριθμός των ιππέων ήταν πολύ μεγάλος για περίπολο.

Είδε τον Μπουόρον να περνάει πεζός την πύλη και του έγνεψε. Ο ιππότης του έγνεψε και εκείνος και γύρισε πίσω. Ο Χούμα άρχισε να ντύνεται. Ο Μπουόρον μπήκε στο δωμάτιο.

«Είσαι καλύτερα τώρα;» του μιλούσε χαμηλόφωνα.

«Πολύ καλύτερα. Βδομάδες είχα να κοιμηθώ τόσο.» Ο Χούμα δε μίλησε άλλο μέχρι να ντυθεί ολότελα. Ύστερα ο ίδιος και ο Μπουόρον βγήκαν έξω. Στο μεταξύ είχε φύγει και ο τελευταίος ιππέας και η πύλη είχε κλείσει.

Ο Χούμα έδειξε τις πύλες. «Γιατί τόσο βαριά περίπολος; Υπάρχει δραστηριότητα από τα ογκρ;»

Ο Μπουόρον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αναρωτιέμαι αν θα υπάρξει ποτέ. Όχι, αυτό το πρόβλημα είναι περισσότερο τοπικό. Κάνουμε εμπόριο με τα ξωτικά του Κουαλινέστι, αν και τα ίδια είναι μάλλον εσωστρεφή, όπως τα περισσότερα του είδους τους.»

«Κάποιο από τα ξωτικά που βλέπουμε τακτικά μας είπε ότι στην περιοχή παραμονεύει κάποιο θηρίο.» Ο γενειοφόρος ιππότης χαμογέλασε. «Θέλαμε να τα ρωτήσουμε τι έκαναν τόσο μακριά από τη γη τους, αλλά η σχέση μας δεν επέτρεπε τέτοιες ερωτήσεις. Προτιμήσαμε λοιπόν να τα ευχαριστήσουμε και να ψάξουμε τριγύρω.»

«Το είδατε αυτό το πλάσμα;»

«Το λέμε απλώς το Κτήνος. Είναι πονηρό, ίσως είναι ανιχνευτής των ογκρ. Τρεις φορές μας ξεγλίστρησε. Απόψε όμως νομίζουν πως θα μπορέσουν να βρουν το λημέρι του. Με λίγη τύχη, θα το πιάσουν ζωντανό.»

«Για ποιο λόγο;»

«Αν είναι κατάσκοπος, μπορεί να έχει πληροφορίες. Αν είναι κάποιου είδους ζώο, ο Τάγκιν θέλει να το δει. Τα ξωτικά του Κουαλινέστι ανησυχούν πολύ εξαιτίας του. Ο διοικητής θέλει να δει γιατί.»

Ο Άρχοντας Τάγκιν τέλειωνε τις καθημερινές του υποχρεώσεις, όταν ο Μπουόρον οδήγησε σ’ εκείνον τον Χούμα να μιλήσουν. Ο ηλικιωμένος ιππότης χαιρέτησε φιλικά τον επισκέπτη του (εδώ το πρωτόκολλο δεν είχε καμιά αξία), αλλά φαινόταν νευρικός.

«Δεν έχεις ιδέα για την παρούσα κατάσταση;»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Καμιά. Ελπίζαμε να ανασυνταχτούμε. Αυτό ξέρω όλο κι όλο.»

«Κατάλαβα.» Ο Τάγκιν τον κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό. Ύστερα από κάμποσο ο ηλικιωμένος ιππότης είπε «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Καλό θα ήταν να μάθουν οι άντρες τα νέα πρωί-πρωί, Μπουόρον.»

Ο Μπουόρον, που στεκόταν σιωπηλός καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, δε δίστασε. «Θα το κάνω εγώ, Άρχοντα Τάγκιν.»

«Ωραία.» Ο διοικητής καθάρισε το τραπέζι όπου δούλευε από ό,τι υπήρχε πάνω του. «Μπορείς να πηγαίνεις, παλικάρι μου.»

Ο Χούμα γύρισε να φύγει μαζί με τον Μπουόρον, αλλά ο Τάγκιν τον σταμάτησε αμέσως. «Όχι εσύ, Ιππότη Χούμα. Έχω ακόμα μερικές ερωτήσεις να σου κάνω. Κάθισε, παρακαλώ.»

Δεν είπαν τίποτα μέχρι να φύγει ο Μπουόρον. Ο Χούμα ένιωθε άβολα μόνος του μπροστά στον Τάγκιν, αλλά είχε αρκετή αυτοκυριαρχία ώστε να μην το δείξει. Ο Τάγκιν έπαιζε τα δάχτυλά του ταμπούρλο πάνω στο τραπέζι. Αφού συμμάζεψε προφανώς τις σκέψεις του, μίλησε.

«Ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού σου;»

«Άρχοντά μου;»

Η νευρικότητα του γεροντότερου είχε εξαφανιστεί. Η φωνή και η ματιά του ήταν κι οι δυο σταθερές. «Μην κρύβεσαι, Χούμα. Εδώ δεν είσαι στο Βίνγκααρντ. Δε θα σε κατηγορήσω για οτιδήποτε μου πεις. Θα μείνει μεταξύ μας. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι αρκετά καλός κριτής χαρακτήρων και –παρά την παρέα σου– σε εμπιστεύομαι.»

«Ευχαριστώ, άρχοντά μου.»

Ο Τάγκιν χαμογέλασε θλιμμένα με την ευγένεια του ιππότη. «Ξέρω ήδη πολύ καλά την κατάστασή μου και την ηλικία μου. Σε παρακαλώ να με λες Τάγκιν. Λοιπόν, για ποιο λόγο ήρθες εδώ; Μπορώ να σκεφτώ εκατό διαφορετικούς δρόμους που θα σε είχαν φέρει πίσω στο Βίνγκααρντ εδώ και μέρες. Γιατί πήγες νότια; Ο μάγος είναι; Παρά την αγένειά του, φαντάζομαι πως είστε φίλοι.»

«Μαζί μεγαλώσαμε.» Ο Χούμα δίσταζε να επεκταθεί περισσότερο σχετικά με τη φιλία του με τον Μάτζιους.

«Αλήθεια; Ασυνήθιστος συνδυασμός. Πάντως, ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από τα σύμβολα ή τους Χιτώνες – είτε Λευκοί είναι αυτοί, είτε Ερυθροί, είτε και Μαύροι ακόμα.»

«Δεν είναι κακός, Άρχοντα Τάγκιν.»

Ο διοικητής του φυλακίου χαμογέλασε αμυδρά. «Δεν είπα κάτι τέτοιο.»

Ο Χούμα άρχισε να λυγίζει μπροστά στην κατανόηση του άλλου. «Φοβάται για τη ζωή του, αλλά ελπίζει επίσης να δώσει τέλος στον πόλεμο.»

«Ποιο έρχεται πρώτο;»

«Θα…» ο Χούμα σφίχτηκε. «Θα έλεγα ότι θεωρεί τη ζωή του πιο σημαντική.»

«Κατανοητό. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δε θα κάνει ζημιά στον κόσμο.»

Ο Χούμα δε βρήκε τι να απαντήσει.

Ο Άρχοντας Τάγκιν σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο. «Γιατί αποφάσισες να πας μαζί του σ’ αυτή την… ας την πούμε αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου; Από φιλία και μόνο;»

«Ναι. Όχι. Και τα δυο.»

Ο γεροντότερος σήκωσε το ένα του φρύδι. «Και τα δυο;»

Για να του δώσει να καταλάβει, έπρεπε πρώτα να του μιλήσει για τη Δοκιμασία και για το πώς είχε επηρεάσει τον Μάτζιους. Ο Ιππότης του Ρόδου τον άκουσε υπομονετικά να του μιλάει για το προαίσθημα θανάτου του Μάτζιους. Η έκφρασή του άλλαξε λιγάκι.

«Υπήρξες πολύ ειλικρινής μαζί μου» είπε ο διοικητής όταν τέλειωσε ο Χούμα. «Θα ήθελα να τα σκεφτώ όλα αυτά και να ξαναμιλήσουμε αύριο.»

Τώρα που είχαν τελειώσει, ο Χούμα ίδρωσε. «Ναι, άρχοντά μου. Ευχαριστώ.»

Ο Τάγκιν κάθισε στην καρέκλα του. «Έχω ζήσει πολλά χρόνια, Χούμα. Έχω δει περισσότερα απ’ όσα νομίζεις. Θα ήθελα να το σκεφτείς αυτό απόψε. Ελεύθερος.»

Ο Χούμα χαιρέτησε κι έφυγε. Μόλις βρέθηκε έξω, ξεφύσησε δυνατά. Βρήκε τον Μπουόρον να τον περιμένει.

«Έχεις πολλή ώρα νηστικός» είπε τελικά ο γενειοφόρος ιππότης. «Θες να φας κάτι;»

Ο Χούμα χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. «Λίγο φαγητό θα ήταν ό,τι πρέπει. Μπορεί να πεινάει και ο Μάτζιους.»

«Μπορεί να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του. Μάγος είναι.»

Το σχόλιο ήταν πολύ οξύ. Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους στρατώνες των ιπποτών. Τελικά απάντησε «Μάλλον κοιμάται ακόμα. Όταν ξυπνήσει, θα πεινάσει.»

«Ωραία.» Ο Μπουόρον τον πήρε μαζί του και ο Χούμα δεν έφερε αντίρρηση.

Έπεσε η νύχτα, προχώρησε και τελικά έφυγε κι αυτή. Ο Μάτζιους εξακολουθούσε να κοιμάται. Ο Χούμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μάγος το έκανε επίτηδες για να πάρει δυνάμεις. Έτσι όπως φαινόταν ωχρός και άκαμπτος σαν πτώμα, θα μπορούσε να είναι νεκρός. Αλλά ο Χούμα τού πήρε το σφυγμό και δεν αντιλήφθηκε τίποτα στραβό.

Καθώς περνούσε η πρώτη ώρα της ημέρας, ο φρουρός έβγαλε μια φωνή ότι η περίπολος γύρισε επιτέλους. Οι άντρες έτρεξαν να ανοίξουν τις πύλες, με τα σενάρια σχετικά με το κυνήγι να οργιάζουν. Ο Χούμα βρήκε τον Μπουόρον και ανακατεύτηκαν με τους υπόλοιπους. Ο Τάγκιν βγήκε από το οίκημά του και τους κοίταζε από μακριά.

Ο πρώτος που έφτασε στην πύλη κοίταξε από μια τρύπα και στράφηκε ανάστατος στους άλλους. «Κάτι φέρνουν!»

Ο Τάγκιν έσπευσε κοντά τους. «Όσοι έχουν βάρδια να γυρίσουν στις θέσεις τους. Μα την Τριανδρία, εδώ είναι στρατός, δεν είναι τσίρκο! Θα το δείτε σύντομα, αν είναι όντως κάποιο ζώο!»

Οι πύλες άνοιξαν και η ομάδα μπήκε κουρασμένη αλλά θριαμβευτική. Μερικοί φαίνονταν τραυματισμένοι, αλλά ο Μπουόρον ψιθύρισε πως είχαν επιστρέψει όλοι.

Το Κτήνος δεν ήταν ορατό έτσι μπερδεμένο που ήταν στα δίχτυα. Φαίνονταν μερικά κομμάτια καφετιάς γούνας, αλλά η φύση του παρέμενε κρυμμένη: το πλάσμα είχε αναγκαστεί να γίνει κουβάρι. Ρουθούνιζε και γρύλιζε.

Ο Τάγκιν είπε να το σύρουν σ’ ένα κλουβί, φτιαγμένο επίτηδες μέρες πριν. Ενώ ο Χούμα κοίταζε, κάμποσοι ιππότες έπιασαν το δεμένο όγκο και τον τράβηξαν μέσα στο κλουβί. Το Κτήνος συσπάστηκε και μερικά από τα λουριά του χαλάρωσαν. Οι ιππότες βγήκαν βιαστικά από το μαντρί, ενώ εκείνο συνέχιζε τις προσπάθειες για να λευτερωθεί.

Ο περιπολάρχης πλησίασε τον Άρχοντα Τάγκιν και χαιρέτησε. «Το βρήκαμε στη ρεματιά. Είχε σκοτώσει ένα ελάφι πρόσφατα και το έτρωγε. Μας μύρισε, αλλά το είχαμε πια κυκλώσει. Τους πρώτους που πήγαν να το πιάσουν τους τράβηξε μέσα. Και άλλοι τραυματίστηκαν προσπαθώντας να σώσουν τους πρώτους. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα αναγκαζόμασταν να το σκοτώσουμε. Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Μπερδεύτηκε στα δίχτυα και το πιάσαμε.»

Ο γεροντότερος ιππότης έγνεψε καταφατικά. «Ο Πάλανταϊν σάς φύλαξε – είναι φανερό. Χαίρομαι που δε σκοτώθηκε κανείς. Το κλουβί πρέπει να το αντέξει.»

«Καλύτερα να μην το λέμε “κλουβί”. “Φυλακή” θα ήταν σωστότερος όρος, άρχοντά μου.»

«Φυλακή;» Δίπλα του, ο Μπουόρον με τον Χούμα αλληλοκοιτάχτηκαν. «Τι πιάσαμε;»

Το Κτήνος ήταν ακόμα μη αναγνωρίσιμο, μια και είχε καταφέρει να λευτερώσει τα άκρα του, αλλά χωρίς να αποκαλύψει τη μορφή του. Πλέον όμως ήταν φανερό ότι μερικά από τα μουγκρητά του ήταν πνιγμένες λέξεις.

Ο περιπολάρχης φαινόταν εξαιρετικά περήφανος. «Ένας κατάσκοπος της δρακοβασίλισσας! Ένα από τα άσχημα όντα του Βορρά. Επιτέλους, ο πόλεμος έφτασε μέχρι εδώ.»

Στο μάτι του ιππότη υπήρχε μια λάμψη που ο Χούμα, τουλάχιστον, τη βρήκε ανησυχητική.

Ο Τάγκιν πλησίασε περισσότερο το κλουβί-φυλακή. Το Κτήνος είχε –επιτέλους– αρχίσει να σκίζει τα δίχτυα που το κάλυπταν ακόμα. «Μα την κατάρα του Σαργκόνας! Θα σας ξεσκίσω όλους!»

Ο Χούμα κοκάλωσε. Ο Μπουόρον τον κοίταξε απορώντας που είχε ξαφνιαστεί τόσο στη θέα του Κτήνους. Μια και είχε έρθει πρόσφατα από το Βορρά, θα έπρεπε να είναι εξοικειωμένος με αυτά τα πλάσματα.

Το Κτήνος τράβηξε και τα τελευταία δίχτυα από το κερασφόρο κεφάλι του. Στράφηκε στους δεσμοφύλακές του βαριανασαίνοντας. Με μανία που πάγωνε το αίμα, τράνταξε τις μπάρες της καινούριας του φυλακής.

«Ηλίθιοι! Δειλοί! Ας μονομαχήσει ένας σας μαζί μου! Δώστε μου μια τίμια ευκαιρία! Πού είναι η περιβόητη τιμή σας!»

Από το σημείο που στεκόταν το Κτήνος δεν έβλεπε τον Χούμα. Ο Χούμα όμως το έβλεπε μια χαρά. Κοίταζε με γουρλωμένα μάτια τον πελώριο κτηνάνθρωπο και αναρωτιόταν πώς στην ευχή θα κατάφερνε να σώσει το μινώταυρο από την εκτέλεση.

Κεφαλαίο 14

Ο πρώτος στον οποίο εμπιστεύτηκε το μυστικό ήταν ο Μπουόρον. «Είσαι τυχερός που δε σε πρόσεξε κανένας» είπε ο γενειοφόρος ιππότης. «Άνοιξες το στόμα σου σαν χάννος με το που τον έφεραν.»

Ο Χούμα κούνησε το κεφάλι. «Έμεινα εμβρόντητος. Τελευταία φορά που είδα τον Καζ, αυτός τραβούσε βόρεια κι εγώ κάλπαζα νότια. Μας ακολουθούσαν ένα σωρό εχθροί. Εγώ φαίνεται πως ήμουν το κυρίως θήραμα, γιατί ακολούθησαν εμένα.»

«Και το πλήρωσαν» παρατήρησε ήσυχα ο Μπουόρον. Ο Χούμα τού είχε διηγηθεί αυτό το περιστατικό χωρίς σάλτσες. Ο άλλος είχε εντυπωσιαστεί.

«Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που βρίσκεται εδώ ο Καζ και που έφτασε τουλάχιστον δύο μέρες πριν από μένα. Πρέπει να στράφηκε σχεδόν αμέσως νότια και να με έχασε παρά τρίχα. Αφού χωρίσαμε, εγώ αναγκάστηκα να διώξω το άλογό μου ελπίζοντας ότι θα παράσερνε μακριά τους διώκτες μου. Μετά από αυτό, ήμουν πεζός για κάμποσο διάστημα. Αλλά και πάλι, για να φτάσει μέχρι εδώ πέρα, θα πρέπει να κάλπαζε σαν τρελός. Πρέπει να έχασε κι αυτός το άλογό του λίγο μετά από μένα.»

«Ήξερε προς τα πού πήγαινες;»

Ο Χούμα σκέφτηκε πολλή ώρα. Του φαινόταν τόσο μακρινό. «Αρκετά τουλάχιστον, για να κινηθεί νοτιοδυτικά.»

Ο Μπουόρον κοίταξε από το παράθυρο προς το μέρος του κλουβιού. Ο Καζ ήταν βυθισμένος σ’ ένα βλοσυρό θυμό. «Υπάρχουν πολλά μονοπάτια που θα μπορούσε ένα διαλέξει ένας καλός πολεμιστής για να ταξιδέψει με ασφάλεια. Πρέπει να ανακάλυψε κι εκείνος την ύπαρξή μας σ’ αυτό το μέρος και να συμπέρανε ότι θα σταματούσες εδώ. Ίσως μάλιστα να υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο προορισμός σου.»

Αυτό φάνηκε κάπως λογικό στον Χούμα. «Πράγματι, ανέφερα ότι ήθελα να γυρίσω στους ιππότες. Μπορεί να υπέθεσε ότι, αφού δεν μπορούσα να γυρίσω στη Σολάμνια, θα ερχόμουν εδώ.»

«Ή…» Ο Μπουόρον δίστασε. «Ή είναι όντως κατάσκοπος και αυτή ήταν η πρόθεσή του από την αρχή.»

«Όχι.» Ο Χούμα τελευταία αμφέβαλλε για πολλά, αλλά η αφοσίωση του μινώταυρου ήταν αναμφισβήτητη.

«Μπορεί να δυσκολευτείς να πείσεις γι’ αυτό τους υπόλοιπους. Ο μινώταυρος είναι μινώταυρος. Θα τον ανακρίνουν και –είτε μιλήσει είτε όχι– μάλλον θα τον εκτελέσουν.»

«Για ποιο λόγο; Το μόνο που έκανε ήταν να αμυνθεί.»

Ο Μπουόρον μόρφασε. «Δεν άκουσες τι σου είπα; Είναι μινώταυρος. Δε χρειάζονται άλλο λόγο.»

Ο Χούμα βημάτισε νευρικά. «Πρέπει να μιλήσω με τον Τάγκιν.»

«Βιάσου λοιπόν! Η ανάκριση θ’ αρχίσει αύριο, μετά την πρωινή βάρδια μάλλον.»

«Θα είναι ο Τάγκιν στα διαμερίσματά του τώρα;»

«Δε νομίζω. Ως Ιππότης του Ρόδου, αυτή τη στιγμή θα κάνει την καθημερινή του προσευχή. Ο μόνος λόγος που την καθυστέρησε σήμερα είναι το κυνήγι. Και μια και το αναφέραμε, μπόρεσες να γαληνέψεις καθόλου την ψυχή σου τελευταία;»

Ο Χούμα σταμάτησε το πήγαινε-έλα χλομιάζοντας. «Όχι. Θα μου άξιζε να πάρει ο Πάλανταϊν το βλέμμα του από πάνω μου για πάντα.»

Ο Μπουόρον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Νομίζω πως ο Πάλανταϊν δεν είναι τόσο σκληρός. Έλα.»

Μετά την προσευχή, ο Τάγκιν δεν μπόρεσε να δει τον Χούμα. Είχε σύσκεψη με τους υπαρχηγούς του και τον περιπολάρχη. Ο Χούμα είχε τη φρόνηση να μην επιμείνει. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να λιγοστέψει τις πιθανότητές του να τους πείσει να ελευθερώσουν τον Καζ.

Μια και οι αρχηγοί ήταν απασχολημένοι, ο Χούμα αποφάσισε να αντιμετωπίσει το μινώταυρο. Δεν ήταν σωστό να παριστάνει πως δε γνώριζε τον τεράστιο ανατολίτη. Ο Καζ τού είχε φερθεί πάντα με εντιμότητα.

Ο τόπος περιορισμού του μινώταυρου ήταν ένα κλουβί σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι περιοδεύοντες θίασοι για τα εξωτικά τους ζώα: ένα μεταλλικό κλουβί με κάγκελα, μια μοναδική πόρτα και πάτωμα στρωμένο με χορτάρι και άχυρα. Ο Καζ δε βημάτιζε πέρα-δώθε. Αντίθετα, καθόταν και κοίταζε δύσθυμα το μίγμα κρέατος και δημητριακών που του είχαν δώσει οι δεσμοφυλακές του. Δεν ήταν λαχταριστό ούτε στο ελάχιστο και ο Χούμα αναρωτήθηκε αν η γεύση του ήταν τόσο απαίσια όσο η όψη του.

Δυο ιππότες φρουρούσαν το κλουβί κι έκλεισαν αμέσως το δρόμο του Χούμα.

«Μπορώ να ανακρίνω τον κρατούμενο;»

«Αυτό θα το κάνει ο άρχοντας διοικητής. Όποιος θέλει, μπορεί να παρακολουθήσει.»

«Μπορώ τουλάχιστον να του μιλήσω;»

Ο δυο ιππότες αλληλοκοιτάχτηκαν. Σίγουρα απορούσαν γιατί ένας δικός τους να θέλει να μιλήσει με ένα αιχμάλωτο μινώταυρο. Τελικά, εκείνος που είχε μιλήσει πρώτος απάντησε «Όχι χωρίς την άδεια του άρχοντα διοικητή.»

Στο μεταξύ ο Καζ είχε ακούσει τις φωνές. Άργησε να αντιδράσει, ίσως επειδή δεν ήταν σίγουρος τίνος τη φωνή άκουγε. Ύστερα γύρισε ξαφνικά και όρμησε στις μπάρες.

«Χούμα!»

Οι δυο φρουροί αναπήδησαν κι εκείνος που ήταν προφανώς επικεφαλής χτύπησε την ντυμένη με ατσάλι γροθιά του στο κάγκελο, αρκετά μακριά από το μινώταυρο, για να μην μπορεί να την αρπάξει. «Σιωπή, Κτήνος! Θα έχεις την ευκαιρία να μιλήσεις όταν αρχίσει η ανάκριση.»

Ο Καζ ρουθούνισε αγριεμένος. «Θεωρούσα έντιμους τους ιππότες, αλλά βλέπω ότι λίγοι από αυτούς έχουν τιμή!» Πέρασε το μακρύ, μυώδες μπράτσο του ανάμεσα στα κάγκελα, με την παλάμη ανοιχτή, σαν να παρακαλούσε. «Χούμα! Βγάλε με από αυτό το κλουβί!»

Οι ιππότες κοίταξαν τον Χούμα στενεύοντας τα μάτια. «Φαίνεται να σε ξέρει καλά. Πώς γίνεται αυτό;»

«Γνωριζόμαστε κι έχουμε ταξιδέψει μαζί, δεν είναι δούλος της δρακοβασίλισσας. Είναι κύριος του εαυτού του. Είναι φίλος.»

«Φίλος;» Οι φρουροί κοίταξαν τον Χούμα έκπληκτοι και γεμάτοι αμφιβολία. Και άλλοι ιππότες άρχιζαν να μαζεύονται, περίεργοι για το τι ήταν όλες αυτές οι φωνές.

Τελικά μίλησε κι ο άλλος φρουρός. «Κέιλεμπ, ίσως πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Τάγκιν.»

«Δεν τον διακόπτω τώρα.» Ο Κέιλεμπ –ένας ψηλός, εύσωμος άντρας με όψη σαρκοφάγου– έδειξε τον Χούμα. «Αν δεν ήξερα την αλήθεια, θα σε περνούσα για κατάσκοπο, αφού συναναστρέφεσαι με μάγους και μινώταυρους. Όπως έχουν τα πράγματα, νομίζω πως είσαι ανόητος. Αν θες να μιλήσεις με αυτό το πλάσμα, ρώτα τον Τάγκιν. Εγώ, αν περνούσε από το χέρι μου, θα σε κλείδωνα μέχρι την ανάκριση.»

Ακούστηκαν μουρμουρητά επιδοκιμασίας και ο Χούμα ξαφνιάστηκε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από συμπαθής ξένος είχε γίνει κάτι σαν απόβλητος.

«Τι συμβαίνει εδώ;»

Στο άκουσμα αυτής της φωνής πάγωσαν όλοι – ακόμα και ο Καζ. Ήταν ο Άρχοντας Τάγκιν, ντυμένος με την επίσημη πανοπλία του. Τουλάχιστον είκοσι χρόνια είχαν περάσει πάνω από το πρόσωπό του. Ήταν πλέον η προσωποποίηση της εξουσίας.

«Άντρες, τελευταία έχετε αρχίσει να γίνεστε όχλος. Βλέπω πως θα χρειαστεί να κάνω αλλαγές.» Ο Τάγκιν στράφηκε στον Χούμα. «Μου είπαν πως γνωρίζεις κάπως το μινώταυρο.» Πίσω από τον διοικητή, ο Μπουόρον χαμήλωσε τα μάτια. «Η ανάκριση αρχίζει σε μισή ώρα. Θέλω να είσαι παρών και προετοιμασμένος. Κατάλαβες;»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.»

Ο Τάγκιν γύρισε στους φρουρούς. «Όσο για σας, υπάρχουν κανόνες της Ιπποσύνης που μάλλον αγνοείτε. Έχω την απαίτηση να διδαχτείτε και οι δυο σας από αυτό το περιστατικό.»

Ο Ιππότης του Ρόδου δεν περίμενε την απάντησή τους. Αντί γι’ αυτό, τους προσπέρασε και πλησίασε το κλουβί. Ο Καζ τον αγριοκοίταξε. Ο Τάγκιν έμεινε απαθής.

«Μάθε αυτό, μινώταυρε. Οι βασικές αρχές της Ιπποσύνης παραμένουν οι ίδιες. Η ανάκρισή σου θα είναι αμερόληπτη. Θα σου δοθεί κάθε ευκαιρία να αποδείξεις ότι λες αλήθεια, όπως και ο ιππότης αποδώ. Αυτό σ’ το υπόσχομαι.»

Ο Καζ δεν απάντησε. Έγνεψε μόνο ελάχιστα, καταφατικά.

Ο Τάγκιν έκανε μεταβολή και τράβηξε κατά το αρχηγείο του.


«Δεν παύεις να με εκπλήσσεις με την ικανότητά σου να γίνεσαι πάντα το επίκεντρο, Χούμα.»

Ο Χούμα και ο Μπουόρον σήκωσαν τα μάτια μπαίνοντας στο στρατώνα των ιπποτών. Ο Μάτζιους, λαμπρός μέσα στους ερυθρούς του χιτώνες, τους κοίταζε από την άλλη άκρη της αίθουσας. Είχε άραγε επιστρέψει όντως στην τάξη της Λουνιτάρι ή ήταν και αυτή άλλη μια από τις λόξες του;

«Ο μάγος επιστρέφει στη γη των ζωντανών» παρατήρησε στεγνά ο Μπουόρον.

Ο μάγος σάλεψε. «Μα την αλήθεια, Χούμα, το μόνο πράγμα που είναι πιο ανόητο από εσένα τον ίδιο, που πας κι έρχεσαι μέσα σε λωρίδες μετάλλου, είναι οι παρέες σου. Εξαιρούμαι εγώ, βέβαια.»

«Αν δεν έχεις να πεις κάτι σημαντικό, Μάτζιους, μη λες τίποτα.» Ο Χούμα ξαφνιάστηκε από το ίδιο του το σχόλιο.

Ο Μάτζιους τον αγνόησε. «Βλέπω ότι ο μινώταυρος κατάφερε να μπλέξει σε φασαρίες. Δεν έχουμε καθόλου χρόνο για τέτοια. Αν δε χρειαζόμουν ανάπαυση, θα είχαμε φύγει από χτες το βράδυ.»

Ο Μπουόρον χαμογέλασε με κακία. «Χωρίς την άδεια του Τάγκιν, δεν πας πουθενά.»

«Αλήθεια;»

«Όχι μαζί μου, Μάτζιους. Όχι, αν δεν ελευθερωθεί ο Καζ» πρόσθεσε ο Χούμα.

Ο μάγος αναστέναξε. «Πολύ καλά. Ελπίζω να μην πάρει πολλή ώρα. Ξέρω πόσο χρονοβόρα και βαρετή μπορεί να είναι μια ανάκριση.»

«Χούμα, είναι στ’ αλήθεια φίλος σου αυτή η λέρα;» μπήκε στη μέση ο Μπουόρον.

«Απίστευτο, ε; Πάντως ελπίζω ακόμα να βρω στο βάθος τον παλιό Μάτζιους.»

Αυτή τη φορά ο μάγος δεν απάντησε. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Χούμα και άρχισε να παρατηρεί κάτι ενδιαφέρον στο ραβδί του.

«Θα έρθεις μαζί μου, Μάτζιους;»

Ο παιδικός του φίλος σήκωσε τα μάτια. «Σε μια ανάκριση; Όχι βέβαια. Μπορεί να αποφασίσουν να δικάσουν κι εμένα. Θα περιμένω εδώ το αποτέλεσμα.»

Ο Χούμα άφησε ένα στεναγμό, αν και κανείς δεν ήξερε αν ήταν από ανακούφιση ή από ανησυχία.

Αντίθετα προς τις επίσημες ανακρίσεις του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ, οι διαδικασίες στο φυλάκιο ήταν γοργές, απροκάλυπτες και εύστοχες. Ανέκριναν τον Καζ για το που βρισκόταν τον τελευταίο μισό χρόνο. Το έγκλημά του ενάντια στους προηγούμενους αφέντες του και η κατοπινή συνάντησή του με τον Χούμα εξετάστηκαν με κάθε λεπτομέρεια, καθώς ο Άρχοντας Τάγκιν αναζητούσε κάποια αντίφαση που θα έβγαζε το μινώταυρο αναξιόπιστο.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, βγήκαν στη φόρα πολλά γεγονότα από το παρελθόν του μινώταυρου. Ήταν κι αυτός ένας από τους μεγάλους προμάχους της φυλής του. Μάλιστα, του είχαν δώσει το όνομα ενός παλιού του προγόνου, ενός πανίσχυρου πολεμιστή που κυβερνούσε τη φυλή τους για είκοσι τρία χρόνια, πριν νικηθεί επιτέλους.

Ωστόσο, ο Καζ είχε μεγαλώσει σε μια εποχή που οι μινώταυροι δεν είχαν δικό τους άρχοντα. Όπως είχε μάθει ο Χούμα, αυτοί που έλεγχαν πια τη φυλή ήταν μαριονέτες στα χέρια των διοικητών της δρακοβασίλισσας. Κάθε μινώταυρος, αρσενικός ή θηλυκός, μόλις έφτανε σε ηλικία πολεμιστή, στρατολογούνταν στις όλο και πυκνότερες τάξεις της Σκοτεινής Βασίλισσας. Ποτέ δεν υπήρχαν σε μια μονάδα αρκετοί μινώταυροι ώστε να προκαλέσουν αναταραχή. Ο λαός του Καζ τιμωρούνταν σκληρά ακόμα και για τη μικρότερη παράβαση.

Ο ψηλός πολεμιστής παραδέχτηκε ότι είχε πολεμήσει κι ο ίδιος. Ήταν μέρος της φύσης του. Αλλά σιγά-σιγά η παράλογη σφαγή που έβλεπε γύρω του τον είχε αηδιάσει. Σε πολλά από αυτά που τον υποχρέωναν να κάνει δεν υπήρχε ίχνος τιμής. Τα ογκρ δε νοιάζονταν αν είχαν απέναντι τους ένα στρατό ή ένα χωριό. Όποιος στεκόταν στο δρόμο τους πέθαινε.

Τότε ο Καζ άρχισε να τους διηγείται με κάθε λεπτομέρεια το τελευταίο περιστατικό, τότε που είχε πέσει πάνω στον αιμοσταγή λοχαγό των ογκρ. Για λίγο όλοι οι ιππότες που τον άκουγαν τάχθηκαν με το μέρος του.

Οι ειδήσεις για την κατάρρευση των γραμμών της Σολάμνια και το χάος που ακολούθησε ανανέωσαν την οργή των ιπποτών. Ύστερα ο Καζ τους περιέγραψε την επίθεση στο κάστρο του Μάτζιους και τη φυγή που ακολούθησε το χωρισμό του από τον Χούμα.

Η ανάκριση έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ο Καζ περιέγραψε τη σύντομη αλλά αιματηρή συνάντηση του Χούμα με τον πολέμαρχο. Τα συναισθήματα πλημμύρισαν ξανά προς το μέρος του Χούμα. Εκείνοι που τους είχε κακοφανεί η παράξενη φιλία του με το μινώταυρο τον έβλεπαν ξανά με καινούριο σεβασμό.

Μετά τον Καζ, μίλησε ο Χούμα. Δεν παρακάλεσε τους ιππότες, τους μίλησε μονάχα για τις γενναίες και δίκαιες πράξεις του μινώταυρου. Επίσης τους τόνισε ότι η τιμή ήταν το ίδιο σημαντική για τον Καζ όσο και για την Ιπποσύνη.

Όταν ειπώθηκαν πια όλα, ο Άρχοντας Τάγκιν φάνηκε τρομερά κουρασμένος. Όρθιος μπροστά στο μινώταυρο, που τον φρουρούσαν δεμένο, ο Άρχοντας Τάγκιν πήρε βαθιά ανάσα και είπε «Ο μινώταυρος Καζ υπήρξε απολύτως συνεργάσιμος. Μας περιέγραψε αληθώς τα έργα των δυνάμεων της δρακοβασίλισσας και τα λόγια του επιβεβαιώθηκαν από τον Χούμα, Ιππότη του Στέμματος. Κέρδισε δικαιωματικά έναν τιμημένο θάνατο.»

Ο Καζ ρουθούνισε θυμωμένα και άρχισε να παλεύει με τα δεσμά του. Ο Χούμα πήγε να σηκωθεί όρθιος, αλλά ο Μπουόρον τον κάθισε κάτω με το ζόρι. Ο Τάγκιν συνέχισε.

«Υπάρχει όμως και μια άλλη δυνατότητα. Ο Πάλανταϊν είναι ο θεός του Δικαίου και της Σοφίας. Η εκτέλεση του μινώταυρου θα μπορούσε να είναι μια τρομερή παρωδία δικαιοσύνης. Για αυτό, τον θέτω υπό την επίβλεψη του Ιππότη Χούμα, ο οποίος πιστεύω ότι θα μπορέσει να τον κρατήσει υπό έλεγχο.»

Ακούστηκαν ζητωκραυγές. Οι γνώμες σχετικά με τον Χούμα είχαν αλλάξει τόσο πολύ που πλέον οι δικοί του τον θεωρούσαν μεγάλο ήρωα, όπως και οι κάτοικοι του Έργκοθ.

«Λύστε το μινώταυρο.»

Ο Ιππότης Κέιλεμπ υπάκουσε διστακτικά. Την ώρα που αφαιρούσε κα τα τελευταία του δεσμά, ο Καζ τού χαμογέλασε με κακία. Την επόμενη στιγμή ο μινώταυρος ορμούσε στο πλήθος. Ο Καζ άρπαξε τον παλιό του σύντροφο και τον σήκωσε ψηλά κραυγάζοντας όλο χαρά.

«Πίστευα πως δε θα σε ξανάβλεπα, φίλε Χούμα! Πρέπει να σου πω ότι από σεβασμό για σένα συγκρατούσα το θυμό μου όσο έψαχνα! Χαίρομαι που γύρισα αμέσως νότια. Μου πέρασε, βλέπεις, από το μυαλό ότι μπορεί να πήγαινες βόρεια για να με βρεις.»

Ο Χούμα κοκκίνισε. «Έλπιζα να είσαι καλά. Ο δρόμος μου με έφερε νότια – κι ας μην το είχα σκοπό. Ο Μάτζιους…»

Ο Καζ παρανόησε. «Ναι, τον είδα εκείνο το δρακόσπορο, το μάγο φίλο σου, να με κοιτάζει. Φαινόταν πρόθυμος να με θυσιάσει για το συμφέρον του. Η ικανοποιημένη του έκφραση με ερέθισε τόσο που άρχισα να σκέφτομαι την απόδραση με κάθε κόστος.» Ο μινώταυρος γέλασε δυνατά, αν και ο Χούμα δεν καταλάβαινε το λόγο.

Ο Τάγκιν ξερόβηξε. Ο Χούμα έστρεψε βιαστικά το μινώταυρο προς το μέρος του. «Άρχοντα Τάγκιν, Ιππότη του Ρόδου. Σου παρουσιάζω το μινώταυρο Καζ.»

«Είμαι απόγονος μιας γενιάς που έχει βγάλει τουλάχιστον δώδεκα προμάχους της φυλής μου.» Το αίμα δεν είχε την ίδια αξία στη γη των μινώταυρων όσο στους αριστοκρατικούς ιππότες της Σολάμνια, αλλά μια γενεαλογία προμάχων τύχαινε μεγάλου θαυμασμού από τους μινώταυρους. Για τους ιππότες ήταν σαν να αυτοαποκαλούνταν ο Καζ ευγενής της φυλής του.

Ο Τάγκιν χαιρέτησε το μινώταυρο κι ύστερα σοβάρεψε. «Όταν φύγουν οι άλλοι, θέλω να μιλήσουμε. Έχω καλέσει και το μάγο.»

Η αίθουσα δεν άργησε να αδειάσει. Με μια ματιά του διοικητή, ο Μπουόρον αποχώρησε και αυτός. Ο Καζ φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά ο Άρχοντας Τάγκιν δεν είπε τίποτα μέχρι να φτάσει ο Μάτζιους.

Με φανερό δισταγμό, ο μάγος μπήκε στην αίθουσα. Ο Καζ σφίχτηκε και τα μάτια του κοκκίνισαν από οργή. Ο Χούμα φοβήθηκε ότι θα του ορμούσε, αλλά ο Καζ συγκρατήθηκε. Ο Μάτζιους έκανε λες και η τεράστια μορφή δεν ήταν καν εκεί.

«Αποφάσισα να έρθω αφού με ζήτησες, Άρχοντα Τάγκιν.»

«Τι ευγενικό εκ μέρους σου!» Όπως ο Μπουόρον, έτσι και ο ηλικιωμένος ιππότης δεν είχε πια διάθεση να κρύψει την έχθρα του για το μάγο. «Αποφάσισα να σας επιτρέψω να συνεχίσετε το ταξίδι σας – και μάλιστα να σας δώσω και συνοδεία.»

Ο Μάτζιους πήρε μια ανάσα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, Άρχοντα Τάγκιν, αλλά δε χρειαζόμαστε συνοδεία. Ο Χούμα και εγώ μπορούμε να τα καταφέρουμε και μόνοι μας.»

«Αλλά δε θα είστε μόνοι, σπορά του λύκου» σφύριξε ο Καζ. «Συνοδεία-ξεσυνοδεία, θα έρθω κι εγώ μαζί σας.»

Ο Τάγκιν σήκωσε το χέρι του για να σωπάσουν. «Δεν έχετε άλλη επιλογή. Θα συνοδεύεστε οπωσδήποτε. Δεν είναι από ευγένεια. Είναι απαίτηση, αν θέλετε να συνεχίσετε αυτή την… αναζήτηση.»

Ο Μάτζιους αγριοκοίταξε ανοιχτά τον Χούμα. «Κι ορκίστηκες να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Η γλώσσα σου πάει ροδάνι, βλέπω.»

Ο Χούμα θύμωσε, αλλά δε θα του έκανε τη χάρη να μπλέξει σε έναν παιδαριώδη καβγά.

Ο διοικητής του φυλακίου πλησίασε τον Μάτζιους τόσο που τα πρόσωπά τους δεν απείχαν παρά μία παλάμη. «Φεύγετε αύριο το πρωί, με την αυγή. Ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα. Αν σκέφτεσαι να το σκάσεις κρυφά, μην μπεις στον κόπο. Θα σε βρούμε και τότε θα σε βάλω φυλακή. Μπορούμε να φυλακίσουμε και μάγους. Πίστεψέ με.»

Ο Χούμα ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα βλέποντας τον Μάτζιους να υποχωρεί πρώτος. «Πολύ καλά. Μια και προφανώς δεν έχουμε άλλη επιλογή…»

«Δεν έχετε.»

Ο Μάτζιους γύρισε στον Χούμα και του έδειξε το μινώταυρο. «Πρέπει να έρθει κι αυτός μαζί μας;» ρώτησε.

«Απαραιτήτως.» Στην απάντηση του Χούμα πρόσθεσε και ο Καζ ένα γρύλισμα, δείχνοντας τα δόντια του.

«Το πρωί λοιπόν.» Ο Μάτζιους στράφηκε ξανά στον Άρχοντα Τάγκιν. «Τελειώσαμε;»

«Όχι. Αν κατάλαβα καλά, όλα αυτά βασίζονται σ’ ένα όνειρο;»

Ο μάγος χαμογέλασε. Φαινόταν λυπημένος. «Η Δοκιμασία δεν ήταν όνειρο. “Εφιάλτης” θα ήταν η σωστή λέξη. Ένας εφιάλτης που ελπίζω να μπορέσω ν’ αλλάξω.»

Ο Τάγκιν τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Δεν του τα ’χεις πει όλα, ε, Μάτζιους;»

Τα μάτια του Χούμα γούρλωσαν και, βλέποντας τον Μάτζιους να αργεί να απαντήσει, γούρλωσαν ακόμα περισσότερο.

Ο μάγος κοίταξε τους άλλους και υστέρα στράφηκε απότομα προς την πόρτα. «Όχι. Θα το κάνω όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή.»

Τον παρακολούθησαν να φεύγει.

«Πρόσεχε τον, Χούμα» ψιθύρισε τελικά ο Τάγκιν. «Όχι μόνο για το δικό σας καλό, αλλά και για το δικό του.»

Ο νεότερος ιππότης δεν μπόρεσε παρά να γνέψει καταφατικά. Και πάλι αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να πιστέψει πια τον Μάτζιους.

Ένας ιππότης στεκόταν σκοπός στην ψηλότερη κορυφή. Είχε κατεβασμένη την προσωπίδα της περικεφαλαίας του κι έτσι ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσει κανείς. Φορούσε το έμβλημα των Ιπποτών του Ρόδου και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα υπέροχο σπαθί. Φαινόταν σαν να πρόσφερε το όπλο στον Χούμα.

Ο Χούμα σύρθηκε πάνω από το γκρεμό και το φαράγγι. Έχασε την ισορροπία του πάνω από δέκα φορές, αλλά κάθε φορά την ξανάβρισκε πριν πέσει. Αν και κόντευε στην κορυφή, ο άλλος ιππότης δεν τον βοήθησε. Αντί γι’ αυτό, η παράξενη μορφή συνέχισε να κρατάει τεντωμένο το σπαθί.

Ο Χούμα προχώρησε σκοντάφτοντας και δέχτηκε το προσφερόμενο όπλο. Ήταν όμορφο σπαθί – αρχαίο. Ο Χούμα έσκισε τον αέρα τρεις φορές. Ο άλλος τον κοίταζε.

Ο νεαρός ιππότης τον ευχαρίστησε για το όπλο και τον ρώτησε πώς τον έλεγαν. Ο ιππότης με την προσωπίδα δεν απάντησε. Θυμώνοντας ξαφνικά, ο Χούμα τον πλησίασε και του σήκωσε την προσωπίδα.

Ποτέ του δεν κατάλαβε τι είδε γιατί κάτι ούρλιαξε και ο Χούμα τινάχτηκε όρθιος στο στρώμα, με το όνειρο χίλια κομμάτια.


Ο Τάγκιν φρόντισε να διαπιστώσει ότι τίποτα δεν πήγαινε στραβά. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις αντιδράσεις του Μάτζιους, αλλά εκείνο το πρωί ο μάγος φερόταν πολύ καλά.

Έφτασε η συνοδεία. Δέκα άντρες είχαν προσφερθεί εθελοντικά. Ο Χούμα είδε με ανακούφιση ότι ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Μπουόρον.

Όταν ήταν όλοι έτοιμοι και πάνω στα άλογά τους, ο Μπουόρον έδωσε το σινιάλο να ανοίξουν οι πύλες. Καθώς έβγαιναν, ένας-ένας οι άντρες, με εξαίρεση τον Μάτζιους και τον Καζ, χαιρετούσαν το διοικητή. Ο Άρχοντας Τάγκιν δεν είχε πει τίποτα στον Χούμα εκείνο το πρωί, αλλά του ανταπόδωσε το χαιρετισμό μ’ ένα ελαφρύ, καθησυχαστικό νεύμα.

Η διαδρομή τους θα ήταν σε ανοιχτό πεδίο σε ολόκληρο το ταξίδι, προσφέροντάς τους μια ανεμπόδιστη θέα των οροσειρών. Απείχαν αρκετών ημερών πορεία από τον προορισμό τους. Ο Χούμα αναρωτήθηκε ποια κορυφή να αναζητούσε ο Μάτζιους και τι περίμενε να βρει. Ο μάγος ήταν πολύ ήσυχος. Για την ακρίβεια, από τη στιγμή που άφησαν το φυλάκιο τα μάτια του ήταν καρφωμένα στις βουνοκορφές. Κοίταζε τους πελώριους πέτρινους γίγαντες λες και από αυτούς κρεμόταν η ζωή του – πράγμα μάλλον πιθανό άλλωστε.

Αν είχε κοιτάξει πίσω του εκείνη τη στιγμή, ο Χούμα μπορεί να πρόσεχε τη γοργή μορφή που τιναζόταν από τη μια κρυψώνα στην άλλη. Αδιαφορούσε που ήταν μέρα, πράγμα που έβλαπτε το είδος του, αφού δε θεωρούσε τον εαυτό του παρά προέκταση του αφέντη του. Όμως σε όλο το μακρύ αυτό ταξίδι ήταν τα μάτια και τα αυτιά εκείνου που στα χέρια του βρισκόταν η ζωή του. Για χάρη του άντεχε το κάψιμο και τον πόνο του ηλιακού φωτός, που διαπερνούσε ακόμα και τα αιώνια σύννεφα.

Όπου κι αν πήγαιναν ο ιππότης με το μάγο, ο ντρέντγουλφ θα τους ακολουθούσε.

Κεφαλαίο 15

Οι πελώριοι γίγαντες διαγράφονταν από πάνω τους αδιάφοροι για τα μικροσκοπικά, ανήσυχα πλάσματα που κινούνταν στο απώτατο άκρο τους. Τα βουνά, όπως φαίνονταν από απόσταση, ήταν μεγαλόπρεπα. Από κοντά ήταν υποβλητικά. Ούτε ο Μάτζιους δε μιλούσε. Όλοι τους, σαν ένας, δεν μπορούσαν παρά να τα κοιτάζουν.

Τα βουνά ήταν πολύ παλιά, πολύ αρχαιότερα από τα βουνά της Ανατολής, ακόμη και του Βορρά. Πολλές κορυφές χάνονταν μέσα στα σύννεφα μαρτυρώντας το ασύλληπτο ύψος τους. Ο χρόνος τα είχε αλλοιώσει τόσο που μερικά έμοιαζαν με κελύφη γιγάντιων θαλάσσιων πλασμάτων. Ο άνεμος –πάντοτε παρών και δέκα φορές πιο άγριος από αυτόν της πεδιάδας– χόρευε ανάμεσα στις κορυφές, ουρλιάζοντας σχεδόν ανθρώπινα.

«Σάργκας» ψιθύρισε ο Καζ. Κανείς δεν τον παρατήρησε για το χαμηλόφωνο θαυμασμό.

Αυτός που τους έβγαλε από την περισυλλογή ήταν βέβαια ο Μάτζιους. Σάλευε άβολα πάνω στο υποζύγιό του, με το βλέμμα καρφωμένο την περισσότερη ώρα στις κορυφές που βρίσκονταν στην καρδιά της οροσειράς. «Αν κάτσουμε εδώ με το στόμα ανοιχτό, δε θα κάνουμε τίποτα. Είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε, Χούμα;»

Ο Χούμα δίστασε. «Ναι, έτσι νομίζω. Καζ;»

Ο μινώταυρος σήκωσε τα μάτια στις βουνοκορφές και, επιτέλους, χαμογέλασε. «Τέτοια τοπία μού είναι πολύ οικεία, φίλοι μου. Δεν έχω κανένα ενδοιασμό.»

«Θα σας περιμένουμε εδώ τρεις μέρες, για προφύλαξη» είπε ο Μπουόρον.

Ο Μάτζιους πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε περιφρονητικά, πέρα. «Δε χρειάζεται.»

«Εμείς θα μείνουμε. Δεν έχει σημασία το τι λες εσύ.»

«Πάμε λοιπόν» πετάχτηκε βιαστικά ο Χούμα. Είχε μεγάλη επιθυμία να ξεμπερδεύουν μ’ αυτή την ιστορία, αν ήταν δυνατόν δηλαδή.

«Σύμφωνοι.» Ο Μάτζιους σπιρούνισε το άλογό του.

«Χούμα» είπε σοβαρά ο Μπουόρον και του άπλωσε το χέρι. Το πρόσωπό του ήταν ίδιο με τα βουνά μπροστά τους: σκληροτράχηλο, αλλά θαυμαστό με τον τρόπο του. «Είθε να σε φυλάει ο Πάλανταϊν.»

«Κι εσένα επίσης.»

Οι υπόλοιποι ιππότες τον χαιρέτησαν με μια κίνηση του κεφαλιού καθώς περνούσε από μπροστά τους. Ο Χούμα δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του, καθώς φοβόταν ότι θα υπέκυπτε στην επιθυμία του να γυρίσει πίσω αντί να ριχτεί σε μια –ανόητη ίσως– αναζήτηση. Ωστόσο, στον Καζ και στον Μάτζιους δεν έδειξε το παραμικρό ίχνος φόβου. Ένας ιππότης σαν τον Μπένετ θα ορμούσε στο βουνό έτοιμος να τα βάλει με την ίδια τη δρακοβασίλισσα αν χρειαζόταν. Ο Χούμα ήξερε ότι ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο, αλλά θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του με αξιοπρέπεια.

Σε λίγο είχαν μπει ανάμεσα στα βουνά. Οι κορυφές υψώνονταν ολόγυρά τους σε φανταστικούς τοίχους και φραγμούς έτοιμους –λες και τους περίμεναν– να κλείσουν εξαφανίζοντας κάθε ίχνος αυτών των μικροσκοπικών πλασμάτων που τολμούσαν να τις μολύνουν.

«Κάτι τέτοια βουνά με κάνουν να καταλάβω πώς νιώθουν τα έντομα» σχολίασε ο Καζ.

Μπροστά τους ο Μάτζιους γέλασε περιφρονητικά. «Δεν είναι παρά σωροί βράχων. Εντυπωσιακοί στην αρχή, αλλά άξιοι τόσου σεβασμού όσου αρμόζει και σ’ ένα βότσαλο της όχθης.»

«Άρα, ποτέ σου δεν έμαθες στ’ αλήθεια τα βουνά. Πρόσεχε μη σε θάψουν κάτω από την ασημαντότητά τους.»

Ακούστηκε μια κραυγή σαν να ερχόταν από κάπου ανάμεσα στα βουνά. Ήταν μια άγρια κραυγή αρπακτικού – και οι τρεις καβαλάρηδες κοίταξαν γρήγορα ολόγυρά τους.

Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και δε φαινόταν τίποτα. Ο Καζ στράφηκε στον Μάτζιους. «Τι ήταν αυτό; Σου είναι γνώριμος ο ήχος;»

Ο μάγος είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του και την αλαζονεία του μαζί. «Κάποιο πουλί ίσως. Ή ακόμα και κάνας δράκος. Δε θα με εξέπληττε αν διαπίστωνα πως ζουν δράκοι εδώ.»

«Εδώ;» Ο Χούμα είδε ξαφνικά με τη φαντασία του πελώριους κόκκινους δράκους να κατεβαίνουν από τον ουρανό πάνω στην άμοιρη ομάδα. Μπορεί ο Μάτζιους να κατάφερνε να τους κρατήσει προσωρινά σε απόσταση, αλλά ούτε ο Καζ ούτε ο Χούμα είχαν την παραμικρή ελπίδα να γλιτώσουν. Η βαριά σπάθα δεν άξιζε πολλά μπροστά στο φολιδωτό πετσί των δράκων.

Το φιδωτό μονοπάτι περνούσε μέσα από διαδοχικές πλαγιές, βράχους με επίπεδες προεξοχές και επικίνδυνες στροφές. Ο Μπουόρον τούς είχε πει ότι το μονοπάτι το είχαν φτιάξει νάνοι που είχαν εγκαταλείψει από καιρό την περιοχή και ήταν το μοναδικό που έδινε στους ταξιδιώτες κάποια ελπίδα να φτάσουν στην άλλη πλευρά των βουνών. Οι ιππότες ταξίδευαν στα βουνά όσο λιγότερο γινόταν, όχι γιατί φοβούνταν αλλά επειδή ήξεραν ότι ακόμα και οι λιγοστοί ληστές της περιοχής έμεναν μακριά από την κορυφογραμμή.

Ο άνεμος χτυπούσε άγρια το μανδύα του Χούμα, αναγκάζοντάς τον να σταματά για να τον στερεώσει. Ο αέρας δημιουργούσε περίεργους ήχους, σαν κραυγές παράξενων, φανταστικών θηρίων.

Ο Μάτζιους προχωρούσε πάντα πρώτος, μια και ήταν ο μόνος που είχε ιδέα για το πού πήγαιναν. Ο Χούμα αναζητούσε κάποια κορυφή που να μοιάζει με εκείνη του υφαντού, ενώ του Καζ του αρκούσε να προχωρεί καβάλα, αφήνοντας τους άλλους να κάνουν τη δουλειά. Καθόλου δεν τον ενδιέφερε το τι έψαχνε ο μάγος. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η υγεία η δική του και του Χούμα. Στο βαθμό που αφορούσε τον Καζ, ο Μάγος του Ερυθρού Χιτώνα μπορούσε να πάει στα κομμάτια.

Ακολούθησαν άλλη μια στροφή και βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Ο Μάτζιους άρχισε να βρίζει. Ο Καζ γέλασε, παρά την θυμωμένη έκφραση που είχαν τα μάτια του μάγου.

Το μονοπάτι ήταν θαμμένο κάτω από τόνους βράχων. Ο Χούμα σήκωσε το βλέμμα του και είδε έναν καινούριο γκρεμό στο πλάι ενός βουνού. Προσπάθησε να φανταστεί πόση δύναμη χρειαζόταν για να προκληθεί μια τέτοια κατολίσθηση.

«Δε με κοροϊδεύετε εμένα!» φώναξε άγρια στα βουνά ο Μάτζιους, όρθιος στη σέλα. Γύρισε απότομα στους άλλους δύο και είπε «Λίγο πιο πίσω υπήρχε μια διασταύρωση. Δείτε μήπως το άλλο μονοπάτι ενώνεται ξανά με τούτο. Εγώ θα δω τι μπορεί να γίνει εδώ.»

Ο μινώταυρος δεν είχε καμία όρεξη να δέχεται διαταγές από τον Μάτζιους, αλλά ο Χούμα τον ηρέμησε. Εκείνη τη στιγμή δε θα ήταν καλό να τσαντίσει το μάγο.

Ενώ ο μάγος επιθεωρούσε την κατολίσθηση, ο Χούμα με τον Καζ γύρισαν πίσω. Η διασταύρωση που έλεγε ο Μάτζιους φαινόταν ασυνήθιστη και το ένα μονοπάτι είχε κιόλας κρυφτεί από τους αδύναμους θάμνους που φύτρωναν στην οροσειρά. Ο Χούμα προτίμησε το μονοπάτι με τη βλάστηση.

Ο Καζ ξεκίνησε να επιθεωρήσει το άλλο μονοπάτι. Ο Χούμα τον είδε να χάνεται και τότε ξεπέζεψε. Το μονοπάτι φαινόταν επισφαλές και δεν είχε καμία όρεξη να κινδυνέψει ο ίδιος ή το άλογό του. Καλύτερα να το άφηνε πίσω του. Αν αργότερα το μονοπάτι γινόταν πιο ασφαλές, θα γυρνούσε να το πάρει και θα προχωρούσε ξανά.

Για να καθαρίσει το μονοπάτι από τους θάμνους χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει το σπαθί του. Αν και τα φυτά ένα-ένα ήταν αδύναμα, φύτρωναν τόσο πυκνά που ήταν σαν να έκοβες χοντρές μπάλες άχυρο. Ο Χούμα αναγκάστηκε να σπαθίσει κάμποσα λεπτά της ώρας, πριν μπορέσει να προχωρήσει.

Εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι το μονοπάτι προχωρούσε ανηφορικά, σε πετρώδες έδαφος, που έκανε την ίππευση αδύνατη και την πεζοπορία μια διαδικασία αργή και επίπονη.

Ξαφνικά, βρέθηκε σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά, κρυμμένη κατά ένα μέρος από τη βλάστηση. Ο Χούμα χαμογέλασε με ανακούφιση. Το μονοπάτι φαινόταν πως έκανε κύκλο για να ενωθεί με το αρχικό, πέρα από το σημείο που είχε γίνει κατολίσθηση. Ύστερα από κάμποση επιθεώρηση, ο Χούμα συμπέρανε ότι το μονοπάτι δεν ήταν μόνο βατό, αλλά και ότι θα τους οδηγούσε γρηγορότερα στις κορυφές που ενδιέφεραν τον Μάτζιους. Είδε επίσης με ικανοποίηση ότι αυτό το μονοπάτι ήταν λιγότερο εκτεθειμένο στον άνεμο. Ο ιππότης γύρισε πίσω και άνοιξε το βήμα του. Ήταν σίγουρος ότι στο μεταξύ και ο Καζ θα είχε τελειώσει τη δική του έρευνα. Επίσης, αμφέβαλλε αν ο Μάτζιους είχε βρει τρόπο να παρακάμψει την κατολίσθηση. Το μονοπάτι του Χούμα φαινόταν η καλύτερη –και η μοναδική ίσως– λύση.

Έφτασε στο σημείο όπου ενώνονταν οι δυο πλαγιές κι έπεσε πάλι στο βραχώδες κομμάτι του μονοπατιού. Ο Χούμα έστριψε σε μια γωνία και… κοκάλωσε μπροστά σ’ έναν τεράστιο βράχο. «Τι;..» μουρμούρισε σηκώνοντας απορημένα τα φρύδια. Σήκωσε τα μάτια στο ύψος του βράχου και τον ακούμπησε με τα δάχτυλά του. Ήταν απολύτως αληθινός. Συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει λάθος μονοπάτι.

Γύρισε μπρος-πίσω και σταμάτησε απορημένος. Όλα έδειχναν ότι είχε ακολουθήσει το σωστό μονοπάτι. Όμως ο βράχος φαινόταν λες και στεκόταν εκεί χρόνια ολόκληρα. Βρύα κάλυπταν εδώ και εκεί την επιφάνειά του. Ήταν φαγωμένος από τον άνεμο, με την κορυφή του σχεδόν στρογγυλεμένη.

Τελικά ο Χούμα τα παράτησε και γύρισε στην άλλη διασταύρωση που είχε ανακαλύψει. Παρά την αίσθηση ότι έπαιρνε λάθος δρόμο, άρχισε να ακολουθεί τη διασταύρωση. Καθώς προχωρούσε, η εμπιστοσύνη του μεγάλωνε, γιατί το μονοπάτι έδειχνε να οδηγεί εκεί που ήθελε. Ύστερα έστριψε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε λίγο ο Χούμα βρέθηκε να ακολουθεί ένα μονοπάτι όλο στροφές και δαιδαλώδη γυρίσματα που έκαναν το κεφάλι του να γυρίζει. Ο ιππότης σταμάτησε. Το μονοπάτι απομακρυνόταν. Μούγκρισε μονάχος του κι έκανε μεταβολή για να γυρίσει πίσω.

Το μονοπάτι απ’ όπου είχε έρθει και που έπρεπε να στρίβει δεξιά, πλέον, έστριβε αριστερά.

Δεν ήταν δυνατόν. Ο Χούμα κατάλαβε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος την προηγούμενη φορά, αλλά όχι και αυτή. Είχε δείξει ιδιαίτερη προσοχή, αποτυπώνοντας σχολαστικά την πορεία του. Ο Μπουόρον και οι άλλοι έλεγαν ότι πολλοί ταξιδιώτες δε γύρισαν ποτέ από τα βουνά. Τώρα έβλεπε το λόγο. Ήταν λες και τα ίδια τα βουνά μετατοπίζονταν για να χαθούν οι απρόσεκτοι, αν και καταλάβαινε ότι αυτό ήταν έργο κάποιας θνητής οντότητας. Η σκέψη του πήγε στον Γκάλαν Ντράκος, αλλά αυτό δεν έμοιαζε να ταιριάζει στην τεχνική του αποστάτη. Συνειδητοποίησε ότι κάπου τον οδηγούσαν. Ο Ντράκος θα τον είχε πιάσει κιόλας. Όχι, αυτά τα μαγικά είχαν διαφορετικό σκοπό.

Με το σπαθί στο χέρι, ο Χούμα άρχισε να ακολουθεί το μοναδικό ελεύθερο μονοπάτι.

Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο, μονάχα βράχοι, γυμνοί θάμνοι και πότε-πότε κανένα πουλί ψηλά στον ουρανό.

Ξαφνικά το μονοπάτι χωρίστηκε στα δυο. Ο Χούμα κοντοστάθηκε, καθώς υποπτεύθηκε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε παρά μία μονάχα επιλογή. Ποια όμως;

Το συλλογίστηκε κάμποσο πριν συνειδητοποιήσει ότι από πίσω του ακουγόταν ένα ρυθμικό «ταπ»-«ταπ». Γύρισε με τη λεπίδα όρθια και σε ετοιμότητα. Περίμενε να δει κανένα ογκρ ή κανένα μέλος της Μαύρης Φρουράς. Αντί γι’ αυτό, βρέθηκε μπροστά σε μια κουκουλοφόρα μορφή, καθισμένη σ’ ένα μεγάλο, επίπεδο βράχο.

Ο ήχος προερχόταν από ένα ραβδί σχεδόν ίδιο με αυτό του Μάτζιους, που το κρατούσε ένα γκρίζο, γαντοφορεμένο χέρι, καλυμμένο κατά ένα μέρος από το μανίκι ενός πανωφοριού. Ο γκρίζος μανδύας σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος της μορφής. Ο Χούμα πλησίασε κι άλλο για να δει καλύτερα. Ήταν ένας άντρας με σταχτί πρόσωπο.

Ο υπόφαιος άντρας χάιδευε τη μακριά, γκρίζα γενειάδα του και χαμογέλασε στον ιππότη σχεδόν αδιόρατα.

Ο Χούμα χαμήλωσε τη λεπίδα – όχι τελείως όμως. «Ποιος είσαι;» ρώτησε.

«Εσύ ποιος είσαι;» ανταπάντησε ο γκρίζος άντρας.

Ο ιππότης σκυθρώπασε, αλλά αποφάσισε να παίξει προς το παρόν το παιχνίδι του άλλου. «Είμαι ο Χούμα, Ιππότης του Τάγματος του Στέμματος.»

«Ένας Ιππότης της Σολάμνια.» Η φιγούρα με τα γκρίζα ρούχα μιλούσε λες και το ήξερε από την αρχή. Το ραβδί συνέχιζε το «ταπ»-«ταπ» του.

«Εγώ απάντησα στην ερώτησή σου. Απάντησε κι εσύ στη δική μου.»

«Εγώ;» Ο γκρίζος άντρας χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα γκρίζα του δόντια. «Δεν είμαι παρά άλλος ένας ταξιδιώτης.»

Ο Χούμα τού έδειξε την περιοχή ολόγυρα. «Δεν το έκανες εσύ αυτό;»

«Τα βουνά; Ω, όχι. Νομίζω πως βρίσκονται πολύ καιρό εδώ.»

«Εννοώ, τα μονοπάτια που εξαφανίζονται.» Η εκκεντρικότητα του άντρα εξόργιζε τον Χούμα.

«Δεν κινώ βουνά. Είναι πολύ πιθανό να μη βλέπεις καλά με τα μάτια σου.» Η μορφή στο βράχο μπερδεύτηκε ολότελα με το περιβάλλον της. Ο Χούμα διαπίστωσε ότι μια στιγμή να κοίταζε αλλού, μετά έπρεπε να ψάξει πολύ προσεκτικά για να τον ξαναδεί. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο γκρίζος άντρας καθόταν στο βράχο όταν πέρασε προηγουμένως ο Χούμα. Απλώς δεν τον είχε δει.

«Είσαι μάγος;» τον ρώτησε.

Το χτύπημα του ραβδιού σταμάτησε για μια στιγμή. «Να μια ενδιαφέρουσα ερώτηση.»

Τα χτυπήματα ξανάρχισαν.

«Λοιπόν;» ο Χούμα πάλευε να συγκρατήσει τα νεύρα του.

Ο γκρίζος άντρας φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή. Ύστερα έδειξε με το ραβδί του τα δύο μονοπάτια πίσω από τον Χούμα. «Δεν ακολουθούσες ένα μονοπάτι;» τον ρώτησε. «Πρέπει να συνεχίσεις, ξέρεις. Μπορεί να σε βγάλει σε κάποιο σημαντικό μέρος.»

«Πολύ καλά. Ποιο θα διάλεγες εσύ;» Ο Χούμα κράτησε την αναπνοή του. Αναρωτιόταν αν θα έπαιρνε απάντηση που να βγάζει νόημα.

Αφού το συζήτησε κάμποσο με τον εαυτό του, ο γκρίζος σαν την πέτρα άντρας τού έδειξε με το ραβδί του το αριστερό μονοπάτι. «Αυτό εδώ το προτιμούν πολλοί.»

«Ευχαριστώ.» Ο Χούμα προχώρησε προς το μονοπάτι που του είχαν υποδείξει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεμπερδεύει με τους γκρίζους ανθρώπους και τα μονοπάτια που μια φαίνονταν και μια εξαφανίζονταν. Όσο συντομότερα έφευγε…

«Βέβαια» πρόσθεσε ο άλλος «άλλοι θεωρούν ότι το σωστό είναι το δεξιό μονοπάτι»

Ο Χούμα σταμάτησε. Γύρισε και κοίταξε ψυχρά τον γκρίζο άντρα. «Εσύ ποιο θα διάλεγες;»

«Εγώ δεν πάω πουθενά.»

Ο ιππότης κοίταξε εξεταστικά τα δύο μονοπάτια. Αποκεί που στεκόταν φαίνονταν ολόιδια. Δεν μπορούσε να διαλέξει βασιζόμενος στην εμφάνισή τους. Έπρεπε να ακολουθήσει το ένστικτό του.

Επίτηδες, ο Χούμα πήρε το δεξιό μονοπάτι και άρχισε να προχωρεί. Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του, ούτε καν όταν ξανάρχισε το γνωστό «ταπ»-«ταπ».

Το σχόλιο όμως τον έκανε να κοντοσταθεί για μια στιγμή.

«Ενδιαφέρουσα επιλογή.»

Τα χτυπήματα σταμάτησαν. Ο Χούμα γύρισε άθελα του.

Το μονοπάτι –και ο γκρίζος άντρας– είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους υπήρχε μια ψηλή, γερτή κορυφή.

Ο Χούμα ακολούθησε το στριφογυριστό μονοπάτι για ώρες. Πρόσεξε ότι ο ήλιος είχε χαμηλώσει πια στον ουρανό, πράγμα που σήμαινε ότι είχε χωριστεί από τους υπόλοιπους για ένα μεγάλο μέρος της ημέρας. Το να τους φωνάξει είχε αποδειχτεί μάταιο.

Είχε σηκωθεί αέρας. Ο Χούμα τυλίχτηκε με το μανδύα του και τόλμησε να βάλει το σπαθί στο θηκάρι του, για να μπορέσει να σφίξει το ρούχο στο κορμί του. Αναρωτήθηκε πόσο κρύο να έκανε στα βουνά και κατέληξε ότι καλό θα ήταν να μην το σκέφτεται.

Πού ήταν ο Μάτζιους και ο Καζ; Έλπιζε ότι ο μινώταυρος και ο μάγος δε θα αλληλοσκοτώνονταν τη στιγμή που δε βρισκόταν ο ίδιος εκεί για να τους συγκρατήσει.

Το στομάχι του γουργούρισε ξανά από την πείνα, προκαλώντας του μια αμυδρή ενοχή. Για τους ιππότες, το γεύμα ήταν μια τελετή εξαγνισμού. Δε θα πάθαινε και τίποτα για λίγες ώρες.

Στους θάμνους που προσπερνούσε έβλεπε μερικά σκόρπια βατόμουρα, αλλά σε κάποιες προηγούμενες απόπειρες που είχε κάνει είχαν αποδειχτεί ακατάλληλα για φάγωμα – και ίσως και δηλητηριώδη. Δεν είχε δει, ούτε είχε ακούσει ίχνος ζώων, εκτός από την τυχαία κραυγή κάποιου άγνωστου πλάσματος που καραδοκούσε κάπου στα βουνά. Ενός μεγάλου πουλιού ίσως. Με τι τρεφόταν λοιπόν; Με απρόσεκτους, ανόητους ταξιδιώτες;

Επιτέλους σουρούπωσε και ο Χούμα περίμενε κάποιο σημάδι του Μάτζιους. Ωστόσο, ούτε φως ούτε ήχος διαπέρασε το σκοτάδι. Νύχτωσε για τα καλά και ο Χούμα ήταν πάντα μονάχος.

Όμως, πράγμα ασυνήθιστο, η νύχτα ήταν φωτεινή. Κατά κάποιον τρόπο, τα αστέρια λες και μπορούσαν να διαπεράσουν το μανδύα των νεφών που δεν μπορούσε να τρυπήσει ο ήλιος. Ίσως, πράγμα πολύ ενθαρρυντικό, ο Σολίναρι να βρισκόταν στο απώτατο ζενίθ του. Τώρα φυλούσε τον κόσμο ο θεός του Λευκού Χιτώνα και, μολονότι ο Μάτζιους φορούσε ερυθρό χιτώνα, ο Χούμα υποπτευόταν ότι ο Σολίναρι θα πρόσεχε και αυτόν.

Τελικά ο Χούμα σταμάτησε για να περάσει τη νύχτα, κουρασμένος και μπερδεμένος, έτοιμος όμως να συνεχίσει με το πρώτο φως. Σύρθηκε κάτω από μια προεξοχή σ’ ένα αρκετά επίπεδο μέρος και τυλίχτηκε με το μανδύα του. Για φωτιά ούτε λόγος. Είχε περάσει και χειρότερα, αλλά οι σουβλιές της πείνας τον ερέθιζαν συνέχεια, ακόμα κι όταν τον πήρε ο ύπνος.


Ο Χούμα σάλεψε. Ένας ήχος σαν πλατάγισμα δυνατών φτερών τον πέταξε από τον ύπνο. Έριξε μια ματιά από το καταφύγιό του και δεν είδε τίποτα παρά μόνο σκοτάδι – και αποφάσισε ότι ήταν ή κάποια κατολίσθηση βράχου ή ο άνεμος. Σύντομα τον ξαναπήρε ο ύπνος.

Πίσω από ένα μακρινό βράχο, δυο λαμπερά, κατακόκκινα μάτια κοίταζαν τυφλά τον ανυποψίαστο ιππότη. Ο ντρέντγουλφ είχε διαταχθεί να κοιτάζει μόνο, όχι να σκοτώσει – αυτή τη φορά τουλάχιστον. Όμως ο κοιμισμένος άνθρωπος έδινε ικανοποιητικό στόχο και το σίχαμα άρχισε να προχωρεί αθόρυβα, μπροστά, δείχνοντας τα κίτρινα δόντια του. Ετοιμάστηκε να πηδήσει κι ένα τερατώδες νύχι τινάχτηκε και το έλιωσε, τσακίζοντάς του κάθε διάθεση για ανταρσία. Ούτε «κιχ» δεν ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.

Ο Χούμα σάλεψε ξανά, αλλά δεν ξύπνησε.


Η αυγή έφερε μαζί της την αίσθηση ότι δεν είναι μόνος. Ο Χούμα ερεύνησε τη γύρω περιοχή. Όλα ήταν όπως την προηγούμενη μέρα, μόνο που έκανε λίγο περισσότερη ζέστη. Η πείνα τον ενοχλούσε ακόμα, αλλά άρχιζε να την ελέγχει – ή ίσως είχε πια ξεπεράσει το σημείο που τον πείραζε.

Τόλμησε να φωνάξει τους συντρόφους του. Ο άνεμος είχε κοπάσει κάπως και ο Χούμα σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά μπορεί να τον άκουγαν. Αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το πλάσμα που έκρωζε την προηγούμενη νύχτα, ας ήταν κι έτσι.

Οι φωνές του δεν πήραν απάντηση ούτε από το μάγο, ούτε από το μινώταυρο, ούτε από το άγνωστο πλάσμα. Ο Χούμα τα παράτησε και ξαναπήρε το παράξενο μονοπάτι. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε καν αν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω.

Προς μεγάλη του έκπληξη και ευχαρίστηση, το μονοπάτι έγινε πιο ομαλό και βατό. Υπήρχε και φαγητό, βατόμουρα από κάποιο καινούριο είδος θάμνου. Όταν αποδείχτηκαν βρώσιμα, καταβρόχθισε όσα βρήκε. Φυσικά το δηλητήριό τους θα μπορούσε να είναι αργό στη δράση, αλλά ο Χούμα τα αναγνώρισε. Συμπέρανε πως αυτός που δημιούργησε το μονοπάτι τον ήθελε ζωντανό προς το παρόν.

Επιτέλους, όταν άρχισε πια να πιστεύει ότι το μονοπάτι θα συνεχιζόταν για πάντα, αυτό σταμάτησε μπροστά σε μια αστραφτερή λιμνούλα περικυκλωμένη από οπωροφόρα δέντρα κι έναν κήπο. Διψασμένος, έτρεξε στην άκρη της. Αφού είχε τόση ζωή γύρω του, το νερό δε γινόταν να είναι δηλητηριασμένο και ο Χούμα έσκυψε και γέμισε τη χούφτα του. Ήπιε και το νερό χύθηκε στο πιγούνι του. Ανικανοποίητος, ο ιππότης γονάτισε κι έσκυψε για να πιει κατευθείαν από τη λιμνούλα.

Από το νερό τον κοίταζε το πρόσωπο ενός δράκου.

Αναπήδησε από την όχθη και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο του δράκου ήταν αντανάκλαση. Σήκωσε τα γουρλωμένα του μάτια. Είχε φτάσει στον προορισμό του.

Ένας πελώριος πέτρινος δράκος, έξι φορές το μπόι του, αγκάλιαζε τη λιμνούλα και ο Χούμα είδε ότι κάποτε στην απέναντι όχθη υπήρχε και το ταίρι του. Από το άγαλμα του δεύτερου δράκου απόμενε μονάχα το βάθρο κι ένα μέρος του κεφαλιού. Και οι δύο φαίνονταν σκαλισμένοι σε μάρμαρο ή κάποιο παρόμοιο πέτρωμα.

Αυτός που στεκόταν ακόμα όρθιος φαινόταν για ασημένιος δράκος, ενώ ο σπασμένος πρέπει να ήταν χρυσός.

Ο Χούμα ήπιε νερό με την ψυχή του. Όταν ξεδίψασε, κοίταξε ίσια μπροστά του και είδε μια είσοδο κρυμμένη μέσα στα μπλεγμένα φυτά, διανοιγμένη στην κυριολεξία μέσα στο ίδιο το βουνό. Πλησίασε και την κοίταξε προσεκτικά. Γύρω από το άνοιγμα υπήρχαν ανάγλυφες μικροσκοπικές φιγούρες, που οι πιο πολλές ήταν σβησμένες από τον αέρα. Μερικές, προστατευμένες από τις πυκνές φυλλωσιές, ήταν ακόμα αναγνωρίσιμες – σαν σαφή σχήματα τουλάχιστον. Ο Χούμα θα ήθελε απεγνωσμένα να ξέρει τι σήμαιναν αυτά τα σύμβολα.

Παραμερίζοντας τις πυκνές κληματόβεργες έριξε μια ματιά στο εσωτερικό. Πρέπει να ήταν σκοτεινά μέσα, αλλά και πάλι διέκρινε μια αμυδρή φεγγοβολή. Λες και κάποιος είχε ανάψει δαυλούς για να του δείξει το δρόμο, σκέφτηκε ανήσυχος.

Μ’ ένα στεναγμό παραίτησης, διάβηκε την είσοδο του βουνού περιμένοντας να βρει ένα υγρό και μουχλιασμένο στόμιο σπηλιάς. Αντί γι’ αυτό, ήταν σαν να είχε μπει σε μια αίθουσα συμβουλίου στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Η είσοδος ήταν ζεστή, δίχως υγρασία, ενώ οι τοίχοι και η οροφή ήταν λείοι.

Χρειάστηκε κάμποση ώρα να διασχίσει τον άδειο διάδρομο, με την προσοχή του εστιασμένη στο τρεμάμενο φως μπροστά του. Διάβηκε και τα τελευταία μέτρα του διαδρόμου. Καθυστερημένα, θυμήθηκε το σπαθί του και το έβγαλε τουλάχιστον από το θηκάρι. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα που κάποτε ήταν η σάλα κάποιου σπουδαίου βασιλιά ή αυτοκράτορα – έτσι του φάνηκε. Ήταν ψηλοτάβανη. Μια φυσική σπηλιά σκαλισμένη με απόλυτη τελειότητα. Το φως προερχόταν όντως από δαυλούς και ο Χούμα αναρωτήθηκε ποιος να τους είχε ανάψει.

Μεταλλικά αγάλματα αρματωμένων ιπποτών στέκονταν κατά μήκος των τοίχων. Ήταν άψυχα – και πολύ ζωντανά. Θα μπορούσαν σχεδόν να είναι φρουροί που κοιμούνταν μέχρι να χρειαστούν ή νεκροζώντανοι με διαταγή να σκοτώσουν τον όποιο πάρε ίσακτο.

Ο Χούμα πήγε στο κέντρο της αίθουσας και κοίταξε το πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή διέκρινε το σχήμα που ήταν χαραγμένο στην πέτρα. Του έδωσε πάνω απ’ όλα κουράγιο, γιατί ήταν μια πελώρια αναπαράσταση του ίδιου του Πάλανταϊν, του Πλατινένιου Δράκου. Ο δράκος κουλουριαζόταν από τη μια άκρη της αίθουσας μέχρι την άλλη και αν ο ιππότης ήταν σε θέση να κρίνει σωστά, ήταν κατασκευασμένος από πλατίνα. Ο Χούμα θαύμασε την περίτεχνη εργασία.

Η ματιά του πλανήθηκε μέχρι το μοναδικό έπιπλο της σπηλιάς – έναν ψηλό θρόνο, σκαλισμένο σε ξύλο που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί, ένα ξύλο που έλεγες πως έφεγγε ολοζώντανο. Οι άκρες του θρόνου ήταν στολισμένες με πετράδια, που και αυτά έλαμπαν από το φως των δαυλών.

Παιδιάστικος θαυμασμός τον συνεπήρε καθώς διέσχιζε την αίθουσα. Πρόσεξε ότι οι πανοπλίες των ιπποτών ήταν διαφόρων τύπων, σαν αυτές που φορούσαν μέσα στους αιώνες. Άνοιξε μερικές προσωπίδες και κοίταξε μέσα τους, αλλά δε βρήκε παρά σκόνη.

Τελικά απόμεινε όρθιος να ευχαριστεί τον Πάλανταϊν που του επέτρεψε να ψτάσει μέχρι εκεί. Προσευχήθηκε επίσης στην Τριανδρία να φυλάει τους δυο συντρόφους του, κι ας ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ύστερα γονάτισε ευλαβικά μπροστά στο θρόνο.

Ωστόσο η αγρύπνια του διακόπηκε πριν καν αρχίσει. Ένας ήχος σαν σφυροκόπημα μετάλλου πάνω σε μέταλλο αντήχησε από έναν σκοτεινό διάδρομο. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να διακρίνει από ποιο διάδρομο ερχόταν ο θόρυβος.

Ενώ στεκόταν, το σφυροκόπημα έσβησε και ο Χούμα δεν μπόρεσε να καταλάβει την προέλευσή του. Θυμήθηκε πού είχε ακούσει παρόμοιο θόρυβο – στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ.

Ήταν ο ήχος της βαριάς σφύρας που σφυρηλατούσε το καυτό μέταλλο στο σιδηρουργείο.

Κεφαλαίο 16

Ένα σιδηρουργείο. Ο Χούμα αναρωτήθηκε τι να σήμαινε αυτό. Περίμενε διάφορα εκεί που βρισκόταν, αλλά όχι και ένα σιδηρουργό επί το έργον. Και αν ήταν έτσι, ποιος κρατούσε τη σφύρα; Φαντάσματα από το παρελθόν; Ίσως τελικά οι νάνοι να μην είχαν εγκαταλείψει αυτό το μέρος. Τα μάτια του γύρισαν στο θρόνο και ανακάλυψε πως δεν ήταν πια μόνος. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως είχε επιστρέψει ο γκρίζος άντρας, γιατί ο μανδύας και η κουκούλα που τον κάλυπταν ολότελα ήταν το ίδιο μουντά. Αλλά ο καινούριος επισκέπτης ήταν πολύ πιο λεπτός.

«Ήρθες.» Η φωνή ήταν σιγανή και ο μανδύας την έπνιγε σχεδόν, αλλά ήταν πράγματι γυναικεία. Λεπτά, γυναικεία χέρια ξεπρόβαλαν από τα κυματιστά μανίκια του μανδύα και η γυναίκα τα σήκωσε κι έπιασε την κουκούλα. Την τράβηξε αργά, αποκαλύπτοντας μακριά, πυκνά, χυτά μαλλιά και ένα πρόσωπο που τρόμαξε όσο και ξάφνιασε τον ιππότη, γιατί το γνώριζε και το λαχταρούσε.

«Γκουίνεθ»

Του χαμογέλασε. «Σκεφτόμουν ότι μπορεί και να με ξέχασες.»

«Ποτέ.»

Το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ και ύστερα χάθηκε απότομα. «Το ήξερα πως θα ήσουν εσύ. Την πρώτη φορά που έπεσαν πάνω σου τα μάτια μου στο… Τότε που πάλευες ενάντια στο τραύμα που σου σκότωνε το μυαλό. Ναι, η πληγή σου ήταν πολύ χειρότερη από όσο νομίζεις. Δεν είχαν σπάσει κόκαλα, αλλά το μυαλό σου… Αν δε σε φρόντιζαν τόσο γρήγορα οι θεραπευτές, θα είχες χάσει το μυαλό σου για πάντα.»

«Πάλανταϊν» ψιθύρισε ξέπνοα. Να μείνει κουφός, μουγκός, τυφλός ή και χειρότερα. «Γκουίνεθ. Τι είναι αυτό το μέρος;»

«Πες το δώρο αγάπης. Το έχτισαν κάποιοι που είχαν βαθιά αγάπη για τον Πάλανταϊν και τον οίκο του. Δεν ήθελαν τίποτα σε αντάλλαγμα. Ήταν υπέροχο στην εποχή του.» Είχε μια ένταση όταν μιλούσε – λες και βρισκόταν εκεί, στο παρελθόν.

«Αυτό είναι το μέρος που έψαχνε ο Μάτζιους;»

«Κατά μία έννοια. Ο φίλος σου παραμένει καλός άνθρωπος, Χούμα, παρά την εμμονή του. Αυτή όμως μπορεί να τον καταβροχθίσει. Είτε το πιστεύει είτε όχι, το μέλλον που αντίκρισε στη διάρκεια της Δοκιμασίας του δεν ήταν παρά μια πολύπλοκη επινόηση. Οι Δοκιμασίες έχουν σκοπό να τονίζουν τις μεγαλύτερες αδυναμίες κάποιου – και πολύ φοβάμαι ότι δεν την πέρασε τόσο εύκολα όσο είχε ελπίσει το Συμβούλιο.»

«Τότε όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με όσα είπε.»

Η Γκουίνεθ φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Ω, μα έχουν! Η ιδέα αυτού του μέρους περνάει αιώνες τώρα στους ανθρώπους, από τον καιρό του πρώτου πολέμου με τη δρακοβασίλισσα. Δεν έχει αλλάξει πολύ. Το Συμβούλιο γνώρισε το “εγώ” του μαθητή του, του Μάτζιους. Το μεγαλύτερο σφάλμα του παιδικού σου φίλου είναι ότι –όπως τα ξωτικά– βλέπει κι εκείνος τον εαυτό του σαν τη δύναμη που θα σώσει τον κόσμο. Τι μεγαλύτερη Δοκιμασία γι’ αυτόν από το να τον κάνεις να αποτύχει στο σπουδαιότερο σκοπό του!»

Ο Χούμα επεξεργαζόταν τα λόγια της σιωπηλός. Τελικά τη ρώτησε «Κι εγώ; Ο Μάτζιους φαινόταν να πιστεύει πως είμαι σημαντικός για την αλλαγή του μέλλοντος του.»

«Είσαι σημαντικός, αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζει εκείνος. Αυτό που ψάχνουμε είναι ένας άντρας ή μια γυναίκα που να ενσαρκώνει όλα όσα προσπάθησε να διδάξει τον κόσμο ο Πάλανταϊν. Μερικοί βρέθηκαν κοντά, αλλά στο τέλος απέτυχαν.» Ο Χούμα γούρλωσε τα μάτια και η Γκουίνεθ τού έγνεψε –θλιμμένα-καταφατικά. «Δεν είσαι ο πρώτος που έρχεται εδώ, Χούμα. Προσεύχομαι στον Πάλανταϊν να είσαι εσύ ο εκλεκτός. Αν δεν επρόκειτο να υποφέρει ο ίδιος ο Κριν, θα σου έλεγα να φύγεις αποδώ πριν να είναι πολύ αργά.»

Ο ιππότης σφίχτηκε. «Ακόμη κι αν μου το έλεγες, εγώ δε θα έφευγα. Δεν μπορώ. Είμαι πάντα αυτός που είμαι.»

«Τόσο σημαντική είναι για σένα η Ιπποσύνη;»

«Όχι η Ιπποσύνη. Αυτό που διδάσκει.» Ποτέ άλλοτε δεν το είχε σκεφτεί έτσι.

Η Γκουίνεθ φάνηκε ευχαριστημένη, αλλά είπε απλά «Μακάρι να υπήρχαν και άλλοι σαν και σένα – έστω και ιππότες.»

«Γκουίνεθ, που είναι ο Καζ και ο Μάτζιους;»

«Θα τους προσέχουμε. Μην ανησυχείς, Χούμα.» Σώπασε. «Νομίζω πως είναι καιρός να αρχίσουμε.»

«Ν’ αρχίσουμε;» Ο Χούμα κοίταξε γύρω του περιμένοντας σχεδόν να γεμίσει η αίθουσα με μάγους, έτοιμους να κάνουν κάποια τελετή. Αντί γι’ αυτό, η Γκουίνεθ κατέβηκε από το θρόνο και προχώρησε προς το μέρος του. Αν και ήταν ανέκφραστη και ντυμένη απλά, φαινόταν πιο όμορφη από όσο ήταν ποτέ δυνατόν. Σε σύγκριση με κείνη, η νύμφη του Μπουόρον ωχριούσε.

Για μια στιγμή μονάχα φάνηκε να ταλαντεύεται κάτω από το βλέμμα του. Ο Χούμα προσπάθησε μάταια να καταλάβει τι σήμαινε αυτός ο δισταγμός. Όταν η Γκουίνεθ δεν ήταν παρά έναν πήχη μακριά του, του έδειξε τους σκοτεινούς διαδρόμους.

«Διάλεξε όποιον θέλεις.»

«Και τι θα συμβεί;»

«Θα τον περπατήσεις. Το τι θα συμβεί μετά εξαρτάται από σένα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσεις τρεις προκλήσεις. Λένε ότι μέρος της κάθε πρόκλησης είναι δημιούργημα ενός μέλους της Τριανδρίας, αν και καμία πρόκληση δεν αντιπροσωπεύει ένα μόνο θεό, ακριβώς όπως και ο άνθρωπος είναι το άθροισμα των μερών του και όχι οι ξεχωριστές ιδιότητες που υπάρχουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη.»

Ο Χούμα μελέτησε τον κάθε διάδρομο για πολλή ώρα. Αν ήταν να προχωρήσει, έπρεπε να έχει πίστη στον Πάλανταϊν και να ελπίζει ότι έκανε τη σωστή εκλογή.

Έκανε ένα βήμα προς το διάδρομο της επιλογής του, αλλά η Γκουίνεθ του έπιασε το μπράτσο. «Περίμενε.»

Τον φίλησε απαλά. «Είθε να σε προστατεύει ο Πάλανταϊν. Εσύ δε θέλω να αποτύχεις.»

Δε βρήκε να πει τίποτα κατάλληλο να της πει κι έτσι έκανε απότομα μεταβολή και προχώρησε προς το διάδρομο. Ήξερε πως αν κοίταζε πίσω του και την έβλεπε ακόμα εκεί, μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να μείνει. Επίσης ήξερε πως, αν έμενε, δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του.

Ο διάδρομος που είχε επιλέξει φαινόταν σαν φυσική σπηλιά. Εδώ κι εκεί στένευε, αναγκάζοντάς τον είτε να σκύβει είτε να προχωρεί με το πλάι. Επίσης, ήταν πάρα πολύ μακρύς και σχεδόν βουτηγμένος στο σκοτάδι.

Σε λίγο το πέρασμα άρχισε να αχνοφέγγει με ένα δικό του φως, ένα φως που προερχόταν από τους τοίχους τους ίδιους. Ο Χούμα στάθηκε για να μελετήσει το φαινόμενο. Είχε ακούσει ιστορίες για τέτοιας λογής φως.

Η φεγγοβολή των τοίχων τού έδωσε μια ιδέα. Έσπασε ένα κομμάτι βράχου με τη λαβή του σπαθιού του και το έβαλε, έτσι καθώς λαμπύριζε, στο πουγκί της ζώνης του.

Μια κραυγή που σου ξέσκιζε τ’ αυτιά και τράνταζε τη γη τον έριξε στο έδαφος. Κομμάτια βράχου τον κάλυψαν. Ήταν η ίδια κραυγή που είχε ακούσει και στο πέρασμα. Ήξερε πλέον την πηγή της: ίσια μπροστά. Και ίσια μπροστά ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσε να πάει γιατί, όμοια με το μονοπάτι, έτσι και ο διάδρομος πίσω του δεν ήταν παρά ένας πέτρινος τοίχος.

Με το σπαθί και την ασπίδα έτοιμη, προσχώρησε προς την κατεύθυνση του ήχου.

Βγήκε από το διάδρομο, για να μπει σ’ έναν άλλο. Αυτός χώριζε σε τρεις κατευθύνσεις και το πλάσμα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε. Ο Χούμα ίσιωσε νευρικά το κορμί του στενοχωρημένος. Η κραυγή αντηχούσε σε ολόκληρο το σύμπλεγμα των σπηλαίων. Μπορούσε να είναι ώρες μακριά, σε κάποια σκοτεινή αίθουσα. Θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα και πίσω του.

Έχοντας αυτή τη σκέψη στο μυαλό, μετατόπισε τα πόδια του –μα δε βρήκε σταθερό έδαφος. Με μια μεταλλική κλαγγή, ο Χούμα άρχισε να πέφτει.

Κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του και κοίταξε τη σκοτεινή λιμνούλα με το υγρό, όπου είχε γλιστρήσει. Βύθισε το δάχτυλό του μέσα του και το έφερε κοντά στα μάτια του για να το δει καλύτερα. Για τόσο μικρή λακκούβα, βρομούσε απαίσια. Ο Χούμα διαπίστωσε με φρίκη ότι η ουσία έτρωγε το σιδερένιο του γάντι. Σκούπισε τη βρομερή ουσία στο βράχο, που έδειχνε να την αντέχει καλύτερα.

«Χιιιθθθ.»

Στην αρχή ακούστηκε σαν γέλιο – χαιρέκακο γέλιο. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει από ποια από τις τρεις σήραγγες ερχόταν η φωνή. Και, ακούγοντάς το να επαναλαμβάνεται, κατάλαβε πως δεν ήταν γέλιο.

Ήταν ανάσα.

Κάτι απίστευτα μεγάλο (εκτός κι αν οι αίθουσες πολλαπλασίαζαν τον ήχο) καραδοκούσε εκεί κοντά.

Αν και μπορεί να ήταν ασφαλέστερο να παραμείνει στη θέση του, ο Χούμα δεν είχε καμία διάθεση να το κάνει. Επέλεξε τον κεντρικό διάδρομο και άρχισε να τρέχει.

Από φυσική άποψη, ήταν ολόιδιος με τον προηγούμενο. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πώς ένα τόσο μεγάλο πλάσμα μπορούσε να κινηθεί μέσα σε τόσο στενά όρια. Ακόμα και ο ίδιος δυσκολευόταν.

Αυτή η σήραγγα τον οδήγησε σε μια άλλη που έμοιαζε ολότελα με τις δυο προηγούμενες. Οι σπηλιές σχημάτιζαν ένα λαβύρινθο, με τον Χούμα σε ρόλο διαγωνιζόμενου και επάθλου, ταυτόχρονα, σε ένα υποχθόνιο και επικίνδυνο παιχνίδι.

Καθώς προχωρούσε, πρόσεξε ένα σκούρο υγρό να κυλάει κάτω από τα πόδια του και μια ζέστη να βγαίνει από πολλούς διαδρόμους. Η ζέστη είχε μια θειώδη μυρωδιά που, κατά τον Χούμα, σήμαινε την ύπαρξη μιας σήραγγας που οδηγούσε ίσια στην πυρακτωμένη καρδιά του βουνού. Είχε ακούσει για βουνά σαν αυτό, και ευχόταν να μην εκραγεί όσο βρισκόταν στα σπλάχνα του.

«Χχχιιιθθθ.»

Κόλλησε με την πλάτη πίσω από μια γωνία. Είτε ήταν ηχώ είτε όχι, κατάλαβε ότι απείχε λίγα λεπτά μονάχα από το άλλο πλάσμα. Αυτό φαίνεται πως το είχε καταλάβει κι εκείνο, γιατί γέλασε τρελά – ολότελα τρελά. Όταν έσβησε το γέλιο, το πλάσμα μίλησε με αργή, μπάσα φωνή.

«Ανθρωπάκι. Σε μυρίζω, ανθρωπάκι. Μυρίζω τη ζέστη του κορμιού σου, την πικρή κρυάδα της μεταλλικής σου πανοπλίας. Μυρίζω τους φόβους σου.»

Ο Χούμα δεν είπε τίποτα, αλλά υποχώρησε σιωπηλά στο διάδρομο από όπου είχε έρθει. Δεν ήθελε να αντιμετωπίσει κάτι τόσο μεγάλο σαν αυτό τον κάτοικο των σηράγγων, παρά μόνο σ’ ένα μέρος όπου θα μπορούσε να ελιχθεί.

«Καλώς ήρθες στον Γουιρμφάδερ, ανθρωπάκι.»

Φαίνεται πως η ακοή του Γουιρμφάδερ ήταν εξαιρετική, γιατί σφύριζε δυνατά κάθε φορά που κουνιόταν ο Χούμα, που τον άκουγε να τρίβεται στα τοιχώματα μιας σήραγγας.

Ο ιππότης μπήκε σ’ έναν ανοιχτό διάδρομο που έλπιζε ότι έκανε κύκλο κι ερχόταν πίσω από τον Γουιρμφάδερ. Τα σφυρίγματα λες κι έρχονταν από παντού ολόγυρά του. Οι διάδρομοι φαίνονταν ατελείωτοι.

Το σφύριγμα κόπηκε απότομα και ο Χούμα κοκάλωσε. Ακολούθησε σιωπή για κάμποσα λεπτά, με εξαίρεση το τρελό σφυροκόπημα της καρδιάς του ιππότη. Ύστερα το σύρσιμο άρχισε ξανά, καθώς ο Γουιρμφάδερ ακούστηκε να απομακρύνεται από τον Χούμα.

Αυτός συνειδητοποίησε ότι η σχετική ολισθηρότητα των τοιχωμάτων των σηράγγων οφειλόταν στο συνεχές τρίψιμο του διώκτη του πάνω τους.

Ο βραχνός, μακρόσυρτος ήχος έσβησε και ο Χούμα άρχισε να συλλογίζεται. Προχώρησε αθόρυβα στη σήραγγα. Αν κατάφερνε να βγει από το λαβύρινθο…

Άγριο γέλιο – και το πέρασμα πήρε φωτιά!

Ο Χούμα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να το βάλει στα πόδια. Ο Γουιρμφάδερ ήξερε πού βρισκόταν. Ο Χούμα παράτησε κάθε ιδέα μυστικότητας κι άρχισε απλώς να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς τον πλησιέστερο διάδρομο.

Άλλη μια έκρηξη φωτιάς τον έβγαλε από το πέρασμα. Πώς μπορούσε να κινείται τόσο γρήγορα ο Γουιρμφάδερ; Τι ήταν ο Γουιρμφάδερ;

Ούτε που μέτρησε πόσα περάσματα πέρασε τρέχοντας ούτε πόσες φορές το γέλιο του κατοίκου των σηράγγων τον προειδοποίησε την τελευταία στιγμή, πριν του γλείψει η φωτιά τα μουστάκια.

Τρέχοντας σαν τρελός, ο Χούμα στην αρχή δεν πρόσεξε το φαρδύ άνοιγμα στα αριστερά του. Αφού το πέρασε, συνειδητοποίησε ότι ήταν κάτι διαφορετικό από διάδρομος. Σταμάτησε απότομα μένοντας ακίνητος.

Προς το παρόν το κακόβουλο σφύριγμα του Γουιρμφάδερ ήταν μακριά, αν και ο Χούμα ήξερε καλά ότι αυτό μπορούσε να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Προσεκτικά, ο ιππότης γύρισε μέχρι το πλαϊνό πέρασμα κι έσκυψε όσο χρειαζόταν για να κρυφοκοιτάξει μέσα του.

Ο διάδρομος ήταν πολύ κοντός και τελείωνε σε κάτι που έμοιαζε με σπηλιά. Ο Χούμα μπήκε στο καινούριο πέρασμα και προχώρησε αργά.

Η σπηλιά άνοιγε και μεγάλωνε. Έλεγες πως ήταν φτιαγμένη όπως και οι διάδρομοι: από τη συνεχή τριβή κάποιου τεράστιου πλάσματος πάνω στο βράχο.

Αλλά πού ήταν το ίδιο το πλάσμα; Που ήταν ο Γουιρμφάδερ; Ο Χούμα κοίταξε γύρω του. Σε διάφορα επίπεδα έβλεπε εισόδους σηράγγων. Η κοφτερή ματιά του ιππότη ακολούθησε το ανάγλυφο του δαπέδου. Ήταν αρκετά ομαλό για να το περπατήσεις, αν και σε μερικά σημεία γινόταν πολύ απότομο – ειδικά εκεί που υψωνόταν απότομα…

Ο Χούμα βλαστήμησε από μέσα του τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν και υποχώρησε στο διάδρομο.

Αυτό που είχε δει, αυτό που αρνιόταν απεγνωσμένα ότι υπήρχε, ήταν μια τεράστια μορφή ερπετού που υψωνόταν από τον πυθμένα της σπηλιάς σαν ένα καταραμένο δέντρο και έστριβε απότομα στο πλάι, συνεχίζοντας μέσα από την απέναντι σήραγγα.

Έβλεπε επιτέλους ένα μέρος από τον Γουιρμφάδερ.

Το κακόβουλο πλάσμα έσφυζε από ζωή και απλωνόταν πέρα από το χάσμα στο κέντρο της σπηλιάς. Το ορατό του μέρος ήταν ένας κορμός ερπετού με διάμετρο διπλάσια από το ύψος του Χούμα. Το κατά τ’ άλλα μουντό, φαιό κορμί του είχε πράσινες και κόκκινες κηλίδες, σαν να ήταν μολυσμένο από κάτι.

Ο κορμός βυθίστηκε απότομα στο χάσμα. Το τρομερό κεφάλι του Γουιρμφάδερ ξεπρόβαλε από το άλλο πέρασμα, τρομάζοντας τον Χούμα με το ξαφνικό του φανέρωμα.

Ο Γουιρμφάδερ ήταν δράκος.

Το τεράστιο ερπετό έκανε όλους τους δράκους που είχε δει –ή ακούσει γι’ αυτούς– να μοιάζουν με νάνους. Το στόμα του Γουιρμφάδερ θα μπορούσε εύκολα να κάνει δυο μπουκιές ένα ζευγάρι άλογα, όσο για έναν άνθρωπο… Τα μακριά, λευκά του δόντια ήταν πάνω-κάτω ίσαμε τον Χούμα και η νευρώδης, διχαλωτή του γλώσσα που μπαινόβγαινε στο στόμα του μπορούσε εύκολα να τον τυλίξει ολόκληρο.

Μυρωδιά θειαφιού ήταν διάχυτη παντού και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι το βουνό δεν είχε ζωντανή καρδιά. Η μυρωδιά αναδινόταν από το δράκο.

Ο Χούμα κοκάλωσε βλέποντας το βαρύ κεφάλι να γυρίζει προς το μέρος του. Υπήρχε κάτι παράξενο σ’ αυτό το κεφάλι. Φαινόταν μεγαλύτερο αναλογικά με το λαιμό, που και αυτός με τη σειρά του ήταν υπερβολικά μακρύς για δράκο, απ’ όσο μπορούσε να γνωρίζει ο Χούμα.

Ο ιππότης τον αναγνώρισε κι έμεινε εμβρόντητος. Ο Γουιρμφάδερ ήταν ο δράκος που το άγαλμά του ήταν σκαλισμένο στο κάστρο του Μάτζιους. Αλλά το αγαλματάκι θα έπρεπε να είναι αρχαίο, ακόμα και για τα ξωτικά. Μπορούσε να ζήσει ένας δράκος τόσο πολύ;

Ο Γουιρμφάδερ σφύριξε. Το κεφάλι του ήταν στραμμένο έτσι που δεν ήταν δυνατό να του έχει διαφύγει ο ιππότης, αλλά το θανάσιμο πλάσμα συνέχιζε να ψάχνει τη σπηλιά. Μόνο όταν ο Χούμα το κοίταξε στα μάτια κατάλαβε το λόγο. Ο Γουιρμφάδερ ήταν τυφλός.

Το πλάσμα δεν ήταν κουφό όμως και είχε σίγουρα οξύτατη όσφρηση. Τον είχε προσπεράσει μια φορά. Ο Χούμα αμφέβαλλε αν αυτό θα συνέβαινε και δεύτερη. Ακόμα και τώρα, το μακρύ ρύγχος φαινόταν σαν να ερευνούσε περιοχές από τις οποίες είχε ήδη περάσει. Ο δράκος θα έβρισκε τον Χούμα από στιγμή σε στιγμή, εκτός κι αν αποφάσιζε να αποσύρει το κεφάλι του μέσα σε κάποιο διάδρομο.

Λες και σκεφτόταν το ίδιο πράγμα, ο Γουιρμφάδερ μίλησε. Τα λόγια του έκαναν ολόκληρη την τεράστια σπηλιά να τρέμει. «Είσαι και πονηρός. Χαίρομαι γι’ αυτό. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που είχα έστω και ελάχιστα δύσκολο αντίπαλο. Οι άλλοι ήταν τόσο εύκολοι.»

Το κεφάλι ταλαντεύτηκε κοντά στον Χούμα. Τεράστια ρουθούνια άνοιξαν σαν σπηλιές καθώς ο δράκος μύριζε τον αέρα για να τον βρει.

«Μυρίζω πάνω σου το μίασμα του Πάλανταϊν. Του Χάμπακουκ. Της χειρότερης απ’ όλους τους θεούς του Φωτός, της δεσμοφύλακά μου της αναθεματισμένης, της Κίρι-Τζόλιθ!»

Όσο κρατούσε το ξέσπασμα του δράκου, ο Χούμα ούτε κινήθηκε, ούτε καν ανάσανε. Το θηρίο τού είχε μιλήσει για τη συνάντησή του μ’ έναν τουλάχιστον από τους θεούς που ευθύνονταν για τη δημιουργία της Ιπποσύνης. Μια συνάντηση που, όπως φαινόταν, είχε κάνει ζημιά στο δράκο.

«Για το θησαυρό μου ήρθες; Κανένας δράκος δεν έχει μαζέψει μεγαλύτερο. Ακόμα κι έτσι παγιδευμένος όπως είμαι, και πάλι έχω τρόπους να τον μαζέψω. Αχ!» Τα τεράστια σαγόνια σχημάτισαν ένα μακάβριο, φιδίσιο χαμόγελο. «Ίσως είναι ο καθρέφτης αυτό που ζητάς! Ναι, ο καθρέφτης αξίζει όσο όλα τα υπόλοιπα!»

Όση ώρα μιλούσε, ο Γουιρμφάδερ οσφραινόταν τη σπηλαιώδη αίθουσα ολόγυρά του, ψάχνοντας να βρει τον Χούμα.

Ένας ήχος σαν μέταλλο που τρίβεται πάνω σε μέταλλο ακούστηκε μέσα στην αίθουσα. Ο Χούμα αντέδρασε ενστικτωδώς, σκεπάζοντας τ’ αυτιά του, ενώ ο ήχος τού σφυροκοπούσε το μυαλό. Ήταν και πάλι η σφύρα. Η σφύρα του σιδηρουργού.

Αν το σφυροκόπημα ενόχλησε τον Χούμα, τον Γουιρμφάδερ τον έκανε έξαλλο από θυμό. Ο δράκος πρόσθεσε στο θόρυβο και τις δικές του τσιρίδες. Βρισιές, φωνές, απειλές. Όλων των λογιών οι λέξεις βγήκαν σαν χείμαρρος από το στόμα του. Από τα σαγόνια του έσταζε αφρός.

«Βασίλισσά μου! Γιατί τους αφήνεις να με βασανίζουν; Δεν άντεξα τόσες και τόσες χιλιετίες που έγιναν σκόνη; Πρέπει να υποφέρω και το ατέλειωτο σφυροκόπημα αυτού του σιδηρουργού; Με εγκατέλειψες, Μεγάλη Τακίσις;»

Από την άλλη άκρη της αίθουσας ένας διάδρομος φωτίστηκε λαμπρότερα από τους άλλους. Ο Γουιρμφάδερ είχε αναφέρει το θησαυρό του και πώς κατόρθωνε να βρίσκει και άλλους ακόμα και σε αυτό το μέρος. Δεν μπορούσε να υπάρχει και κάτι χρήσιμο σ’ αυτό το θησαυρό; Ένα όπλο, ίσως, πιο θανατηφόρο από το σπαθί του Χούμα, που φαινόταν τόσο ασήμαντο; Ήταν βέβαια μια απελπισμένη σκέψη. Ενώ το θηρίο ξανάρχιζε να μουγκρίζει, ο Χούμα έτρεχε κιόλας.

Ο ήχος των βημάτων του στο πέτρινο δάπεδο σήμανε συναγερμό για τον Γουιρμφάδερ, αλλά το σφυροκόπημα τον εμπόδιζε να εντοπίσει με ακρίβεια το μικροσκοπικό άνθρωπο. Γεμάτος θυμό, ο δράκος βρυχήθηκε εξαπολύοντας φλόγες από τα ρουθούνια του.

Ο Χούμα βούτηξε στο διάδρομο. Ο δράκος είχε αναφέρει ένα πολύ σημαντικό καθρέφτη. Ο Χούμα θυμήθηκε τον καθρέφτη της νύμφης, εκείνον που χρησιμοποιούσε για να βλέπει τα όνειρα των άλλων. Μήπως είχαν κάποια σχέση; Ο δικός της όμως δεν ήταν παρά ένας τρόπος να συλλαμβάνει τα ξένα όνειρα. Ίσως ετούτος εδώ να είχε διαφορετικές ιδιότητες.

Ο Γουιρμφάδερ συνέχιζε να χτυπιέται και να εξαγριώνεται στο άκουσμα της σφύρας.

Ο Χούμα προχώρησε στο διάδρομο φοβούμενος πως είχε πέσει σε σφάλμα. Το μόνο που μπορεί να έβρισκε ήταν χρυσός και πετράδια, άχρηστα εκείνη τη στιγμή. Μπορεί να μην υπήρχε τίποτα.

Ο Χούμα έπεσε και τα μάτια του είδαν στιγμιαία σε τι φρικτό πράγμα είχε σκοντάψει. Ένα τσακισμένο κρανίο του μόρφαζε, ενώ ένα εξαρθρωμένο χέρι τον έδειχνε κοροϊδευτικά. Τα τσαλακωμένα απομεινάρια μιας πανοπλίας τύλιγαν το μεγαλύτερο μέρος των πλευρών του. Ο Χούμα κατάφερε να κυλήσει πέφτοντας, αν και η σύγκρουση τον αναστάτωσε.

Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε θλιμμένα το απομεινάρι του σκελετού. Ήταν πολύ παλιός και η πανοπλία ήταν σχεδόν ολότελα σκουριασμένη. Υπήρχαν όμως κάποια ορατά σημάδια – και ο Χούμα, με μια έξαψη όλο φρίκη, έδιωξε τη σκόνη από το θώρακα και διέκρινε το έμβλημα ενός Ιππότη του Ρόδου.

Μια προσευχή ανέβηκε αυτόματα στα χείλη του. Εκεί κειτόταν ένας ιππότης που είχε καταφέρει να φτάσει τόσο μακριά μόνο και μόνο για να χαθεί.

Για να χαθεί.

Όπως ίσως και ο Χούμα.

Αν και η σκέψη τού ήρθε απρόσκλητη, ο ιππότης συνειδητοποίησε τον καινούριο κίνδυνο. Το σφυροκόπημα είχε σταματήσει απότομα, όπως είχε αρχίσει. Ο Χούμα προχώρησε μερικά βήματα σχεδόν χωρίς να το καταλάβει και κόντεψε να πέσει πάνω σ’ έναν τεράστιο σωρό από τιμαλφή.

Υπήρχαν άφθονα νομίσματα, χρυσά και ασημένια, περισσότερα απ’ όσα είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έλαμπαν σχεδόν εκστατικά. Μαζί τους υπήρχαν διάφορα σπάνια αντικείμενα, πολλά ανεκτίμητα πετράδια και όλα υπέροχα. Περιδέραια από μεγάλα, τέλεια μαργαριτάρια. Αγαλματίδια από κάποιο είδος κρυστάλλου, ίσως από σμαράγδι ή νεφρίτη. Πανοπλίες που νόμιζες πως είχαν σφυρηλατηθεί μόλις χτες, κάποιες τόσο λαμπερά στολισμένες που ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί για πανίσχυρους αυτοκράτορες, οι οποίοι μπορούσαν να πληρώσουν τέτοιους τεχνίτες και τόσα στολίδια. Υπήρχαν ακόμα και όπλα, αν και τα περισσότερα ήταν άχρηστα, μια και ήταν σχεδιασμένα πιο πολύ σαν ακριβά διακοσμητικά παρά για κανονική χρήση.

Εξέτασε βιαστικά την αίθουσα με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Όλα αυτά που υπήρχαν μπροστά του θα τα αντάλλαζε ευχαρίστως με ένα απλό όπλο, ικανό να νικήσει τον τεράστιο ένοικο της σπηλιάς.

«Πού κρύφτηκες, ανθρωπάκι;»

Ο Χούμα σφίχτηκε. Ο Γουιρμφάδερ βρισκόταν πολύ κοντά του. Από στιγμή σε στιγμή ο διάδρομος μπορεί να γέμιζε φλόγες.

«Ο σιδηρουργός σε εγκατέλειψε, Ιππότη της Σολάμνια! Ναι, τώρα ξέρω ποιος είσαι. Μπορώ να μυρίσω πάνω σου το μίασμα των Τριών εντονότερα από πριν. Είσαι Ιππότης της Σολάμνια, αληθινός πιστός, όχι σαν τους προηγούμενους. Εκείνοι νόμιζαν πως πίστευαν, αλλά απλώς προσποιούνταν. Εσύ όμως διαφέρεις. Αναρωτιέμαι τι γεύση να έχεις.»

Σκουριασμένα πολεμικά τσεκούρια. Σπαθιά με πετράδια κατάλληλα μόνο για τελετές. Αυτός δεν μπορεί να ήταν ο τεράστιος θησαυρός που έλεγε ο δράκος, εκτός κι αν μέσα στην τρέλα του ο Γουιρμφάδερ τον είχε απλώς ονειρευτεί.

Αλλά και τον καθρέφτη μαζί;

«Τώρα σ’ έπιασα!»

Ο Χούμα άκουγε το γλίστρημα και το σύρσιμο του πελώριου κεφαλιού που προχωρούσε μέσα στο διάδρομο. Γύρισε απότομα και διαπίστωσε ότι η σχετικά μικρή ποσότητα χρυσού και πετραδιών δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της υπερχείλισης μιας άλλης αίθουσας. Άπλωσε το χέρι του στο ανώτερο σημείο του πολύτιμου σωρού και άρχισε να σκάβει. Όπως το περίμενε, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το σκάψιμό του αποκάλυψε ένα άνοιγμα. Ήταν μικρό προς το παρόν – κι όσο δούλευε ο ιππότης, αυτό φάρδαινε αργά. Από στιγμή σε στιγμή ο Χούμα περίμενε να νιώσει την καυτή ανάσα του δράκου στην πλάτη του. Η προσπάθεια τον είχε κουράσει. Οι συγκεντρωμένοι θησαυροί τού έκοβαν συνέχεια το δρόμο. Βλαστήμησε σιγανά καθώς καινούρια νομίσματα και καλλιτεχνήματα έπεσαν στη θέση εκείνων που είχε αφαιρέσει. Πήρε βαθιά ανάσα. Το σκάψιμο δεν επαρκούσε. Έδιωξε ένα μάτσο κοσμήματα από το πέρασμα κι άρχισε να σέρνεται μέσα του σαν τυφλοπόντικας.

Είχε θαφτεί κιόλας βαθιά στο σωρό, όταν ένιωσε την καυτή, δύσοσμη ανάσα του δράκου. Εδώ ο Γουιρμφάδερ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις φλόγες του για να μην καταστρέψει τους θησαυρούς του, γι’ αυτό προσπαθούσε να χώσει ολόκληρο το κεφάλι και το λαιμό του στην αίθουσα με τα τιμαλφή.

Το κεφάλι του θηρίου ξεπρόβαλε από τη γωνία – τη στιγμή ακριβώς που ο ιππότης χανόταν μέσα στην άλλη αίθουσα. Ύστερα από μια στιγμή το πελώριο ερπετό χαμογέλασε όλο κακία και άρχισε να βγαίνει το ίδιο από την αίθουσα.


Στην αρχή ήταν ολοσκότεινα, πράγμα περίεργο ύστερα από τόσους διαδρόμους που έφεγγαν με το δικό τους φως. Ο Χούμα αναρωτήθηκε γιατί ετούτος ο διάδρομος ήταν διαφορετικός.

Μη μπορώντας να δει, σύρθηκε αδέξια προς το τεράστιο σωρό των θησαυρών. Εκεί βέβαια πρέπει να βρισκόταν ο κυρίως θησαυρός, αλλά πώς να βρει οτιδήποτε μέσα στο σκοτάδι; Και υπήρχε τίποτα για να βρει; Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε πως υπήρχε. Αν ήταν μια δοκιμασία, έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να νικήσει το δράκο.

Το χέρι του άγγιξε κάτι που έμοιαζε με λαβή σπαθιού – και ξαφνικά το δωμάτιο φωτίστηκε από ένα φως κάπως πρασινωπό, θαμπό. Ο Χούμα τράβηξε το χέρι του ξαφνιασμένος. Είχε ελπίσει, είχε προσευχηθεί. Εκείνη τη στιγμή, επιτέλους, το είχε βρει. Μόνο… Μόνο που για κάποιο λόγο φοβόταν να το αγγίξει. Λες και κάποιο ένστικτο τον προειδοποιούσε να μην το κάνει.

Άρπαξέ με, σήκωσέ με, χρησιμοποίησέ με. Θα είμαι η πραγματοποίηση των επιθυμιών σου.

Οι λέξεις ακούγονταν καθαρά στο μυαλό του – ξεκάθαρες, γλυκές, σαγηνευτικές.

Προέρχονταν από το ίδιο το σπαθί.

Κεφαλαίο 17

Το χέρι του Χούμα ταλαντεύτηκε λίγους πόντους μονάχα πάνω από το σπαθί. Η λάμψη επέμεινε, αλλά οι λέξεις δεν ακούστηκαν ξανά.

Το σπαθί ήταν εντυπωσιακό. Η λαβή του ήταν λαμπρά στολισμένη με πετράδια – ανάμεσά τους και μια τεράστια πράσινη πέτρα που έδειχνε να είναι η πηγή της φεγγοβολής. Ένας κώδωνας προστάτευε το χέρι όποιου το κρατούσε. Η ίδια η λεπίδα ήταν κοφτερή σαν καινούρια. Η επιθυμία του Χούμα ν’ αγγίξει το σπαθί έγινε σχεδόν ακαταμάχητη. Με ένα τέτοιο όπλο ήταν σίγουρος πως ούτε ο Γουιρμφάδερ δε θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.

Ο Γουιρμφάδερ! Ο Χούμα θυμήθηκε το δράκο και η μαγεία χάθηκε. Με το σπαθί… Όχι. Ο ιππότης τραβήχτηκε μακριά του. Δεν ήξερε πώς, αλλά καταλάβαινε ότι το σπαθί ήταν κακόβουλο. Δεν έψαχνε το σύντροφό του. Έψαχνε το δούλο των διαταγών του.

Καθώς απόστρεφε το βλέμμα του από τη λεπίδα, κάτι γυάλισε σε μια γωνιά, αντανακλώντας το φως. Ο Χούμα έτρεξε ανάμεσα στα τιμαλφή και τα νομίσματα για να δει καλύτερα.

Ήταν αυτό που έλπιζε. Ένας σκαλιστός καθρέφτης, διπλάσιος σε μέγεθος από τον ίδιο. Ο καθρέφτης που είχε αναφέρει ο Γουιρμφάδερ. Ο Χούμα θυμήθηκε τα τυφλά μάτια του ενοίκου της σπηλιάς και αναρωτήθηκε πώς χρησιμοποιούσε τον καθρέφτη ένας αόμματος. Ήταν προφανές ότι ο δράκος μάζευε αιώνες ολόκληρους τους θησαυρούς του.

Καθρέφτες. Αυτός ήταν ο τρίτος. Τον ένα τον είχε η νύμφη. Ένας δεύτερος κρεμόταν στο κάστρο του Μάτζιους. Όλοι τους μαγικοί. Τους είχε φτιάξει ο ίδιος άραγε; Μάλλον δε θα το μάθαινε ποτέ.

«Ανθρωπάκι, θέλω να μιλήσουμε.»

Η φωνή του Γουιρμφάδερ πλημμύρισε την αίθουσα και ο Χούμα αναπήδησε. Ξαφνικά η αίθουσα γέμισε μ’ ένα λαμπρό φως και ο Χούμα έβρισε τον εαυτό του που δεν κατάλαβε το σφάλμα του. Δεν υπήρχαν άλλες είσοδοι σ’ εκείνη την αίθουσα γιατί η είσοδος ήταν η οροφή! Εκείνη τη στιγμή ο δράκος παραμέριζε την τεράστια πλάκα που χρησίμευε ως καπάκι του μεγάλου σαν σπίτι σεντουκιού του. Ο Χούμα έψαξε με τα μάτια τους ατέλειωτους σωρούς λαφύρων, προσπαθώντας να βρει κάτι χρήσιμο, διαπιστώνοντας ότι το βλέμμα του γύριζε πεισματικά στην κακόβουλη σμαραγδένια λεπίδα.

«Ανθρωπάκι.» Ο Γουιρμφάδερ ξεφύσησε κι ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το τρομακτικό του πρόσωπο. «Η μυρωδιά του πλούτου είναι μεθυστική, ε;»

Ο Χούμα ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να καλύψει την απόσταση μέχρι το σπαθί σε δέκα δευτερόλεπτα. Είχε τόσο χρόνο;

«Είναι άσκοπο να κρύβεσαι, ανθρωπάκι. Σε βρίσκω με τη μυρωδιά. Μπορώ να σπείρω την καταστροφή σε αυτή την αίθουσα. Αλλά δε χρειάζεται να σε σκοτώσω. Υπάρχει κι άλλος τρόπος.»

Ο Χούμα τεντώθηκε προς το σπαθί. Το τεράστιο κεφάλι τού δράκου στράφηκε προς τον ήχο που παράχθηκε από αυτή την κίνηση.

«Κάνουμε μια συμφωνία, Ιππότη της Σολάμνια; Κάνεις κάτι για μένα, με αντάλλαγμα έναν από τους θησαυρούς μου; Με τα χρόνια έχω μαζέψει μερικά πράγματα που ανήκαν στους αδερφούς σου.»

Ο Χούμα θυμήθηκε το αρχαίο λείψανο που φορούσε το τσακισμένο έμβλημα των Ιπποτών του Ρόδου. Είχε κάνει άραγε και σε κείνον την ίδια προσφορά ο Γουιρμφάδερ; Μήπως επέλεγε την ανταμοιβή του όταν τον σκότωσε ο δράκος;

Μερικά νομίσματα κύλησαν αργά κάτω από τα πόδια του Χούμα και το κεφάλι του δράκου τού έκλεισε ξαφνικά το δρόμο. Ο Χούμα σήκωσε το σπαθί του κοιτάζοντας θλιμμένα το άλλο που βρισκόταν τόσο κοντά του. Μα τόσο κοντά του!

Ο Γουιρμφάδερ μύρισε τον αέρα. «Ένας Ιππότης της Σολάμνια, μα την αλήθεια! Το κρυφτούλι έφτασε στο τέλος του, ανθρωπάκι! Δέχεσαι την προσφορά μου…» τα τεράστια σαγόνια σχημάτισαν και πάλι ένα χαμόγελο «ή πρέπει να δούμε τι άλλο μπορεί να γίνει;»

«Τι θέλεις;»

Το θηρίο τσίτωσε τ’ αυτιά του. «Αααα! Μιλάει κιόλας! Αν λογαριάζω σωστά, έχουν περάσει τριακόσια χρόνια από τότε που τόλμησε να μου μιλήσει ευθέως κάποιος παρείσακτος για άλλο λόγο, εκτός από το να με εκλιπαρήσει! Ύστερα από τόσο καιρό, ακόμα και η δική σου φωνή μου είναι ευχάριστη!»

«Χαίρομαι» είπε ο Χούμα. Δε βρήκε να πει τίποτ’ άλλο.

Το γέλιο που ακολούθησε τον ανάγκασε να βουλώσει τ’ αυτιά του. «Είσαι και γενναίος, ανθρωπάκι!» Το πελώριο ερπετό σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Είμαι ο Γουιρμφάδερ, πρωτότοκος και μεγαλύτερος από τα παιδιά της τρομερής μάνας μου και πρώτος στο κάλεσμά της! Την υπερασπίστηκα ενάντια στους φρικτούς θεούς του Φωτός και των άθλιων οπαδών τους – και έβγαινα πάντα θριαμβευτής! Τόσο μεγάλη και τρομερή ήταν η δύναμή μου, που τελικά αναγκάστηκε να πολεμήσει μαζί μου ακόμα και η ίδια η Κίρι-Τζόλιθ – και το έκανε με τρομερό τρόπο, να το ξέρεις!

Πολεμούσαμε πάνω από ένα χρόνο. Βουνά γεννήθηκαν, ισοπεδώθηκαν και γεννήθηκαν ξανά. Η γη σειόταν από τη μάχη μας, οι θάλασσες τινάζονταν ψηλά. Τελικά έκανα ένα λάθος και η Κίρι-Τζόλιθ με νίκησε. Όμως η νίκη δεν ήταν αρκετή! Από τη ρημαγμένη γη έριξε πάνω μου αυτό το βουνό και μου έκρυψε το χαρμόσυνο ουρανό! Θα γινόμουν, είπε, κομμάτι αυτού του βουνού. Δε θα με έφτανε ούτε το ελαφρύτερο αεράκι. Μόνο, με ειρωνεύτηκε, μόνο ένας από τους αδερφούς της θα μπορούσε να με ελευθερώσει! Μόνο ένας τέτοιος θα μπορούσε να με βγάλει από τη σκλαβιά μου!»

Τα τυφλά μάτια κοίταζαν όλο νόημα τον Χούμα, που άρχιζε να καταλαβαίνει που το πήγαινε ο δράκος.

«Για πολύ καιρό νόμιζα πως εννοούσε κάποιον από τους άλλους θεούς, σαν την ίδια, και ήμουν έξαλλος από οργή. Ύστερα κατάλαβα την πονηριά των λόγων της. Δεν εννοούσε ένα θεό. Ένας πολεμιστής ευθύς και πιστός στον προορισμό του θα έκανε αυτό που δεν μπορούσα να κάνω εγώ και είναι οι Ιππότες της Σολάμνια, γιοι του Πάλανταϊν. Αυτό δεν τους κάνει πνευματικούς αδερφούς της Κίρι-Τζόλιθ;»

Ο Χούμα κοίταζε το λαμπρό σπαθί που ήταν βαθιά θαμμένο μέσα στο σωρό των κοσμημάτων και των νομισμάτων. Μέσα του ένιωθε μια παρόρμηση τόσο δυνατή που παραλίγο να τρέξει προς το μέρος του. Αλλά ξαφνικά, το τρομερό πρόσωπο του Γουιρμφάδερ φανερώθηκε ξανά μπροστά του. Η καυτή θειούχα ανάσα του έτσουξε τα μάτια.

«Ελευθέρωσέ με, Ιππότη της Σολάμνια, και ό,τι θελήσεις είναι δικό σου! Ακόμα και ο καθρέφτης που με υπηρέτησε τόσο πιστά πριν έρθει το σκοτάδι!»

Ο καθρέφτης. Ο Χούμα τον κοίταξε. Αν μπορούσε να μάθει τα μυστικά του… Ξαφνιάστηκε από το ίδιο του το θράσος. «Πώς λειτουργεί; Θα μπορούσα να το σκεφτώ…»

«Πρέπει να σκεφτείς ένα μέρος όπου θες να πας και να ρωτήσεις… Όχι! Λευτέρωσέ με πρώτα!»

Το ίδιο το βουνό τραντάχτηκε από το ξέσπασμα της ξέφρενης οργής του δράκου.

Το σφυροκόπημα άρχισε ξανά, πιο δυνατό – αν ήταν δυνατόν δηλαδή κάτι τέτοιο.

Ο Γουιρμφάδερ ύψωσε το τεράστιο κεφάλι του και τσίριξε «Δε με κοροϊδεύεις ξανά!»

Ο Χούμα έτρεξε προς το σπαθί. Ο δράκος τινάχτηκε μανιασμένος. Τα πελώρια σαγόνια του άνοιξαν και η μακριά, διχαλωτή γλώσσα πετάχτηκε σαν μαστίγιο. Ο Γουιρμφάδερ σκόπευε να κάνει μια μπουκιά το μικροσκοπικό ανθρωπάκι.

Το χέρι του Χούμα έκλεισε γύρω από τη λαβή του σπαθιού. Του έκαψε τη χούφτα, παρ’ όλο που φορούσε γάντια. Παρά τον πόνο, το τράβηξε από το σωρό και το σήκωσε ψηλά, ενεργώντας χάρη στην ικανότητα των αντανακλαστικών του.

Τα σαγόνια του Γουιρμφάδερ έκλεισαν πάνω στον Χούμα, καταπίνοντας τεράστιες ποσότητες θησαυρών. Για μια στιγμή ο ιππότης εξαφανίστηκε μέσα στο στόμα του θηρίου.

Με μια κραυγή πόνου που ράγιζε και πέτρα, ο πανάρχαιος δράκος τραντάχτηκε από ένα σπασμό. Χρυσάφι, ασήμι, αγάλματα, πετράδια κι ένας τσακισμένος Χούμα έπεσαν από το στόμα του. Ο ιππότης έπεσε στους σωρούς των θησαυρών και το δεξί του χέρι τραντάχτηκε ολόκληρο.

Από πάνω, ο Γουιρμφάδερ κουνούσε μπρος-πίσω το κεφάλι, προσπαθώντας να βγάλει το καρφωμένο σπαθί. Μάταιος κόπος. Το κορμί του λειτουργούσε αντανακλαστικά. Το μυαλό του δράκου ήταν νεκρό, καθώς η σμαραγδένια λεπίδα είχε διαπεράσει όλη τη θωράκισή του. Το μόνο που κατάφερναν οι κινήσεις του ήταν να χώνουν το σπαθί όλο και πιο βαθιά.

Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος τη στιγμή που το τεράστιο κεφάλι κατέβαινε για τελευταία φορά. Ακόμα και πεθαμένος, ο Γουιρμφάδερ μπορούσε ένα προκαλέσει το θάνατο του Χούμα. Ο ιππότης προσπάθησε να τον αποφύγει.

Το τεράστιο κρανίο βρόντησε ορμητικά στο έδαφος κοντά στον ιππότη. Εκείνος τινάχτηκε μπροστά μαζί με μια γενναία ποσότητα λαφύρων, με την τελευταία του σκέψη στη Σολάμνια. Το κορμί του χτύπησε τον καθρέφτη…

…και προσγειώθηκε μέσα στις λάσπες ενός μουλιασμένου από τη βροχή τόπου.

Η πρώτη έξαλλη σκέψη του ήταν το σπαθί. Είχε μείνει καρφωμένο στα σαγόνια του νεκρού δράκου. Ο Χούμα έπρεπε να το πάρει πίσω.

Πώς; Επιθεώρησε τη γύρω περιοχή. Το ξάφνιασμά του τον έκανε να παραπατήσει. Ήταν στη Σολάμνια! Πολύ κοντά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Ανακάθισε και βύθισε το πρόσωπό του στις παλάμες του. Είχε ανακαλύψει το μυστικό του καθρέφτη. Είχε μεταφερθεί μακριά από τα βουνά – και τους συντρόφους του!

Το δεξί του χέρι ήταν μουδιασμένο και σχεδόν άχρηστο, αλλά δεν ένιωθε να έχει σπάσει κάποιο κόκαλο. Η προσωρινή παράλυση θα περνούσε σε λίγες ώρες. Ο ίδιος και η πανοπλία του ήταν μέσα στη λάσπη. Ψαχούλεψε βιαστικά τη μέση του και αναστέναξε με ανακούφιση. Είχε ακόμα το σπαθί του, όσο ασήμαντο κι αν φαινόταν σε σύγκριση με τον κατακλυσμό δύναμης που ένιωθε σφίγγοντας τη λαβή της σμαραγδένιας λεπίδας. Εκτός και αν…

Του ήρθε μια ιδέα.

Δεν ήταν εύκολο να προσανατολιστεί, αλλά τα λίγα αναγνωρίσιμα ακόμη σημάδια της περιοχής τού έλεγαν ότι βρισκόταν στα νότια του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Αν ήταν ηλιόλουστη η μέρα, θα μπορούσε να διακρίνει το ισχυρό κάστρο.

Σκουπίζοντας χωρίς αποτέλεσμα τη λάσπη από το πρόσωπό του, ο Χούμα κίνησε κατά το Βορρά.

Τα σπίτια που προσπέρασε λίγη προστασία θα παρείχαν ακόμα κι ενάντια στα άγρια ζώα, πόσο μάλλον στους ανθρώπους. Οι ξύλινες κατασκευές ήταν ετοιμόρροπες και σάπιες. Οι αχυροσκεπές μόλις που άξιζαν αυτό το όνομα. Υπήρχαν πάρα πολλές τρύπες και ελάχιστα υλικά για να τις κλείσει κανείς. Η λάσπη που χρησίμευε ως συνεκτικό υλικό για τις πέτρες είχε γίνει τόσο υγρή που σε πολλά σημεία οι τοίχοι είχαν γκρεμιστεί ολότελα.

Οι στοιχειωμένες εκφράσεις των κάτισχνων επιζώντων που κατοικούσαν αυτή την παρωδία χωριού τον έκαναν να ανατριχιάσει. Τι έκανε το Ακροπύργιο για αυτή την κατάσταση; αναρωτήθηκε. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σχεδόν νεκροί. Τα σπίτια τους ήταν κάτι παραπάνω από ερείπια – και ορισμένοι δεν είχαν ούτε σπίτι. Αντί γι’ αυτό, κάθονταν στη λασπωμένη και ρημαγμένη γη και κοίταζαν τη συμφορά ολόγυρά τους.

Ήξερε καλά ότι οι ιππότες δεν μπορούσαν να νοιαστούν για όλους, αλλά και πάλι αγωνιούσε. Παρακαλούσε να βρει καινούριο μέσο μεταφοράς για να επιστρέψει στο βουνό και να αντιμετωπίσει –αν του επιτρεπόταν– ξανά τις ίδιες προκλήσεις. Ανησυχούσε επίσης και για τους δυο συντρόφους του. Τον αναζητούσαν άραγε;

Κοιτάζοντας τη ρημαγμένη γη, ο Χούμα σκεφτόταν ότι οι ιππότες θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν τους χωρικούς να ξαναφτιάξουν τα χωριά τους, να προστατέψουν με περιπόλους τα δάση τους και να συλλέξουν ίσως –ή και να καλλιεργήσουν– την τροφή τους. Αντιθέτως, δε γινόταν τίποτα.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή και σκέφτηκε αυτές τις σχεδόν βλάσφημες ιδέες του. Τι θα έλεγε ο Ρέναρντ αν τον άκουγε; Χαμογέλασε αμυδρά. Μάλλον τίποτα, κατέληξε.

Κάμποσοι χωρικοί ξεπρόβαλαν και τον κοίταξαν με μια ποικιλία εκφράσεων – φόβο, σεβασμό, θυμό και αηδία. Πέντε άντρες του έκοψαν το δρόμο. Ο Χούμα στάθηκε και περίμενε. Οι πέντε άντρες δεν παραμέρισαν.

Αυτός που φαινόταν για αρχηγός τους ήταν ένας ψηλός, μεγαλόσωμος άντρας με αφρόντιστη μαύρη γενειάδα, μαλλιά που αραίωναν, τσακισμένη μύτη και πάνω από εκατό κιλά βάρος, που κάποτε πρέπει να ήταν γεμάτος μυς. Φορούσε το συνηθισμένο λασπωμένο παντελόνι και τη φθαρμένη κάπα του αγρότη. Τα ρούχα του ήταν εντελώς ανεπαρκή για τον κρύο καιρό. Το βαρύ του χέρι έσφιγγε μια σφύρα σιδηρουργού.

«Ρίξε το σπαθί σου, ανθρωπάκο, και δε θα σε πειράξουμε. Τα πράγματά σου θέλουμε, όχι εσένα.»

Ένας αδύνατος νεαρός με αρρωστιάρικη φάτσα, που στεκόταν δίπλα στο μεγαλόσωμο άντρα, γέλασε νευρικά. Ήταν σχεδόν φαλακρός και είχε όλα τα σημάδια κάποιου που επέζησε από το λοιμό – ανάμεσά τους και κάποιο ίχνος τρέλας. Οι άλλοι τρεις ήταν κάτι απερίγραπτα απολειφάδια με πρόσωπα και κορμιά λιωμένα από καιρό. Κανείς τους δεν ήταν αληθινός ληστής. Ο Χούμα προσευχήθηκε σιωπηλά να μη χρειαστεί να σηκώσει χέρι εναντίον τους.

«Κουφός είσαι;»

«Δεν μπορώ να σας δώσω ούτε τα πολύτιμα πράγματά μου ούτε το φαΐ μου, αν αυτά θέλετε. Έχω ελάχιστα πράγματα.»

«Δεν έχεις άλλη επιλογή.» Ο μεγαλόσωμος άντρας κούνησε τη σφύρα του δοκιμαστικά ενάντια στον Χούμα με μεγάλη ακρίβεια. «Μου φαίνεται πως δεν κατάλαβες. Παίρνουμε ό,τι βρίσκουμε.»

Η σφύρα σηκώθηκε όρθια, έτοιμη να χτυπήσει. Ο Χούμα τράβηξε το σπαθί του, αλλά δίσταζε να το χρησιμοποιήσει ακόμα και εναντίον εκείνων. Δεν του άφησαν όμως άλλη επιλογή, γιατί η σφύρα του αρχιληστή πέρασε σύρριζα από το πρόσωπό του σφυρίζοντας και αστοχώντας παρά τρίχα.

Πέντε φιγούρες όρμησαν στον ιππότη – ή αυτό προσπάθησαν να κάνουν. Ξαφνικά, το δεξί πόδι του Χούμα βρήκε έναν επιτιθέμενο στο στομάχι. Το ελεύθερο χέρι του ξάφνιασε το νεαρό που γελούσε και που είχε λογαριάσει να γλιστρήσει κάτω από το σπαθί του ιππότη με ένα παλιό, σκουριασμένο, κοντό ξίφος. Ο Χούμα τον έριξε καταγής με την επίπεδη πλευρά της λεπίδας του και ο νεαρός απόμεινε αναίσθητος. Δε δυσκολεύτηκε να αφοπλίσει το γέρο με τα υγρά μάτια. Άοπλος, εκείνος απομακρύνθηκε βιαστικά, αφήνοντας τον Χούμα να ασχοληθεί με τους δύο που απόμεναν, ο ένας από τους οποίους ήταν ο υποτιθέμενος αρχηγός.

Ο Χούμα απελπίστηκε συνειδητοποιώντας ότι αυτοί οι δύο δεν το έβαζαν κάτω. Ο ένας που είχε σπαθί πολεμούσε με απόγνωση που έδινε τρομερή δύναμη στην κατά τ’ άλλα ασήμαντη κοψιά του. Ο αρχιληστής χαμογελούσε όλο κακία, προχωρώντας συνέχεια.

Με μεγάλη του λύπη, ο Χούμα έκανε την επιλογή του. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των υπόλοιπων χωρικών, ο Ιππότης του Στέμματος βρήκε ένα άνοιγμα στην άμυνα του σπαθοφόρου και του κάρφωσε το σπαθί βαθιά στο στήθος. Ο άντρας μουρμούρισε κάτι πνιχτά και κατέρρευσε. Ενώ ακόμα έπεφτε ο αντίπαλός του, ο Χούμα ανταπέδιδε οδυνηρά τα χτυπήματα του αρχηγού το ένα μετά το άλλο. Το γιγάντιο πλάσμα άρχισε να του δίνει άγρια σφυροκοπήματα, ενώ ο Χούμα περίμενε. Όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, όπως το περίμενε, με μια μοναδική σπαθιά έβαλε τέλος στην απελπισμένη συμμορία.

Ο Χούμα, λαχανιασμένος, σήκωσε τα μάτια στους θεατές. Δεν έδειχναν κανένα συναίσθημα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ευχαριστημένοι ή θυμωμένοι. Κοίταξε γύρω του για τους τρεις επιζώντες. Δύο ήταν αναίσθητοι και ο τρίτος το είχε βάλει στα πόδια. Δε θα τον ενοχλούσαν ξανά.

Αηδιασμένος, ο Χούμα σκούπισε το σπαθί του, το έβαλε στο θηκάρι του και τράβηξε ξανά βόρεια. Δεν είχε βγει ακόμα από το χωριό, όταν φούντωσαν οι καβγάδες καθώς οι ανθρώπινοι γύπες έπεσαν στα υπάρχοντα των νεκρών ληστών.


Την πρώτη φορά που αντίκρισε το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, Οίκο της Ιπποσύνης από τότε που διέταξε την ανέγερσή του ο Βίνους Σολάμνους, τόσους αιώνες πριν, ο Χούμα είχε νιώσει σαν ένας κόκκος σκόνης μπροστά στο παλάτι των θεών.

Αυτό το συναίσθημα ελάχιστα είχε αλλάξει.

Τα τείχη του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ έφταναν σε μεγάλο ύψος. Λίγοι μονάχα αντίπαλοι τολμούσαν να αναρριχηθούν σε αυτά. Τα τείχη περιέβαλλαν το κάστρο και ήταν γεμάτα πολεμίστρες για τους τοξότες. Μοναδικό άνοιγμα των τεράστιων τειχών ήταν το σημείο όπου στεκόταν φρουρός η πελώρια, διπλή, σιδερένια πύλη. Είχε πάχος όσο το μήκος του χεριού του Χούμα και μπορούσε ν’ αντέξει την ορμή της επίθεσης ενός δράκου. Κάθε θυρόφυλλο της πύλης ήταν διακοσμημένο με το τριπλό σύμβολο της Ιπποσύνης – τη μεγαλόπρεπη Αλκυόνα με τα φτερά μισάνοιχτα, το σπαθί πιασμένο στα κοφτερά της νύχια και, στο κέντρο του σπαθιού, το Ρόδο. Πάνω από το κεφάλι της υπήρχε μια κορόνα.

Ύστερα από μεγάλη αναμονή μέσα στη βροχή, ένας φρουρός ήρθε να απαντήσει στις βραχνές φωνές του Χούμα. Κοίταξε κάτω την καταλασπωμένη μορφή με την ανάκατη αρματωσιά της Σολάμνια και του Έργκοθ και φώναξε «Ποιος είσαι και τι θέλεις;»

Ο Χούμα έβγαλε την περικεφαλαία του. «Είμαι ο Χούμα, Ιππότης του Τάγματος του Στέμματος και γυρίζω από τόπους πολύ μακρινούς. Πρέπει να μιλήσω στον Άρχοντα Όσγουολ ή ακόμα και στον ίδιο τον Μεγάλο Μάγιστρο. Είναι επείγον!»

«Τον Μεγάλο Μάγιστρο;» Ο Χούμα δεν έβλεπε καλά το πρόσωπο του άντρα, αλλά η έκπληξη ήταν ολοφάνερη στη φωνή του. «Περίμενε!»

Ο Χούμα απόρησε από την παράξενη αντίδραση του άλλου.

Επιτέλους, οι πύλες άρχισαν να ανοίγουν σιγά-σιγά.

Στην πύλη στεκόταν ο ίδιος φρουρός που του είχε κάνει τις ερωτήσεις. Με ένα του νεύμα, ο Χούμα τον ακολούθησε στο Ακροπύργιο. Οι ιππότες που είχαν ανοίξει την πύλη φαίνονταν το ίδιο έκπληκτοι με το φρουρό. Το μυστήριο μεγάλωνε.

Ο φρουρός, ένας νεαρός Ιππότης του Στέμματος, τράβηξε τον Χούμα σε μια σκοτεινή γωνιά, για να μην τους βρέχει η ψιχάλα που δυνάμωνε. «Ξέρω ποιος είσαι, γιατί ο Άρχοντας Ρέναρντ μιλάει με μεγάλη εκτίμηση για το άτομό σου στην εκπαίδευση. Για αυτό δράττομαι της ευκαιρίας να σε προειδοποιήσω πριν κάνεις κανένα λάθος.»

«Να με προειδοποιήσεις; Για τι πράγμα;»

«Μόλις σήμερα το πρωί…» ο ιππότης κοίταξε γύρω του «…ο Μεγάλος Μάγιστρος, ο Άρχοντας Τρέικ, πέθανε, θύμα μιας κακιάς, θανατηφόρας αρρώστιας.»

Όχι! παραλίγο να φωνάξει ο Χούμα. Ο Μεγάλος Μάγιστρος νεκρός! Ο Τρέικ δε συμπάθησε ποτέ του τον Χούμα –τον σιχαινόταν μάλιστα όσο και ο γιος του ο Μπένετ–, αλλά ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη νιώσει θλίψη, σαν όλους τους συντρόφους του, μπροστά στο θάνατο της κεφαλής της Ιπποσύνης.

«Δεν το ήξερα. Ο κόσμος στο χωριό φαινόταν ανήσυχος, αλλά δε μου…»

«Δεν το ξέρουν!» του σφύριξε ο άλλος. «Ο Άρχοντας Όσγουολ διέταξε να μην ξεφύγει ούτε λέξη από το Ακροπύργιο μέχρι να εκλεγεί ο καινούριος Μεγάλος Μάγιστρος! Αν μαθευτεί ότι βρισκόμαστε σε τέτοια δυσχέρεια, και η τελευταία μας άμυνα θα καταρρεύσει!»

Η τελευταία άμυνα; «Πες μου…»

«Γκάρβιν.»

«Πες μου, Γκάρβιν, τι έγινε όταν έπεσε σκοτάδι στις γραμμές μας; Ποια είναι τώρα η θέση μας;» Ο Χούμα τού έσφιξε τα μπράτσα.

«Δεν πέρασες από τις γραμμές μας;» Ο Γκάρβιν κοίταξε τον Χούμα περίεργα. «Το μέτωπο δεν απέχει ούτε δύο μέρες με το άλογο, είτε προς τα ανατολικά είτε προς τα δυτικά. Η Μαύρη Φρουρά του πολέμαρχου κινείται ανέγγιχτη στο Νότο. Τα περισσότερα φυλάκιά μας έχουν αποκοπεί. Και εμείς έχουμε αποκοπεί.»

«Δεν υπάρχει ελπίδα;»

Ο Γκάρβιν σφίχτηκε. «Είμαστε Ιππότες της Σολάμνια, Χούμα.»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά, ξέροντας ότι θα πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο – ό,τι κι αν συνέβαινε. Η σκέψη του επέστρεψε στη σπηλιά, στις προκλήσεις και, κυρίως, στο σπαθί. Εκείνη τη στιγμή το λαχταρούσε πραγματικά. Στο χέρι του, θα μπορούσε να πετσοκόψει τις κακόβουλες δυνάμεις της βασίλισσας. Η Σολάμνια θα έβγαινε νικήτρια. Ίσως μάλιστα να κατάφερνε να στήσει και ο ίδιος κάποιο μικρό βασίλειο…

Κούνησε βίαια το κεφάλι του και ο Γκάρβιν σκυθρώπασε ξαφνιασμένος. Ο Χούμα έδιωξε τις ασεβείς σκέψεις από το μυαλό του. Το σπαθί δεν ήταν κληρονομιά του Πάλανταϊν στην Ιπποσύνη. Παρά το μεγαλείο και τη δύναμή του, είχε κάτι που αηδίαζε τον Χούμα – κι ας το ποθούσε τόσο. Όχι πως είχε σημασία. Πέφτοντας μέσα στον καθρέφτη, είχε χάσει τα πάντα. Δεν υπήρχε ελπίδα.

Όχι! Ίσιωσε το κορμί του και χαμογέλασε απολογητικά στον Γκάρβιν για τους παράξενους τρόπους του. Αν κατάφερνε να τον ακούσει κάποιος, υπήρχε ακόμη χρόνος.

«Γκάρβιν, πού μπορώ να βρω τον Άρχοντα Όσγουολ;»

«Τώρα;» Ο άλλος κοίταξε από το καταφύγιό τους το μαύρο ουρανό. «Έχει περάσει η ώρα του δείπνου, αυτό είναι σίγουρο. Θα είναι στα διαμερίσματά του. Ετοιμάζεται για το Ιπποτικό Συμβούλιο, αύριο το βράδυ.»

«Θα περιμένουν μέχρι αύριο το βράδυ για να διαλέξουν καινούριο Μεγάλο Μάγιστρο; Οι δούλοι της βασίλισσας μπορεί να βρεθούν στις πύλες μας απόψε κιόλας! Τουλάχιστον οι δράκοι!»

Ο Γκάρβιν έγνεψε καταφατικά. «Αυτό είπε και ο Άρχοντας Όσγουολ, αλλά το Συμβούλιο είναι Συμβούλιο.»

«Πρέπει να του μιλήσω αμέσως λοιπόν.»

Ο Χούμα έφυγε τρέχοντας μέσα στη βροχή.

Ο Άρχοντας Όσγουολ παρατήρησε ότι είχε να βρέξει έτσι από την αρχή του πολέμου. Στο παρελθόν δεν υπήρχε παρά μόνο ομίχλη. Τώρα έλεγες ότι η βροχή θα παράσερνε τα πάντα.

Ο Υψηλός Πολεμιστής βγήκε απότομα από την ονειροπόλησή του. Θα ξεμωραινόταν, σκέφτηκε, για να συλλογίζεται τη βροχή, όταν η τύχη της Ιπποσύνης και του κόσμου κρεμόταν από το αν θα κατάφερνε τους ξεροκέφαλους του Συμβουλίου να επισπεύσουν την εκλογή του καινούριου Μεγάλου Μάγιστρου. Με την αναποφασιστικότητα που είχε δείξει κατά την πανωλεθρία, είχε καταστρέψει κάθε δική του πιθανότητα. Ήταν ένα στιγμιαίο σφάλμα, ένα σοκ λόγω της αιφνίδιας αλλαγής της κατάστασης και της συνειδητοποίησης ότι εκείνη την επίθεση δε θα μπορούσαν να την αποκρούσουν. Οι απώλειες ήταν βαριές.

Ο ανιψιός του Όσγουολ, ο Μπένετ, κινητοποιούσε τη δική του κλίκα. Παρέμενε πάντα μέσα στα όρια του Όρκου και του Μέτρου, αλλά ήταν φιλόδοξος και θα προσπαθούσε να χειραγωγήσει την εκλογή. Λογικά, διάδοχος του νεκρού Μεγάλου Μάγιστρου θα γινόταν κάποιος από τους τρεις αρχηγούς των ταγμάτων. Αλλά ο Μπένετ πίστευε ότι εκείνος έπρεπε να ακολουθήσει τον πατέρα του. Ανέκαθεν το ήθελε αυτό ο Τρέικ. Το μόνο εμπόδιο ήταν ο Όσγουολ.

«Άρχοντα Όσγουολ;»

Σήκωσε τα μάτια και είδε τον Ρέναρντ να τον κοιτάζει με έντονο βλέμμα. Ο χλομός ιππότης στεκόταν δίπλα στη δεύτερη καρέκλα που υπήρχε στο δωμάτιό του.

Ο Ρέναρντ. Παρά το ψυχρό ύφος του, ο Υψηλός Πολεμιστής εκτιμούσε τον Ρέναρντ σχεδόν όσο και τον Χούμα. Μόνο που ο Χούμα είχε χαθεί στην πανωλεθρία. Φαίνεται πως είχε σταθεί ακλόνητος μέχρι το τέλος.

«Τι τρέχει, Ρέναρντ;»

«Δεν έχεις διατυπώσει ακόμα τα σχέδιά σου. Νομίζω πως θα ήταν φρόνιμο…»

Απέξω ακούστηκε φασαρία. Οι δύο φρουροί που στέκονταν στην πόρτα του δωματίου λογομαχούσαν με κάποιον. Ο νεοφερμένος επέμενε – και η φωνή του είχε κάτι το οικείο.

«Ρέναρντ, τι;..»

Ο χλομός ιππότης είχε ανοίξει την πόρτα και –ο γεροντότερος δεν πίστευε στα μάτια του– τώρα στεκόταν με το στόμα ανοιχτό μπροστά σ’ ένα λασπωμένο ιππότη που πάλευε με τους δυο φρουρούς. Λίγα δευτερόλεπτα μονάχα χρειάστηκαν για να αναγνωρίσει ο Άρχοντας Όσγουολ τον καινούριο κι απόμεινε κι εκείνος να τον κοιτάξει με έκπληξη και αγαλλίαση.

«Χούμα!»

Ακούγοντας τον τόνο της φωνής του ανωτέρου τους, οι δύο φρουροί σταμάτησαν την πάλη. Συνήλθε κι ο Ρέναρντ και είπε απλά και τυπικά «Αφήστε τον να περάσει.»

Ο Χούμα όρμησε ελεύθερος στο δωμάτιο. «Άρχοντα Όσγουολ, Ρέναρντ…»

«Στάσου προσοχή, Χούμα» τον έκοψε ο λιπόσαρκος ιππότης.

Ο Χούμα σφίχτηκε στη στιγμή. Ο Ρέναρντ στράφηκε στον Υψηλό Πολεμιστή που του έγνεψε καταφατικά. «Γυρίστε στις θέσεις σας» είπε ο Ρέναρντ στους φρουρούς. «Διαταγή του Υψηλού Πολεμιστή.»

Μόλις έκλεισε η διπλή πόρτα, ο Άρχοντας Όσγουολ γύρισε και κοίταξε τον ιππότη που έτρεμε. Ο Χούμα έδινε την εντύπωση πως ήθελε να πει κάτι πριν αυτό εκραγεί μέσα στο κεφάλι του.

«Ανάπαυση, Χούμα. Έλα να καθίσεις. Πες μας για το θαύμα που σε έφερε από τους νεκρούς.»

Ο Χούμα γονάτισε μπροστά στο γεροντότερο πολεμιστή. Ανακουφισμένος πια, άφησε την ιστορία να βγει από τα χείλη του σαν χείμαρρος.

Ο Άρχοντας Όσγουολ και ο Ρέναρντ άκουσαν προσεκτικά όλα τα μέρη της διήγησης του Χούμα. Η αναζήτηση του Μάτζιους, το κυνήγι της Μαύρης Φρουράς, οι πανταχού παρόντες ντρέντγουλφ, τα βουνά, η σπηλιά, το σπαθί… Αν δεν ήταν ο Χούμα εκείνος που μιλούσε, οι δυο ιππότες δε θα πίστευαν ούτε λέξη. Εκείνον όμως τον πίστευαν πραγματικά.

Η δυνατή κλαγγή του μετάλλου πάνω στο μέταλλο, αυτή που έμοιαζε τόσο με τον ήχο του σιδηρουργείου του Ακροπυργίου, φάνηκε να ενδιαφέρει περισσότερο από καθετί άλλο τον Άρχοντα Όσγουολ. Ρώτησε τον Χούμα τι γνώμη είχε.

«Ένα εργαστήρι των θεών. Δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά. Αν δεν ήταν ο Ρέορξ που δίνει σχήμα στο μέταλλο, κάπου μέσα στο βουνό… Τίποτ’ άλλο δεν έχω να προσθέσω παρά μόνο ότι νιώθω πως πρέπει να γυρίσω πίσω» είπε ο Χούμα. «Αν το θέλει ο Πάλανταϊν» πρόσθεσε.

«Μάλιστα.» Ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει στην αρχή ο Υψηλός Πολεμιστής. Ο Ρέναρντ έγνεψε απλώς καταφατικά.

Ο Άρχοντας Όσγουολ σκέφτηκε για μια στιγμή. «Αυτό το σπαθί φαίνεται καταπληκτικό. Θα μπορούσε να…»

Ο Χούμα τον έκοψε μεμιάς. «Φοβάμαι πως είναι χαμένο για μας. Ο Γουιρμφάδερ είναι ο τάφος του.»

Ο τόνος του ήταν επιφυλακτικός. Ήθελε να ξεχάσουν οι άλλοι δυο το σπαθί όχι μόνο επειδή δεν το εμπιστευόταν αλλά και εξαιτίας του πειρασμού που ένιωθε να σφίξει τη λαβή του και να το υψώσει.

Ο Υψηλός Πολεμιστής πήρε τα λόγια του τοις μετρητοίς. «Εμπιστεύομαι την κρίση σου.» Κοίταξε μια τον Χούμα, μια τον Ρέναρντ και ξανά τον Χούμα. «Έχω την εντύπωση πως δεν μπορούμε να αφήσουμε για πολύ αυτή την εκκρεμότητα. Δεν έχουμε άλλο χρόνο.»

Ελέγχοντας το νευρικό ενθουσιασμό του, ο Χούμα βιάστηκε να μιλήσει. «Μόνο μεταφορικό μέσο χρειάζομαι. Ένα άλογο –μήπως είναι κοντά οι δράκοι; Ένα δράκο ίσως;»

Ο Υψηλός Πολεμιστής συνοφρυώθηκε. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα, Χούμα. Όχι αυτή τη στιγμή. Αν σε στείλω σε κάποια απεγνωσμένη αποστολή, χάνω την πιθανότητα να κρατήσω την Ιπποσύνη μακριά από τα χέρια εκείνων που νοιάζονται περισσότερο για το κύρος και τη δύναμη από όσο για τον Όρκο και το Μέτρο. Θα χρειαστεί να περιμένεις μέχρι να εκλεγεί καινούριος Μεγάλος Μάγιστρος.»

Ο Χούμα φάνηκε να μπερδεύεται. «Μα εσύ δεν…»

«Εγώ βρέθηκα λειψός. Ίσως υπάρξει άλλος.»

«Μα…» Ο Χούμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η αποστολή του θα καθυστερούσε –ίσως και να ματαιωνόταν– για έναν τόσο ασήμαντο λόγο.

«Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω, Χούμα. Λυπάμαι, αλλά θα χρειαστεί να περιμένεις. Ρέναρντ, ο Χούμα είναι ένας από τους δικούς σου. Φρόντισε να πλυθεί, να φάει και να κοιμηθεί. Αύριο το πρωί θέλω να τον δω φρέσκο και καθαρό.»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.» Ο Ρέναρντ ακούμπησε φιλικά αλλά σταθερά το χέρι του στον ώμο του Χούμα. Ο νεότερος ιππότης σηκώθηκε διστακτικά.

Χωρίστηκαν σιωπηλά. Η θλίψη του Χούμα μεγάλωσε. Δεν απειλούνταν μόνο η αποστολή του αλλά και η ζωή ενός ανθρώπου που ήταν ό,τι πλησιέστερο είχε ποτέ σε πατέρα. Σε τέτοιους καιρούς, κανείς –εκτός από τον Άρχοντα Όσγουολ– δεν μπορούσε να διοικήσει τους ιππότες. Ο Μπένετ, παρά την ικανότητά του, υστερούσε σε εμπειρία. Ακόμα και ο Χούμα το καταλάβαινε αυτό. Οι Ιππότες της Σολάμνια χρειάζονταν δυνατή ηγεσία, ηγεσία που μόνο ο Άρχοντας Όσγουολ μπορούσε να τους προσφέρει. Χωρίς τον Όσγουολ, η Ιπποσύνη θα διαλυόταν.

Χωρίς τον Υψηλό Πολεμιστή στην αρχηγία, συνειδητοποίησε ξαφνικά ο Χούμα, ποτέ δε θα μπορούσε να γυρίσει στο βουνό.

Κεφαλαίο 18

Η βροχή δε σταμάτησε όλη νύχτα. Παρ’ ότι ήταν εξαντλημένος, ο Χούμα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όπως ο Άρχοντας Όσγουολ, έτσι κι εκείνος είδε ότι υπήρχε κάποιο σημάδι στην απότομη αλλαγή από την αιώνια συννεφιά στην ακατάπαυστη βροχή, που –όσο περνούσε η ώρα– του κουρέλιαζε τα νεύρα.

Άκουσε καλπασμό αλόγων. Ακόμα και μέσα στη μαύρη νύχτα, υπήρχε πάντα κάποια δραστηριότητα. Μερικοί άντρες κοιμούνταν, άλλοι δούλευαν. Το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ δε γινόταν να πιαστεί στον ύπνο.

Κάποια περίπολος που επιστρέφει, συμπέρανε ο Χούμα. Ο θόρυβος έσβησε κατά την κατεύθυνση των στάβλων. Ο Χούμα αναρωτήθηκε τι νέα έφερναν – αν έφερναν νέα. Είχαν υποχωρήσει κι άλλο οι γραμμές τους; Σε λίγο οι ιππότες θα έβλεπαν την ίδια την πρόσοψη του Ακροπυργίου; Σε πόσο καιρό θα έκλεινε η λαβίδα πάνω στο λίκνο της Ιπποσύνης;

Ο Χούμα σηκώθηκε αργά κι αθόρυβα, μη θέλοντας να ενοχλήσει τους γύρω του στους κοινούς κοιτώνες που μοιράζονταν οι Ιππότες του Στέμματος. Το κτίριο ήταν ουσιαστικά ένας μεγάλος θάλαμος με επάλληλες σειρές από σκληρά κρεβάτια κι ένα μικρό αποθηκευτικό χώρο για κάθε ένοικο. Καθώς οι ιππότες κοιμούνταν με βάρδιες, ο θάλαμος δεν ήταν ποτέ γεμάτος. Επίσης, πολλοί βρίσκονταν μακριά από το Ακροπύργιο για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Μόνο οι πιο υψηλόβαθμοι ιππότες είχαν δικά τους διαμερίσματα.

Αποφάσισε ότι λίγος καθαρός αέρας θα του έκανε καλό. Με προσεκτικά βήματα, πέρασε ανάμεσα από τους συντρόφους του, φτάνοντας μέχρι την πόρτα.

Ο αέρας ήταν δροσερός και λίγο πιο δυνατός απ’ όσο είχε φανταστεί. Πήρε βαθιές ανάσες, ευγνωμονώντας την προσωρινή ανάπαυλα από τη θλίψη και τη σύγχυση. Ευχήθηκε την επόμενη μέρα να πήγαιναν όλα καλά.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Άρχιζαν να του κάνουν παιχνίδια, φαίνεται, γιατί για μια στιγμή ήταν σίγουρος πως είχε δει μια σκοτεινή φιγούρα να πλησιάζει τα διαμερίσματα του Άρχοντα Όσγουολ, ακριβώς πίσω από τους δυο φρουρούς.

Σκέφτηκε να ειδοποιήσει κάποιον, αλλά οι σκοποί δε φάνηκαν να ενοχλούνται – και όταν κοίταξε ξανά, δεν είδε ίχνος του υποτιθέμενου παρείσακτου. Ο Χούμα δεν είχε καμία όρεξη να γελοιοποιηθεί. Όχι εκείνη τη στιγμή. Κοίταξε για λίγο τη νύχτα γύρω του και ύστερα αποσύρθηκε. Αυτή τη φορά ο ύπνος ήρθε πιο γρήγορα.


Η επόμενη μέρα πέρασε υπερβολικά γρήγορα. Ο Χούμα είχε σκοπό να μείνει μακριά από τους άλλους ιππότες, τουλάχιστον μέχρι να λυθεί το ζήτημα της αρχηγίας. Του είχαν συμβεί παρά πολλά για να είναι σίγουρος πως θα κρατούσε την ουδετερότητά του στο συγκεκριμένο θέμα. Αυτά που θα έλεγε ήξερε καλά ότι θα ήταν σαν να μιλούσε ο Άρχοντας Όσγουολ, που πάντοτε στεκόταν στο πλευρό του. Ακόμα και Ρέναρντ μπορεί να επηρεαζόταν.

Ωστόσο, δύο ώρες πριν από την καθορισμένη ώρα συνεδρίασης του Συμβουλίου ο Άρχοντας Όσγουολ τον κάλεσε κοντά του. Ο Ιππότης του Ρόδου που του έφερε το μήνυμα τον κοίταξε με μεγάλη περιέργεια αλλά, πιστός στον Υψηλό Πολεμιστή, δεν του έκανε καμία ερώτηση.

Καθώς πήγαινε στα διαμερίσματα του Άρχοντα Όσγουολ, ο Χούμα βρέθηκε μπροστά σε αυτόν ακριβώς που ήθελε να αποφύγει.

«Μου είπαν πως είσαι ζωντανός. Είχα τις αμφιβολίες μου, αλλά τώρα σε βλέπω με τα μάτια μου.»

Ο Μπένετ φορούσε την επίσημη στολή του, που περιλάμβανε κι έναν πορφυρό μανδύα που έφερε τόσο τα εμβλήματα της Ιπποσύνης όσο και της οικογένειάς του. Πάνω στο θώρακα της πανοπλίας του περνούσε διαγώνια ένας μαύρος αορτήρας. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, μέσα στη βροχή που συνεχιζόταν αδύναμη και στο άγριο χάραμα, φαινόταν να λάμπει. Άσχετα από οτιδήποτε άλλο, ο Μπένετ ήταν γιος του πατέρα του. Τα γερακίσια χαρακτηριστικά του ήταν ακριβές αντίγραφο του γεροντότερου ιππότη.

«Ζητώ συγνώμη, Άρχοντα Μπένετ.» Οι οικογενειακοί τίτλοι μοιράζονταν ίσα ανάμεσα στον Όσγουολ και τον Τρέικ, μέχρι την ανάρρηση του τελευταίου στο αξίωμα του Μεγάλου Μάγιστρου. Πλέον, ως κληρονόμος του Τρέικ, ο Μπένετ μοιραζόταν τον τίτλο με το θείο του. Μια και ο Όσγουολ δεν είχε δικούς του κληρονόμους, οι τίτλοι θα βρίσκονταν σύντομα στα χέρια ενός μόνο ατόμου. «Σκόπευα να εκφράσω νωρίτερα τα συλλυπητήριά μου…»

«Μη μες περνάς για βλάκα, γιδοβοσκέ» του αποκρίθηκε ο Μπένετ. «Κρατήθηκες μακριά μου επειδή υπήρξαμε ανέκαθεν εχθροί. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχεις θέση ανάμεσά μας. Από την καλή μου την καρδιά, δεν άφησα να σε διώξουν. Όταν σε παίνευα –μεταθανάτια, όπως νόμιζα–, δεν πίστευα ότι θα γύριζες πίσω.»

Ο Χούμα ένιωσε ολόκληρο το κορμί του να σφίγγεται, αλλά δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποκύψει στην πρόκληση του Μπένετ. Ήταν σίγουρος ότι μεγάλο μέρος του θυμού του γιου του νεκρού Μεγάλου Μάγιστρου οφειλόταν στον πρόωρο θάνατο του πατέρα του.

«Ποτέ δεν υπήρξα εχθρός σου, άρχοντά μου. Το αντίθετο, πάντα σε θαύμαζα, παρά τις αντιρρήσεις σου για την επιλογή μου.» Όσο μιλούσε ο Χούμα, το πρόσωπο του Μπένετ έδειχνε μια ήπια έκπληξη. «Το παράστημά σου, η αξιοσύνη σου, η ικανότητά σου να διοικείς κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες… Είσαι ό,τι θέλω να γίνω, ό,τι μπορεί να μη γίνω ποτέ. Το μόνο που ζητάω είναι να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω το καθήκον μου.»

Το στόμα του Μπένετ έκλεισε σφιχτά. Κοίταξε για μια στιγμή τον Χούμα και ύστερα μουρμούρισε «Ίσως.»

«Ίσως;» Ο Χούμα σήκωσε το ένα φρύδι. «Τι εννοείς;»

Ωστόσο, ο καινούριος Άρχοντας του Μπάξτρι τού είχε κιόλας γυρίσει την πλάτη. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Χούμα ήταν να τον δει να χάνεται μέσα στην ομίχλη του Ακροπυργίου.

Πήγε να βρει τον Άρχοντα Όσγουολ.

Ήταν και ο Ρέναρντ εκεί. Ο Χούμα τούς διέκοψε την ώρα που μελετούσαν ένα χάρτη. Ο Άρχοντας Όσγουολ έδειχνε ένα σημείο κοντά στο Βορρά. Σήκωσαν τα μάτια παρατηρώντας την είσοδο του Χούμα και ο Υψηλός Πολεμιστής χαμογέλασε ελαφρά. Ο Ρέναρντ ίσα που του έγνεψε.

Ο Άρχοντας Όσγουολ τύλιξε το χάρτη. «Ήσουν μακριά από το αρχηγείο του Στέμματος;»

«Όχι. Είχα την ατυχία να πέσω στον ανιψιό σου, άρχοντά μου.»

Ο γεροντότερος κούνησε το κεφάλι. Έδειχνε ακόμα πιο στεγνός από το προηγούμενο βράδυ. «Ναι. Μην του δίνεις σημασία, Χούμα. Τον έχει αναστατώσει το γεγονός ότι γύρισες τάχα από τους νεκρούς.»

«Εξακολουθεί να με μισεί γι’ αυτό που είμαι.»

«Τότε είναι ανόητος» πετάχτηκε ξαφνικά ο Ρέναρντ. «Αποδείχτηκες δέκα φορές πιο ιππότης από τον ίδιο.»

«Σ’ ευχαριστώ, αν και δεν το πιστεύω.»

«Τότε είσαι κι εσύ ανόητος.»

Τους έκοψε ο Άρχοντας Όσγουολ. «Το τελευταίο που μας χρειάζεται είναι να τσακωνόμαστε μεταξύ μας.» Ο Υψηλός Πολεμιστής έφερε την παλάμη στο μέτωπό του και παραλίγο να ρίξει ένα δαυλό. Ο Χούμα πήγε να τον πλησιάσει, αλλά ο Άρχοντας Όσγουολ του έγνεψε να κάνει πέρα. «Καλά είμαι. Αλλά φαίνεται πως δεν κοιμήθηκα αρκετά χτες το βράδυ. Κακή νύχτα για αγρύπνια, θα έλεγα.»

«Θα μπορέσεις να αντέξεις το Συμβούλιο;» τον ρώτησε ο Ρέναρντ.

«Έχω άλλη επιλογή; Ίσως είναι απλώς η προσωπική μου γνώμη, αλλά, αν ο ανιψιός μου –που οφείλω να τονίσω ότι πιστεύει πως κάνει το καλύτερο– έχει κάποιο έλεγχο του επόμενου Μεγάλου Μάγιστρου, θα είναι ο χαμός μας.»

Η ένταση του Υψηλού Πολεμιστή ξάφνιασε τον Χούμα. Ήξερε πως δεν τα πήγαιναν καλά, αλλά αυτό… «Γιατί;»

«Ο Μπένετ, όπως και πολλοί άλλοι δικοί μας, είναι υπερβολικά επηρεασμένος από τους θρύλους της Ιπποσύνης. Είναι το είδος του αρχηγού που θα ρίξει και τον τελευταίο ικανό ιππότη του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ σε μια μαζική, ηρωική επίθεση που θα είναι το τέλος όλων μας.»

«Αλήθεια;» Ο τόνος του Χούμα έδειχνε αμφιβολία. Ακόμα και στο σκοτάδι, ο Μπένετ φαινόταν να υπολογίζει τα πάντα και να ελέγχει πλήρως τις αισθήσεις του.

«Ναι. Δεν τον έχεις δει ποτέ σε Συμβούλιο Αρχηγών. Πάντα υποστηρίζει τις αστραπιαίες επιθέσεις και τα κύματα καταστροφής, ποτέ μια συνεπή, μακροχρόνια στρατηγική. Από τότε που πέθανε ο Τρέικ νομίζω πως είναι πιο αποφασισμένος να κάνει κάτι βαρυσήμαντο, για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του.»

«Μπορεί ο Χούμα να δυσκολεύεται να το πιστέψει, αλλά εγώ ξέρω τον Μπένετ περισσότερο καιρό. Θα έλεγα ακριβώς το ίδιο» πρόσθεσε ο Ρέναρντ.

Ο Άρχοντας Όσγουολ κοίταξε τον Χούμα. «Και κάτι άλλο. Δε θα πιστέψει ποτέ την ιστορία σου με τα μαγικά σπαθιά, τους φυλακισμένους δράκους και τις θεόσταλτες προκλήσεις που αποτελούν το κλειδί της νίκης. Εγώ τα πιστεύω. Πες το πίστη στον Πάλανταϊν, αλλά τα πιστεύω.»

Ξαφνικά ο γεροντότερος ιππότης έγειρε μπροστά, φέρνοντας το χέρι του στο κεφάλι.

«Ξεκούραση. Χρειάζομαι λίγη ξεκούραση» μουρμούρισε.

«Βοήθησέ με να τον μεταφέρουμε, Χούμα.»

Μαζί οι δυο ιππότες οδήγησαν τον Όσγουολ στο κρεβάτι. Καθώς τον βοηθούσαν να ξαπλώσει, ο Άρχοντας Όσγουολ έπιασε τον Ρέναρντ. «Φρόντισε να με ξυπνήσουν εγκαίρως για το Συμβούλιο. Κατάλαβες;»

Το χλομό πρόσωπο στράφηκε στον Χούμα και ξανά στον Υψηλό Πολεμιστή. Με την ίδια έλλειψη συναισθήματος που έδειχνε πάντα, ο Ρέναρντ απάντησε «Βεβαίως. Το ξέρεις ότι θα σε ειδοποιήσω.»

«Ωραία.» Ο Άρχοντας Όσγουολ αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Οι δυο ιππότες έφυγαν αθόρυβα. Όταν έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο Ρέναρντ στράφηκε στον Χούμα.

«Σε θέλει στο Συμβούλιο.»

«Κι αυτός;» ρώτησε ο Χούμα, ανήσυχος για την υγεία του Όσγουολ.

«Θα έρθει. Του υποσχέθηκα να το φροντίσω.» Ο Ρέναρντ χαμογέλασε πραγματικά, αμυδρά. «Όλα είναι υπό έλεγχο. Θα δεις.»

Ο Χούμα φρόντισε να φτάσει από τους πρώτους.

Δεν ήταν όλα τα Ιπποτικά Συμβούλια ανοιχτά στους άντρες του Ακροπυργίου. Στα περισσότερα παραβρίσκονταν μόνο οι επικεφαλής και όσοι είχαν κάποια σχέση με την ημερήσια διάταξη. Επίσης υπήρχε μια τυπική διαδικασία, κάποια βήματα που ακολουθούνταν κάτω από κανονικές συνθήκες. Όμως το σώμα των διοικητών είχε την αίσθηση ότι η εκλογή του διαδόχου του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν υπόθεση που αφορούσε όλους και, μολονότι δε χωρούσαν όλοι οι ιππότες στην αίθουσα, έπρεπε στο σύνολό τους να έχουν επαρκή εκπροσώπηση.

Οι Μάγιστροι του Τάγματος του Στέμματος και του Ξίφους είχαν καθίσει κιόλας. Ο Άρακ Χόκαϊ τραβούσε το μικρό γενάκι του και κοίταξε μάλλον αλαξονικά τον ομόλογό του, αυτόν του Ξίφους. Ο Χούμα δεν αναγνώρισε τον άντρα που καθόταν δίπλα στον Χόκαϊ. Δεν ήταν ο ίδιος ιππότης που είχε διοικήσει το Τάγμα του Ξίφους τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο προηγούμενος διοικητής είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, στα ανατολικά, και ο αντικαταστάτης του είχε οριστεί στο πεδίο της μάχης από ανάγκη. Το γωνιώδες πρόσωπο του ιππότη θύμιξε στον Χούμα περισσότερο ένα τέλειο άγαλμα παρά έναν αληθινό άνθρωπο. Το μουστάκι του ήταν μακρύ και λεπτό, ενώ τα μάτια του έμοιαξαν σχεδόν αόρατα κάτω από τα πυκνά του φρύδια. Όταν μπήκε ο Μπένετ, έγινε φανερό ποιος ήταν η πραγματική δύναμη που διοικούσε το Τάγμα του Ξίφους, γιατί ο άλλος σφίχτηκε.

Τελικά η αίθουσα γέμισε και άρχισε η αναμονή. Μόνο δύο σημαντικά πρόσωπα έλειπαν: ο Ρέναρντ και ο Άρχοντας Όσγουολ. Το Ιπποτικό Συμβούλιο περίμενε υπομονετικά και τα μέλη του περνούσαν την ώρα τους συξητώντας μεταξύ τους. Τελικά, ο Μπένετ πλησίασε μεγαλόπρεπα τον Άρχοντα Χόκαϊ και του μίλησε κοφτά, σε χαμηλό τόνο. Ο Χόκαϊ του απάντησε στο ίδιο ύφος και η ξωηρή διαφωνία τους κράτησε αρκετά ώστε να τους πάρουν είδηση. Ο Χούμα μόνο να φανταστεί μπορούσε τι λόγια αντάλλασσαν μεταξύ τους.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή όρμησε στην αίθουσα ο Ρέναρντ λαχανιασμένος. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο από την ένταση και η εικόνα τού συνήθως ατάραχου ιππότη σε τέτοια συναισθηματική σύγχυση ήταν αρκετή για να σηκωθούν κάμποσοι όρθιοι περιμένοντας τα κακά νέα.

Ο Ρέναρντ ψιθύρισε κάτι γρήγορα στον Άρχοντα Χόκαϊ. Ο Μπένετ και τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου έβαλαν τα δυνατά τους να ακούσουν. Το πρόσωπο του Μπένετ άσπρισε και ο ίδιος έσφιξε με όλη του τη δύναμη το πλησιέστερο κάθισμα. Ο Άρχοντας Χόκαϊ σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στο αναστατωμένο ξαφνικά πλήθος.

«Το Συμβούλιο αναβάλλεται μέχρι νεοτέρας. Με λύπη μου, σας πληροφορώ ότι ο Άρχοντας Όσγουολ του Μπάξτρι, Υψηλός Πολεμιστής και Μάγιστρος του Τάγματος του Ρόδου αρρώστησε… από την ίδια αρρώστια που πρόσβαλε τον Μεγάλο Μάγιστρο.»

«Στο Ακροπύργιο επιβλήθηκε καραντίνα. Δεν περιμένουμε να βγάλει τη νύχτα ο Άρχοντας Όσγουολ.»


Ο Ρέναρντ έτρεμε ακόμα.

«Ήρθα να τον ξυπνήσω, όπως μου είχε ζητήσει, και τον βρήκα αναίσθητο στο κρεβάτι του να τρέμει – κι ας ήταν σκεπασμένος με δυο-τρεις κουβέρτες. Του έδωσα όποια βοήθεια μπορούσα και έτρεξα να φέρω έναν κληρικό.»

Ο Χούμα δεν τον είχε ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση. Ήταν λες και ξαναζούσε τη δική του μάχη με το λοιμό.

«Ο κληρικός τι έκανε;»

«Λίγα πράγματα. Η αρρώστια τον μπερδεύει. Άλλο ένα δώρο της βασίλισσας, φαντάζομαι – ανάθεμα την ώρα που γεννήθηκε.»

«Δεν μπορεί να γίνει τίποτα;» Ξαφνικά ο Χούμα ένιωσε αδύναμος. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν ο μέντοράς του, ο φίλος του, ό,τι πιο κοντινό σε πατέρα είχε ποτέ του. Δεν έπρεπε να πεθάνει!

«Μόνο να προσευχόμαστε και να περιμένουμε.» Υπήρχε άραγε κάποιο αμυδρό ίχνος ειρωνείας στη φωνή του Ρέναρντ; Ο Χούμα δεν τον κατηγορούσε. Και ο ίδιος ένιωθε τόσο ανήμπορος… Η δρακοβασίλισσα, ο Κράινους και ο αποστάτης μάγος Γκάλαν Ντράκος θα γελούσαν σίγουρα μαζί τους.

«Χούμα…» Ο Ρέναρντ ακούμπησε το χέρι στον ώμο του. Το ωχρό του πρόσωπο ήταν πάντα γεμάτο ένταση. Πόσο αγαπούσε τον Όσγουολ ο Ρέναρντ! «Κοιμήσου λιγάκι.»

Βρίσκονταν στον πρόναο του Ναού του Πάλανταϊν στο Ακροπύργιο, όπου είχαν μεταφέρει τον Υψηλό Πολεμιστή ελπίζοντας ότι οι θεοί μπορεί να βοηθούσαν στη γιατρειά του. Προς το παρόν, οι κληρικοί που τον φρόντιζαν βρίσκονταν σε αμηχανία. Τη μια στιγμή πίστευαν ότι είχαν νικήσει την αρρώστια, την επόμενη εκείνη επέστρεφε πιο δυνατή από πριν. Δεν είχαν άλλο χρόνο. Το κορμί του Άρχοντα Όσγουολ δε θα άντεχε για πολύ ακόμα σε αυτή την κατάσταση.

Ο Ρέναρντ χαμογέλασε αχνά. «Αν συμβεί κάτι, θα σε ξυπνήσω, σ’ το υπόσχομαι.»

Παρά τις καλές του προθέσεις, ο Χούμα ένιωσε ξαφνική νύστα, λες και μόνο η αναφορά στον ύπνο τον έκανε να καταλάβει πόσο τον χρειαζόταν.

«Να με ξυπνήσεις!»

«Αυτό υποσχέθηκα και στον Άρχοντα Όσγουολ» απάντησε πικρά ο Ρέναρντ.

Φεύγοντας, ο Χούμα άκουγε τη φωνή του Μπένετ από το διπλανό δωμάτιο, όπου συσκέπτονταν οι κληρικοί. Ο Μπένετ έδειχνε να ενδιαφέρεται για το θείο του σχεδόν όσο και για τον πατέρα του. Όταν μαθεύτηκαν τα νέα της αρρώστιας του Υψηλού Πολεμιστή, η φωνή του Μπένετ ήταν εκείνη που εμπόδισε τον πανικό και οργάνωσε την προσωρινή καραντίνα και τη μεταφορά του άρρωστου ευγενή στο ναό. Πλέον ο Ιππότης του Ξίφους μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στις προσευχές για το θείο του και στις διαφωνίες του με τους κληρικούς, που θεωρούσε ότι αντιδρούσαν με μεγάλη βραδύτητα στην κρίση.

Και ο πόλεμος; Λες και τον είχαν ξεχάσει οι έγκλειστοι των τειχών του Ακροπυργίου. Αυτή η σκέψη τριβέλιζε τον Χούμα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το κρεβάτι του.


Ξύπνησε απότομα, με το μυαλό του εκπληκτικά καθαρό. Πρώτη του σκέψη ήταν ο Άρχοντας Όσγουολ – και υπέθεσε το χειρότερο. Οι άλλοι κοιμούνταν, περισσότερο συνηθισμένοι στις καθημερινές απώλειες ζωών. Έτσι του φάνηκε.

Βγήκε έξω στη νύχτα και κοίταξε γύρω του. Στο αδύναμο φως των δαυλών, διέκρινε κάποιους σκοπούς που φυλούσαν άγρυπνοι τα τείχη, ενώ κάποιοι άλλοι περιπολούσαν στο προαύλιο. Φρουροί εξακολουθούσαν να φυλούν την πόρτα που οδηγούσε στην κατοικία του Υψηλού Πολεμιστή. Αυτό ήταν καλό σημάδι.

Μη μπορώντας να κοιμηθεί, ο Χούμα αποφάσισε να επιστρέψει στο ναό. Το ότι ο Ρέναρντ δεν είχε πάει να τον ξυπνήσει δεν του έκανε εντύπωση. Ήταν προφανές ότι ο ωχρός ιππότης είχε σκοπό να μείνει ξάγρυπνος καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης – αν αυτό ήταν δυνατόν.

Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, μετατρέποντας το προαύλιο σε μια λεκάνη γεμάτη λάσπη.

Πλησιάζοντας το Ναό του Πάλανταϊν, τον βρήκε παράξενα σκοτεινό. Κανείς δεν τον φρουρούσε, πράγμα που δεν τον εξέπληξε. Αφού ανέβηκε όμως τα σκαλιά κι ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πύλη του ναού, πρόσεξε πως ήταν μισάνοιχτη. Την άνοιξε σπρώχνοντας και βρήκε το ίδιο σκοτεινό και τον κυρίως διάδρομο. Αυτό δεν ήταν σωστό. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας φρουρός ή έστω ένας κληρικός.

Ξαφνικά ο Χούμα βρέθηκε μπροστά σε έναν από τους Ιππότες του Ρόδου, που εκτελούσε καθήκοντα τιμητικού φρουρού και –για την περίπτωση– φύλακα του άρρωστου Υψηλού Πολεμιστή. Ο ιππότης στεκόταν στην πύλη και φαινόταν πολύ αυστηρός. Ο Χούμα παραλίγο να τον χαιρετήσει στρατιωτικά, όταν συνειδητοποίησε ότι ο αυτός ο άνθρωπος δε θα στεκόταν έτσι μέσα στο σκοτάδι αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Διέσχισε το μαρμάρινο δάπεδο και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το φρουρό.

Ο Ιππότης του Ρόδου τον κοίταξε κι εκείνος, αλλά δεν τον είδε.

Ο Χούμα έφερε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του άλλου. Ένιωθε και άκουγε την ανάσα του, αλλά ήταν η ανάσα ενός βαθιά κοιμισμένου. Τόλμησε να του δώσει ένα ελαφρύ χαστούκι στο μάγουλο. Ο φρουρός ούτε που σάλεψε.

Ο Χούμα έσκυψε κοντά του και κοίταξε προσεκτικά τα ανοιχτά του μάτια. Ήταν θολά. Είχε ξαναδεί ανθρώπους σε παρόμοια κατάσταση, ανθρώπους που τους είχαν ναρκώσει για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Υπέθεσε ότι ο Ιππότης του Ρόδου δε θα θυμόταν τίποτα για την παραμέληση του καθήκοντος του. Υπέθεσε επίσης ότι κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και στους υπόλοιπους ενοίκους του ναού – και ανάμεσά τους και στον Ρέναρντ.

Με μια επίκληση στον Πάλανταϊν, ο Χούμα τράβηξε το σπαθί του. Προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο μέχρι που έφτασε στο μέρος όπου καθόταν ο Ρέναρντ, για να διαπιστώσει ότι ο λιπόσαρκος ιππότης ήταν φευγάτος. Η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου αναπαυόταν ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν μισάνοιχτη και ο Χούμα ανακάλυψε άλλους δυο φρουρούς στην ίδια κωματώδη κατάσταση.

Ο Χούμα φοβήθηκε το χειρότερο. Συμπέρανε βιαστικά ότι ο Ρέναρντ και ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν μαγεμένοι.

Με υπολογισμένα βήματα, άνοιξε αργά την πύλη της κάμαρας του Όσγουολ. Το σκοτάδι τον μπέρδεψε για μια στιγμή μονάχα και ύστερα οι εξασκημένες του αισθήσεις εντόπισαν μια πιο σκοτεινή θολούρα, τον Άρχοντα Όσγουολ όρθιο δίπλα στο κρεβάτι του.

Όρθιο; Ο Χούμα ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Όχι, δεν ήταν ο Άρχοντας Όσγουολ. Ο Όσγουολ ήταν πράγματι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τι ήταν λοιπόν; Ένας ίσκιος;

Ο Χούμα προσχώρησε και το σκοτάδι φάνηκε να μετατοπίζεται. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η μορφή –ή αυτό που του είχε φανεί σαν τέτοια– δεν ήταν πια εκεί. Με κάποια ταραχή, ο Χούμα προχώρησε, μέχρι που βρέθηκε να στέκει δίπλα στην ακίνητη μορφή του Άρχοντα Όσγουολ. Με ανακούφιση, διαπίστωσε ότι ο άρχοντας ανάσαινε κανονικά.

Το πόδι του σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε κάτω και είδε πως αυτό που κοίταζε ήταν το ακίνητο σώμα ενός κληρικού. Ο κληρικός κοιμόταν, όπως και οι φρουροί, με τα μάτια ορθάνοιχτα και θολά. Ο Χούμα τον τράνταξε άγρια προσπαθώντας να τον ξυπνήσει, αλλά εκείνος ούτε που κουνήθηκε.

Ένιωσε μάλλον παρά άκουσε το σκοτάδι να σαλεύει πίσω του. Δίστασε και αυτός ο δισταγμός θα μπορούσε να του στοιχίσει και τη ζωή, γιατί κάτι μεταλλικό χτύπησε το θώρακά του και αν είχε κινηθεί λίγο πιο αργά, θα του είχε τρυπήσει το λαρύγγι.

Βρίζοντας τον εαυτό του, ο Χούμα απέκρουσε μια ακόμη άγρια σουβλιά της λεπτής, στριφτής λεπίδας. Είδε για πρώτη φορά τον αντίπαλό του, μια φιγούρα από αιωρούμενο σκοτάδι, που τον κοίταζε με δυο κόκκινα, άγρια μάτια. Η μορφή τού πέταξε το μαχαίρι στο κεφάλι, αναγκάζοντάς τον να σκύψει. Τη στιγμή που ο Χούμα έσκυβε για να αποφύγει το όπλο, η φασματική μορφή έβγαλε ένα μικρό πουγκί και το σήκωσε ψηλά.

Ο ιππότης τραβήχτηκε γοργά. Πλέον δεν είχε καμία αμφιβολία για το τι αντιμετώπιζε. Οι πράξεις του, το παρουσιαστικό του –του έκανε εντύπωση που δεν είχε αναγνωρίσει με την πρώτη τον παρείσακτο– φανέρωναν έναν πιστό του Μόρτζιον, Άρχοντα της Αρρώστιας και της Σήψης. Ένα από αυτά τα παράσιτα είχε φτάσει μέχρι το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε καταφέρει να σκοτώσει μία ή και δυο ίσως από τις πιο σημαντικές μορφές της Ιπποσύνης.

Η ρακένδυτη φιγούρα δίστασε πριν ρίξει το περιεχόμενο του πουγκιού. Ο Χούμα τινάχτηκε μπροστά, με τη σπάθα υψωμένη μπροστά του. Το πλατύ μέρος της λεπίδας χτύπησε το πουγκί, που έσκασε, αλλά όχι πριν πετάξει η φόρα του σπαθιού το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του πίσω στον κουκουλοφόρο εισβολέα. Ο Χούμα οπισθοχώρησε αποφεύγοντας τη φονική φωτιά που έλουσε τον άλλο.

Ο δολοφόνος έβηξε ξερά από τη σκόνη που απλώθηκε στο πρόσωπό του. Υποχώρησε παραπατώντας, αλλά ο Χούμα δεν τόλμησε να προχωρήσει. Ο πιστός του Μόρτζιον έγειρε σ’ ένα στασίδι και ύστερα σηκώθηκε όρθιος ξανά.

«Αν νομίζεις…» η φωνή ήταν τραχιά και γεμάτη ένταση, αλλά γνωστή «ότι θα με σκοτώσεις με τα ίδια μου τα εργαλεία, μάθε ότι ο Μόρτζιον προστατεύει τους πιστούς του. Άλλωστε, το μόνο που ήθελα ήταν να σε κοιμίσω. Τώρα δε μου αφήνεις περιθώρια.»

Καθώς ο κουκουλοφόρος καθάρισε το λαρύγγι του από τη σκόνη και αποκάλυψε την ταυτότητά του, ο Χούμα κόντεψε να αφήσει το σπαθί του να του πέσει από το χέρι. Έκανε απελπισμένος ένα βήμα προς τα πίσω, τη στιγμή που ο άλλος τραβούσε ένα βαρύ σπαθί που έκρυβε στο μανδύα του.

«Αν σε κέντριζε η αιχμή του μαχαιριού, και πάλι θα κοιμόσουν. Τώρα φοβάμαι πως δε μου μένει παρά μόνο αυτό.» Η λεπίδα υψώθηκε σημαδεύοντας το λαιμό του ιππότη.

Ο Χούμα δεν κατάφερνε να κάνει τον εαυτό του να πολεμήσει. Δεν μπορεί να συνέβαινε στα αλήθεια αυτό. Δεν ήταν αλήθεια. Ήταν ένας τρομερός εφιάλτης και θα ξυπνούσε!

Ο δολοφόνος γέλασε αθόρυβα. Το σπαθί χαμήλωσε ελάχιστα. Το γέλιο του αντήχησε μέσα στο μυαλό του Χούμα, χλευάζοντας όλα όσα είχε πιστέψει μέχρι τότε.

«Προσπάθησα να σε προστατέψω από αυτό. Λυπάμαι στ’ αλήθεια, Χούμα»

Γιατί, Ρέναρντ;

Κεφαλαίο 19

«Δε λες τίποτα;» τον ρώτησε ο Ρέναρντ. «Έχουμε χρόνο. Όλοι κοιμούνται εδώ μέσα. Οι τοίχοι είναι χοντροί. Δε θ’ ακούσουν τα σπαθιά μας. Ναι, νομίζω πως έχουμε χρόνο.»

«Στ’ όνομα του Πάλανταϊν, Ρέναρντ. Γιατί;»

Παρά την κουκούλα και το σκοτάδι, ο Χούμα διέκρινε σχεδόν το πρόσωπο του άλλου. Ένιωθε σχεδόν την πικρία στη φωνή του.

«Όταν κειτόμουν ετοιμοθάνατος από το λοιμό πριν από τόσα χρόνια, ικέτεψα τον Πάλανταϊν, τη Μισακάλ και όλους τους θεούς αυτού του οίκου να με σώσουν. Δεν έκαναν τίποτα. Εγώ έλιωνα, πέθαινα. Το πρόσωπό μου τρομάζει πολλούς τώρα. Αν το είχαν δει τότε, θα είχαν γεμίσει φρίκη. Βλέπεις, είχα κολλήσει τον Κόκκινο Λοιμό.»

Ο Κόκκινος Λοιμός. Απ’ όλους τους λοιμούς που έπλητταν τους ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια, ο Κόκκινος Λοιμός ήταν ο χειρότερος. Οι ιππότες είχαν αναγκαστεί να κάψουν χωριά ολόκληρα, όταν οι μεγαλύτεροι θεραπευτές τους δεν μπορούσαν να ελέγξουν την αρρώστια. Τα θύματα αργοπέθαιναν, αλλά η κάθε μέρα ήταν γεμάτη πόνο και πολλοί αυτοκτονούσαν πολύ πριν τους σκοτώσει η πανούκλα. Το όνομά της οφειλόταν στο κοκκίνισμα του δέρματος του θύματος, που στο τέλος καιγόταν από την αρρώστια. Ήταν τρομακτική – και ακόμα μιλούσαν ψιθυριστά γι’ αυτήν.

«Τελικά, όταν σιγουρεύτηκα πια ότι οι πόνοι θα με σκότωναν, δέχτηκα μια επίσκεψη όχι από τους θεούς που είχα ικετέψει αλλά από το μοναδικό θεό που ήταν πρόθυμος να μου διώξει τον πόνο – με κάποιο αντάλλαγμα.» Η αιχμή του σπαθιού υψώθηκε ξανά. «Ο Μόρτζιον. Μόνο εκείνος νοιάστηκε να απαντήσει στις προσευχές μου, κι ας μην είχα στραφεί ποτέ σ’ αυτόν. Ήταν πρόθυμος να μου διώξει τον πόνο και να με ξανακάνει υγιή, αν δεχόμουν να γίνω δικός του. Δεν ήταν δύσκολη απόφαση, Χούμα. Δέχτηκα αμέσως και ευχαρίστως.»

Ο Χούμα παρακαλούσε να συμβεί κάτι – να σαλέψει ο Άρχοντας Όσγουολ, να έρθουν κάποιοι ιππότες να δουν τι είναι αυτό το σκοτάδι, οτιδήποτε – αλλά δε γινόταν τίποτα. Πόσο καιρό το σχεδίαζε ο Ρέναρντ; Πόσο καιρό περίμενε αυτή τη στιγμή;

Ο Χούμα άκουσε μάλλον παρά είδε τη λεπίδα να έρχεται προς το μέρος του. Ο άλλος κινούνταν με μεγάλη σιγουριά μέσα στο σκοτάδι. Όμως ο Χούμα κατάφερνε να αποφεύγει τα χτυπήματα ξανά και ξανά – κι ας ήξερε ότι ο Ρέναρντ ήταν ο καλύτερος μονομάχος απ’ όλους. Και ειδικά τώρα που είχε απέναντι του ένα Χούμα που βρισκόταν σε τέτοια εσωτερική διαμάχη.

Τότε, τόσο ξαφνικά όσο του είχε επιτεθεί, ο Ρέναρντ σταμάτησε. Γέλασε σιγανά. «Πολύ καλός. Σαν τον πατέρα σου.»

«Τον πατέρα μου;»

Μονομαχώντας, είχαν απομακρυνθεί από την πύλη και είχαν προχωρήσει προς τα εκεί που στέκονταν οι κληρικοί κατά τη διάρκεια των τελετουργιών τους. Ο Ρέναρντ έβγαλε την κουκούλα του – και ακόμα και στο σκοτάδι, ο Χούμα μπόρεσε να διακρίνει το ωχρό, τραβηγμένο του δέρμα. «Ο πατέρας σου. Ω, ναι. Για αυτό σε προστάτεψα, βλέπεις. Το σημάδι του Μόρτζιον, ακόμα και σε κάποιον άσχετο, δηλώνει ότι δεν πρέπει να τον πειράξουν ποτέ οι πιστοί του Μόρτζιον.»

Ο Χούμα θυμήθηκε τα λόγια των πιστών του Μόρτζιον στα ερείπια. Είχαν δει το σημάδι και είχαν τσακωθεί γι’ αυτό. Ο Σκουλάρις δεν ήξερε γιατί το είχε ο Χούμα.

«Τι ανόητος αισθηματίας που είμαι» συνέχισε ο Ρέναρντ «να θέλω να σώσω το συγγενή μου.»

«Το συγγενή σου;»

«Μοιάζεις τόσο με τον αδερφό μου, Χούμα. Ντούρακ ήταν το όνομά του – Ντούρακ, Άρχοντας του Έλντορ, ενός τόπου που καταλήφθηκε λίγο μετά την είσοδο και των δυο μας στις τάξεις της Ιπποσύνης. Τίποτα δεν απομένει από το Έλντορ σήμερα, εκτός από μερικά θλιβερά ερείπια. Δε βαριέσαι. Αντίθετα, με τις εκτάσεις των Μπάξτρι που κυβερνούσαν μαζί ο Όσγουολ και ο Τρέικ, εγώ δε θα κληρονομούσα τίποτα. Ο πατέρας σου ήταν ο κληρονόμος, ως πρωτότοκος.»

«Σταμάτα!» Ο Χούμα ρίχτηκε βίαια στον άνθρωπο που είχε προδώσει ό,τι είχε πιστέψει. Στον άνθρωπο που είχε υπάρξει φίλος του.

Ο Ρέναρντ αμύνθηκε με ευκολία. Ύστερα από λίγες στιγμές χωρίστηκαν ξανά.

«Ανήκα στον Μόρτζιον πολύ καιρό πριν μας στείλει ο πατέρας μας ως ακολούθους στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Από την αρχή προσπάθησα να προστατέψω τον Ντούρακ. Στο κάτω-κάτω ήταν οικογένειά μου. Οι άλλοι ακόλουθοι του Μόρτζιον μπορεί να μην το καταλάβαιναν αυτό, γι’ αυτό του έκανα το ίδιο αόρατο σημάδι που προστάτεψε κι εσένα από αυτούς. Ο πατέρας σου πέθανε στη μάχη ένα μόλις χρόνο αφότου έγινε ιππότης. Έμεινε πίσω με μια χούφτα συντρόφους για να κλείσει ένα πέρασμα των ανατολικών βουνών προς το Ύλο – το μοναδικό πέρασμα που θα επέτρεπε στις δυνάμεις της βασίλισσας να μας επιτεθούν από τα νώτα. Οι υπόλοιποι τρέξαμε με τα άλογα να ειδοποιήσουμε τον κυρίως στρατό. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Ειρωνεία, ε; Εκείνη την τελευταία στιγμή ήθελα να του πω την αλήθεια για τον εαυτό μου, αλλά, φυσικά, δεν μπορούσα. Ήξερα πως άφηνε πίσω του μια σύζυγο κι ένα γιο.»

Ο Χούμα ρίγησε. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε ν’ ακούσει την υπόλοιπη ιστορία κι ένα άλλο αηδίαζε.

«Θα πρέπει κάποτε να ρωτήσεις τον Άρχοντα Όσγουολ να σου πει για τον Ντούρακ. Όταν τον συναντήσεις στην άλλη όχθη!» Ο Ρέναρντ επιτέθηκε στον Χούμα πιάνοντας στον ύπνο τον ταραγμένο ιππότη. Πάλεψαν και ο Χούμα βρέθηκε να κοιτάζει ένα πρόσωπο σχεδόν παραμορφωμένο από την τρέλα. Πάει το ατάραχο προσωπείο που τον έκανε πάντοτε να απορεί, πάει η μάσκα που πίσω της ο Ρέναρντ έκρυβε την προδοσία του. Ο Χούμα κατάφερε να τον απωθήσει.

«Πώς την έλεγαν, ανιψιέ; Καρίνα; Μια φορά μονάχα την είδα ύστερα από χρόνια, όταν βρήκα επιτέλους το χωριό όπου πήγαινε πριν το θάνατό του. Ήταν ωραία γυναίκα –σταρένια μαλλιά, πρόσωπο ξωτικού, λεπτή– μια γυναίκα γεμάτη ζωή. Σκέφτηκα να την πολιορκήσω, αλλά τότε είδα εσένα –ολόιδιος ο Ντούρακ, αν και μικρό παλικαράκι– και κατάλαβα ότι, έτσι φρικτός που ήμουν, θα με απέφευγε. Ήταν ανοησία μου να σκεφτώ οτιδήποτε πέρα από την υπόσχεσή μου στον αληθινό μου κύριο.» Το σπαθί του Ρέναρντ κατέβηκε πάνω στον Χούμα σκίζοντας τον αέρα. Ο νεότερος ιππότης κύλησε στο πλάι και στάθηκε με τα γόνατα λυγισμένα.

«Τη σκότωσες, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του Χούμα ήταν ψυχρή και άψυχη, καθώς ξαναζούσε επιτέλους τις μέρες της μοιραίας αρρώστιας της μητέρας του, μιας αρρώστιας που έλεγες πως είχε έρθει από το πουθενά.

«Θα έπρεπε να με ευχαριστήσεις. Εσένα σκεφτόμουν. Ήθελα να γίνεις ο ιππότης που θα γινόταν ο Ντούρακ. Πίστεψα ότι μπορούσα να σε κρατήσω στην άγνοια.» Ο Ρέναρντ χαμογέλασε αισχρά.

«Το όνειρα. Είδα ένα όνειρο για τον απαίσιο θεό σου.»

«Σκέφτηκα να σε φέρω με το μέρος μου, να σε κάνω σύντροφο και να γλιτώσουμε τα τωρινά.»

«Τι συμβαίνει εδώ, μα τον Πλατινένιο Δράκο;»

Οι δυο αντίπαλοι κοκάλωσαν, ενώ το δωμάτιο φωτίστηκε. Στην πόρτα στεκόταν ο Μπένετ με δυο συντρόφους του από το Τάγμα του Ξίφους δεξιά κι αριστερά του. Μια γοργή ματιά έδειξε στον Ρέναρντ την παράλειψή του. Ο Μπένετ πρέπει να είχε αποσυρθεί για να κοιμηθεί με τη θέλησή του ή τουλάχιστον να είχε φύγει από το ναό και ο Ρέναρντ δεν είχε προλάβει να του κάνει ό,τι και στους υπόλοιπους.

«Ρέναρντ; Χούμα;» Όποια κι αν ήταν τα ελαττώματά του, ο γιος του νεκρού Μεγάλου Μάγιστρου δεν ήταν καθόλου αργός. Αντιλήφθηκε αμέσως το σκηνικό, είδε τον κουρελιασμένο μανδύα και την κουκούλα που σκέπαζε την πανοπλία του Ρέναρντ και κατάλαβε τι αντιπροσώπευε ο ιππότης.

Ο Μπένετ τράβηξε το σπαθί του και σημάδεψε τον προδότη. «Τον θέλω αυτόν!»

«Πόσο γρήγορα χάνεται το επίχρισμα της αξιοπρέπειας μπροστά στα ευτελή αισθήματα» σχολίασε πικρά ο Ρέναρντ. Χωρίς άλλη λέξη, έδωσε μια άγρια σπαθιά στον Χούμα –που την απέφυγε σκύβοντας– και πήδησε πάνω από τα στασίδια.

«Δεν έχει πού να πάει!» Τώρα ο Μπένετ έμοιαζε περισσότερο με αρπακτικό. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα κι έκαιγαν έντονα, αλλά έπιαναν την κάθε κίνηση, μελετούσαν την κάθε γωνία. Οι κινήσεις του ήταν ρευστές, υπολογισμένες. Ο Μπένετ ήταν ένα γεράκι έτοιμο να βουτήξει στο θύμα του. Τώρα παραμόνευε τον Ρέναρντ.

Όμως ο Ρέναρντ μπήκε στη σκιά του τοίχου – και τον διαπέρασε. Ο Χούμα έτρεξε στον τοίχο πριν από τους άλλους κι άγγιξε το σημείο. Δεν περίμενε ότι ο Ρέναρντ θα χρησιμοποιούσε μαγεία για να ξεφύγει, όπως είχε κάνει κάποτε ο Μάτζιους. Όχι, μπορεί… ναι! Τα δάχτυλα του Χούμα βρήκαν μια μικρή προεξοχή και ξαφνικά ο τοίχος άνοιξε να τον καταπιεί. Πίσω του άκουσε τον Μπένετ να φωνάζει στους άλλους δύο να τον ακολουθήσουν και έπειτα ο τοίχος έκλεισε ξανά. Ο Χούμα δεν είχε το χρόνο να τους περιμένει.

Πού έλπιζε να πάει ο Ρέναρντ;

Τα γρήγορα βήματα του μεγαλύτερου ιππότη μόλις που ακούγονταν να ανεβαίνουν μια σκάλα. Τι έλπιζε να βρει εκεί πάνω;

Αυτή δεν ήταν κάποια αρχαία, κρυφή σκάλα, όπως υπέθεσε στην αρχή ο Χούμα. Προσπέρασε δυο παράθυρα και συνέχισε να ανεβαίνει στο επόμενο πάτωμα. Η σκάλα τελείωνε σε μια καταπακτή της οροφής. Σήκωσε προσεκτικά το χέρι του και με το μαχαίρι έτοιμο στο άλλο χέρι, την έσπρωξε ν’ ανοίξει. Άνεμος και βροχή όρμησαν να τον χαιρετήσουν.

Η επίθεση που περίμενε δε συνέβη.

Βήματα πίσω του τον ειδοποίησαν για την παρουσία του Μπένετ και των δύο συντρόφων του. Ο Χούμα δεν ήθελε να βρεθούν αυτοί αντιμέτωποι με τον Ρέναρντ. Τον ήθελε για τον εαυτό του. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά και βγήκε έξω, στη βροχή.

Η σκεπή ήταν άδεια. Δεν υπήρχε μέρος να κρυφτείς, ούτε τόπος για να τρέξεις. Ο ιππότης πλησίασε την πιο κοντινή μαρκίζα και κοίταξε. Ιππότες άρχιζαν να μαζεύονται από κάτω. Ο Μπένετ είχε σημάνει συναγερμό.

Ο πρώτος από τους δύο συντρόφους του Μπένετ βγήκε από την καταπακτή. «Πού είναι; Τον έπιασες;»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Πού ήταν ο Ρέναρντ; Οι νεοφερμένοι χτένισαν κι εκείνοι τη σκεπή, αλλά δε βρήκαν ούτε ίχνος. Ο Ρέναρντ είχε απλώς εξαφανιστεί.

Αυτό ο Μπένετ αρνιόταν να το πιστέψει. Ιππότες έψαξαν όλα τα γύρω κτίρια και, μη βρίσκοντας τίποτα, έψαξαν και το υπόλοιπο Ακροπύργιο. Μάζεψαν τα πράγματα του Ρέναρντ και τα επιθεώρησαν κι αυτά, αλλά δε βρήκαν στοιχεία.

Μόλις έμαθαν για την επίθεση, οι κληρικοί έσπευσαν στο πλευρό του Όσγουολ. Προς μεγάλη τους έκπληξη, εκείνος φάνηκε να συνέρχεται. Όπως εξήγησε ένας κληρικός στον Χούμα, στον Μπένετ και στους υπόλοιπους συγκεντρωμένους, το σώμα του Άρχοντα Όσγουολ απέβαλε την επήρεια του φίλτρου που του είχε δώσει νωρίτερα ο Ρέναρντ – κι έτσι ο δολοφόνος υπολόγιζε να του δώσει και δεύτερη δόση πριν προλάβει να συνέλθει.

Ενώ οι ιππότες σκορπίζονταν, άλλοι για να συνεχίσουν το ψάξιμο κι άλλοι στα διάφορα καθήκοντά τους, ο Χούμα ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Αναπήδησε. Πρώτη του σκέψη ήταν πως ο Ρέναρντ είχε γυρίσει για να τον αποτελειώσει. Η μορφή πίσω του μίλησε. «Ο Μπένετ είμαι.»

Ο Χούμα γύρισε αργά και οι δυο άντρες βρέθηκαν αντικριστά. Ο ανιψιός του Όσγουολ φαινόταν να πολεμάει με διάφορα συναισθήματα ταυτόχρονα, γιατί στο πρόσωπό του διάβαζες εκφράσεις ντροπής, θυμού και σύγχυσης. Τελικά άπλωσε το χέρι.

«Σου είμαι ευγνώμων για όλα όσα έκανες.»

Αβέβαιος για το πώς να αντιδράσει, ο Χούμα πήρε απλώς το χέρι του άλλου και το έσφιξε. «Απέτυχα να συλλάβω το φονιά του πατέρα σου.»

Ο Μπένετ πίεσε τον εαυτό του να μείνει απαθής. Ο Χούμα καταλάβαινε ότι ο άλλος ένιωθε πάρα πολύ άβολα. «Τον αποκάλυψες. Έσωσες το θείο μου. Και… και μάλιστα πολέμησες με αυτό τον ωχρό προδότη και τον συγκράτησες, πράγμα που εγώ δε θα κατάφερνα.»

Ο ιππότης με το γερακίσιο πρόσωπο τον χαιρέτησε κοφτά και έφυγε. Ο Χούμα τον είδε να χάνεται μ’ ένα σύντομο χαμόγελο στα χείλη, πριν γυρίσει κι αυτός για να φύγει, ελπίζοντας να βρει κάποιο ίχνος του Ρέναρντ.


Κανείς δεν ξαφνιάστηκε όταν δύο μέρες αργότερα ο Άρχοντας Όσγουολ έγινε ο καινούριος Μεγάλος Μάγιστρος. Πριν παρθεί η απόφαση, είχε μείνει απομονωμένος και μιλούσε μόνο με τα μέλη του Συμβουλίου. Κάθε πιθανή αντίρρηση του Μπένετ είχε εξαφανιστεί. Και μάλιστα, ο ανιψιός του νέου Μεγάλου Μάγιστρου τού ζητούσε να προαχθεί στο Τάγμα του Ρόδου. Κατά πάσα πιθανότητα, θα τον πρότειναν. Ήταν επίσης αναμενόμενο ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα φορούσε τα εμβλήματα του Υψηλού Πολεμιστή.

Ο Χούμα κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να αντέξει αυτές τις δυο μέρες. Όταν του παραχωρήθηκε, επιτέλους, ακρόαση από τον Άρχοντα Όσγουολ, ο Χούμα έτρεμε ολοφάνερα. Για εκείνον, ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν μια μορφή σχεδόν τόσο σεβαστή όσο και ο Πάλανταϊν, γιατί αυτός ήταν στο κάτω-κάτω το ζωντανό σύμβολο της θέλησης της Τριανδρίας.

Καθώς γονάτιζε υποτακτικά, ένας παράξενος ήχος έφτασε στα αυτιά του και τόλμησε να σηκώσει τα μάτια. Περιστοιχισμένος από μια εντυπωσιακή τιμητική φρουρά παλαίμαχων και των τριών ταγμάτων, ο Μεγάλος Μάγιστρος καθόταν στο θρόνο του και γελούσε.

«Σήκω όρθιος, Χούμα. Μαζί μου δε χρειάζονται τέτοιες τσιριμόνιες.»

Ο Χούμα σηκώθηκε και πλησίασε. «Μεγάλε Μάγιστρε…»

Αναστεναγμός. «Αν θες να ακολουθήσεις τους τύπους, λέγε με τουλάχιστον Άρχοντα Όσγουολ. Εγώ δεν έχω την ξιπασιά του αδερφού μου – όχι ακόμα τουλάχιστον.»

«Άρχοντα Όσγουολ, πριν αρχίσω, πες μου για τον Ντούρακ του Έλντορ.»

«Τον Ντούρακ; Ήξερα δυο-τρεις. Του Έλντορ… δεν είμαι σίγουρος…»

«Σε παρακαλώ. Ξέρεις ποιον λέω. Τον αδερφό του Ρέναρντ. Τον… πατέρα μου.»

Ο νέος Μεγάλος Μάγιστρος τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Πατέρας σου; Ο Ντούρακ; Μα τότε ο Ρέναρντ…»

«Θείος μου.» Ο Χούμα κατάπιε μια κακιά λέξη.

«Πάλανταϊν!» Η φωνή του Άρχοντα Όσγουολ μόλις ξεπερνούσε τον ψίθυρο. «Χούμα, λυπάμαι ειλικρινά.»

«Άρχοντά μου. Ο πατέρας μου;»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος σκούπισε κάτι από το μάτι του. «Λυπάμαι, Χούμα. Μακάρι να μπορούσα να σου τα πω όλα, αλλά ειλικρινά δε θυμάμαι πολλά. Ο Ντούρακ ήταν καλός ιππότης, αν και κάπως υπερβολικά ενθουσιώδης. Ήταν λαμπρός πολεμιστής, γεννημένος πολεμιστής, θα έλεγες, και μάθαινε τόσο εύκολα… Θυμάμαι ότι περνούσε πολύ χρόνο στα δυτικά, αλλά δεν ήξερα ότι είχε οικογένεια εκεί. Θυμάμαι όμως» είπε ο Όσγουολ τρίβοντας το πιγούνι του «ότι μας φώναζε όταν τον αφήσαμε με τους άλλους να κρατήσουν το πέρασμα. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Όταν μας φώναξε «Να τους προσέχετε», νόμισα πως εννοούσε τους άντρες του. Τι ανόητος! Εννοούσε την οικογένειά του –και αυτό το ήξερε μόνο ο Ρέναρντ.»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος δεν είχε άλλα να προσθέσει, πράγμα που απογοήτευσε τον Χούμα, αν και δεν το έδειξε. Την αμήχανη σιωπή έσπασε ο Όσγουολ λέγοντας «Έχεις την άδειά μου να πας στο Έργκοθ και στα βουνά σου. Πόσους ιππότες θα χρειαστείς να σε συνοδέψουν;»

«Κανένα.»

«Κανένα;» Ο Μεγάλος Μάγιστρος έγειρε μπροστά, με τα χέρια του να σφίγγουν γερά το θρόνο. «Όπως είπες και ο ίδιος, αυτό είναι θέμα εξαιρετικής σπουδαιότητας, θέλω να εξασφαλίσω την επιτυχία σου. Ο Πάλανταϊν έκρινε σκόπιμο να μας δώσει αυτή την ευκαιρία, αλλά εγώ δε σ’ αφήνω να μπεις σε περιττούς κινδύνους»

«Αυτό που θέλει ο Πάλανταϊν πρέπει να το πάρει από εμένα και μόνο» απάντησε ο Χούμα. «Το νιώθω. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς. Απλώς, έτσι μου φαίνεται σωστό.»

Ο Όσγουολ αναστέναξε και έγειρε πίσω στο θρόνο. «Είσαι πολύ πειστικός. Το μυαλό μου μου λέει ότι κάνεις λάθος, αλλά η καρδιά μου σε ακούει. Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο θέμα θα ακολουθήσω την καρδιά μου, γιατί σ’ αυτήν αρχίζει η πίστη.»

«Ευχαριστώ, άρχοντά μου.»

Ο Άρχοντας Όσγουολ σηκώθηκε όρθιος. Ο Χούμα τον μιμήθηκε. Ο Μεγάλος Μάγιστρος τον έπιασε γερά από τους ώμους. «Άσχετα από τη γέννησή σου και το ποιοι ήταν οι γονείς σου, εγώ θα σε βλέπω πάντα σαν γιο μου.»

Κρατήθηκαν έτσι για μια στιγμή και ύστερα ο Όσγουολ τον άφησε. «Πήγαινε. Φύγε πριν γίνω ένας ακόμη πιο ανόητος ευαίσθητος.»


Λίγοι ιππότες υπήρχαν στο προαύλιο όταν ξεκίνησε να φύγει ο Χούμα. Το προτιμούσε έτσι. Θα έκανε την αναχώρησή του ευκολότερη – για τον ίδιο τουλάχιστον. Ένα μέρος του εαυτού του ένιωθε σαν να το έβαζε στα πόδια, ενώ έπρεπε να μείνει στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ μέχρι να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο Ρέναρντ. Ωστόσο, ο Χούμα δεν ήθελε πια να έχει καμία σχέση με τη σύλληψή του. Ήξερε πάρα πολύ καιρό το λιπόσαρκο ιππότη για να ξεχάσει το παρελθόν, τότε που ήταν φίλοι.

Πρόσεξε όμως μια μορφή. Ήταν ο Μπένετ. Όρθιος στο στηθαίο, έψαχνε με το βλέμμα του το Ακροπύργιο. Ο ανιψιός του Μεγάλου Μάγιστρου αναζητούσε ακόμα το δολοφόνο του πατέρα του. Η έρευνα στα προσωπικά είδη του Ρέναρντ είχε αποκαλύψει κάτι αρχαία σχέδια του Ακροπυργίου που τα θεωρούσαν οριστικά χαμένα. Περιλάμβαναν και δύο περάσματα προς το ναό, που ακόμα και οι κληρικοί τα αγνοούσαν.

Δύσθυμα, ο Μπένετ έστρεψε το βλέμμα του από τις εκτάσεις που περιέβαλλαν το Βίνγκααρντ και πρόσεξε τον Χούμα. Του έγνεψε αργά και ύστερα γύρισε να φύγει. Αυτό ήταν όλο.


Ο δρόμος του έφερε τον Χούμα μέσα από ένα άλλο μισοπεθαμένο χωριό. Προχωρούσε μία ώρα. Δυο φορές είχε συναντήσει ιππότες που περιπολούσαν – και τις δύο τούς ενημέρωσε για τη μάταιη αναζήτηση του προδότη Ρέναρντ στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Οι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού κοίταζαν τον Χούμα με διαφορετικό ύφος από τους κατοίκους των χωριών απ’ όπου είχε περάσει μέχρι τότε. Υπήρχε ένταση ακόμα και στις κινήσεις τους, λες και περίμεναν να δουν την ίδια τη δρακοβασίλισσα να κατεβαίνει από τον ουρανό από στιγμή σε στιγμή. Άρχισαν να μαζεύονται αργά γύρω από τον Χούμα και το άλογό του.

Το πολεμικό άλογο καθυστερούσε νευρικά, φουσκώνοντας τα ρουθούνια του στη θέα των πιθανών εχθρών. Ο Χούμα τράβηξε γερά τα γκέμια, παίρνοντας ξανά τον έλεγχο του ζώου. Δεν ήθελε το αίμα αθώων χωρικών στα χέρια του.

Σε λίγο ήταν αδύνατον να προχωρήσει το άλογο – τόσο πυκνό είχε γίνει το συγκεντρωμένο πλήθος. Οι χωρικοί τύλιξαν το άλογο και τον αναβάτη του με ένα κύμα ανθρώπινου φόβου. Ο Χούμα άρχισε να ξεχωρίζει πνιχτές ερωτήσεις, σχετικές με τα γεγονότα του Ακροπυργίου.

Ένα ρυπαρό, κοκαλιάρικο χέρι τού άγγιξε το δεξί πόδι.

Μια τραχιά φωνή τον ρώτησε «Αλήθεια είναι; Δολοφόνησαν τον Μεγάλο Μάγιστρο; Δεν είμαστε ασφαλείς πια;»

«Εγώ άκουσα ότι το Συμβούλιο θέλει να παραδοθεί!» φώναξε ένας άλλος από κάπου μακριά.

Τα τελευταία αυτά λόγια ενέτειναν την ανησυχία του πλήθους. Οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν ακόμη πιο κοντά του, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που σήμαιναν γι’ αυτούς οι οπλές του εκπαιδευμένου αλόγου. Ο Χούμα προσπάθησε να τους απωθήσει.

«Κάντε πέρα! Αφήστε με να περάσω, αλλιώς το άλογο μπορεί να σας χτυπήσει!»

«Το σκάει!» φώναξε η ίδια φωνή. «Οι ιππότες είναι χαμένοι!»

«Χαθήκαμε όλοι μας!» σκλήρισε μια γριά. Λιποθύμησε και χάθηκε μέσα στο πυκνό πλήθος.

«Δεν μπορείς να μας αφήσεις έτσι!»

«Πας να σώσεις το τομάρι σου!»

«Γύρνα πίσω!» Πρόσωπα γεμάτα οργή και σύγχυση μπήκαν στο οπτικό πεδίο του Χούμα. Χέρια αρπακτικών υψώθηκαν προς το μέρος του. Το άλογο σηκώθηκε στα πισινά του πόδια τρομαγμένο. Όσοι βρίσκονταν μπροστά του, ήρθαν στα συγκαλά τους και γύρισαν να φύγουν. Οι πιο πίσω όμως συνέχιζαν να κινούνται προς τα εμπρός.

Ένας ηλικιωμένος άντρας έπεσε. Ο ιππότης κατάφερε να ηρεμήσει το υποζύγιό του κι επέλεξε μια πορεία που θα του επέτρεπε να βοηθήσει το γέρο.

«Μας πρόδωσε όλους! Έριξε το γέρο κάτω! Πάνω του!»

Αγριεμένα, κοκαλιάρικα δάχτυλα απλώθηκαν κατά τον Χούμα. Εκείνος τράβηξε το σπαθί του και τους απείλησε. Οι χωρικοί υποχώρησαν, αλλά δεν είχαν κανένα σκοπό να τα παρατήσουν –έτσι που φοβούνταν ότι οι Ιππότες της Σολάμνια τους εγκατέλειπαν στο έλεος της δρακοβασίλισσας.

Αυτή τη φορά ο Χούμα εντόπισε τον υποκινητή της φασαρίας: μια φιγούρα ντυμένη με απλά ρούχα αγρότη, που στεκόταν παράμερα. Όταν κατάλαβε ότι τον είχε δει ο ιππότης, ο άντρας δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει. Αντί γι’ αυτό, τράβηξε μια βαριά σπάθα, αποκαλύπτοντας ξανά το πρόσωπο του Κακού.

Ο Χούμα οδήγησε το άλογό του ανάμεσα στο πλήθος, απωθώντας τον κόσμο με το σπαθί του και ευχαριστώντας τον Πάλανταϊν που κανείς δεν τον προκαλούσε να τον χτυπήσει.

Τράβηξε τα γκέμια ούτε δύο μέτρα από τη μορφή.

«Ο Μπένετ πιστεύει πως είσαι ακόμα στο Ακροπύργιο.»

Ο Ρέναρντ χαμογέλασε κοφτά. «Ήμουν, μέχρι να επισημοποιηθεί ο διορισμός του Άρχοντα Όσγουολ. Ύστερα ήρθα εδώ για να τους πω τα νέα.»

Ο Χούμα πήδησε από το άλογο χωρίς να πάρει τα μάτια του από το θείο του, ούτε να βάλει το σπαθί στο θηκάρι του. «Για να σπείρεις το φόβο στις καρδιές τους, εννοείς. Για να διαλύσεις την εμπιστοσύνη και να φαγωθούμε μεταξύ μας.»

«Αυτή είναι η αποστολή μου. Αλλά όχι μόνο σε τούτους εδώ. Σε όλα τα χωριά της περιοχής. Από χτες έχω να κοιμηθώ.»

«Τελικά τα βρήκαν τα κρυφά σου περάσματα.»

«Το ξέρω. Επίτηδες τους άφησα τους χάρτες. Δεν τους χρειαζόμουν πια.»

«Αυτό είναι τρέλα, θείε.»

«Θείος. Να μια λέξη που ποτέ δεν περίμενα ν’ ακούσω από σένα. Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια τρέλα. Εγώ προσπαθώ να τον συνεφέρω.» Ο Ρέναρντ του έδειξε τους χωρικούς μιλώντας αρκετά χαμηλόφωνα, για να μην τον ακούσουν. «Ο φόβος θα απλωθεί παντού. Μέσα στην απελπισία τους, θα βαδίσουν ενάντια στο Ακροπύργιο και οι ιππότες θα αναγκαστούν να τους απωθήσουν, σκοτώνοντας τουλάχιστον μερικούς. Οι σπουδαίοι Ιππότες της Σολάμνια δε θα χαλάσουν μονάχα τη φήμη τους αλλά και το ηθικό τους. Δε χρειάζεται να πω άλλα.»

«Τα είχες σχεδιάσει όλα.»

«Φυσικά. Θα μπορούσα να σκοτώσω ολόκληρο το Συμβούλιο, αλλά αυτό απλώς θα ενίσχυε την αποφασιστικότητα των ιπποτών. Γι’ αυτό ταξίδεψα στις κοντινές περιοχές μεταμφιεσμένος, προκαλώντας αναταραχή.» Ο Ρέναρντ ίσιωσε το κορμί του και το σπαθί κουνήθηκε αργά μπρος-πίσω. «Το μοναδικό καθήκον που μου απομένει είσαι εσύ, Χούμα. Το ήξερα ότι θα διάλεγες αυτό το δρόμο. Δεν μπορώ να σου επιτρέψω να γυρίσεις σ’ αυτή τη… σπηλιά. Μπορεί να είναι τρέλα από μέρους σου, αλλά δεν το νομίζω. Δεν μπορώ να ρισκάρω να κάνω λάθος σχετικά με κάτι τόσο σημαντικό.»

Το σπαθί του τινάχτηκε με φόρα. Ο Χούμα απέκρουσε αμέσως τη σπαθιά. Καθώς πολεμούσαν οι δυο ιππότες, οι χωρικοί απομακρύνθηκαν, αλλά τα γεμάτα φρικτή προσμονή μάτια τους έδειξαν στον Χούμα ότι περίμεναν να δουν τον ένα τους να πεθαίνει – τόσο ολοκληρωτικά είχαν καταντήσει πιόνια του Ρέναρντ.

Ο αδύνατος ιππότης ταλαντεύτηκε προσφέροντας στον Χούμα ένα άνοιγμα. Η ικανότητα του Ρέναρντ του επέτρεψε να αποκρούσει το μεγαλύτερο μέρος της σπαθιάς, αλλά και πάλι η λεπίδα του Χούμα μπόρεσε να γλιστρήσει κάτω από το δεξί πλευρό του και να του καταφέρει ένα φευγαλέο χτύπημα. Όμως η λεπίδα βρήκε πάνω σε μια συμπαγή επιφάνεια, κάτω από το μανδύα του Ρέναρντ, και στα ωχρά χαρακτηριστικά του σχηματίστηκε ένα πανούργο χαμόγελο. Κάτω από τα ρούχα του χωρικού φορούσε πάντα την πανοπλία του.

Οι λεπίδες τους συγκρούστηκαν ξανά και ξανά, καθώς διέσχιζαν μονομαχώντας το κάθυγρο από τη βροχή χωριό. Ο ανθρώπινος τοίχος που τους περιέβαλλε καμπτόταν κι έστριβε, αλλά δεν άνοιγε ποτέ. Ο Χούμα αναρωτήθηκε τι θα του συνέβαινε ακόμα κι αν νικούσε τον Ρέναρντ. Πολύ πιθανό να έπεφταν πάνω του οι χωρικοί.

«Πολύ καλά!» σφύριξε ο Ρέναρντ. «Καλά σ’ έχω εκπαιδεύσει!»

«Πολύ καλά.» Ο Χούμα δεν είπε τίποτα περισσότερο. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει αιματηρή οικονομία δυνάμεων, γιατί ο Ρέναρντ ζούσε μέσα στην τρέλα του και πολεμούσε με ατρόμητη δύναμη και μανία.

Ο Χούμα γλίστρησε στη λάσπη τη στιγμή που η λεπίδα του Ρέναρντ περνούσε αστράφτοντας από το λαρύγγι του. Ο προδότης έπεσε μπροστά και ο Χούμα τον βρήκε στο πόδι. Ο Ρέναρντ δε φώναξε, αν και το πόδι του πλημμύρισε σχεδόν αμέσως στο αίμα. Τραβήχτηκε κουτσαίνοντας μακριά από τον Χούμα.

Στράφηκαν ξανά ο ένας ενάντια στον άλλο. Ο Χούμα ήταν στο όριο της εξάντλησης, ενώ ο Ρέναρντ έχανε δυνάμεις από την τρομερή πληγή στο μπροστινό μέρος του δεξιού του ποδιού. Η λεπίδα του Χούμα είχε χάσει παρά τρίχα τους μυς και τους τένοντες που θα κούτσαιναν τον Ρέναρντ.

«Παραδόσου, Ρέναρντ. Θα σου φερθούμε δίκαια. Τ’ ορκίζομαι.»

Ο ιππότης φαινόταν πιο ωχρός απ’ ό,τι συνήθως. «Δεν το νομίζω. Ένας προδότης σαν την αφεντιά μου, που σκότωσε ένα Μεγάλο Μάγιστρο και παραλίγο να σκοτώσει και δεύτερο, δεν μπορεί να περιμένει δίκαιη μεταχείριση από τους ιππότες.»

Ο Χούμα ήξερε ότι όσο περισσότερο μιλούσαν η δύναμή του θα επέστρεφε, ενώ του Ρέναρντ θα εξακολουθούσε να χάνεται μαζί με το αίμα του. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή, με δυσκολία στεκόταν όρθιος.

«Έλα, ανιψιέ. Ας τελειώνουμε.» Με εκπληκτική αντοχή, ο Ρέναρντ όρμησε στον Χούμα με μια ποικιλία κινήσεων. Ο Χούμα δεν υποχώρησε και άρχισε σιγά-σιγά να περνάει στην άμυνα. Το πρόσωπο του Ρέναρντ άρχισε να θολώνει καθώς όλα γίνονταν πια αντανακλαστικά και τα μαθήματα που είχε πάρει ο Χούμα –τι ειρωνεία, τα μαθήματα του Ρέναρντ– του επέτρεπαν να αποκρούει όλες τις κινήσεις του αντιπάλου του μία-μία.

Μια επίθεση διαπέρασε την άμυνα του Ρέναρντ. Τον βρήκε στο δεξί του χέρι και ο προδότης παραλίγο να χάσει το σπαθί του, καθώς το πληγωμένο του μέλος τινάχτηκε για μια στιγμή ανεξέλεγκτο. Βρέθηκε εντελώς εκτεθειμένος και η λεπίδα του Χούμα πέρασε έναν πόντο μακριά από το πρόσωπό του.

Πλέον ήταν και οι δύο μέσα στη λάσπη. Ο Ρέναρντ είχε ελευθερωθεί από την τρέλα που τον διακατείχε και φαινόταν πια να συνειδητοποιεί ότι θα έχανε. Ο Χούμα ήταν καλύτερός του. Τα μάτια του το ήξεραν, έστω κι αν το πρόσωπό του αρνιόταν να δείξει το παραμικρό συναίσθημα. Το μόνο που μπορούσε ένα κάνει πια ήταν να αποφύγει τη χαριστική βολή.

Ο Χούμα διαπέρασε ξανά την άμυνα του θείου του και ξαφνικά ο Ρέναρντ βρέθηκε να ταλαντεύεται πάνω σε δύο πόδια που αιμορραγούσαν ακατάσχετα.

Σωριάστηκε στα γόνατα.

Αυτό έλυσε τα μάγια. Ο Χούμα δίστασε και χαμήλωσε το βλέμμα του στον Ρέναρντ, που ο ζωτικός του χυμός ανακατευόταν με το βούρκο. Μια έκφραση αηδίας απλώθηκε στο πρόσωπό του.

«Τελείωσε, Ρέναρντ. Δε θα σε σκοτώσω. Δε θα είχε νόημα.»

Ο Ρέναρντ προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος. Πεσμένος στο ένα γόνατο, περίμενε με το σπαθί στο ύψος του ώμου, έτοιμος να αμυνθεί.

«Δε γυρίζω πίσω, Χούμα. Δε θα υποστώ τη γελοιοποίηση μιας δίκης.»

Ο Χούμα χαμήλωσε το σπαθί του.

«Άσε με να σε βοηθήσω. Ήσουν όντως καλός ιππότης. Ένας από τους καλύτερους.»

Το γέλιο με το οποίο του απάντησε ο Ρέναρντ έγινε άγριος βήχας. Ο πιστός του Μόρτζιον μόλις που κατάφερε να κρατηθεί για να μην πέσει. «Δεν καταλαβαίνεις; Ποτέ δεν ήμουν ιππότης! Από εκείνη τη μέρα η ζωή μου βρίσκεται στα χέρια ενός άλλου θεού – και ακόμα κι αυτόν τον πρόδωσα. Κοίταξέ με!» Ο Ρέναρντ χαμογέλασε αδύναμα και ο Χούμα είδε εμβρόντητος το ωχρό δέρμα του πρώην συντρόφου του να γίνεται άλικο. «Η ανταμοιβή της αποτυχίας μου. Ποτέ δε θεραπεύτηκα στ’ αλήθεια. Απλώς ζούσα την κάθε μέρα που περνούσε.»

«Ρέναρντ. Κάποια περίπολος θα περάσει. Μπορεί να βρουν έναν κληρικό.»

«Κανείς κληρικός δεν πρόκειται να με αγγίξει.»

Ό,τι ξόρκι ή εφιάλτη είχε ρίξει στο χωριό ο πρώην ιππότης διαλύθηκε, γιατί πλέον στη θέα της τρομερής πανούκλας ο κόσμος ούρλιαζε και φώναζε. Μέσα σε δευτερόλεπτα οι δυο μορφές απόμειναν μονάχες.

«Ρέναρντ…»

Ο άλλος δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει. Ο λοιμός απλωνόταν σε ολόκληρο το κορμί του.

«Μην έρχεσαι κοντά μου, Χούμα. Μεταδίδεται με το άγγιγμα.» Ο Ρέναρντ χαμογελούσε. «Όταν τελειώσει, δε θα έχει μείνει τίποτα. Θα είναι τυχεροί αν βρουν κάτι παραπάνω από ένα κέλυφος.»

Που ήταν η περίπολος; Ο Χούμα σάρωσε τον ορίζοντα εκνευρισμένος.

«Αν αξίζει κάτι ο λόγος μου, ανιψιέ» τραύλισε ο ετοιμοθάνατος «ελπίζω να βρεις αυτό που ψάχνεις. Μπορεί να υπάρχει ακόμα ελπίδα.»

Να τοι. Ο Χούμα είδε κάτι μακρινές φιγούρες καβαλάρηδων. Προχωρούσαν όμως αργά. Υπερβολικά αργά.

«Χούμα…»

Ο νεαρός ιππότης χαμήλωσε τα μάτια. Το πρόσωπο του Ρέναρντ συσπάστηκε από τον πόνο. «Προσευχήσου στον Πάλανταϊν, Ρέναρντ! Η περίπολος πλησιάζει το χωριό. Όταν τους εξηγήσω…»

«Δεν υπάρχει τίποτα να εξηγήσεις, εκτός από το ότι πρέπει να κάψουν το πτώμα μου επιτόπου.» Ο Ρέναρντ ίσιωσε το κορμί του κι έπιασε τη λαβή της σπάθας του και με τα δυο του χέρια για να τη σταθεροποιήσει.

Με μια ταχύτητα που διέψευδε την αρρώστια του, έσυρε την κόψη της λεπίδας πάνω στο λαρύγγι του.

«Όχι!» Μόνο η συνειδητοποίηση ότι θα μετέφερε την πανούκλα σταμάτησε τον Χούμα και δεν τράβηξε το σπαθί από το τσακισμένο κορμί. Ήταν ήδη πολύ αργά. Κανείς κληρικός δε θα θεράπευε εγκαίρως τέτοιο τραύμα.

Το άτονο χέρι του Ρέναρντ άφησε το σπαθί, που έπεσε και καρφώθηκε στη λάσπη, μια στιγμή μονάχα πριν κάνει το ίδιο και το άψυχο κορμί του Ρέναρντ. Ο Χούμα άφησε και το δικό του όπλο να πέσει και σωριάστηκε στα γόνατα.

«Όχι.» Η φωνή του ήταν πιο σιγανή κι από ψίθυρος. Έφερε το πρόσωπο στα χέρια του και άφησε την πλημμύρα των συναισθημάτων του να πάρει το δρόμο της. Άκουσε αχνά τον ήχο πολλών οπλών – και ύστερα επικράτησε σιωπή.

Κεφαλαίο 20

Σιωπή. Τα ανάκατα χλιμιντρίσματα των αλόγων που πλησίαζαν και οι φωνές των τρομοκρατημένων χωρικών που πίστευαν ότι είχε εξαπολυθεί εναντίον τους το χειρότερο είδος λοιμού, ο θόρυβος των οπλών, ακόμα και ο άνεμος, όλα σώπασαν.

Τη σιωπή διέκοψε μια μακρινή κλαγγή μετάλλου πάνω σε μέταλλο.

Αργά, δύσπιστα, ο Χούμα σήκωσε το κεφάλι του από τις παλάμες του και κοίταζε τον κόσμο γύρω του με γουρλωμένα μάτια. Οι βασανισμένοι τόποι έξω από το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, η ύπαιθρος ολόκληρη, είχαν χαθεί.

Αυτό που στεκόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά του ήταν ο καθρέφτης – ο ίδιος καθρέφτης που είχε πέσει μέσα του πριν από μέρες. Πλέον, αυτό που του αποκάλυπτε ήταν η αναμαλλιασμένη μορφή ενός τσακισμένου ιππότη που μόλις και μετά βίας φαινόταν ζωντανός.

Βρισκόταν ξανά στη σπηλιά του Γουιρμφάδερ.

Συνέβαινε στ’ αλήθεια; Στην αρχή φαινόταν απίθανο. Πιο λογικό ήταν να είναι παραίσθηση. Ωστόσο, ο Χούμα ένιωθε ακόμα τους πόνους απ’ όσα του είχαν συμβεί σε αυτό το υποτιθέμενο όνειρο. Εφιάλτης λοιπόν. Ένας πολύ αληθινός εφιάλτης. Γιατί ο Ρέναρντ ήταν όντως νεκρός.

Ο Χούμα έγειρε πίσω κι έβγαλε τα γάντια του. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε τον καταραμένο καθρέφτη.

Ήταν θυμωμένος κι ανακουφισμένος μαζί. Θυμωμένος που ένιωθε σαν μαριονέτα, ανακουφισμένος που θα του επιτρεπόταν να συνεχίσει την αναζήτηση του και ίσως και να επιστρέψει με τον Καζ και τον Μάτζιους.

Που βρίσκονταν εκείνοι άραγε όλο αυτό το διάστημα;

Ο Χούμα συνέχισε να κοιτάζει τον καθρέφτη. Ήταν ακόμα επηρεασμένος από το σοκ εξαιτίας της προδοσίας και του θανάτου του Ρέναρντ. Ο Ρέναρντ ήταν νεκρός και ο Χούμα θα προσευχόταν για εκείνον, αλλά οι ιππότες –όχι, ολόκληρο το Άνσαλον– είχε ακόμη μια ευκαιρία αν του είχαν πει την αλήθεια, ότι δηλαδή κάπου σ’ αυτά τα βουνά υπήρχε το κλειδί της νίκης.

Το είδωλο του ανταπέδωσε το βλέμμα μέσα από τον καθρέφτη και, επιτέλους, το μυαλό του συνέλαβε αυτό που έβλεπε.

Προχώρησε βιαστικά, μπροστά. Προς στιγμήν ο Χούμα είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί σ’ αυτή την αίθουσα, τι είχε συμβεί στον ίδιο. Όσο δύσκολο κι αν φαινόταν κάτι τέτοιο, είχε σχεδόν ξεχάσει τον Γουιρμφάδερ.

Αν εκεί ο χρόνος περνούσε όπως και στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, η πελώρια μορφή θα πρέπει να είχε σαπίσει. Νεκροφάγα όντα κάθε μορφής και σχήματος θα πρέπει να είχαν οριοθετήσει τις περιοχές τους. Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε όμως.

Το γιγάντιο κεφάλι με το λαιμό κειτόταν εκεί ακριβώς που είχε πέσει, αλλά ο γιγάντιος όγκος του Γουιρμφάδερ είχε γίνει μέταλλο, μέταλλο από τα πιο καθαρά, λαμπρότερο κι από το ασήμι. Ταυτόχρονα, έμοιαζε μ’ εκείνο το διαφορετικό μέταλλο περισσότερο από κάθε άλλο. Το χάιδεψε με τα χέρια του νιώθοντας την απαλότητά του και θαυμάζοντας την τεράστια ποσότητά του. Μη βρίσκοντας καλύτερο όνομα, το ονόμασε δρακοασήμι.

Περπάτησε αδέξια γύρω από την τεράστια μάζα, μαγνητισμένος ξαφνικά από το αντικείμενο που είχε σκοτώσει τον Γουιρμφάδερ. Κάπου ανάμεσα στα τεράστια σαγόνια του, το πελώριο πτώμα έκρυβε το σπαθί που είχε μιλήσει στον Χούμα. Ήταν σίγουρος ότι τον είχε καλέσει, όπως ήταν σίγουρος και ότι έπρεπε να το αποκτήσει. Ακόμα κι αν δεν επρόκειτο να κερδίσει τίποτε άλλο από αυτή την εμπειρία, το σπαθί το ήθελε.

Το κεφάλι του νεκρού τιτάνα ήταν αναποδογυρισμένο – και ο Χούμα διαπίστωσε ότι η κάτω σιαγόνα του ήταν σφιχτά κλεισμένη με την επάνω. Αυτό σήμαινε ότι το σπαθί ήταν θαμμένο μέσα σε ένα τρομερό όγκο καθαρού μετάλλου και ότι δεν υπήρχε τρόπος να το πάρει. Θυμωμένος, ο Χούμα χτύπησε με το χέρι του το ρύγχος του πλάσματος. Το τράνταγμα τον ξανάφερε στα συγκαλά του και αναρωτήθηκε τι εμμονή τον είχε πιάσει με το αρχαίο ξίφος. Καλύτερα να…

Κάτι κλότσησε με το πόδι του. Έβγαλε μεταλλικό ήχο και ο Χούμα κοίταξε κάτω και είδε ακριβώς το αντικείμενο που έψαχνε. Αναφωνώντας ξαφνιασμένος, έπεσε στα γόνατα και πήρε το όπλο κυριολεκτικά στην αγκαλιά του. Ήταν γραφτό να γίνει δικό του. Αυτό ήταν ένα σημάδι.

Από τη στιγμή που το άγγιξαν τα χέρια του, το σπαθί άρχισε να λάμπει ξανά. Ο Χούμα απόλαυσε ευτυχισμένος τη φεγγοβολή, γιατί τον χαλάρωνε και τον έκανε να ξεχνάει τα τρομερά γεγονότα των περασμένων ημερών. Διστακτικά, έβαλε το σπαθί στο θηκάρι του και σκαρφάλωσε πάνω στο πελώριο τέρας. Ο κυρτός λαιμός του Γουιρμφάδερ αποδείχτηκε εξαιρετική σκάλα για να φτάσει σε μια από τις ψηλότερες σήραγγες που υπήρχαν παντού στη σπηλιά και να ψάξει να βρει το μυστηριώδη σιδηρουργό. Θεώρησε πως αυτός ήταν ο λογικός προορισμός του.

Ούτε το άφθονο χρυσάφι, ούτε τα λαμπερά πετράδια τον ενδιέφεραν από τη στιγμή που είχε το σπαθί. Ο καθρέφτης εξακολουθούσε να του κινεί την περιέργεια, αλλά δεν μπορούσε να τον κουβαλήσει μέσα στη σπηλιά. Παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι, αν τα κατάφερνε, θα γυρνούσε να τον πάρει.

Με μια σωστή λεπίδα επιτέλους στο χέρι του, ο Χούμα γρήγορα ένιωσε ξεκούραστος και σίγουρος για τον εαυτό του, καθώς ανέβαινε τον απίστευτα μακρύ λαιμό του Γουιρμφάδερ.

Οι σήραγγες που βρίσκονταν ακριβώς από πάνω του φωτίζονταν με φυσικό τρόπο, αν και όχι όσο οι χαμηλότερες. Κοιτάζοντας στο βάθος μιας σήραγγας, ο Χούμα δεν είδε καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτήν και στα περάσματα που είχε διασχίσει στην αρχή. Σκούρες σκιές υπήρχαν παντού. Εμψυχωμένος μια και κρατούσε ένα όπλο αντάξιό του, ο Χούμα κατέβηκε από το λαιμό του πετρωμένου δράκου και μπήκε στην πλησιέστερη σήραγγα.

Όσο περνούσε η ώρα και δεν έβρισκε παρά μόνο καινούριους διαδρόμους, γινόταν όλο και πιο ανυπόμονος. Πού ήταν οι προκλήσεις που τον περίμεναν; Ο Γουιρμφάδερ ήταν μια από αυτές, αλλά ο Χούμα ήξερε ότι έπρεπε να υπάρχουν κι άλλες δύο. Βέβαια, σκεφτόταν, δε γινόταν να συγκριθούν με τη μάχη του με το πελώριο τέρας. Ίσως η αντιμετώπιση του Γουιρμφάδερ να ήταν αρκετή.

Το ένα του χέρι χάιδευε το σφαίρωμα του σπαθιού του. Ίσως να μη χρειαζόταν πραγματικά αυτό που υπήρχε μέσα στο βουνό –ό,τι κι αν ήταν. Το σπαθί μονάχα άξιζε όσο ολόκληρος στρατός –και ο Χούμα το είχε κάτω από τον έλεγχό του.

Ακολουθούσε τις σήραγγες που έμοιαζαν ατέλειωτες, με την ανυπομονησία του να φουντώνει. Το μόνο που ήθελε πια ήταν να φύγει. Οι προκλήσεις δεν τον ενδιέφεραν πλέον. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η λεπίδα. Τι καλύτερο μπορούσε να του προσφέρει η σπηλιά από ένα όπλο τόσο ισχυρό και τέλειο;

Ξαφνικά, του ήρθε η ιδέα ενός στρατεύματος κάτω από τις διαταγές του. Ύστερα από όσα είχε κατορθώσει, ο Άρχοντας Όσγουολ σίγουρα θα τον αντάμειβε. Όχι μόνο είχε φέρει ένα όπλο μεγάλης αξίας αλλά είχε αποκαλύψει τον Ρέναρντ και είχε σώσει τη ζωή του ηλικιωμένου ιππότη.

Μια ανώτερη θέση διοικητή ήταν πάντα το όνειρό του. Αποκεί και πέρα, δε θα αργούσε να διοικήσει ολόκληρο το στρατό.

Ένα χαμόγελο άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπό του.

«Ούτε βήμα!»

Στην αρχή ο Χούμα δεν είδε τη μορφή που στεκόταν μπροστά του. Ντυμένη μ’ ένα μακρύ, πλούσιο, γκρίζο μανδύα, η μορφή χανόταν μέσα στο περιβάλλον της – με τόσες μάλιστα σκιές ολόγυρα. Το πρόσωπο της μορφής ήταν γκρίζο, όπως και τα δόντια και η γλώσσα της. Μοναδική διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη συνάντησή του με τον γκρίζο άντρα ήταν ότι εκείνη τη στιγμή δε χαμογελούσε ούτε τόσο δα.

«Πάλι εσύ!» ο Χούμα χάρηκε που είδε το γερο-μάγο –αν φυσικά ήταν μάγος–, γιατί έτσι θα μπορούσε να παινευτεί και σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό του. «Τις προκλήσεις σου τις κέρδισα με ευκολία! Έρχομαι να ζητήσω το έπαθλό μου – όχι ότι έχει και τόση σημασία πια.»

«Ασφαλώς. Άσε το σπαθί σου εκεί που βρίσκεσαι και προχώρα μπροστά.»

«Το σπαθί μου;» Καλύτερα να του ζητούσε το χέρι του.

«Το σπαθί σου. Πάντα μου πίστευα ότι αυτό το μέρος έχει καλή ακουστική. Κάνω λάθος λοιπόν;» Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο του μάγου ήταν το ίδιο απροσπέλαστο με του Ρέναρντ.

«Γιατί;» Ο Χούμα αδιαφορούσε αν φαινόταν καχύποπτος. Στο κάτω-κάτω, ο γκρίζος άντρας ήταν υπηρέτης της δρακοβασίλισσας. Φαίνεται πως οι θεοί φοβούνταν πια τη δύναμη του Χούμα –και γιατί όχι άλλωστε;

«Αυτό το πράμα που κουβαλάς δεν μπορεί να μπει σε αυτό το παλάτι. Πουθενά δεν επιτρέπεται.»

«Αυτό;» Ο Χούμα έτεινε το υπέροχο σπαθί, θαυμάζοντας την έντονη λάμψη του. Προηγουμένως πίστευε ότι ήταν καλοψτιαγμένο, αλλά η ακτινοβολία της ολοζώντανης ομορφιάς του ήταν χάρμα οφθαλμών. Να το παραδώσει; Όχι δίχως μάχη…

«Αυτή η θαυμαστή λεπίδα που κρατάς είναι γνωστή ως το Σπαθί των Δακρύων. Είναι κειμήλιο από την Εποχή των Ονείρων. Με αυτό η Τακίσις ξεπλάνεψε τη φυλή των ογκρ και τα παράσυρε μακριά από την ομορφιά, μέχρι που ξεστράτισαν όλα, εκτός από ελάχιστους. Είναι το όπλο με το οποίο λένε ότι ο υπέρμαχος του Σκότους θα μονομαχήσει με το Φως κατά την τελειωτική μάχη πριν από την έσχατη ημέρα. Είναι ολοφάνερα κακό και πρέπει να διωχτεί αποδώ. Αν υπάρχει αληθινή επιλογή.»

«Κάνεις λάθος. Είναι το κλειδί της νίκης μας. Κοίταξέ το!»

Ο γκρίζος άντρας σκίασε τα μάτια του. «Το έχω δει. Πολλές φορές. Ύστερα από τόσους αιώνες αυτή η παρωδία ακτινοβολίας ερεθίζει ακόμη τα μάτια.»

Ο Χούμα χαμήλωσε τη λεπίδα, αλλά μόνο όσο χρειαζόταν για να σημαδέψει τον άντρα που του έκλεινε το δρόμο. «Αυτό είναι; Ή είσαι από αυτούς που αποφεύγουν γενικά το φως; Νομίζω ότι ο κίνδυνος είσαι εσύ.»

«Το πρόσωπό σου να έβλεπες μόνο…»

«Το πρόσωπό μου;» Ο Χούμα γέλασε αλαζονικά. «Το Σπαθί των Δακρύων, λες. Μήπως το λένε έτσι εξαιτίας των δακρύων που θα χύσει η δρακοβασίλισσα όταν, επιτέλους, βρεθεί μπροστά σε κάτι δυνατότερο από την ίδια;»

Το πρόσωπο του γκρίζου άντρα παραμορφώθηκε από την αηδία. «Βλέπω ότι η απαίσια λεπίδα δεν έχει χάσει καθόλου τη γοητεία της.»

Κρατώντας το όπλο κτητικά, ο Χούμα σταύρωσε τα χέρια. «Αρκετά άκουσα το μύδρο σου. Θα μ’ αφήσεις λοιπόν να περάσω;»

Ο φύλακας έφερε το ραβδί του στο ύψος των ματιών. «Όχι με το σπαθί.»

Ο Χούμα χαμογέλασε μόνο και τίναξε το σπαθί προς το βραχώδες τοίχωμα στ’ αριστερά του. Η λεπίδα βυθίστηκε στην πέτρα λες και η σήραγγα ήταν φτιαγμένη από πηγμένο γάλα, λάμποντας με ένα σμαραγδένιο φως. Η λεπίδα φαινόταν άθικτη, ενώ σ’ εκείνο το σημείο το τοίχωμα είχε χάσει τη φυσική λάμψη του.

Ο γκρίζος άντρας περιορίστηκε να χαμογελάσει. «Χτύπα τον ξανά» είπε κοροϊδευτικά. «Μπορεί να έχει ακόμα δυνάμεις.»

Ο Χούμα τον αγριοκοίταξε. «Τελευταία σου ευκαιρία. Παραδίνεσαι;»

«Όχι μέχρι να παραδώσεις το σπαθί.»

«Τότε θ’ ανοίξω δρόμο μέσα από το κορμί σου.»

«Αν μπορείς.»

Ο ιππότης ύψωσε το Σπαθί των Δακρύων –που τώρα έλαμπε δυνατότερα, σαν να ανυπομονούσε– και προχώρησε. Ο γκρίζος άντρας εγκατέλειψε την αμυντική του στάση κι έριξε το ραβδί του στο δάπεδο της σήραγγας. Ο Χούμα απόμεινε εκεί, έκπληκτος, με το χέρι σηκωμένο.

«Ώστε παραδίνεσαι;»

Ο κουκουλοφόρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αν θες να συνεχίσεις, θα πρέπει να με ρίξεις κάτω.»

Χτύπα τον! φώναξε μια φωνή μέσα στο μυαλό του Χούμα. Τότε σε ολόκληρη τη σήραγγα κυριαρχούσε η πράσινη λάμψη του Σπαθιού των Δακρύων. Χτύπα τον! επανέλαβε η φωνή.

«Δεν…» ο Χούμα αγωνιζόταν να ολοκληρώσει τη φράση του. Η φωνή έγινε επίμονη. Χτύπα τον και πάρε το έπαθλό σου!

«…πρέπει!»

«Άσε κάτω το σπαθί, Χούμα. Μόνο τότε θα λευτερωθείς.»

«Όχι!» Το σπαθί μιλούσε μέσα από το στόμα του ιππότη, ο ίδιος δεν είχε πει λέξη. Αυτό έκανε το χέρι του Χούμα να σηκωθεί, σαν να ήθελε να χτυπήσει τον γκρίζο μάγο.

«Όχι!» Αυτή τη φορά μιλούσε ο Χούμα. Σωριάστηκε στο πλάι του διαδρόμου και κοίταξε με ξαφνική αηδία και φρίκη το αντικείμενο που κρατούσε στο χέρι του, παρά τη λαμπρότητά του, που έκανε ακόμα και τον γκρίζο άντρα να αποστρέφει το βλέμμα.

Πάρε με! Κράτα με! Προορισμός μου είναι η ματωμένη δόξα! Προορισμός μου είναι να σκίσω τον κόσμο για χάρη της κυράς μου!

«Όχι!» Η κραυγή της άρνησης ακούστηκε πιο αποφασιστική τη στιγμή που το ξάφνιασμα του Χούμα γινόταν θυμός. Είχε απαλλαγεί από τα μάγια του κακόβουλου όπλου. Η λεπίδα του είχε ζητήσει το αδύνατο – να χτυπήσει επίτηδες κάποιον που ούτε του άξιζε να χτυπηθεί ούτε καν προσπαθούσε να αμυνθεί. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Ρέναρντ και δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο στο φαιόχρωμο φύλακα.

Δύναμη ξεχείλισε από το σπαθί και ο Χούμα ούρλιαξε. Η άγρια δύναμη του όπλου τον έριξε καταγής. Ένιωθε λες και του ξέσκιζαν κάθε κύτταρο του κορμιού του. Δεν έβλεπε παρά μόνο την πράσινη λάμψη, δεν ένιωθε παρά μόνο πόνο και δεν άκουγε παρά μόνο την ασίγαστη διαταγή του Σπαθιού των Δακρύων, που προσπαθούσε να του επιβληθεί.

«Χούμα!» Μια οικεία φωνή τον διεκδίκησε με την επιρροή της. Αρπάχτηκε από αυτή τη σανίδα σωτηρίας και συγκεντρώθηκε.

«Πρέπει να θελήσεις να το αποχωριστείς ολοκληρωτικά, αλλιώς το δαιμονικό σπαθί θα πάρει, και το κορμί, και την ψυχή σου!»

Ολοκληρωτικά; Ο Χούμα αγωνίστηκε να επιβληθεί στον πόνο. Έβλεπε πλέον καθαρά ότι το Σπαθί των Δακρύων δούλευε μονάχα για τους δικούς του σκοπούς και ποτέ δε θα γινόταν στ’ αλήθεια υπηρέτης κάποιου άλλου. Αυτή η αναγνώριση του έδωσε όλη τη δύναμη της θέλησης που χρειαζόταν.

«Σ’ απαρνιέμαι!» Κράτησε το σπαθί με τεντωμένο χέρι, αηδιασμένος. «Δε θέλω τίποτα από σένα και γι’ αυτό δεν έχεις καμία επιρροή πάνω μου.»

Ο πόνος μειώθηκε και ο Χούμα συνέχισε. Αργά, κατάφερε να διώξει από το χέρι του το ξένο αντικείμενο, βρίζοντάς το, γνωρίζοντας πως δεν είχε καμία ισχύ πάνω του. Η αποφασιστικότητά του φάνηκε να το περιορίζει και η σμαραγδένια λάμψη μειώθηκε δραματικά.

Αφέντης, του φώναξε. Είσαι αληθινός αφέντης.

Μπροστά στη δύναμη του μυαλού του, το σπαθί δείλιασε. Η αυτοπεποίθηση του Χούμα μεγάλωσε και στο μυαλό του άστραψε μια ιδέα. Από τη στιγμή που το είχε νικήσει, δεν μπορούσε να το κρατήσει με ασφάλεια;

Όχι! Ο Χούμα απόδιωξε τη σκέψη. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. Το δέρμα του είχε ασπρίσει.

Πέταξε άγρια τη δαιμονική λεπίδα στην άκρη του διαδρόμου. Ταυτόχρονα του φάνηκε πως άκουγε ή πως ένιωθε μια αβάσταχτη κραυγή. Το σπαθί βρόντησε στον απέναντι τοίχο κι έπεσε στο δάπεδο. Η λάμψη του είχε χαθεί ολότελα.

«Ποτέ» είπε λαχανιασμένος ο Χούμα.

Ακούμπησε στον τοίχο με τα χέρια στα γόνατα. «Ούτε για όλη τη δύναμη του κόσμου.»

Αργά βήματα φανέρωσαν την παρουσία του γκρίζου άντρα που πλησίαζε. Ένα δυνατό χέρι έπεσε στον ώμο του Χούμα. «Δεν υπάρχει πια λόγος να φοβάσαι. Το Σπαθί των Δακρύων δεν είναι τίποτα. Τίποτα περισσότερο από καπνός στον ουρανό. Βλέπεις;»

Ο Χούμα σήκωσε τα μάτια. Το δαιμονικό σπαθί τρεμόπαιζε και άρχισε να χάνεται, να βυθίζεται στην ανυπαρξία πάνω στην πέτρα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, δεν υπήρχε ούτε ίχνος της υλικής του παρουσίας.

«Πού είναι;»

«Εκεί που είναι η θέση του, ελπίζω. Έχει δική του σκέψη, αλλά αυτό το ξέρεις ήδη. Νομίζω πως εκεί που το έβαλα θα χρειαστεί κάμποσο κόπο για να λευτερωθεί.»

Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια. «Με έσωσες – εμένα και την ψυχή μου.»

«Εγώ;» Ο γκρίζος άντρας φάνηκε να διασκεδάζει ελαφρά. «Εγώ δεν έκανα τίποτα περισσότερο από μερικές φιλικές προτροπές. Εσύ έπρεπε να δώσεις την πραγματική μάχη. Τα κατάφερες όμως.»

«Και τώρα τι γίνεται;» Ο Χούμα ανασηκώθηκε αργά. Το κορμί του υπέφερε. Το κεφάλι του πονούσε. Εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε ικανός για τίποτα. Σωριάστηκε στον τοίχο.

«Τώρα;» Ο γκρίζος άντρας φαινόταν να διασκεδάζει. Ο Χούμα δεν καταλάβαινε πού έβρισκε το αστείο. «Τώρα… προχωρείς και διεκδικείς το έπαθλό σου. Νίκησες και τις τρεις προκλήσεις.»

«Νίκησα…» Ο ιππότης κούνησε λυπημένα το κεφάλι. «Λάθος κάνεις. Μόλις που κατάφερα να σώσω τη ζωή μου – πόσο μάλλον την ψυχή μου.»

«Είσαι ζωντανός. Ναι. Αυτός είναι ο σκοπός των πάντων. Η μάχη για τη ζωή, για κάποιο σκοπό.»

«Ο Γουιρμφάδερ. Το Σπαθί των Δακρύων. Οι προκλήσεις είναι μόνο δύο. Εκτός…» Η αλήθεια τού ήρθε πολύ απότομα.

Ο γκρίζος άντρας τού χάρισε ένα θλιμμένο, γκρίζο χαμόγελο. «Το ταξίδι σου διαμέσου του καθρέφτη δεν ήταν τυχαίο. Μια απαίσια, σκούρα κηλίδα είχε απλωθεί στο ύφασμα της Ιπποσύνης – και ποιος άλλος ήταν ικανότερος για να την καθαρίσει παρά εσύ! Οι περισσότεροι νομίζω πως θα σκότωναν ευχαρίστως τον Ρέναρντ χωρίς να του δώσουν την ευκαιρία να παραδοθεί. Εσύ, ακόμα και τότε, θέλησες να τον σώσεις. Αυτό το πάθος για τη ζωή είναι αυτό για το οποίο αγωνίζεται στ’ αλήθεια η Ιπποσύνη, πάνω απ’ όλα τα άλλα.»

Ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του, κοίταξε τη σήραγγα που έμοιαζε ατελείωτη πίσω από τον γκρίζο άντρα και ύστερα στράφηκε ξανά στην κουκουλοφόρα φιγούρα. «Είσαι ο Πάλανταϊν;»

Ο γκρίζος άντρας χαμογέλασε σκανταλιάρικα και χτύπησε με το δάχτυλο το πλάι της μύτης του. «Θα μπορούσα να πω πως είμαι, αλλά δε θα το κάνω. Ας πούμε απλώς ότι η ισορροπία ανάμεσα στο Καλό και το Κακό πρέπει να διατηρηθεί κι εγώ είμαι ένας από αυτούς που έχουν επιλεγεί για να φροντίσουν γι’ αυτό – σαν κι εσένα δηλαδή, αν και φοβάμαι ότι ο ρόλος μου, συγκρινόμενος με το δικό σου, είναι πολύ μικρός.» Δεν έδωσε στον Χούμα την ευκαιρία να του απαντήσει. «Καιρός να διαβείς και την τελευταία σήραγγα και να διεκδικήσεις το έπαθλό σου. Όπως είπα και πριν, πρέπει να πας άοπλος. Χωρίς κανένα όπλο, εκτός από την πίστη σου.»

Με τον Χούμα να τον κοιτάζει, ο γκρίζος άντρας σήκωσε το ένα του χέρι. Κρατούσε δυο εγχειρίδια από τις αιχμές τους. Ο Χούμα άπλωσε ενστικτωδώς το χέρι στη ζώνη του, αλλά τα εγχειρίδιά του είχαν χαθεί. Ανήκαν πλέον στον γκρίζο άντρα – μόνο που είχε χαθεί κι εκείνος. Μπροστά στον Χούμα δεν υπήρχε παρά μονάχα η σήραγγα που έχασκε.

Έκανε ένα βήμα προς το σκοτεινό διάδρομο.

Είπε δύο προσευχές – μία στον Πάλανταϊν και μία στον Γκίλεαν, τον Άρχοντα της Ουδετερότητας, και προχώρησε στο σκοτάδι.


Δεν είχε την αίσθηση του χρόνου, αλλά ήταν σίγουρος ότι περπατούσε πολλή ώρα, όταν έφτασαν τα πρώτα σφυροκοπήματα στ’ αυτιά του. Δεν ακούγονταν ούτε μακριά ούτε κοντά και η έντασή τους ήταν αμετάβλητη. Δεν ήταν όπως στη μεγάλη αίθουσα, τότε που ο πελώριος δράκος ούρλιαζε έξαλλος από το μαρτύριο. Αντίθετα, ο οικείος ήχος ενός σιδηρουργού που δούλευε ησύχασε τον ιππότη, που θυμήθηκε κάποιο σημείο της εκπαίδευσής του που είχε να κάνει με τα βασικά αυτής της δουλειάς. Όλοι οι ιππότες είχαν κάποια γνώση της τέχνης του σιδηρουργού, γιατί ο καθένας τους μπορεί να χρειαζόταν να επιδιορθώσει μια πανοπλία ή ένα πέταλο αλόγου. Ένας καλός σιδηρουργός, όπως υπαγόρευε η Ιπποσύνη, μπορούσε να κάνει, ουσιαστικά, τα πάντα με ένα σφυρί, ένα αμόνι κι ένα πυρακτωμένο κομμάτι μετάλλου.

Αυτός που δούλευε το αμόνι έπρεπε να είναι γερός άντρας, κατέληξε ο Χούμα, γιατί τα σφυροκοπήματα ακούγονταν τόσο ρυθμικά και για τόσο πολλή ώρα που οι περισσότεροι άντρες θα είχαν γονατίσει από την κούραση. Αλλά ποιος έλεγε ότι ήταν άνθρωπος; Δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Ρέορξ; Αυτό το μέρος ήταν τόπος των θεών και της δύναμης. Μπροστά του μπορεί να βρισκόταν οτιδήποτε.

Τότε, χωρίς να το πάρει είδηση, ο Χούμα βρέθηκε να στέκεται μέσα στο μεγάλο οπλοστάσιο.

Αμέτρητα σύνεργα του πολέμου και της ειρήνης κρέμονταν παντού, στέκονταν όρθια ή κείτονταν κάτω από τον ένα τοίχο μέχρι τον άλλο, έως εκεί που έφτανε το μάτι του μέσα στο μισόφωτο και αρκετά κρέμονταν κι από την οροφή. Ένα δρεπάνι που η λεπίδα του, αν την ίσιωνες, θα ήταν τουλάχιστον ίση με το μπόι του. Σπαθιά κάθε σχήματος και μεγέθους, άλλα κυρτά, άλλα ίσια, άλλα λεπτά κι άλλα βαριά. Στολισμένα με πετράδια και απλά. Για το ένα χέρι ή και για τα δύο. Εκεί έβλεπε περισσότερες πανοπλίες κι από τις κάτω αίθουσες. Οι πανοπλίες ξεκινούσαν από τους πιο πρωτόγονους θώρακες μέχρι πλήρεις πανοπλίες του τελευταίου τύπου, σαν αυτές που φορούσε ο Αυτοκράτορας του Έργκοθ. Ασπίδες κρέμονταν από πάνω τους, με κάθε έμβλημα που είχε υπάρξει ποτέ και ανάμεσά τους κι εκείνο των Ιπποτών της Σολάμνια.

Υπήρχαν τόσο πολλά ακόμα και ο Χούμα λαχταρούσε να τα δει όλα. Ένιωθε σαν να είχε μπει στο χαμένο τάφο κάποιου μεγάλου πολεμιστή. Μόνο που αυτός δεν ήταν κάποιος χαμένος τόπος ανάπαυσης των νεκρών, γιατί οι πανοπλίες και τα όπλα δεν είχαν ίχνος σκόνης και κανένα σημάδι από το πέρασμα του χρόνου. Κάθε αντικείμενο που παρατηρούσε θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί μόλις την προηγούμενη μέρα – τόσο κοφτερές ήταν οι ακμές και τόσο λείες οι επιφάνειες. Καμιά σκουριά δεν είχε διαβρώσει τις πανοπλίες. Η ξύλινη λαβή του δρεπανιού δεν ήταν σάπια. Όμως ο Χούμα ήξερε ότι αυτά τα όπλα ήταν πιο παλιά κι από τις κάτω αίθουσες, ότι αυτή η αίθουσα είχε δημιουργηθεί πριν από οτιδήποτε άλλο μέσα σε αυτό το βουνίσιο λαβύρινθο.

Δεν ήξερε πώς το γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος.

Τα σφυροκοπήματα είχαν γίνει πια οικεία στ’ αυτιά του και όταν σταμάτησαν, δεν το πρόσεξε αμέσως. Όταν το κατάλαβε, βρισκόταν κιόλας στη μέση του οπλοστασίου και η ματιά του έπεφτε μια εδώ και μια εκεί. Τότε κοντοστάθηκε αβέβαιος για μια στιγμή. Εκείνη τη στιγμή ήταν που είδε το φως που τρεμόσβηνε μπροστά του και άκουσε τον άγνωστο σιδηρουργό να ξαναπιάνει δουλειά. Μονάχα μια μεγάλη, βαριά πύλη τους χώριζε.

Ο Χούμα τέντωσε το χέρι του για να χτυπήσει το ένα θυρόφυλλο κι εκείνο άνοιξε. Την κίνησή του συνόδευε ένα τρομερό τρίξιμο και ο ιππότης πρόσεξε παραξενεμένος ότι τα σφυροκοπήματα συνεχίζονταν λες και ο σιδηρουργός δεν είχε ακούσει τίποτα – ή δεν τον ένοιαζε.

Ήταν ένας σιδηρουργός μεγαλόσωμος σαν θεός. Μια πελώρια δεξαμενή νερού, που δεν μπορούσε παρά να χρησιμεύει στην ψύξη του μετάλλου. Ένα τεράστιο καμίνι όπου –ο Χούμα αναγκάστηκε να μισοκλείσει τα μάτια– σκιώδεις μορφές τροφοδοτούσαν το φούρνο όλο δύναμη και χαρά.

Το σφυροκόπημα σταμάτησε οριστικά. Τράβηξε τα μάτια του από το πυρακτωμένο καμίνι και γύρισε.

Το αμόνι ήταν ψηλό μέχρι τη μέση του και θα ζύγιζε δώδεκα φορές το βάρος του με πλήρη πανοπλία. Η γεμάτη κάπνα μορφή που στεκόταν δίπλα του –σηκώνοντας ψηλά με ευκολία μια διπλή σφύρα με το ένα χέρι– γύρισε να κοιτάξει το νεοφερμένο. Οι φιγούρες στο καμίνι σταμάτησαν το έργο τους, όπως και οι δυο κοντά στο αμόνι. Ο σιδηρουργός χαμήλωσε το χέρι του και προχώρησε μπροστά. Τα μάτια του Χούμα δεν πήγαν αμέσως στο πρόσωπό του, αλλά καθηλώθηκαν πρώτα στο μπράτσο του. Ήταν μεταλλικό, από ένα μέταλλο που έλαμπε σαν αυτό που είχε μετενσαρκωθεί νωρίτερα ο Γουιρμφάδερ.

Τότε ο Χούμα κοίταξε το σιδηρουργό στο πρόσωπο. Όπως το κορμί του, έτσι κι αυτό ήταν γεμάτο κάπνα. Διαπίστωσε ότι δεν ανήκε σε κάποια ιδιαίτερη φυλή, γιατί τα χαρακτηριστικά του ήταν ένα κράμα από χαρακτηριστικά ξωτικού, ανθρώπου, νάνου και από κάτι… απροσδιόριστο.

Ο σιδηρουργός τον κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και με φωνή παράξενα ήσυχη τον ρώτησε «Ήρθες επιτέλους για τη Δρακολόγχη;»

Κεφαλαίο 21

Ο Χούμα έριξε στο μεγαλόσωμο σιδηρουργό μια μπερδεμένη ματιά και ρώτησε «Την ποια;»

«Τη Δρακολόγχη. Είσαι επιτέλους εκείνος;» Τα χαρακτηριστικά του νάνου σφίχτηκαν με ολοφάνερη ανησυχία. Περιμένοντας την απάντηση, ο σιδηρουργός στένεψε τα μάτια και το λεπτό σαν ξωτικού στόμα του έγινε μια ίσια γραμμή στο σχεδόν ανθρώπινο πρόσωπό του. Αυτό το «διαφορετικό» που είχε του έδινε μια εμφάνιση τρομακτική αλλά ωραία, καθόλου συνηθισμένη στις τρεις γνωστές φυλές.

«Πέρασα τις προκλήσεις, αυτό μου είπαν τουλάχιστον. Αυτό είπε ο γκρίζος άντρας.»

«Ο γκρίζος το είπε, ε; Ακόμα και τον πανάρχαιο Γουιρμφάδερ;» Η βαριά μορφή δεν περίμενε απάντηση. «Ναι, θα τις πέρασες, φαντάζομαι, γιατί δεν τον ακούμε τελευταία. Είναι τόσο παράξενο που δεν ακούμε πια τον κομπασμό και τη λύσσα του πια. Δε θυμάμαι από πότε έχουμε να δούμε τόση ησυχία. Θα χρειαστεί να το συνηθίσω, φαντάζομαι.» Σήκωσε τους ώμους.

«Απάντησα ικανοποιητικά στην ερώτησή σου;» Αν και ο Χούμα δεν είχε βρει ακόμα την αυτοπεποίθησή του, την αξιοπρέπειά του την είχε ξαναβρεί. Δεν ήθελε να δείχνει αναστατωμένος.

«Πράγματι» ψιθύρισε ο σιδηρουργός – περισσότερο στον εαυτό του παρά στον ιππότη. «Πράγματι.»

Ο σιδηρουργός έβγαλε ένα δυνατό, ανοιχτόκαρδο γέλιο, «Μεγάλε, Ρέορξ! Αυτό δεν περίμενα να το δω! Επιτέλους, κάποιος θα μπορέσει να εκτιμήσει σωστά τη δουλειά μου. Ξέρεις πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που μίλησα με κάποιον αρμόδιο;»

«Κι αυτοί;» ο Χούμα του έδειξε τις φασματικές μορφές πίσω από το καμίνι. Δε φάνηκαν να έχουν θιγεί.

«Αυτοί; Αυτοί είναι οι βοηθοί μου. Είναι υποχρεωμένοι να τους αρέσει η δουλειά μου. Δε θα μπορούσαν να καταλάβουν την πραγματική χρησιμότητα της Δρακολόγχης, όπως ένας ιππότης. Πάλανταϊν, περίμενα τόσο καιρό!» Η φωνή του αντήχησε μέσα στην αίθουσα.

«Ξεχάστηκα.» Η φωνή του τεράστιου άντρα έσβησε ξαφνικά και το πρόσωπό του σοβάρεψε. Ο Χούμα πρόσεξε ότι οι μεταπτώσεις της διάθεσής του ήταν τόσο απότομες όσο ασυνήθιστα ήταν τα χαρακτηριστικά του. «Είμαι ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ, αρχισιδηρουργός, οπλοποιός και μαθητής του ίδιου του Ρέορξ. Τον ερχομό σου τον περίμενα περισσότερο απ’ όσο θέλω να θυμάμαι. Για πολλά χρόνια φοβόμουν ότι δε θα πατούσες ποτέ το πόδι σου εδώ πέρα, αλλά έπρεπε να γνωρίζω καλύτερα.» Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ άπλωσε το χέρι του στον Χούμα, που το πήρε χωρίς σκέψη και βρέθηκε να σφίγγει καυτό μέταλλο.

Ο σιδηρουργός τον είδε που το κοίταζε και χαμογέλασε. «Ο ίδιος ο Γουιρμφάδερ μού το έκοψε πριν από χρόνια, όταν ήμουν ένας ανόητος νεαρός. Αν και με πόνεσε, ποτέ δε λυπήθηκα για την απώλειά του. Τούτο εδώ δουλεύει καλύτερα – τόσο που συχνά έχω αναρωτηθεί πώς θα γινόταν να αποκτήσω ένα ολόκληρο σφυρήλατο κορμί.» Το σκέφτηκε κάμποση ώρα πριν συνειδητοποιήσει ότι είχε ξεφύγει από το θέμα. «Φυσικά, χωρίς το ασημένιο χέρι, ούτε τη δύναμη θα είχα ούτε την αντοχή που χρειάζεται για να σφυρηλατήσω το τεράστιο κομμάτι του δρακοασημιού για να φτιάξω την όμορφη Δρακολόγχη.»

Να τη πάλι η Δρακολόγχη. «Τι είναι η Δρακολόγχη; Αν είναι αυτός ο λόγος που ήρθα, μπορώ να τη δω;»

Ο Άιρονγουιβερ ξαφνιάστηκε. «Δε σ’ την έδειξα;» έφερε το χέρι στο κεφάλι του, αδιάφορος για τη μουντζούρα που ήταν και τα δυο γεμάτα. «Όχι βέβαια! Το μυαλό μου έχει φυράνει. Έλα λοιπόν. Ακολούθα με και θα δούμε μαζί ένα θαύμα που συνδυάζει περισσότερα από τις δικές μου ικανότητες και το δικό σου κουράγιο μαζί.»

Ο σιδηρουργός γύρισε κι άρχισε να προχωρεί στα σκοτεινότερα βάθη της αίθουσας. Οι τέσσερις σκιώδεις βοηθοί του παραμέρισαν να περάσει ο μάστορας τους και ο ιππότης. Όταν έφτασε κοντά τους ο Χούμα, οι βοηθοί φάνηκαν να γίνονται ένα με το σκοτάδι το ίδιο και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τέσσερα ζευγάρια μάτια που φαίνονταν να τον διαπερνούν.

Κάμποσα μέτρα μπροστά του ο Άιρονγουιβερ σφύριζε ένα σκοπό που έμοιαζε αμυδρά με ένα εμβατήριο της Σολάμνια. Αυτό χαλάρωσε λιγάκι τον Χούμα, αν και απορούσε τι σχέση είχε ο σιδηρουργός με τους Ιππότες της Σολάμνια και από πόσο παλιά. Εκείνη τη στιγμή ο ιππότης δε θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν ξυπνούσε ξανά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, για να ανακαλύψει ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο.

Έφτασαν σε μια άλλη πύλη και ο πελώριος σιδηρουργός στάθηκε και στράφηκε στον Χούμα. «Πέρα από αυτή την πύλη μόνο εσύ μπορείς να πας. Εγώ πρέπει να γυρίσω στις δουλειές μου. Κάποιος άλλος θα σε οδηγήσει στον έξω κόσμο και στους φίλους σου.»

Τους φίλους του; Πώς ήξερε για τον Καζ και τον Μάτζιους ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ; «Και η Δρακολόγχη;»

«Όταν τη δεις, θα τη γνωρίσεις, μικρέ μου φίλε.»

«Πού θα…» ο Χούμα πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμα, αλλά σταμάτησε απότομα βλέποντας ότι μιλούσε στον αέρα. Στράφηκε γοργά προς τα εκεί από όπου είχαν έρθει, αλλά ο σιδηρουργός ήταν αόρατος. Μονάχα σκοτάδι. Ο Χούμα έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς εκείνη την κατεύθυνση και ύστερα οπισθοχώρησε αηδιασμένος, όταν το πρόσωπό του έπεσε πάνω σ’ έναν ιστό αράχνης απίστευτα μεγάλο και χοντρό.

Έφτυσε την αηδιαστική ουσία από το στόμα του και παρατήρησε τον ιστό. Ήταν παλιός, έργο γενεών και γενεών. Η σκόνη κειτόταν πάνω του σε παχύ στρώμα. Εδώ κι εκεί, ήταν προσκολλημένος σε σκουριασμένα σύνεργα, σπαθιά, παλιά εργαλεία σιδηρουργού – πράγματα ξεχασμένα από τους κατασκευαστές και τους χρήστες τους πολύ καιρό πριν γεννηθεί ο ίδιος.

Μα μόλις είχε έρθει αποκεί.

Μια ανησυχητική σκέψη τού ήρθε στο μυαλό: τι είδους αράχνη θα χρειαζόταν έναν τόσο μεγάλο ιστό;

Με τα μάτια καρφωμένα στον ιστό, ο Χούμα άπλωσε το χέρι του κατά την πύλη. Το μάνταλο, μακρύ και οδοντωτό, σκουριασμένο από τα χρόνια, υποχώρησε ύστερα από μεγάλη μάχη. Τελικά η πύλη άνοιξε μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Αργά και με μεγάλο σεβασμό, ο Χούμα μπήκε στην αίθουσα της Δρακολόγχης.


Είδε έναν πολεμικό κέλητα, αρματωμένο με την καθαρότερη πλατίνα, να φτύνει φωτιά από τα ρουθούνια του παραβγαίνοντας με τον άνεμο. Τότε είδε τον αναβάτη του, έναν ιππότη γενναίο και έτοιμο, με τη μεγάλη λόγχη σε θέση μάχης. Στο στήθος του φορούσε ένα θώρακα με το σύμβολο της Τριανδρίας – το Στέμμα, το Ξίφος και το Ρόδο. Μέσα από την προσωπίδα που του κάλυπτε το πρόσωπο έβγαινε φως, λαμπρό και ζωογόνο, και ο Χούμα κατάλαβε πως αυτός ήταν ο Πάλανταϊν.

Το μεγάλο πολεμικό άλογο πήδησε ξαφνικά στον αέρα και τεράστιες φτερούγες ξεπρόβαλαν από τα πλευρά του. Το κεφάλι του μάκρυνε και ο λαιμός του κύρτωσε και μάκρυνε κι αυτός, αλλά ούτε το μεγαλείο του έχασε ούτε την ομορφιά του. Από πλατινένιος κέλητας, έγινε πλατινένιος δράκος – και μαζί ο ιππότης με το σύντροφό του έδιωξαν από μπροστά τους το σκοτάδι με τη βοήθεια της λόγχης… της Δρακολόγχης. Έλαμπε με δική της ζωή και σκοπό – και το σκοτάδι διαλυόταν μπροστά της. Γέννημα του κόσμου και του ουρανού, ήταν η αληθινή δύναμη, ο αληθινός θεός.

Αφού διέλυσε το σκοτάδι, ο δράκος προσγειώθηκε μπροστά στον Χούμα που δεν μπορούσε παρά να πέσει στα γόνατα. Ο ιππότης έλυσε τη Δρακολόγχη από τη σκευή της και την έτεινε στη θνητή μορφή μπροστά του. Ο Χούμα σηκώθηκε αργά, με κάποιο δισταγμό και προχώρησε μπροστά. Άπλωσε το χέρι κι έπιασε τη λόγχη από το κοντάρι της. Ύστερα δράκος και αναβάτης χάθηκαν, αφήνοντας τον Χούμα μόνο, με το θαυμαστό του δώρο.

Τη σήκωσε ψηλά και φώναξε όλο χαρά.


Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα, σχεδόν όλη του η ενέργεια είχε στραγγίξει από το κορμί του, αλλά δεν τον πείραξε γιατί ήταν η εξάντληση που νιώθει κανείς μετά την αγαλλίαση της πραγματοποίησης των ονείρων του. Ήξερε καλά ότι στη ζωή του δε θα γνώριζε άλλη τέτοια έκσταση.

Απόμεινε πεσμένος στο έδαφος της αίθουσας, λουσμένος σε ένα λευκό, αγνό φως. Σηκώθηκε στα γόνατα, κοίταξε το φως και πλημμύρισε από δέος.

Από πάνω του, ολοζώντανος, στεκόταν ο δράκος. Τα μάτια του κοίταζαν το θνητό κι έμοιαζε σαν να είχε μόλις προσγειωθεί. Ήταν φτιαγμένος από καθαρή πλατίνα και σκαλισμένος από καλλιτέχνη που η ικανότητά του ανταγωνιζόταν τους θεούς. Είχε τα φτερά απλωμένα, καταλαμβάνοντας ολόκληρη την αίθουσα και ο Χούμα απόρησε που το μέταλλο άντεχε τόση καταπόνηση. Κάθε φολίδα του δράκου, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη, ήταν τέλεια φτιαγμένη, με κάθε λεπτομέρεια. Έμοιαζε τόσο με ζωντανός που, αν ανέπνεε, ο Χούμα δε θα ένιωθε καμία έκπληξη.

Και ο αναβάτης του ήταν έτοιμος, λες, να πηδήσει με το δράκο στον ουρανό – τόσο αληθινός φαινόταν. Σαν του δράκου, και η δική του ματιά φαινόταν καρφωμένη στον Χούμα, αν και δε φαινόταν εύκολα: είχε την προσωπίδα κατεβασμένη. Η αρματωσιά του ήταν τόσο ακριβής στην παραμικρή λεπτομέρεια όσο και το δέρμα του δράκου – και ο Χούμα έβλεπε όλους τους συνδέσμους, όλες τις αρθρώσεις, ακόμα και τις λεπτομέρειες της διακόσμησης του θώρακα.

Αυτό που είχε φωτίσει την αίθουσα ήταν η Δρακολόγχη.

Μακριά, λεπτή, στενή, η λόγχη ήταν τρεις φορές το μπόι του ιππότη. Η αιχμή της φαινόταν τόσο κοφτερή που τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Πίσω από την κεφαλή, σχεδόν ένα μέτρο από την αιχμή, κοφτερές ακίδες ξεπρόβαλλαν από κάθε πλευρά, ικανές να προκαλέσουν μεγάλο πλήγμα στον εχθρό.

Το πίσω μέρος της λόγχης τελείωνε σ’ ένα σκαλιστό φυλακτήρα με μορφή δράκου που ορμούσε, ενώ το κοντάρι έβγαινε από το στόμα του σαν φλόγα. Πίσω από το φυλακτήρα, το πλατινένιο χέρι του ιππότη κρατούσε σταθερά τη λόγχη, έτοιμη για μάχη.

Ο Χούμα ένιωσε ανάξιος να πάρει τη Δρακολόγχη από τον ιππέα – τόσο τέλεια ήταν. Εντούτοις πήρε κουράγιο και την πλησίασε, σκαρφαλώνοντας για να τη βγάλει από τη σκευή που την κρατούσε στερεωμένη στη σέλα. Η βάση της λόγχης περιστρεφόταν επιτρέποντας σχετική ελευθερία κινήσεων στον Χούμα, αλλά δεν ήταν σίγουρος πώς να βγάλει από πάνω της το μεταλλικό χέρι του αναβάτη. Μόλις την άγγιξε, τα δάχτυλα του ιππότη φάνηκαν να χαλαρώνουν από μόνα τους και η λόγχη έπεσε σχεδόν στα ανοιχτά χέρια του Χούμα.

Ήταν βαριά, όπως και θα ’πρεπε άλλωστε, αλλά αυτό δεν απασχολούσε εκείνη τη στιγμή τον Χούμα. Ήταν τόσο συγκινημένος που συνέβαινε σ’ αυτόν, τον πιο ασήμαντο από τους ιππότες. Το ότι ο Πάλανταϊν τον είχε ευλογήσει έτσι ήταν πραγματικό θαύμα – και μόλις ακούμπησε τη λόγχη στο έδαφος, γονάτισε για να εκφράσει τις ευχαριστίες του. Η Δρακολόγχη φάνηκε να λάμπει ακόμα πιο έντονα.

Όταν ξεπέρασε επιτέλους το αρχικό δέος, πρόσεξε τις υπόλοιπες λόγχες που διακοσμούσαν τους τοίχους ολόγυρά του. Μπερδεύτηκε κάπως που του είχαν διαφύγει, αλλά ευχαρίστησε ξανά τον Πάλανταϊν που το είχε προβλέψει, γιατί μία λόγχη δε θα ήταν βέβαια αρκετή. Μέτρησε είκοσι συνολικά, δεκαεννέα όμοιες με τη δική του και μία μικρότερη αλλά το ίδιο λαμπρή και συμπέρανε πως πρέπει να ήταν για το πεζικό.

Μία-μία έβγαλε τις λόγχες από τα στηρίγματά τους παίρνοντάς τες στα χέρια του με σεβασμό. Ήταν τα εργαλεία με τα οποία ο Κριν θα μπορούσε να απαλλαγεί από τη δρακοβασίλισσα. Εθελοντές θα βρίσκονταν αμέτρητοι.

Πράγμα περίεργο, δε φαινόταν να υπάρχει άλλη έξοδος εκτός από την πύλη απ’ όπου είχε έρθει. Αναρωτήθηκε πώς θα έβγαζε τις λόγχες από το βουνό και πώς θα τις μετέφερε στη Σολάμνια. Είχε φτάσει μέχρι εκεί για να αποτύχει εξαιτίας ενός απλού εμποδίου;

Κοιτάζοντας ολόγυρα, τα μάτια του έπεσαν στη μορφή του καβαλάρη ιππότη. Κοίταζε ελάχιστα λοξά και προς τα πάνω, σαν να έψαχνε κάτι κοντά στις πέρα γωνίες της οροφής. Τόσο έντονη ήταν η εικόνα που ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη γυρίσει να κοιτάξει προς την ίδια κατεύθυνση.

Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Ύστερα παρατήρησε το σχεδόν αόρατο περίγραμμα μιας καταπακτής. Έτρεξε να δει καλύτερα και στον τοίχο από κάτω της διέκρινε λαβές και πατήματα. Ήταν απλές προεξοχές, εντελώς αόρατες αν δε στεκόσουν ακριβώς μπροστά τους.

Ο Χούμα γύρισε και κοίταξε όλο αγωνία τις λόγχες που είχε μαζέψει. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τις αφήσει εκεί, αλλά ήξερε καλά ότι για να βγάλει έστω και μία από την αίθουσα θα χρειαζόταν βοήθεια. Χρειαζόταν τον Καζ και τον Μάτζιους.

Άρχισε να σκαρφαλώνει ζωηρά. Δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο το περίμενε και σε λίγο βρισκόταν κοντά στην οροφή. Όμως το άνοιγμα της καταπακτής αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση, γιατί για να τη σπρώξει σωστά, έπρεπε να γείρει επικίνδυνα προς τα πίσω. Οι μύες του χεριού του που τον κρατούσε να μην πέσει και τσακιστεί τεντώθηκαν μέχρι που κόντευαν να σπάσουν. Είχε αναγκαστεί να βγάλει τα γάντια του για να πιάνεται καλύτερα – και αφού το δέρμα των δαχτύλων του άρχιζε να σκίζεται αργά, άρχισε τις προσευχές.

Όταν άνοιξε επιτέλους η καταπακτή, έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Όποιος ήταν ο σχεδιαστής της, την είχε φτιάξει επίτηδες τόσο δύσκολη, για λόγους που δεν περνούσαν καν από το μυαλό του. Αυτό όμως που είχε σημασία ήταν ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός.

Έβγαλε το χέρι του κι ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να χορεύει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ψαχουλεύοντας, ανακάλυψε πως το έδαφος καλυπτόταν από κάτι απαλό, χιόνι ίσως. Άρπαξε το χείλος του ανοίγματος και τραβήχτηκε προς τα πάνω.

Ήταν μέρα. Δεν έβρεχε. Δεν υπήρχαν σύννεφα. Ο ήλιος; Φώτιζε τη βουνοπλαγιά και ο Χούμα απόμεινε εκεί, σχεδόν κρεμασμένος ακόμη, ρουφώντας τη θέα. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχε δει πραγματικά τον ήλιο; Δε θυμόταν πια. Ήταν ένα μεγαλειώδες θέαμα κι ένα σημάδι ίσως ότι η παλίρροια είχε αντιστραφεί.

Πραγματικά, το έδαφος ήταν σκεπασμένο από ένα λεπτό στρώμα χιονιού. Στο χιόνι γύρω του δεν υπήρχαν ίχνη, έτσι, αν δεν πετούσε κάτι πάνω από το κεφάλι του, ο Χούμα ήταν μόνος. Όμως ο ουρανός ήταν καθαρός. Καθαρός και γαλάζιος. Είχε ξεχάσει ότι ο ουρανός ήταν γαλάζιος.

Ο Χούμα βγήκε από το αόρατο στόμιο και κοίταξε προσεκτικά το τοπίο. Πρόσεξε ένα μεγάλο βράχο κοντά του και τον έβαλε δίπλα στην καταπακτή για σημάδι.

«Το έλπιζα ότι θα τα κατάφερνες. Προσευχόμουν να τα καταφέρεις. Αν δεν τα κατάφερνες, ούτε που ξέρω τι θα έκανα.»

«Γκουίνεθ!» το όνομα ξεπήδησε από τα χείλη του τη στιγμή που γυρνούσε προς το μέρος της.

Ήταν ντυμένη με απλό μανδύα σε ασημένια απόχρωση και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Η νεαρή γυναίκα που είχε φροντίσει για την ανάρρωσή του στη σκηνή δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτή τη μεγαλόπρεπη… τι; Ιέρεια; Τι ρόλο είχε παίξει σε όλα αυτά;

«Πραγματικά τα κατάφερα, Γκουίνεθ! Κάτω από τα πόδια μας βρίσκονται τα όπλα που θα απαλλάξουν τον κόσμο από τη δρακοβασίλισσα!»

Εκείνη χαμογέλασε με τον ενθουσιασμό του κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα πόδια της έμοιαζαν να μην αγγίζουν καλά-καλά το χιονισμένο έδαφος και ο Χούμα παρατήρησε ότι δεν άφηνε πατημασιές πίσω της.

«Μίλησέ μου γι’ αυτό.»

Προσπάθησε, προσπάθησε τόσο πολύ, αλλά οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του ήταν τόσο αδύναμες, τόσο μπερδεμένες, τόσο απλοϊκές γι’ αυτό που ήθελε να εκφράσει. Ακούγονταν όλα τόσο απίθανα καθώς διηγιόταν την περιπέτειά του στην Γκουίνεθ. Τα είχε όντως περάσει όλα αυτά; Πώς εκείνος ο αρχαίος τρόμος που άκουγε στο όνομα Γουιρμφάδερ είχε γίνει ένα λαμπερό άγαλμα τόσες φορές το μπόι του ιππότη; Το όραμα στην αίθουσα της Δρακολόγχης ήταν αληθινό ή προϊόν των παραισθήσεών του;

Η Γκουίνεθ άκουσε ολόκληρη τη διήγηση με το πρόσωπο ανέκφραστο, εκτός από μια απροσδιόριστη έκφραση στα μάτια της που τον κοίταζαν. Όταν τελείωσε, εκείνη του έγνεψε όλο σοφία και του είπε, «Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, κατάλαβα το μεγαλείο. Σε σένα είδα αυτό που έλειπε από τόσους και τόσους πριν από σένα. Εσύ νοιάζεσαι στ’ αλήθεια για το λαό του Κριν. Εκεί απέτυχαν οι άλλοι. Κι αυτοί νοιάζονταν, αλλά πολύ λίγο σε σχέση με την προσωπική τους φιλοδοξία.»

Ο Χούμα την έπιασε από τα χέρια και την κράτησε. «Τώρα θα χαθείς κι εσύ σαν τον γκρίζο άνθρωπο και το σιδηρουργό;»

«Ναι, για ένα διάστημα. Πρέπει να βρεις τους συντρόφους σου. Όταν γυρίσεις, θα σε περιμένει κάποιος άλλος. Κάποιος που έχεις γνωρίσει και που θα σε βοηθήσει τις μέρες που έρχονται.»

«Κι ο Καζ με τον Μάτζιους;»

«Εδώ κοντά είναι.» Του χαμογέλασε. «Μου κάνει εντύπωση που έχουν ανεχτεί τόσο καιρό ο ένας τον άλλο.»

«Πρέπει να τους βρω» είπε αποφασιστικά ο Χούμα. Είχε τόσα να κάνει. Δεν ήθελε καθόλου να αφήσει την Γκουίνεθ, έστω και αν επρόκειτο να ξανασυναντηθούν. Ή μήπως όχι;

Το βλέμμα της έγινε αμήχανο και τραβήχτηκε από τη λαβή των χεριών του. Χαμογελούσε ακόμα αλλά πιο αχνά, σαν κάλυψη ή σαν άμυνα. «Οι φίλοι σου είναι προς τα εκεί.» Του έδειξε ανατολικά. «Καλά θα κάνεις να πας τώρα κοντά τους. Έχουν αρχίσει ν’ ανησυχούν πολύ για σένα.»

Έκανε μεταβολή κι έφυγε γοργά κι ανάλαφρα. Ο Χούμα παραλίγο να την ακολουθήσει, αλλά του άρεσε τόσο που σεβάστηκε την επιθυμία της. Βασανιζόταν από τη σκέψη ότι μπορεί να μην την έβλεπε ξανά, αλλά την άφησε να φύγει και στράφηκε κι εκείνος ανατολικά, προχωρώντας πάνω στο μαλακό χιόνι. Παρατήρησε ότι τα σύννεφα δεν είχαν διαλυθεί. Μόλις που άφηναν ελεύθερη την κορυφή.

Δεν είχε περπατήσει περισσότερο από δέκα λεπτά, όταν άκουσε τη φωνή. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Ήταν ο Καζ –και μάλιστα θυμωμένος. Ο ιππότης άνοιξε το βήμα του. Μονάχα ένα άτομο μπορούσε να θυμώσει τόσο το μινώταυρο.

«Μακάρι να είχα ακολουθήσει την επιθυμία μου και να είχα δώσει τέλος στην άθλια ύπαρξή σου τότε. Δεν έχεις ούτε τιμή ούτε συνείδηση.» Ο μινώταυρος ορθωνόταν πανύψηλος. Οι γροθιές του τόνιζαν κάθε του λέξη χτυπώντας τον αέρα, σαν να τα είχε βάλει μαζί του.

Ο Μάτζιους καθόταν κατά περίεργο τρόπο ήσυχος σ’ ένα μεγάλο βράχο, με το κεφάλι στις παλάμες, ακίνητος, ενώ ο μινώταυρος συνέχιζε να τον βρίζει. Ο Χούμα τούς πλησίασε σφιγμένος.

Ο Μάτζιους ήταν αυτός που ένιωσε το πλησίασμά του. Το πρόσωπο του μάγου ήταν ωχρό και τραβηγμένο και τα μαλλιά του πετιόνταν άγρια γύρω από το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα. Γούρλωσαν καθώς σήκωσε το κεφάλι και το μουδιασμένο του μυαλό αναγνώρισε, επιτέλους, τη μορφή του μοναδικού του φίλου.

«Χούμα!»

«Τι;» Ο Καζ αναπήδησε ακούγοντας την αναπάντεχη επίκληση. Είδε προς τα πού κοίταζε ο μάγος και γύρισε. Το κοκκίνισμα των ματιών του χάθηκε κι ένα χαμόγελο όλο δόντια φάνηκε στο ταυρόμορφο πρόσωπό του. Προς το παρόν είχε ξεχάσει το θυμό του. «Χούμα!»

Ο μινώταυρος έκανε μπροστά και ο Μάτζιους φάνηκε να κουλουριάζεται μέσα στον εαυτό του. Κοίταζε με θλίψη προς το μέρος του Χούμα, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να μιμηθεί τον Καζ και να χαιρετήσει το χαμένο του σύντροφο.

Ο μινώταυρος κόντεψε να λιώσει τον Χούμα με το τρομερό του αγκάλιασμα. Τον κοίταζε χαμογελώντας όλη την ώρα και ξαφνικά σήκωσε τον άμοιρο ιππότη στον αέρα και τον έφερε βόλτα. Στα χέρια του τεράστιου κτηνάνθρωπου ο Χούμα ένιωθε σαν παιδάκι.

«Που ήσουν; Σ’ έψαξα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω το δρόμο που πήρες. Έψαξα ξανά και ξανά φωνάζοντάς σε, αλλά μόνο ο άνεμος μου απαντούσε κι εκείνη η κολασμένη κραυγή. Σαργκ… θεοί! Τελικά πίστεψα πως πέθανες.» Τον κατέβασε στο έδαφος. Στράφηκε στον Μάτζιους που οπισθοχώρησε σαν να τον είχαν χτυπήσει. «Όταν είπα σε τούτον εδώ τι είχε συμβεί, στην αρχή πήγε να βάλει τα γέλια από τη χαρά του!»

«Τι;» Ο Χούμα κοίταξε τον Μάτζιους. Ο παιδικός του φίλος δεν εννοούσε να τον κοιτάξει.

Ο Καζ έδειξε τον ιππότη με το δάχτυλο. «Ξέρεις γιατί ήσουν τόσο σημαντικός για εκείνον; Δεν ήταν για τη φιλία σου. Ούτε για τις ικανότητές σου. Το τρελό του όραμα τον είχε πείσει ότι κάπου υπήρχε όντως ένα δώρο του Πάλανταϊν και ότι, αν προσπαθούσε να το πάρει, θα έχανε τη ζωή του. Για αυτό σκόπευε να στείλει εσένα στη θέση του. Εσύ θα δεχόσουν την επίθεση που θα σκότωνε εκείνον! Η δική σου ζωή ήταν αναλώσιμη!» Ο θυμωμένος πολεμιστής γέλασε ψυχρά. «Μπορείς να το πιστέψεις; Ισχυρίστηκε ότι ένας ιππότης ντυμένος με την πανοπλία του ήλιου, που κρατούσε μια λόγχη με απίστευτη δύναμη, θα τον τρυπούσε πέρα για πέρα. Άκουσες ποτέ σου τέτοια ανοησία;

Όταν σε θεώρησε νεκρό, πίστεψε ότι το όραμά του είχε αλλάξει για πάντα. Ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε αμέσως το μεγάλο μυστικό και θα το χρησιμοποιούσε στη μνήμη σου και προς δική του δόξα.»

Ο Καζ σταμάτησε να πάρει ανάσα και ο Χούμα βρήκε την ευκαιρία να παρακάμψει το μινώταυρο και να σταθεί μπροστά στον Μάτζιους. Ο μάγος σήκωσε τα μάτια σχεδόν έντρομος και τραβήχτηκε ένα βήμα. Ο Χούμα του άπλωσε το χέρι, αλλά ο Μάτζιους αρνήθηκε να το πιάσει.

Ο μινώταυρος ήρθε και στάθηκε πίσω από τον Χούμα. «Μη βρίσκοντας ούτε μονοπάτι ούτε σπηλιά, αυτός άρχισε να καταρρέει. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα είχε συνείδηση. Φαντάζομαι ότι βοήθησα κι εγώ, γιατί δεν πέρασε ώρα και μέρα χωρίς να του θυμίσω τι είχε κάνει. Κι εσύ που τον θεωρούσες καλό σου φίλο…»

Ο Χούμα έσκυψε. Η φωνή του ήταν απαλή. «Μάτζιους, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Δε σε μισώ για ό,τι έκανες. Δεν το έκανες εσύ. Καθόλου.»

Η σκιά του μινώταυρου τους κάλυψε και τους δύο. Ο Μάτζιους γύρισε αλλού.

«Τι λες εκεί, Χούμα;» ρώτησε επιτακτικά ο μινώταυρος. «Τούτος εδώ σε πρόδωσε, το σχεδίαζε να σε προδώσει πριν συναντηθούμε οι δυο μας. Και όλα αυτά για μια μεγάλη, ανόητη τρέλα!»

«Δεν ήσουν εκεί» του πέταξε κοφτά ο Χούμα. «Έχω ακούσει ιστορίες για το πόσο αληθινές είναι οι Δοκιμασίες. Καμιά φορά υπάρχουν μόνο στο μυαλό. Άλλοτε είναι απολύτως και τρομακτικά υπαρκτές. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δοκιμαζόμενος μάγος μπορεί να πεθάνει.»

«Μάτζιους» ψιθύρισε ο Χούμα στον τσακισμένο από τις τύψεις φίλο του. Ο μάγος έδειχνε να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πρέπει να του φαινόταν ότι το φάντασμα του φίλου του είχε γυρίσει να στοιχειώσει εκείνον που τον είχε προδώσει. «Μάτζιους, ξέχνα το όραμα. Είχες δίκιο για το βουνό. Βρήκα αυτό που αναζητούσαμε!»

Τα μάτια του μάγου γούρλωσαν – ύστερα στένεψαν και άρχισε να ηρεμεί. «Το βρήκες;»

«Ναι. Αντιμετώπισα τις προκλήσεις του βουνού και νίκησα.»

«Τι είναι αυτά που λες;» βρυχήθηκε ο Καζ. «Ποιες προκλήσεις;»

Ο Χούμα τούς περιέγραψε σύντομα τα όσα είχαν συμβεί στο βουνό. Η ιστορία του Γουιρμφάδερ έκανε να φωτιστούν παράξενα τα μάτια του Μάτζιους, που παραδέχτηκε τραυλίζοντας ότι το σχέδιο του αγάλματος το είχε μελετήσει χρόνια πριν, αλλά δεν είχε καταλήξει παρά σε κάτι σπαράγματα μύθου. Η προδοσία τού Ρέναρντ κατέπληξε και τους δύο ακροατές. Ο Μάτζιους είχε μεγαλώσει μαζί με τον Χούμα και συχνά αναρωτιόταν σχετικά με τον πατέρα του.

«Μα τους προγόνους μου είκοσι πέντε γενιές πριν! Αχ, και να ήμουν εκεί όταν βρήκες τον πατέρα όλων των δράκων. Τέτοια μάχη και να τη χάσω!» Ο μινώταυρος κούνησε το κεφάλι.

Ο ιππότης μόρφασε. «Περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν μάχη επιβίωσης. Η τύχη είχε μεγάλη συμμετοχή σ’ αυτήν.»

«Δεν το νομίζω. Δε βλέπω να παίζει ρόλο ο παράγοντας τύχη σ’ αυτές τις προκλήσεις. Πόσοι άλλοι θα έκαναν τα ίδια; Πόσοι άλλοι θα το έβαζαν στα πόδια ή θα στέκονταν τρέμοντας μπροστά στο δράκο; Πολλοί μινώταυροι θα το θεωρούσαν τρέλα.»

Ο Μάτζιους τράβηξε το μπράτσο του Χούμα σχεδόν σαν παιδάκι. «Η Δρακολόγχη; Την έχεις μαζί σου; Πρέπει να τη δω!»

Μια γερή γροθιά με γαμψά νύχια έπεσε μπροστά στο πρόσωπο του μάγου. «Δε θα δεις τίποτα.»

Ο Χούμα πάλεψε με την οργή του μινώταυρου κατεβάζοντάς του το χέρι. Ο Καζ τον αγριοκοίταξε και μετά πίεσε τον εαυτό του να συγκρατηθεί.

«Αυτός είναι ο λόγος που σας χρειάζομαι τώρα» τους είπε ο Χούμα. «Ίσως περιμένει κι άλλο ένα πρόσωπο να μας βοηθήσει, αλλά σας χρειάζομαι να με βοηθήσετε να τραβήξω τις λόγχες από την αίθουσα. Όλες, εκτός από μία, έχουν το διπλό σου μπόι, Καζ. Θα είναι δύσκολο.»

«Θα το κάνουμε όμως – και αυτό εδώ το παράσιτο θα μας βοηθήσει.»

Ο Μάτζιους χλόμιασε, αλλά δεν υποχώρησε. «Θα κάνω ακριβώς την ίδια δουλειά με σας τους δύο. Και μάλλον περισσότερη.»

Ο άνεμος τύλιξε τη χαίτη του μινώταυρου γύρω από το πρόσωπό του, δίνοντάς του ιδιαίτερα άγρια όψη. «Αυτό θα το δούμε, μάγε.»

«Αρκετά!» φώναξε ο Χούμα. Αν ήταν ανάγκη, θα τις έβγαζε και μόνος του τις λόγχες, σερνοντάς τες. «Αν σκοπεύετε να έρθετε, ελάτε, αλλιώς μείνετε εδώ μέχρι να σας σκεπάσει το χιόνι!»

Έφυγε με βαρύ βήμα. Αμέσως μετά οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν γοργά και χωρίς σχόλια.


Είχε σημαδέψει τη θέση όσο καλύτερα μπορούσε. Ο βράχος ήταν εκεί που τον είχε αφήσει. Τον πλησίασε και κοίταξε κάτω. Ο Καζ με τον Μάτζιους κοίταξαν με περιέργεια, ειδικά όταν το χέρι του Χούμα δε βρήκε παρά σκληρό χώμα και όχι την καταπακτή που έπρεπε να βρίσκεται εκεί.

«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Μάτζιους.

«Δεν τη βρίσκω! Δεν τη βρίσκω!»

Οι άλλοι δύο έπεσαν στα γόνατα κι άρχισαν να ψάχνουν το έδαψος.

«Δε χρειάζεται να ψάξετε άλλο» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. «Οι Δρακολόγχες είναι ασφαλείς και έτοιμες για το ταξίδι που θα τις φέρει στον κόσμο.»

Η φωνή ερχόταν από ψηλά. Ένας δυνατός άνεμος χτύπησε τους τρεις συντρόφους, κάνοντάς τους να πισωπατήσουν. Η φωνή ζήτησε συγνώμη και τα τεράστια φτερά μείωσαν τη φόρα τους, ενώ η μεγαλόπρεπη δράκαινα προσγειώθηκε σ’ ένα γειτονικό βράχο.

«Άκουσα τις επικλήσεις» είπε η ίδια ασημένια δράκαινα που είχε βοηθήσει τον Χούμα και τον Καζ κάποια στιγμή που εκείνη τη στιγμή τούς φαινόταν τόσο μακρινή. «Οι λόγχες είναι έτοιμες και μας περιμένουν σε ασφαλές μέρος.» Κοίταξε τον ιππότη – με αγάπη; «Το επόμενο στάδιο του ταξιδιού τους, Χούμα, εξαρτάται από σένα.»

Κεφαλαίο 22

«Εσύ; Εσένα κάλεσε η Γκουίνεθ;»

Το κεφάλι της ασημένιας δράκαινας ανεβοκατέβηκε καταφατικά. «Σε αυτό τον τόπο γεννήθηκα πριν από πολύ καιρό. Έρχομαι ακόμα εδώ. Είναι μέρος των καθηκόντων μου, μέρος της μοίρας μου να στέκω εδώ φρουρός περιμένοντας τη μέρα που οι Δρακολόγχες θα δοθούν στον κόσμο.»

«Πώς τα έβγαλες πέρα με το σκοτάδι;» ρώτησε ο Χούμα. Θυμήθηκε τους δράκους που περίμεναν να τους τυλίξει η μαγική σκοτεινιά. Τότε είχε αναρωτηθεί αν θα ζούσαν ή θα πέθαιναν.

«Νικηθήκαμε.» Υπήρχε μια πικρία πολύ ανθρώπινη στη φωνή της. «Δεν ήταν μόνο δουλειά των αποστατών. Νιώθαμε την παρουσία των Μάγων του Μελανού Χιτώνα, αν και για κάποιο λόγο δίσταζαν να αναμιχθούν, και κάτι ακόμα. Κάτι τόσο κακοήθες που δύο δικοί μας πέθαναν επιτόπου, εξαιτίας αυτής της παρουσίας και μόνο. Το υποψιαστήκαμε και μέχρι να τελειώσουν όλα, ήμασταν σίγουροι.» Δίστασε. «Η Τακίσις είχε έρθει η ίδια στον Κριν.»

Έμειναν όλοι κατάπληκτοι. Το στόμα του μινώταυρου ανοιγόκλεινε, αλλά δεν έβγαζε λέξη. Ο Μάτζιους κουνούσε συνέχεια το κεφάλι του, σαν να μπορούσε να το αρνηθεί. Ο Χούμα είχε απομείνει ακίνητος, με μια πετρωμένη έκφραση που κάλυπτε καλά το φόβο και την αγωνία που ένιωθε. Η δρακοβασίλισσα στον Κριν –όλα έδειχναν ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα.

Ή μήπως όχι; Αμέσως ο Χούμα θυμήθηκε το όραμα του πλατινένιου ιππότη που είχε νικήσει το Σκότος με τη δύναμη της λόγχης. Πρόλαβε κάθε σχόλιο με μια ξερή δήλωση: «Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Έχουμε τις Δρακολόγχες. Υπάρχει ακόμη ελπίδα.»

Ο Καζ κούνησε το κεφάλι του, ενώ ο Μάτζιους ρουφούσε απλώς κάθε του λέξη. Η δράκαινα τον κοίταξε ικανοποιημένη. Ήταν πολύ ευχαριστημένη από την αντίδραση του Χούμα.

Σηκωνόταν αέρας και ούτε ο Χούμα ούτε οι σύντροφοί του είχαν σκοπό να μείνουν στο βουνό περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Χρειάζονταν τροφή και ανάπαυση.

«Που είναι οι λόγχες;» ρώτησε ο Χούμα την ασημένια δράκαινα.

«Είναι πέρα, κάτω, μαζί με τ’ άλογά σας. Μπορούσα να τις κουβαλήσω όλες, αλλά δε θα μπορούσα να κάνω κανένα ελιγμό, πόσο μάλλον να πετάξω ψηλά. Καλύτερα να είμαι ελεύθερη αν δεχτούμε επίθεση καθ’ οδόν.»

Ο Χούμα είχε μια ιδέα. Στράφηκε στους συντρόφους του. «Καζ, Μάτζιους, πάρτε τα άλογα. Θέλω να μπορώ να σας εμπιστευτώ ότι θα συνεργαστείτε. Γίνεται;»

Ο Καζ αγριοκοίταξε το μάγο που, απαλλαγμένος από τις τύψεις, επέστρεφε γοργά στην παλιά του αλαζονεία. Του ανταπόδωσε την άγρια ματιά με ανάλογη αντιπάθεια. Ωστόσο θα συνεργάζονταν, γιατί ο σκοπός τους ξεπερνούσε κατά πολύ την ασημαντότητά τους. Ικανοποιημένος, ο Χούμα συνέχισε.

«Στο άγαλμα του δράκου, στην αίθουσα των λογχών, υπήρχε μια σέλα» είπε στη δράκαινα. «Επέτρεπε στον αναβάτη να διατηρεί τον έλεγχο του όπλου του. Θα ήθελα να φτιάξω ένα ακριβές αντίγραφο αυτής της σέλας. Ύστερα, αν το επιτρέπεις, μπορώ να ανέβω στην πλάτη σου με μια Δρακολόγχη έτοιμη, σε περίπτωση επίθεσης.»

Η δράκαινα σήκωσε το κεφάλι και φάνηκε να το σκέφτεται. Τελικά του έγνεψε καταφατικά. «Σπουδαία σκέψη. Πρέπει να σου πω ότι, όταν πρωτοήρθα στα βουνά, έπεσα πάνω σ’ έναν ντρέντγουλφ του Γκάλαν Ντράκος και τον σκότωσα αμέσως, αλλά να είσαι σίγουρος ότι ο Γκάλαν Ντράκος θα στείλει το τσιράκι του, τον πολέμαρχο Κράινους, να σε πολεμήσει.» Τέντωσε τα μακριά της νύχια. «Δε θα μου κακοφαινόταν μια δεύτερη αντιπαράθεση μ’ αυτό το βδέλυγμα που ονομάζεται Τσαρ. Πάρα πολλοί δικοί μου έχουν σκοτωθεί από το μαύρο δράκο και το σύντροφό του, τον πολέμαρχο.»

Με αυτά τα λόγια, η δράκαινα άπλωσε τα φτερά της, σηκώθηκε στον αέρα όσο πιο σύντομα και απαλά ήταν δυνατόν και ύστερα προσγειώθηκε κάπου τόσο χαμηλά που βρέθηκε σχεδόν στο ίδιο ύψος με τους τρεις συντρόφους. «Ανεβείτε πάνω μου. Μπορώ να σας πάω και τους τρεις στις λόγχες. Αλλά να είστε προετοιμασμένοι για πολλές στροφές. Οι άνεμοι μπορεί να γίνουν πολύ άγριοι στα βουνά.»

Όταν βρέθηκαν ασφαλείς πάνω στην πλάτη της, η τεράστια δράκαινα άνοιξε ξανά τα φτερά της και σηκώθηκε στον ουρανό. Στην αρχή οι τρεις σύντροφοι είδαν τη γη να ορμάει καταπάνω τους, αλλά υστέρα απομακρύνθηκε, καθώς η ασημένια δράκαινα κέρδισε ύψος μέχρι να επιτύχει την απαραίτητη ισορροπία.

Ο Χούμα κοίταξε την κορυφή που είχαν εγκαταλείψει. Είχαν συμβεί τόσο πολλά εκεί που ποτέ δε θα τα καταλάβαινε ολότελα. Ούτε καν στην κορυφή δεν είχε φτάσει, όπως ήταν η πρώτη του σκέψη. Τουλάχιστον το ένα τέταρτο του πανίσχυρου γίγαντα ορθωνόταν από πάνω τους.

Κάτω τους κειτόταν ο νεφελοσκέπαστος κόσμος. Καθώς μπήκαν στην ομιχλώδη κορυφή του Άνσαλον, ο Χούμα –παρά τις νίκες του στο βουνό– ρίγησε και παρακάλεσε από μέσα του να μπορέσει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.


«Να μαστέ.» Η ασημένια δράκαινα τους έδειξε ένα σημείο στους νότιους πρόποδες του βουνού. Ο Χούμα κοίταξε κάτω και είδε τα άλογα και μια άμαξα. Η ασημένια δράκαινα είχε σχεδιάσει καλά το δύσκολο ταξίδι τους.

Μόνο όταν βρέθηκαν στο έδαφος μίλησε ο Καζ. «Δεν περιμένεις να σύρουν την άμαξα τέτοια άλογα! Δεν έχουν εκπαιδευτεί για τέτοιες δουλειές. Είναι πλάσματα του πολέμου, δεν είναι καματερά.»

«Θα κάνουν ό,τι μπορούν» απάντησε ο μεγαλόπρεπος κολοσσός.

Στο μεταξύ ο Χούμα είχε στρωθεί στη δουλειά για να υλοποιήσει την ιδέα του. Είχε βγάλει τη σέλα του αλόγου του. Με τη βοήθεια ενός μαχαιριού δανεισμένου από τον Καζ –το δικό του ήταν ακόμα κάπου στο βουνό– έκοψε τη σέλα δεξιά κι αριστερά, έτσι που να μπορεί να εφαρμόζει πιο άνετα στην πλάτη της δράκαινας, που ήταν πολύ πιο φαρδιά από οποιουδήποτε αλόγου. Καθώς το λουρί της σέλας δε θα έφτανε να δεθεί στη μέση της δράκαινας, ο Χούμα αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει σκοινί. Ευτυχώς, το δέρμα των δράκων ήταν πολύ πιο σκληρό και γερό από των αλόγων κι έτσι οι χοντροί κόμποι ούτε θα ερέθιζαν ούτε θα εμπόδιζαν τη δράκαινα.

Για το στρόφαλο όπου θα περιστρεφόταν η λόγχη ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κόψει ένα μέρος του μπροσταριού της σέλας, για να μπορεί τουλάχιστον η λόγχη να στηρίζεται πάνω σε κάτι. Ύστερα ασφάλισε τη Δρακολόγχη σ’ εκείνη την πλευρά και τη δοκίμασε. Διαπίστωσε ότι η λόγχη είχε κάμποσο τζόγο στ’ αριστερά, αλλά σχεδόν καθόλου στα δεξιά. Πιστεύοντας ότι θα λειτουργούσε, ο Χούμα αφαίρεσε τη λόγχη κι έδειξε στη δράκαινα το κατασκεύασμά του. Εκείνη το κοίταξε ερωτηματικά κι ύστερα συμφώνησε.

«Η σέλα που είδα» είπε ο ιππότης «έμοιαζε πολύ με σέλα αλόγου. Ήταν φαρδύτερη μια και πρέπει να φορεθεί από δράκο. Κατά βάση, η μόνη διαφορά βρίσκεται στο σημείο όπου στηρίζεται η Δρακολόγχη. Η βάση του αγάλματος περιστράφηκε καθώς έπαιρνα τη λόγχη. Αυτό δεν μπορώ να το καταφέρω. Χρειάζομαι περισσότερα εργαλεία και χρόνο. Γι’ αυτό, μόνη μου επιλογή ήταν να κόψω το μπροστάρι της σέλας για να χωρέσει το κοντάρι της λόγχης.» Ο Χούμα κοίταξε το έργο του συνοφρυωμένος. «Δεν κατάφερα και σπουδαία πράγματα.»

«Θα λειτουργήσει» του απάντησε το φτερωτό πλάσμα.

Όσο ο Χούμα δούλευε τη σέλα, ο Μάτζιους επιθεωρούσε την άμαξα. Δεν του πολυάρεσε η ιδέα να φέρουν με την άμαξα τις λόγχες μέχρι πέρα, στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, με την προϋπόθεση ότι η Ακρόπολη της Σολάμνια δεν είχε πέσει – και μοιράστηκε τις σκέψεις του με τους γύρω του.

«Δε χρειάζονται όλα αυτά. Μπορώ να μεταφέρω τις λόγχες, κυριολεκτικά, σε χρόνο μηδέν.» Ο μάγος σήκωσε τα χέρια του και άρχισε να μουρμουρίζει.

Ο Χούμα, συνειδητοποιώντας τι συνέβαινε, έριξε τη σέλα καταγής. «Μάτζιους! Μη!»

Ήταν πολύ αργά. Ο μάγος ολοκλήρωσε το ξόρκι του και… τίποτα δεν έγινε, εκτός από το ότι οι Δρακολόγχες φάνηκαν να λάμπουν λίγο πιο έντονα. Ο Μάτζιους κοίταξε την άμαξα και ύστερα τα χέρια του, σαν να ήταν εκείνα υπεύθυνα για την αποτυχία του.

Ο Καζ γέλασε βροντερά.

«Μην το ξανακάνεις αυτό!» του έβαλε τις φωνές ο Χούμα. «Είσαι τυχερός. Οι Δρακολόγχες είναι αναίσθητες στη μαγεία σου. Αλλιώς, κανείς δεν ξέρει τι θα συνέβαινε αν είχες χρησιμοποιήσει δυνατότερο ξόρκι.»

Σε λίγο η σέλα ήταν δεμένη στη δράκαινα. Εφάρμοζε πάνω της, αλλά ήταν άβολη. Τα κοψίματα που έκανε ο Χούμα στα πλαϊνά της την είχαν ισιώσει. Τα σκοινιά ήταν σφιχτά, αλλά δεν έσφιγγαν υπερβολικά τη δράκαινα. Όταν τέλειωσε, ο ιππότης ξεχώρισε την αρχική λόγχη από τις υπόλοιπες και, με τη βοήθεια του Καζ, την έδεσε χαλαρά στο πλάι, από το μπροστάρι της σέλας.

Αποφάσισαν να οδηγήσει ο Μάτζιους την άμαξα και ο Καζ να ιππεύει πλάι του το ελεύθερο άλογο ως συνοδός. Από ψηλά, ο Χούμα και η δράκαινα θα εκτελούσαν χρέη ανιχνευτών και θα τους προστάτευαν.

Ο Χούμα κοντοστάθηκε πριν ανέβει στη δράκαινα. Κοίταξε την κορυφή. «Και η Γκουίνεθ; Τι θα απογίνει;»

Η ασημένια δράκαινα έστρεψε το κεφάλι της και τον κοίταξε με μεγάλο ενδιαφέρον. «Την αγαπάς;»

Αν και δε θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο κριτή των συναισθημάτων του, ο Χούμα τελικά της έγνεψε καταφατικά. «Αν και την ξέρω λίγο καιρό, νιώθω να τη γνωρίζω καλύτερα από κάθε άλλον. Δε θα έρθει μαζί μας;»

Η δράκαινα άνοιξε τα τεράστια σαγόνια της για να φωνάξει, κοντοστάθηκε και τελικά άλλαξε γνώμη σχετικά με αυτό που σκόπευε να πει. «Έχει πράγματα να κάνει. Είναι πιθανό να την ξαναδείς τη στιγμή που δε θα το περιμένεις καθόλου.»

Δεν ήταν αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, αλλά οι ιππότες χρειάζονταν τις λόγχες. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο.

«Καθ’ οδόν μπορεί να συναντήσουμε τίποτα δικούς μου» είπε η δράκαινα. «Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορέσουμε να τα μεταφέρουμε όλα πετώντας και να κερδίσουμε πολύ χρόνο.»

Ο Χούμα βολεύτηκε στη σέλα. Έλεγξε τη Δρακολόγχη. Την ένιωθε καλά στο χέρι του. «Πάμε.»


Φεύγοντας από την οροσειρά, βρήκαν να τους περιμένει μια μοναχική φιγούρα πάνω σε ένα βαρύ, πολεμικό άλογο. Από μακριά ήταν αδύνατον να καταλάβουν αν ήταν φίλος ή εχθρός, και έτσι ο Χούμα, καβάλα στην ασημένια δράκαινα και πολύ ψηλότερα από τους συντρόφους του, προχώρησε μπροστά, πετώντας χαμηλά και γοργά για να το ερευνήσει. Όταν είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής, είδε τη φιγούρα να υψώνει το χέρι της και να φωνάζει κάτι σε χαιρετισμό. Την επόμενη στιγμή ο Χούμα τον αναγνώρισε.

Ο Μπουόρον παρακολούθησε με γουρλωμένα μάτια τη δράκαινα να προσγειώνεται μπροστά του. Είδε τον ιππότη καθισμένο πάνω στο γιγάντιο πλάσμα, με τη λαμπερή λόγχη έτοιμη.

«Χούμα;»

«Μπουόρον.» Ο Χούμα δεν ξεπέζεψε. «Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Συνέβη κάτι στο φυλάκιο;»

Ο γενειοφόρος ιππότης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι… Απλώς σκέφτηκα ότι κάποιος έπρεπε να περιμένει εδώ καλού-κακού.»

Η πίστη του ιππότη συγκίνησε τον Χούμα. «Εκτιμώ πολύ την αφοσίωσή σου, φίλε μου. Επιστρέφουμε στη Σολάμνια. Φοβάμαι πως δεν προλαβαίνουμε να σταματήσουμε στο φυλάκιο, αλλά θα χρειαστεί να το κάνουμε για να πάρουμε προμήθειες.»

«Δεν υπάρχει λόγος.» Ο Μπουόρον τού έδειξε κάμποσους βαριούς, γεμάτους σάκους δεμένους στη σέλα του. «Εδώ έχω αρκετά για τέσσερα άτομα, για μια εβδομάδα. Τα άλογα μπορούν να βοσκήσουν. Ούτε το νερό είναι πρόβλημα. Μπορώ να σας δείξω πολλά ρυάκια.»

Ο Χούμα μισόκλεισε τα μάτια. «Μιλάς σαν να πρόκειται να έρθεις μαζί μας. Σ’ ευχαριστώ που το σκέφτηκες, αλλά δεν μπορώ να σου ζητήσω κάτι τέτοιο.»

Ο Μπουόρον χαμογέλασε αχνά. «Έχω την άδεια του Τάγκιν να επιστρέψω μαζί σας στη Σολάμνια. Θεωρεί ότι πρέπει να δώσουμε αναφορά στην Ανώτατη Διοίκηση σχετικά με τις δραστηριότητές μας και να δούμε αν θέλει τίποτα από μας ο Μεγάλος Μάγιστρος Τρέικ.»

«Ο Τρέικ πέθανε. Τώρα Μεγάλος Μάγιστρος είναι ο Όσγουολ.»

«Πότε συνέβη αυτό;»

Ο Χούμα άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά σταμάτησε. Ακόμα δεν είχε ολότελα πειστεί πως ήταν αλήθεια. «Θα σου τα εξηγήσω αργότερα. Αφού έχεις το ελεύθερο να έρθεις μαζί μας, οι σύντροφοί μου δε θα έχουν καμία αντίρρηση.»

Ο άλλος μόρφασε. «Ο μινώταυρος και ο μάγος;»

«Βοηθούν και οι δύο.»

Εκείνη τη στιγμή έφτασαν και ο Μάτζιους με τον Καζ. Ο Χούμα στράφηκε προς το μέρος τους και τους πληροφόρησε ότι ο συνάδελφός του ιππότης θα ερχόταν μαζί τους. Ο μινώταυρος τον χαιρέτησε σαν συμπολεμιστή, ενώ ο Μάτζιους έδειξε να τον θεωρεί κάτι σαν αναγκαίο κακό.

Δεν προχώρησαν πολύ περισσότερο εκείνη τη μέρα. Αν και οι πολεμικοί κέλητες συμπεριφέρονταν άψογα σαν καματερά άλογα, όσο περνούσε η ώρα άρχισαν να κουράζονται. Τελικά ο Χούμα και η ασημένια δράκαινα προσγειώθηκαν μπροστά τους για να στήσουν τον καταυλισμό τους.

Αργότερα, καθώς ξεκουράζονταν, ο Χούμα άκουσε ένα μακρινό θόρυβο και σήκωσε το κεφάλι του αλαφιασμένος. Ήταν αχνός, πολύ αχνός, αλλά απόλυτα αναγνωρίσιμος. Έπιασε τον Μπουόρον από το μπράτσο και του είπε «Πες μου, υπάρχουν πολλοί λύκοι στην περιοχή;»

Ο Μπουόρον σήκωσε τους ώμους. «Αρκετοί. Εκτός από εμάς, δεν υπάρχουν άλλα δείγματα πολιτισμού – όπως τον ξέρουμε τουλάχιστον. Τολμώ να πω ότι στο συγκεκριμένο θέμα τα ξωτικά θα διαφωνούσαν μαζί μου. Γιατί;»

Ο Χούμα κούνησε κουρασμένα το κεφάλι. «Δεν υπάρχει λόγος. Τα νεύρα μου θα είναι.»

Την επόμενη μέρα, με τον Καζ και τον Μπουόρον να ιππεύουν στα πλευρά της άμαξας, η ομάδα ξεκίνησε ξανά. Η ασημένια δράκαινα υψώθηκε στον αέρα. Προς το παρόν όμως θα τους οδηγούσε ο Μπουόρον, που ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με την περιοχή.

Έφτασαν στους δασότοπους και ο Χούμα σφίχτηκε. Από ψηλά ήταν συχνά αδύνατο να δει τι υπήρχε κάτω από τις κορυφές των δέντρων. Και το χειρότερο, εξαιτίας των όπλων, οι σύντροφοί του θα ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν όποιο μονοπάτι έβρισκαν μέσα στο δάσος.

Τόσο πολύ προσπαθούσε ο Χούμα να διατηρεί οπτική επαφή με τους συντρόφους του που παραμελούσε τη δική του ασφάλεια. Αλλά και η ασημένια δράκαινα μόλις και μετά βίας είδε τη γραμμή ψηλά στον ουρανό.

Ο Χούμα σφίχτηκε στη σέλα καθώς κάτι νύχια, μακριά μισό μέτρο, κόντεψαν παρά τρίχα να τον ρίξουν από τη ράχη της τεράστιας συντρόφισσάς του.

Μια τσιρίδα, άγρια, απειλητική και θανάσιμη, έσκισε τον αέρα. Για μια στιγμή το οπτικό πεδίο του Χούμα καλύφτηκε από έναν τεράστιο κόκκινο δράκο, πριν η δική του, η ασημένια, βουτήξει πιο κοντά στις κορυφές των δέντρων. Ο Χούμα έριξε μια γοργή ματιά προς τα πάνω. Ήταν δυο οι δράκοι, άλικοι και οι δυο τους.

Ο Χούμα φώναξε τις διαταγές του και η ασημένια δράκαινα δε δίστασε. Έκανε στροφή και σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να αντιμετωπίσει τους επιτιθέμενους. Ο Χούμα κράτησε γερά τη Δρακολόγχη.

Και οι δυο δράκοι είχαν αναβάτες και το μυαλό του ιππότη κατέγραψε αμέσως ότι φορούσαν τις εβένινες πανοπλίες της Μαύρης Φρουράς. Οι δυο κόκκινοι στράφηκαν καταπάνω τους και κάθε άλλη σκέψη χάθηκε.

Ο Χούμα χτύπησε τον αριστερό ώμο της δράκαινας κι εκείνη γύρισε αμέσως εναντίον του πρώτου κόκκινου.

Η λόγχη διαπέρασε το τρομερό άλικο πλάσμα τόσο ξαφνικά, που η ασημένια δράκαινα δεν πρόλαβε να τραβηχτεί εγκαίρως και παραλίγο να παρασυρθεί στο έδαφος μαζί του. Ο αναβάτης του νεκρού κολοσσού πρόλαβε να επιχειρήσει ένα χτύπημα κατά του Χούμα και ύστερα, καθώς ο δεύτερος τραβούσε πίσω τη λόγχη του, έπεσε βολίδα στο δάσος, παλεύοντας απεγνωσμένα.

Ο δεύτερος δράκος, που πετούσε ψηλότερα από το σημείο που έγινε η σύντομη μονομαχία, βούτηξε και προσπάθησε να ρίξει αναβάτη και λόγχη από την πλάτη της ασημένιας δράκαινας. Εκείνη, κερδίζοντας ήδη ύψος, αύξησε την ταχύτητά της. Το κόκκινο τέρας, αντί να πέσει πάνω στο υποτιθέμενο θύμα του, σταμάτησε μπερδεμένο λίγα μονάχα μέτρα μπροστά από τους αντιπάλους του.

Ο αναβάτης του κάτι φώναξε. Ο εχθρικός δράκος προσπάθησε να συνεχίσει την κάθοδό του, αλλά δίστασε ελάχιστα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Δυστυχώς, η λόγχη δεν κατάφερε να διαπεράσει παρά μόνο την επιδερμίδα του. Όμως η ασημένια δράκαινα έσκισε με τα νύχια της την αριστερή φτερούγα του κακόβουλου πλάσματος καθώς το προσπερνούσε.

Ο Φρουρός στην πλάτη του δράκου γύρισε και κατέβασε τη σπάθα του στη δράκαινα, καταφέρνοντάς της ένα γερό χτύπημα πάνω στο ρύγχος. Το σπαθί την έκοψε βαθιά. Ο Μαύρος Φρουρός δεν ήταν τόσο αδαής όσο είχαν φανταστεί ο Χούμα και η δράκαινά του.

Ο κόκκινος δράκος απομακρύνθηκε άτσαλα, πληγωμένος βαριά στη φτερούγα. Έκανε όμως απότομα μεταβολή και επιτέθηκε ξανά.

Εκείνη τη στιγμή άλλοι δύο δράκοι ξεπρόβαλαν από τα σύννεφα. Ο ένας ήταν κόκκινος, ο άλλος ήταν τεράστιος –μεγαλύτερος από τους κόκκινους– και μαύρος σαν το κάρβουνο.

Ο μαύρος δράκος ούρλιαξε αγριεμένος – όχι στον Χούμα και τη συντρόφισσά του, αλλά στον πληγωμένο κόκκινο. Εκείνος τον αγνόησε, απορροφημένος από τη μανία της εκδίκησης.

Προς γενική κατάπληξη, ο μαύρος δράκος –και ήταν πράγματι ο Τσαρ, ο Χούμα τον αναγνώρισε επιτέλους– έφτυσε ένα τρομερό υγρό. Ο αναβάτης του κόκκινου μόλις που πρόλαβε να το δει.

Το υγρό τύλιξε δράκο και αναβάτη μαζί. Έγιναν μια φλεγόμενη μάζα και ο Χούμα έμεινε εμβρόντητος. Οξύ. Η εκδικητική μανία του Τσαρ ήταν τέτοια που κατέστρεψε τους άλλους δύο. Ήθελε την ασημένια δράκαινα και τον αναβάτη της για τις πληγές που είχαν καταφέρει στον ίδιο και στον αφέντη του, τον Κράινους. Τα απομεινάρια του κόκκινου δράκου και του Φρουρού γκρεμίστηκαν στη γη.

Ο μοναδικός κόκκινος δράκος με τον αναβάτη του παρέμειναν αποτραβηγμένοι καθώς ο Τσαρ και η ψηλή φιγούρα που τον ίππευε, ο πολέμαρχος Κράινους, στράφηκαν ενάντια στο ζευγάρι που τους είχε ταπεινώσει. Ο Χούμα κατάλαβε ότι αυτή τη φορά η μάχη δε θα τελείωνε παρά μόνο με τον ένα από τους δύο νεκρό.

Ο Χούμα διακινδύνεψε μια ματιά κάτω. Όπως το είχε φοβηθεί, σκούρες, αρματωμένες μορφές διακρίνονταν στα πιο αραιά σημεία του δάσους. Κι άλλοι Μαύροι Φρουροί. Δεν έβλεπε ούτε ίχνος από την άμαξα και τους συντρόφους του και προσευχήθηκε μέσα του να τα βγάλουν πέρα. Ο ίδιος είχε να αντιμετωπίσει περισσότερα απ’ όσα άντεχε.

Λες και διάβασε τη σκέψη του, ο Τσαρ όρμησε καταπάνω τους.

«Ετοιμάσου, Χούμα» φώναξε η ασημένια δράκαινα. «Αν μπορέσω, θέλω να δοκιμάσω ένα-δυο κόλπα, αλλά η Δρακολόγχη είναι το καλύτερο όπλο μας για να νικήσουμε αυτό το σίχαμα μια και καλή.»

Οι δυο δράκοι πάλεψαν για την υπεροχή. Όλο και ψηλότερα ανέβαιναν στον ουρανό, χωρίς κανείς τους να κερδίσει το πλεονέκτημα. Ο Χούμα ένιωσε την ασημένια δράκαινα να δονείται, παίρνοντας βαθιά ανάσα. Άρχισε να κουράζεται; αναρωτήθηκε. Ο Τσαρ το ένιωσε και σχεδόν χαμογέλασε θριαμβευτικά.

Ξαφνικά η συντρόφισσα του Χούμα εξαπόλυσε ένα σύννεφο ομίχλης που τύλιξε το μπροστινό μέρος του Τσαρ. Ο μαύρος κοκάλωσε στον αέρα και άρχισε να πέφτει στη γη.

«Χούμα!» φώναξε τραχιά η ασημένια δράκαινα. «Δεν τον χτύπησα στα ίσια και έχει τρομερή θέληση. Πρέπει να του επιτεθούμε πριν συνέλθει από την παράλυση.»

Καθώς μιλούσε, έκοψε ταχύτητα για να βουτήξει. Ο Χούμα άρπαξε με το ένα του χέρι τη σέλα και τη Δρακολόγχη με το άλλο, σφίγγοντας με τα δυο του πόδια το λαιμό της συντρόφισσάς του. Αν δεν την είχε ιππεύσει ξανά κι αν δεν είχε περάσει από τόσες δοκιμασίες, θα είχε σίγουρα λιποθυμήσει από ώρα.

Καθώς βουτούσαν, ο Χούμα είδε το μαύρο να ξαναπαίρνει αργά ζωή. Ο Τσαρ επιβράδυνε κιόλας την πτώση του. Πάνω του ο Κράινους χτυπιόταν και κράδαινε το πολεμικό του τσεκούρι και έδειχνε τον ιππότη και την ασημένια δράκαινα από πάνω τους. Αυτή τη φορά οι δυο δράκοντες όρμησαν ο ένας στον άλλο και πολέμησαν με μανία.

Η Δρακολόγχη κάρφωσε τον κακόβουλο δράκο στον ώμο. Το αίμα έτρεξε ποτάμι από την πληγή.

Τα δυο τεράστια κεφάλια στρέφονταν εξακολουθητικά το ένα εναντίον του άλλου και οι αναβάτες πλησίασαν μεταξύ τους για να χτυπηθούν. Ο Χούμα δεν μπορούσε να τραβήξει το σπαθί του εξαιτίας του βάρους της λόγχης. Ο Κράινους κατέβασε με δύναμη το διπλό τσεκούρι του, χάνοντας παρά τρίχα την κορυφή της περικεφαλαίας του ιππότη.

Οι δυο δράκοντες ήταν γεμάτοι αίματα και δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις ποιος υπέφερε περισσότερο. Οι λαιμοί και των δύο είχαν δεκάδες κοψίματα, δαγκωματιές και νυχιές. Ο μαύρος δράκος είχε ένα σκίσιμο στο στήθος, αλλά είχε καταφέρει να σκίσει κι εκείνος ένα μέρος της μεμβράνης του αριστερού φτερού της ασημένιας.

Η πληγή του ώμου του και το προηγούμενο τραύμα του φτερού του άρχιζαν να προδίδουν τον Τσαρ. Χαμήλωσε λιγάκι και η ασημένια δράκαινα κατέφερε να του κάνει μερικά βαθιά σκισίματα στο πλάι του λαιμού. Άλλη μια φορά, η Δρακολόγχη βυθίστηκε στον ώμου του.

Απελπισμένος, ο μαύρος πήρε βαθιά ανάσα και ο Χούμα, φοβούμενος ότι η συντρόφισσά του δεν το είχε προσέξει, την κλότσησε άγρια με τις φτέρνες. Είτε χάρη στην προειδοποίηση του ιππότη είτε όχι, άρπαξε με το ρύγχος της το ρύγχος του Τσαρ, κλείνοντάς το σφιχτά με τα σαγόνια της. Το οξύ που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει ο μαύρος βρήκε το δρόμο κλειστό και γύρισε πίσω. Ο δράκος τρεμούλιασε και σείστηκε από την ασφυξία και το κάψιμο.

Μανιασμένος από τον τραυματισμό του, κάρφωσε βαθιά τα νύχια του στον κορμό της ασημένιας. Ο Τσαρ σταμάτησε να πετάει και ολόκληρο το κορμί του άρχισε να συστρέφεται από το οξύ και την έλλειψη οξυγόνου. Και οι τέσσερις μονομάχοι βρέθηκαν να πέφτουν.

«Τα φτερά μου θα μας επιβραδύνουν, αλλά και πάλι η σύγκρουση θα είναι άγρια!» φώναξε η ασημένια δράκαινα. «Αν μπορέσω, θα γυρίσω από κάτω σου σαν μαξιλάρι.»

Στο μεταξύ ο Κράινους δε φαινόταν να νοιάζεται για την πτώση. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να φτάσει τον Χούμα ή τη δράκαινα. Ο αέρας τον εμπόδιζε όμως κι ο πολέμαρχος είτε από το θυμό του είτε γιατί τρελάθηκε έφυγε από τη σέλα και ξαφνικά βρέθηκε να απομακρύνεται από την υπόλοιπη ομάδα.

Ούτε καν φώναξε.

Ο Χούμα κοίταξε τη μορφή που χανόταν, μη πιστεύοντας την τρέλα του μαύρου πολέμαρχου.

Τα δέντρα ήρθαν καταπάνω τους. Ξαφνικά τα νύχια του Τσαρ χαλάρωσαν και η ασημένια δράκαινα μπόρεσε –επιτέλους– να λευτερωθεί.

Όμως ήταν πια αργά. Έπεσαν στις κορυφές των δέντρων με τρομερή ορμή.

Κεφαλαίο 23

Όταν ξύπνησε, ο Χούμα ένιωσε και το τελευταίο χιλιοστό του κορμιού του μωλωπισμένο, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν ακέραιος.

Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε την ολοκληρωτική καταστροφή. Η πτώση δύο τρομακτικών όγκων σαν τους δράκους ήταν αρκετή για να ισοπεδώσει όλα τα δέντρα της περιοχής γύρω τους.

Στη μια μεριά κειτόταν η ακίνητη μορφή του Τσαρ με το λαιμό σπασμένο. Το τρομακτικό κεφάλι είχε ακόμα ένα ανάποδο χαμόγελο όλο δόντια. Τα φονικά νύχια σημάδευαν μάταια τον ουρανό.

Δεν υπήρχε ίχνος της ασημένιας δράκαινας, αν και ένα μέρος τουλάχιστον από το χυμένο αίμα πρέπει να ήταν δικό της. Πρέπει να είχε μετακινηθεί μόνη της, αλλά πού;

Και πού ήταν οι σύντροφοί του; Ο Χούμα δεν άκουγε κανένα ήχο και είχε χάσει τον προσανατολισμό του.

Η Δρακολόγχη και η σέλα κείτονταν παραδίπλα, εκεί που υποτίθεται πως είχε πέσει η ασημένια δράκαινα. Η Δρακολόγχη φεγγοβολούσε ακόμα και ο Χούμα ένιωσε λίγο καλύτερα και μόνο που την έβλεπε. Απόμεναν ένας τουλάχιστον εχθρικός δράκος με έναν αναβάτη. Πού ήταν όμως;

Δεν μπορούσε να μεταφέρει εύκολα τη λόγχη στους ώμους του. Ήταν πάνω από δύο φορές το μπόι του. Μοναδική του δυνατότητα ήταν να τη σύρει. Πέρασε λίγο σκοινί γύρω από το φυλακτήρα, το έδεσε και το πέρασε πάνω από το κεφάλι του και το ένα του χέρι. Με το ελεύθερο χέρι του κρατούσε το σπαθί του, που είχε επιζήσει από την πτώση.

Το τράβηγμα της λόγχης αποδείχτηκε δύσκολο και ο Χούμα ένιωθε ήδη την καταστροφή να πλησιάζει, πριν βρει τη λόγχη του σε μια ρίζα δέντρου που προεξείχε. Ο ιππότης ακούμπησε κάτω τη λόγχη και άρχισε να περιστρέφει το μακρύ όπλο. Η λόγχη λευτερώθηκε ξαφνικά και ο Χούμα έπεσε πάνω στον κορμό του δέντρου. Οι μελανιές του κορμιού του τον έκαναν να ουρλιάξει από τον πόνο και πέρασε πάνω από ένα λεπτό της ώρας πριν μπορέσει να ανασηκωθεί και να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Το πρώτο που έκανε ήταν να απλώσει το χέρι στη λεπίδα του. Η σκέψη του αποδείχτηκε εξαίρετη.

Το βαρύ τσεκούρι χτύπησε το δέντρο ακριβώς στο σημείο όπου ήταν προηγουμένως ο λαιμός του.

Ο Χούμα βούτηξε με το κεφάλι αρπάζοντας το σπαθί του και προσπάθησε να ξεμπλεχτεί. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν ακολούθησε άλλη επίθεση. Αντίθετα, ο επιτιθέμενος ξέσπασε σε γέλια.

«Με την ησυχία σου, Ιππότη της Σολάμνια. Ο χρόνος δε θα σε βοηθήσει σε τίποτα.»

Ο Χούμα πέταξε κάτω το σκοινί. Έσφιξε το σπαθί του. Σήκωσε τα μάτια για να κοιτάξει τον αντίπαλό του και κούνησε το κεφάλι του, μη πιστεύοντας τα μάτια του. Δεν μπορεί, κάποιο κόλπο ήταν!

Ο πολέμαρχος Κράινους τραβούσε αδιάφορα το πολεμικό του τσεκούρι από τον κορμό του δέντρου που παραλίγο να κόψει στα δύο. Η απλή εβένινη πανοπλία του ήταν γεμάτη χτυπήματα και χώματα, αλλά ο ίδιος φαινόταν μια χαρά. Το πρόσωπό του ήταν πάντα κρυμμένο πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας του. Αλλά τα μάτια του έλαμπαν παγερά, γαλάζια.

Η ψηλή, δυσοίωνη μορφή δεν έπρεπε να ζει.

Ο Κράινους έκανε ένα βήμα μπροστά. «Χαίρομαι που επέζησες, Χούμα, Ιππότη του Στέμματος» σφύριξε με τη βαριά του φωνή. «Στάθηκες τυχερός τη μέρα που συναντηθήκαμε στον ουρανό πάνω από την ουδέτερη ζώνη. Κανονικά θα έπρεπε να σου είχα κλαδέψει το κεφάλι. Αυτή η τυχαία νίκη σου δε θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ – και δεν την ξέχασα.»

Η βαριά μπότα του πολέμαρχου έπεσε στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου και τον έκοψε σαν μαχαίρι. «Είμαι ο σπουδαιότερος από τους διοικητές της κολασμένης της μεγαλειότητας. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχε χάσει τον πόλεμο από καιρό.»

«Άλλα ακούσα εγώ» τόλμησε να πει ο Χούμα. «Μερικοί λένε ότι ο σπουδαιότερος είναι ο Γκάλαν Ντράκος.»

Ο Κράινους έδωσε μια δοκιμαστική τσεκουριά με το διπλό του τσεκούρι. «Είναι χρήσιμος, αλλά απεχθάνομαι την αφοσίωσή του.» Ο πολέμαρχος σώπασε και άλλαξε θέμα. «Εκείνη η επίθεσή σου ήταν καθαρά θέμα τύχης. Όπως είπα και πριν, δεν έπρεπε να συμβεί.»

«Γιατί;»

«Θα το δεις και μόνος σου, αν είσαι τυχερός.» Ο πολέμαρχος όρμησε στον Χούμα.

Ο Χούμα έσκυψε ν’ αποφύγει την πρώτη τσεκουριά και ο πέλεκυς χτύπησε ένα άλλο δέντρο. Με απίστευτη δύναμη ο πολέμαρχος γύρισε να επιτεθεί ξανά. Έδωσε μια τσεκουριά που πέρασε σφυρίζοντας πάνω από το κεφάλι του ιππότη, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει.

Αυτή τη φορά ο Χούμα βρήκε ένα άνοιγμα και τίναξε ίσια το σπαθί του, αλλά αστόχησε και το όπλο γλίστρησε πάνω στο θώρακα του διοικητή. Ο Κράινους γέλασε και ανανέωσε την άγρια επίθεσή του. Ο Χούμα όλο και υποχωρούσε παραπατώντας στην προσπάθειά του να αποφύγει τη συνεχιζόμενη επίθεση.

Ξέφυγε από το τσεκούρι και πάλι για λίγους πόντους. Αυτή τη φορά όμως ο πολέμαρχος δεν είχε λογαριάσει σωστά και η λαβή του τσεκουριού χτύπησε με δύναμη πάνω σ’ ένα δέντρο και του έφυγε από τα χέρια. Παίζοντάς τα όλα για όλα, ο Χούμα όρμησε. Αυτή τη φορά δεν έκανε λάθος στην επίθεσή του. Το σπαθί τινάχτηκε προς τα πάνω και βρήκε τον Κράινους στο απροστάτευτο σημείο του λαιμού του. Η λεπίδα του Χούμα δε σταμάτησε παρά μόνο όταν βρήκε το πίσω μέρος της περικεφαλαίας του. Η μαυροντυμένη φιγούρα τραβήχτηκε παραπατώντας και προσπαθώντας να πάρει μαζί της και το όπλο του αντιπάλου της. Ο πολέμαρχος ταλαντεύτηκε, άφησε το τσεκούρι του να πέσει και τρέκλισε. Έπεσε στα τέσσερα με επιθανάτιο ρόγχο.

Ύστερα αυτός ο ήχος έγινε κάτι πιο οικείο – και τρομακτικό. Ενώ ο Χούμα τον κοίταζε μαγεμένος, ο Κράινους σηκώθηκε αργά όρθιος, γύρισε προς το μέρος του και χαμογέλασε.

Η θανάσιμη πληγή στο λαιμό του πολέμαρχου δεν ήταν παρά μια απλή ουλή. Εκείνος φαινόταν… περήφανος.

«Δε γίνεται να πεθάνω, Ιππότη της Σολάμνια. Γιατρεύομαι στη στιγμή. Είμαι, όπως σου είπα, ο μεγαλύτερος πολεμιστής που είχε ποτέ η κυρά μου. Ο θάνατός μου θα ήταν τρομερό χτύπημα για εκείνη. Γι’ αυτό απαίτησα από τον Γκάλαν Ντράκος να με προστατέψει. Στην αρχή η προσπάθειά του είχε μερική μονάχα επιτυχία – και παραλίγο να μετάνιωνα αιώνια. Αυτό εξηγεί και την προηγούμενη σύντομη μονομαχία μας. Οι άντρες μου θα σε σκότωναν, αλλά σε ήθελα για τον εαυτό μου και δε θα τολμούσαν να παραβούν τις επιθυμίες μου. Σε ήθελα γι’ αυτό που κόντεψες να κάνεις.»

Το πολεμικό τσεκούρι κατέβηκε ξανά πάνω στον Χούμα. Αυτή τη φορά ο ιππότης είχε στραφεί ολοκληρωτικά στην άμυνα, γιατί πώς να νικήσεις έναν αντίπαλο που γιατρεύεται σχεδόν αυτόματα; Ο Κράινους είχε τη δύναμη πολλών και όμοια αντοχή.

Ο πολέμαρχος κορόιδεψε την προσπάθεια του Χούμα να τον αποφύγει και να μείνει ζωντανός. Ήταν εντελώς απρόσεχτος και πείραζε τον ιππότη με την αθανασία του.

«Περίμενα περισσότερα από σένα, νεαρέ ιππότη. Με απογοητεύεις.»

Ο Χούμα υποχώρησε με την πλάτη σ’ ένα δέντρο. Ο Κράινους του κατέβασε το τσεκούρι φωνάζοντας. Η φονική λεπίδα πέρασε σύρριζα από τον Χούμα, ο οποίος έσκυψε προς τον πολέμαρχο. Πίσω του, ο πέλεκυς έσκισε βαθιά το δέντρο. Οι δύο άντρες έπεσαν μαζί κάτω και άρχισαν να παλεύουν. Ο Χούμα έβλεπε ξεκάθαρα ότι δεν είχε τη δύναμη του πολέμαρχου. Ο Κράινους τον έκανε πέρα και προσπάθησε να τον στραγγαλίσει, αλλά ο Χούμα τον κλότσησε στο γόνατο και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Σηκώθηκαν και οι δύο όρθιοι, ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Χούμα είχε ακόμα το σπαθί του. Ο πολέμαρχος ήταν άοπλος.

«Τι περιμένεις;» καυχήθηκε ο μαυροντυμένος πολεμιστής. «Τρύπησέ με. Θα σε σκοτώσω με τα χέρια μου.»

Ο Χούμα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. «Πώς γίνεται να λειτουργεί ο στρατός σου χωρίς εσένα; Δε φοβάσαι μήπως τα κάνουν θάλασσα;»

Ο Κράινους γέλασε κοφτά. «Ο Ντράκος είναι ικανός διοικητής. Άλλωστε ήρθε ο καιρός να με αντικαταστήσουν. Το μόνο που απομένει είναι το ξεκαθάρισμα αυτών που έχουν μείνει στην περιοχή του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες τις αφήνω στο επιτελείο μου.»

Το πολεμικό τσεκούρι βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Ο Χούμα έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Αν μπορούσε να το πιάσει…

Ο Κράινους έβγαλε ένα ουρλιαχτό και ρίχτηκε στη λεπίδα του Χούμα. Ο ιππότης άφησε το σπαθί και όρμησε στο τσεκούρι. Οι κινήσεις του πολέμαρχου έγιναν πιο αργές, καθώς προσπαθούσε να βγάλει το σπαθί από το κορμί του. Ο Χούμα σήκωσε το τσεκούρι και στράφηκε ξανά στον αντίπαλό του. Χωρίς τον παραμικρό πόνο, ο πολέμαρχος άρχισε να τραβάει τη λεπίδα από το σώμα του.

Ο Χούμα σήκωσε το τσεκούρι. Ο Κράινους στράφηκε προς το μέρος του.

Η τσεκουριά ήταν δυνατή και το κεφάλι του πολέμαρχου πετάχτηκε στον αέρα μαζί με την περικεφαλαία του. Το κορμί του πολέμαρχου σωριάστηκε στα γόνατα. Ο Χούμα άφησε το τσεκούρι να πέσει αηδιασμένος. Δεν του άρεσαν αυτά.

Το ακέφαλο κορμί σηκώθηκε ξανά όρθιο. Το αίμα στράγγιξε από το πρόσωπο του Χούμα.

Με απόλυτη ακρίβεια, τα χέρια του αποκεφαλισμένου πλάσματος έβγαλαν τη βαριά σπάθα και την πέταξαν πέρα. Ο Χούμα είδε την πληγή να γιατρεύεται μόνη της. Ακόμα και η πανοπλία, σαν δεύτερο δέρμα, επισκευάστηκε κι εκείνη αυτόματα. Ο Χούμα περίμενε το πλάσμα να στραφεί προς το μέρος του, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχε, γιατί το ακέφαλο κορμί άρχισε να απομακρύνεται προς το σημείο όπου είχε πέσει το κεφάλι του.

Ο Χούμα ήξερε ότι μπορούσε να το βάλει στα πόδια, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο πολέμαρχος θα τον ακολουθούσε ακούραστα.

«ΣΑΡΓΚΑΣ!»

Η φωνή ήρθε αποκεί που βρισκόταν ο απέθαντος Κράινους. Ο Χούμα μάζεψε το σπαθί του. Μόνο έναν ήξερε που μπορούσε να φωνάξει κάτι τέτοιο.

Αν ήταν ο Καζ εκεί κοντά, τότε εκεί θα ήταν και οι υπόλοιποι. Και η Δρακολόγχη…

Μα βέβαια!

Ο Χούμα πέρασε μέσα από τα φυλλώματα. Ήταν ο Καζ καβάλα στο άλογό του, με το στόμα ορθάνοιχτο. Οι άλλοι ήταν άφαντοι. Τα μάτια του μινώταυρου γούρλωσαν στη θεά του ακέφαλου Κράινους που πλησίαζε το κομμένο του κεφάλι, το οποίο κουνιόταν και συστρεφόταν λες και ήταν ζωντανό.

«Καζ! Δεν πρέπει να φτάσει στο κεφάλι!»

Ο μινώταυρος σπιρούνισε το άλογό του να προχωρήσει προς αυτό το βδέλυγμα που αυτοαποκαλούνταν Κράινους.

Το πολεμικό άλογο όρμησε μπροστά, μέχρι που βρέθηκε δυο μέτρα από τον ακέφαλο Κράινους, οπότε σταμάτησε απότομα χλιμιντρίζοντας άγρια. Ο Καζ δεν έχασε χρόνο. Πήδησε από το αλαφιασμένο ζώο και άρχισε να τρέχει για να φτάσει πρώτος στο κεφάλι.

Στο μεταξύ ο Χούμα είχε γυρίσει στη Δρακολόγχη. Σήκωσε το κοντάρι της.

«Χούουουμααα!»

Ο Καζ βγήκε ορμητικά από τις φυλλωσιές και παραλίγο να καρφωθεί στη Δρακολόγχη. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το τρομακτικό τρόπαιο, που παλλόταν ακόμα από μια απαίσια ζωή. Πίσω από το μινώταυρο ακουγόταν ο θόρυβος κάποιου που ερχόταν ορμητικά προς το μέρος τους.

«Πέτα το!» ο Χούμα του έδειξε το κεφάλι. «Εκεί! Γρήγορα!»

Ο μινώταυρος πέταξε το κεφάλι μπροστά στην αιχμή της Δρακολόγχης, ακριβώς τη στιγμή που φάνηκε ένα γαντοφορεμένο χέρι.

Το ακέφαλο σώμα κοκάλωσε και ύστερα βούτηξε στο πλάι, πριν προλάβουν να το καρφώσουν.

«Το ξέρει!» είπε ρουθουνίζοντας ο μινώταυρος.

Και, ακόμα χειρότερα, καθώς σηκώθηκε το κορμί, στο χέρι του κρατούσε το πεσμένο και ξεχασμένο πολεμικό τσεκούρι.

«Αυτό είναι παράνοια» μουρμούρισε ο Καζ.

«Τι συμβαίνει εδώ;» φώναξε μια καινούρια φωνή.

Ο Χούμα και ο Καζ γύρισαν ταυτόχρονα και είδαν την ασημένια δράκαινα να υψώνεται από πάνω τους. Φαινόταν εξαντλημένη και το ένα της μπροστινό πόδι κρεμόταν παράλυτο, αλλά μέσα της είχε ακόμη πολλή δύναμη.

Πήρε τα μάτια της από τους δυο συντρόφους και κοίταξε το φρικτό πλάσμα. «Είναι;»

Ο σώμα έκανε να πιάσει το κεφάλι του.

«Πάλανταϊν!» φώναξε έκπληκτη η ασημένια δράκαινα. Πήρε απότομα ανάσα τη στιγμή που ο Κράινους άφηνε κάτω το τσεκούρι για να πιάσει το κεφάλι του. Τα χέρια του τέρατος σήκωναν ψηλά το κεφάλι του, όταν η δράκαινα του εξαπόλυσε έναν καταρράκτη από φλόγες.

Η Δρακοφωτιά τύλιξε τον πολέμαρχο. Το κορμί του ταλαντεύτηκε, έπεσε στα γόνατα και κορμός και κεφάλι χάθηκαν μέσα στην καθαρτήρια φωτιά. Μέσα σε δευτερόλεπτα, δε φαινόταν ούτε ίχνος του νεκροζώντανου Κράινους μέσα σ’ αυτή τη μικρογραφία της Κόλασης.

Η ασημένια δράκαινα προσγειώθηκε στο ξέφωτο και ετοιμάστηκε για το δεύτερο χτύπημα. «Αυτό είναι το τέλος του» είπε.

«Στάσου!» φώναξε ο Καζ. Έτρεξε στη φωτιά και άρπαξε το τσεκούρι που είχε γλιτώσει από τις φλόγες. Το έριξε κι αυτό στη φωτιά κι έφυγε τρέχοντας, ενώ το όπλο έσκαζε. Κομματάκια μετάλλου και ξύλου σκόρπισαν στο δάσος. Ο Καζ βλαστήμησε. Ένα κομμάτι μέταλλο τον είχε χτυπήσει στον ώμο.

«Σάρ… θεοί! Ούτε στιγμή δεν μπορώ να σ’ αφήσω μόνο σου, Χούμα!» Οι δύο σύντροφοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να ξεσκονίζονται. Στο μεταξύ η ασημένια δράκαινα έσβησε τη φωτιά με μια παγωμένη ανάσα που κρέμασε κρυστάλλους πάγου στα κοντινά κλαδιά.

«Δεν ήξερα ότι κάνεις και τέτοια» της είπε ο Χούμα.

Οι ώμοι της κρέμασαν από την εξάντληση. «Η παγωνιά και η παράλυση είναι από τις συνηθισμένες μας ικανότητες. Τις φλόγες… τις φλόγες τις καταφέρνουν όλοι οι δράκοι εκτός από εκείνους τους δειλούς, του λευκούς, που κατοικούν στον πάγο, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και φοβάμαι ότι έχω ξεπεράσει τα όριά μου. Πρέπει να ξεκουραστώ.»

Ο Χούμα τής έγνεψε καταφατικά, με κατανόηση. Ύστερα κοίταξε γύρω του. «Καζ! Πού είναι ο Μπουόρον και ο Μάτζιους; Πού είναι οι Δρακολόγχες;»

«Εκεί που τις άφησα, φαντάζομαι. Όταν είδαμε τους δράκους να πέφτουν πέρα, προσφέρθηκα να προχωρήσω μπροστά για να δω αν ήσουν ακόμα ζωντανός.»

«Δεν τους είδες λοιπόν;»

«Ποιους;»

«Πρέπει να πάμε, γρήγορα!» Ο Χούμα στράφηκε στην ασημένια δράκαινα, αλλά το τεράστιο πλάσμα κειτόταν στη γη. Με τις τόσες πληγές που είχε δεχτεί από τον Τσαρ, την πτώση όπου είχε προστατέψει τον Χούμα και την τρομερή τελευταία της προσπάθεια ενάντια στον αγριεμένο Κράινους, δεν άντεχε άλλο.

«Γίνεται να σε αφήσουμε εδώ;» τη ρώτησε.

Δυο λαμπερά μάτια άνοιξαν και τον κοίταξαν. «Και βέβαια. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω.»

Ο Καζ μάζεψε το άλογό του, το μεγαλύτερο από τα υποζύγιά τους. Μόλις σιγούρεψε τον Χούμα, το έκανε να προχωρήσει.


Άκουσαν την κλαγγή των όπλων πολύ πριν φτάσουν στο σημείο όπου είχε αφήσει ο Καζ τους άλλους. Ο Χούμα υπέθετε ότι αυτό που είχε δει από ψηλά ήταν μια επίθεση κατά μέτωπο. Σ’ αυτό είχε πέσει έξω. Η Μαύρη Φρουρά επιτέθηκε στον Μπουόρον και τον Μάτζιους από ενέδρα.

Μια λάμψη άστραψε μπροστά τους και ο Χούμα είδε μια μαυροντυμένη φιγούρα να τινάζεται σ’ ένα δέντρο. Δεν ήταν αργά. Ο Μάτζιους με τον Μπουόρον ζούσαν και πολεμούσαν ακόμα.

Ο Χούμα δεν περίμενε να κόψει ταχύτητα το άλογο, έτσι γλίστρησε από τη ράχη του κι έπεσε συσπειρώνοντας το κορμί του. Ο Καζ τράβηξε το πολεμικό του τσεκούρι και με μια κραυγή, όρμησε στη μάχη.

Ο Μάτζιους ήταν ζαρωμένος στην άμαξα, συγκρατώντας τους περισσότερους επιτιθεμένους με τα σύντομα ξόρκια του. Ο Μπουόρον στεκόταν στο έδαφος πίσω από την άμαξα και πολεμούσε με τους φρουρούς που κύκλωναν το μάγο. Ο εχθρός έσφιγγε τον κλοιό του.

Ο Χούμα ανέτρεψε τον πρώτο του αντίπαλο και επιτέθηκε στο δεύτερο. Καθώς χτυπούσαν οι λεπίδες τους, άκουσε το ουρλιαχτό. Ήταν πολύ κοντά – και αυτή τη φορά δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος. Ήταν ένας ντρέντγουλφ.

Το τέρας πήδησε στο πίσω μέρος της άμαξας. Ο Μπουόρον το είδε πρώτος, αλλά το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο γενναίος ιππότης ήταν να φωνάξει. Πολεμούσε ήδη με δύο εχθρούς. Ο Μάτζιους, ωχρός και με χαρακτηριστικά τραβηγμένα, γύρισε να αντιμετωπίσει το τέρας. Ο μάγος έβγαλε μια φωνή κι εξαπόλυσε ένα ξόρκι, αλλά αυτό τσιτσίρισε και χάθηκε πριν φτάσει στο στόχο του. Ο Μάτζιους είχε φτάσει στα όριά του.

Αυτή τη φορά ο ντρέντγουλφ –ή μάλλον ο Γκάλαν Ντράκος, που έλεγχε τη σκέψη των νεκροζώντανων αυτών πλασμάτων– έβαλε τα γέλια. Ο Χούμα κατάφερε να ξεφορτωθεί τον αντίπαλό του και προσπάθησε να πλησιάσει την άμαξα. Του έκοψαν το δρόμο δυο άλλοι αρματωμένοι μαύροι φρουροί και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κοιτάξει ανήμπορος τα φλογισμένα μάτια του πλάσματος που άστραψαν, καθώς ο αποστάτης έριχνε κι αυτός το ξόρκι του. Ο Χούμα δεν είδε τι επακολούθησε, αλλά όταν αντίκρισε ξανά την άμαξα, ο Μάτζιους στεκόταν πάνω του άθικτος. Φαίνεται πως οι Δρακολόγχες τον είχαν προστατέψει από την κακόβουλη δύναμη του Ντράκος. Ο ντρέντγουλφ ζάρωσε. Ο Ντράκος δεν περίμενε μια τέτοια αναποδιά.

Ύστερα ο Χούμα βρέθηκε ξανά κάτω από πίεση και ο Καζ ρίχτηκε κάτω από το άλογό του. Φάνηκε μια αστραπή κι ένα ψηλό, κυκλικό άνοιγμα φανερώθηκε στον αέρα. Ήταν μια πύλη, συνειδητοποίησε ο ιππότης, μια πύλη ικανή να χωρέσει μια άμαξα. Ο Χούμα πάλεψε με τους δύο πολεμιστές που του έκοβαν το δρόμο κι εκείνοι πολέμησαν για τη ζωή τους.

Ένας φρουρός πήδησε πίσω από τον Μάτζιους και ο μάγος μόλις που πρόλαβε να γυρίσει. Ο άτυχος φρουρός σωριάστηκε καταγής. Ο ντρέντγουλφ ήταν άφαντος.

Ένας από τους αντιπάλους του Χούμα έκανε ένα μοιραίο λάθος και το πλήρωσε. Κι άλλοι φρουροί μαζεύονταν γύρω από την άμαξα. Ο Μπουόρον δε φαινόταν πουθενά.

Άλλες δυο μαύρες φιγούρες πήδησαν στην άμαξα και αυτή τη φορά ο Μάτζιους δεν ήταν αρκετά γρήγορος.

Ένας του έπιασε τα χέρια και τον κρατούσε, ενώ ο άλλος πήγε ν’ αρπάξει τα χαλινάρια. Άλλοι πολεμιστές υποχωρούσαν κι έφευγαν από την πύλη, με προορισμό προφανώς το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος.

Κι άλλος ένας φρουρός ανέβηκε στην άμαξα. Τελικά ο Χούμα σκότωσε και τον τελευταίο του αντίπαλο και όρμησε στην άμαξα. Για μια στιγμή ένα λευκό σίχαμα του έκλεισε το δρόμο, αλλά φάνηκε ότι περισσότερο το ενδιέφερε να φύγει μέσα από την πύλη παρά οτιδήποτε άλλο. Ούτε καν τον κοίταξε.

Αν και η άμαξα δεν απείχε παρά λίγα μέτρα μονάχα από την πύλη, ο οδηγός δίσταζε, βλέποντας την πύλη να αναβοσβήνει. Το άλογα προσπαθούσαν να του πάρουν τον έλεγχο. Ο Χούμα πλησίασε την άμαξα κι ένας από τους φρουρούς πήδησε κάτω. Την ίδια στιγμή ο Μάτζιους κατάφερε να ξεφύγει από τη λαβή του αντιπάλου του και του πίεσε με το χέρι την προσωπίδα. Μια μικρή έκρηξη πέταξε πίσω το φρουρό, όσο χρειαζόταν για να τον ζαλίσει. Ο Μάτζιους σχεδόν κατέρρευσε, εξαντλημένος από την τελευταία του προσπάθεια. Δεν είχε πια ούτε φυσική ούτε μαγική δύναμη. Σύρθηκε μπροστά και προσπάθησε να τυλίξει το χέρι του γύρω από το λαιμό του οδηγού. Κατάφερε να ανακόψει την πορεία της άμαξας, αλλά έπεσαν και οι δυο κάτω.

Ένας από τους λίγους φρουρούς που είχαν απομείνει φώναξε κάτι κι όλοι βρέθηκαν να υποχωρούν μέσα από την πύλη.

Τα άλογα, τρομαγμένα από τη φασαρία, άρχισαν να προχωρούν ξανά. Ο Χούμα άρπαξε τα γκέμια. Τα άλογα αντέδρασαν, αλλά ο Χούμα άρχισε να τους φωνάζει διαταγές. Ο Καζ, παίζοντάς τα όλα για όλα, στάθηκε όρθιος μπροστά στα άλογα και τους άρπαξε τα χαλινάρια. Με δύναμη ανώτερη από κάθε ανθρώπου, ο μινώταυρος τα κράτησε ακίνητα. Εκείνα πάλεψαν λίγο ακόμα, αλλά τελικά υποτάχθηκαν. Ο Χούμα κατέρρευσε στο κάθισμα του οδηγού κι έγνεψε στον Καζ ευχαριστώντας τον.

Η πύλη εξαφανίστηκε.

Ένα βογκητό ακούστηκε από το πίσω μέρος της άμαξας. Ο Χούμα αναπήδησε με το σπαθί έτοιμο, για να νιώσει ένα οδυνηρό τσούξιμο στο αριστερό του πόδι. Το κοίταξε και είδε ένα μεγάλο σκίσιμο που πρέπει να προκλήθηκε από κάποια βαριά σπάθα κατά τη διάρκεια της συμπλοκής.

Πρώτος έφτασε στη μορφή που βογκούσε ο Καζ. Ήταν ο Μπουόρον, που κειτόταν ο μισός κάτω από την άμαξα. Το αριστερό του χέρι ήταν γεμάτο αίματα και στο πρόσωπό του είχε μια χαρακιά. Το αίμα της πληγής του προσώπου του τον είχε προσωρινά τυφλώσει.

«Είσαι χτυπημένος βαριά;» τον ρώτησε ο Χούμα.

«Τα μάτια μου με τσούζουν και φοβάμαι ότι κανένας γλύπτης δε θα με θέλει για μοντέλο του, αλλά ο μόνος αληθινός πόνος είναι του χεριού μου. Ευτυχώς που δεν είναι το δεξί μου. Φοβάμαι ότι θα είναι άχρηστο για κάποιο διάστημα.» Ενώ μιλούσε ο Μπουόρον, ο Καζ είχε κιόλας πιάσει δουλειά περιποιούμενος τις πληγές του. Ο ίδιος ήταν γεμάτος μικρές πληγές, αλλά δεν έδειχνε να νοιάζεται για τον εαυτό του.

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και προχώρησε αργά, κουτσαίνοντας, στο μπροστινό μέρος της άμαξας. Κοίταξε την άλλη πλευρά και κοκάλωσε.

Ο Μάτζιους! Πού ήταν ο μάγος; Αγνοώντας τον πόνο του, ο Χούμα κατέβηκε από την άμαξα κι έψαξε ανάμεσα στους νεκρούς. Όλοι τους φορούσαν τα μαύρα της Τακίσις και των διοικητών της. Οι λίγοι που είχαν πέσει θύματα της δύναμης του μάγου διακρίνονταν εύκολα. Ο ίδιος ο Μάτζιους ήταν άφαντος.

Κοντά στο δάσος ο Χούμα είδε ένα μικρό ραβδί πεσμένο ανάμεσα στα σκόρπια απομεινάρια των εχθρών. Πήγε κοντά και το πήρε στα χέρια του.

Το ραβδί τρεμούλιασε και ο Χούμα παραλίγο να το ρίξει κάτω από το ξάφνιασμα. Η έκπληξή του έγινε θαυμασμός βλέποντάς το να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, μέχρι που τον πέρασε στο μπόι. Ήταν το ραβδί του Μάτζιους. Ο μάγος δεν πήγαινε πουθενά χωρίς το ραβδί του.

Ήταν πεσμένο ακριβώς κάτω από το σημείο όπου είχε ανοίξει η πύλη.

Ο Μάτζιους βρισκόταν στα χέρια του Γκάλαν Ντράκος.

Κεφαλαίο 24

«Δεν ξέρουμε αν τον πήραν στ’ αλήθεια, Χούμα, αλλά ακόμα κι αν είναι αιχμάλωτος του Γκάλαν Ντράκος, είναι αδύνατο να τον ελευθερώσουμε. Θα τον κρατούν στο κάστρο του ίδιου του αποστάτη» του επισήμανε για εκατοστή φορά ο Καζ.

«Η μεγαλύτερη ελπίδα μας είναι να παραδώσουμε τις Δρακολόγχες στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ και στο Μεγάλο Μάγιστρο» πρόσθεσε ο Μπουόρον.

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. Είχαν κι οι δυο τους δίκιο, το ήξερε, αλλά η ανικανότητά του να προστατέψει τον Μάτζιους, που τον ήξερε σ’ όλη του τη ζωή, τον κατέτρυχε.

Πλέον οδηγούσε την άμαξα ο Μπουόρον, με το πληγωμένο του χέρι κρεμασμένο. Ο Χούμα καθόταν με τις λόγχες, προσέχοντας τα νώτα τους. Η ασημένια δράκαινα είχε προσφερθεί να πάει στους δικούς της για βοήθεια και ο Χούμα είχε συμφωνήσει αμέσως.

Με τον Κράινους σκοτωμένο και τους φρουρούς τους σκόρπιους, οι τρεις σύντροφοι ήταν προς το παρόν ασφαλείς. Στην πραγματικότητα όμως ένα μέρος του Χούμα αποζητούσε ένα καινούριο ξεκαθάρισμα.

Οι επόμενες μέρες πέρασαν χωρίς απρόοπτα, ενώ οι σύντροφοι προχωρούσαν προς τη Σολάμνια και το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Κάποιες φορές ο Χούμα ξυπνούσε από τις φωνές των ντρέντγουλφ –ήταν σίγουρος ότι ήταν εκείνοι–, αλλά δεν τους προξένησαν το παραμικρό.

Όλο αυτό το διάστημα η ασημένια δράκαινα δεν είχε επιστρέψει. Κανείς δεν έδινε κάποια εξήγηση γι’ αυτό, αν και συμφωνούσαν κι οι τρεις τους πως είχε να κάνει με το όλο και αυξανόμενο πλήθος του στρατού της δρακοβασίλισσας. Ο Χούμα θυμήθηκε τα λόγια του Κράινους, ότι οι Ιππότες της Σολάμνια είχαν ουσιαστικά ηττηθεί και ότι σύντομα θα έπεφτε και το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Όσο κι αν ήθελε να μην τα πιστέψει, αυτά τα λόγια του φαίνονταν πολύ αληθινά.

Στο μεταξύ είχαν φτάσει πέρα, στα βορειοδυτικά του Κάεργκοθ. Ο Χούμα θυμήθηκε τον διοικητή του Έργκοθ, τον Άρχοντα Γκάι Έιβοντεϊλ κι ευχήθηκε να περάσουν από την περιοχή χωρίς να τον βρουν μπροστά τους. Ύστερα από την ξαφνική αναχώρησή του, ο Χούμα δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το πώς θα τον υποδεχόταν ο άρχοντας. Ούτε και ήξερε με βεβαιότητα τι θα έκαναν οι κάτοικοι του Έργκοθ μόλις έβλεπαν τις Δρακολόγχες. Μπορούσαν μια χαρά να τις κατάσχουν.

Οι τρεις σύντροφοι προχωρούσαν γρήγορα σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά –και πάλι– ο Χούμα αδημονούσε. Η κακοβουλία της Τακίσις κατάπινε τα πάντα και ο Χούμα ένιωθε ανήμπορος.

Διέσχιζαν πλέον τις πεδιάδες. Αυτό θα συνεχιζόταν για μεγάλο μέρος του ταξιδιού τους. Αν και διευκόλυνε την πορεία τους, τους παρείχε μηδαμινή κάλυψη.

Κατά το μεσημέρι, μόνο δυο μέρες δρόμο από τα σύνορα, είδαν μια μεγάλη περίπολο, πολύ μακριά για να την αναγνωρίσουν. Ήταν όμως προφανές ότι και η περίπολος τους είχε δει, γιατί οι στρατιώτες στράφηκαν προς το μέρος τους κι άνοιξαν το βήμα τους.

Ο Καζ τράβηξε το πολεμικό του τσεκούρι. Ο Χούμα πήδησε από το πίσω μέρος της άμαξας και τράβηξε τη λεπίδα του από το θηκάρι. Ο Μπουόρον παρέμεινε στην άμαξα, αλλά έβγαλε το σπαθί του και περίμενε την περίπολο να πλησιάσει.

Ο γενειοφόρος ιππότης ήταν ο πρώτος που τους αναγνώρισε. Γύρισε στον Χούμα. «Πολίτες του Έργκοθ» του είπε «τμήμα του στρατού του Βορρά, θα έλεγα.»

Δεν υπήρχε τρόπος να τους ξεφύγουν. Πώς θα αντιδρούσαν οι κάτοικοι του Έργκοθ στη θέα ενός πελεκυφόρου μινώταυρου και δύο ιπποτών ενός τάγματος υπεύθυνου σε μεγάλο βαθμό για την παρακμή της κάποτε πανίσχυρης Αυτοκρατορίας του Έργκοθ;

Πλησιάζοντας, ο περιπολάρχης σήκωσε το χέρι του. Άντρας με πλατύ στέρνο, σχεδόν χοντρός, με αραιά, γκρίζα μαλλιά, τους κοίταξε έναν-έναν προσεκτικά, με το βλέμμα του να μένει περισσότερη ώρα στον Καζ που –παρά τη φύση του– έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φαίνεται απειλητικός. Κατά τη γνώμη του Χούμα, ο μινώταυρος είχε αποτύχει πανηγυρικά.

Ο Ιππότης του Έργκοθ μίλησε πρώτα στον Μπουόρον. «Από τα φυλάκια του Βορρά δεν είσαι;»

«Ναι.» Οι δύο ιππότες σφίχτηκαν. Έκοβε το μάτι του περιπολάρχη.

«Ο σύντροφός σου, ο ιππότης, όχι;»

Απάντησε ο Χούμα. «Άρχοντά μου, είμαι ο Ιππότης Χούμα του Τάγματος του Στέμματος.»

«Μάλιστα» είπε ο Ιππότης του Έργκοθ με ενδιαφέρον ίσο με αυτό που θα έδειχνε αν του ανακοίνωνες ότι σας πεδιάδες φυτρώνει χορτάρι. Έδειξε τον Καζ. «Κι αυτός; Από πού ήρθε; Έχω ακούσει φήμες…»

«Εγώ» είπε περήφανα ο μινώταυρος «είμαι ο Καζ. Αποστάτησα από τους πρώην αφέντες μου και τώρα είμαι σύντροφος του Χούμα, του πιο ευγενικού και γενναίου ιππότη.»

Τα λόγια του μπορεί να προκαλούσαν το χαμόγελο των κατοίκων του Έργκοθ αν δεν έβλεπαν τη σκοτεινή του ματιά και δεν καταλάβαιναν ότι εννοούσε και την τελευταία του λέξη.

«Είμαι επίσης και μινώταυρος, μην το ξεχνάμε.»

«Μάλιστα.» Ο περιπολάρχης άλλαξε θέση πάνω στη σέλα. Το λουρί έτριξε. Γύρισε στον Χούμα. «Είμαι ο Φάραν και, μολονότι δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, εγώ και οι άντρες μου έχουμε αποσπαστεί σ’ έναν παλιό γνωστό σου, τον Άρχοντα Γκάι Έιβοντεϊλ.»

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μείνει απαθής.

«Τον θυμάσαι, βλέπω. Μου ζήτησε να σε συνοδέψω κοντά του και δε θα δεχτώ καμία αντίρρηση.»

Ο Χούμα κοίταξε τους δυο συντρόφους του. Η περίπολος ήταν πολυπληθής και είχε και κάμποσους τοξότες. Η αντίσταση θα ήταν ανοησία. Όσο ζούσαν υπήρχε ελπίδα. «Δεχόμαστε με χαρά τη συνοδεία σας.»

Ο Φάραν χαμογέλασε. «Το φαντάστηκα.» Κούνησε το χέρι του και η περίπολος χωρίστηκε στα δύο, βάζοντας την άμαξα στη μέση. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν. «Έχουμε μια μέρα δρόμο μπροστά μας, γι’ αυτό λέω να μη χάνουμε άλλο πολύτιμο χρόνο.»


«Οφείλω να παραδεχτώ ότι η ξαφνική σου απουσία εκείνη τη νύχτα με εξέπληξε, Χούμα» του έλεγε την επόμενη μέρα ο Άρχοντας Γκάι Έιβοντεϊλ. Οι τρεις σύντροφοι κάθονταν μονάχοι μπροστά στο διοικητή, στη σκηνή του.

«Σου εξήγησα τις περιστάσεις.»

«Ναι, όντως.» Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ ακούμπησε κάτω την κούπα του. Τους είχαν προσφέρει και κρασί, αλλά κανείς τους δεν το είχε δεχτεί. «Θα έπρεπε να το περιμένω, το παραδέχομαι, αλλά όταν ανακαλύψαμε εκείνη τη φωλιά της πανούκλας, θα χαιρόμουν πολύ αν είχα τη βοήθεια του μάγου.»

Ο Καζ σηκώθηκε αγριεμένος. «Καθόμαστε εδώ πέρα τρεις ώρες τώρα, από τις οποίες τις δύο τις χάσαμε περιμένοντας εσένα, διοικητή. Την τελευταία μία ώρα δε μας λες τίποτε άλλο παρά κούφιες κοσμικότητες και παλιές ειδήσεις! Πόσο θα κρατήσει αυτό; Θα μας αφήσεις να πάμε στη Σολάμνια με τις λόγχες;»

Δυο φρουροί έτρεξαν στη σκηνή, αλλά ο διοικητής τούς έγνεψε να φύγουν. Ο Χούμα πρόσεξε ότι δε βγήκαν από τη σκηνή.

Ο άρχοντας ακούμπησε κάτω την κούπα του. «Τις τρεις τελευταίες ώρες και ολόκληρη την περασμένη νύχτα βασανίζω το μυαλό μου για το τι να σας κάνω, εσάς και τα όπλα σας. Η απάντηση στην τελευταία σου ερώτηση είναι “ναι, μπορείτε να περάσετε μαζί με τις λόγχες. Για ποιο λόγο να τις παραδώσω στον αυτοκράτορα; Θα τις κρεμάσει κι αυτές σε κάποιο τοίχο του παλατιού του μαζί με τα τελευταία του τρόπαια, παρά τα όσα μπορούν να κάνουν για ολόκληρο το Άνσαλον.”»

Ο Χούμα και ο Έιβοντεϊλ κοιτάχτηκαν. «Εκτός από μερικούς ρομαντικούς παλικαράδες, οι υπόλοιποι είμαστε αρκετά ρεαλιστές για να παραδεχτούμε την αλήθεια. Δεν πολεμάμε πια για τον αυτοκράτορα. Πολεμάμε για το Έργκοθ, την πατρίδα μας, τις οικογένειές μας. Αυτό έχει τελικά σημασία. Οι αυτοκράτορες έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο λαός παραμένει. Αυτό κάποια στιγμή το ξεχάσαμε κι ένα μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα χωρίς εμάς – αλλά αυτά τα ξέρεις, φαντάζομαι.»

«Τότε» είπε ο Χούμα «αν λες αλήθεια, γιατί μας κρατάτε εδώ;»

«Δε σας κρατάμε. Περιμένουμε.»

«Τι περιμένετε;»

Ένα κέρας ανήγγειλε μια άφιξη. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ σηκώθηκε χαμογελώντας με νόημα. «Νομίζω πως αυτοί είναι. Ελάτε μαζί μου, σας παρακαλώ.»

Σηκώθηκαν και τον ακολούθησαν. Δυο φρουροί έρχονταν ξοπίσω τους.

Όταν πρωτομπήκαν στο στρατόπεδο, το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ο Χούμα ήταν ο τεράστιος κενός χώρος μπροστά στη σκηνή του διοικητή. Τότε είχε αναρωτηθεί τι σκοπό εξυπηρετούσε αυτό, όπως απορούσε ακόμα πώς ο Έιβοντεϊλ είχε μάθει που βρίσκονταν ή ακόμα και ότι έρχονταν. Πλέον καταλάβαινε.

Η πρώτη που προσγειώθηκε ήταν η ίδια η ασημένια δράκαινα. Φαινόταν ολότελα γιατρεμένη και μάλιστα χαιρέτησε τον Χούμα με τέτοιο ενθουσιασμό που τον συγκίνησε.

«Συγνώμη για την καθυστέρηση, Χούμα, αλλά το να βρω βοήθεια αποδείχτηκε δυσκολότερο απ’ όσο περίμενα. Τους βρήκα όμως!»

Άλλοι δυο ασημένιοι δράκοι προσγειώθηκαν, ένας θηλυκός και ένας αρσενικός. Η δράκαινα τους σύστησε σαν αδέρφια της και χαιρέτησαν κι οι δυο τους τον Χούμα με σοβαρότητα, αναμετρώντας τον με το βλέμμα. Εκείνος τους ανταπόδωσε το χαιρετισμό με κάποια αμηχανία.

Ο τελευταίος που έφτασε ήταν ένας δράκος με χρώμα μπρούτζινο, λιγάκι μικρότερος από τους υπόλοιπους. Ό,τι όμως του έλειπε σε μέγεθος το κέρδιζε σε μυς και ταχύτητα. Οι άνθρωποι του είχαν δώσει το παρατσούκλι Κεραυνός και ήταν περήφανος γι’ αυτό. Επιτέλους, σκέφτηκε ο Χούμα, ο Καζ βρήκε μια αδερφή ψυχή.

«Τέσσερις-πέντε λόγχες για τον καθένα μας δε θα είναι πρόβλημα» είπε η ασημένια δράκαινα στον Χούμα.

«Η σέλα…» άρχισε ο Χούμα.

«Έβαλα κάποιον ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό» τον έκοψε ο Έιβοντεϊλ. «Έχουμε τέσσερις σέλες, που θα σας φτάσουν. Σας βεβαιώνω ότι θα αντέξουν μια χαρά τις δυσκολίες που σας περιμένουν.»

«Το καλό που τους θέλω» μουρμούρισε ο Καζ.

«Τέσσερις, είπες» είπε ο Χούμα. «Εμείς είμαστε τρεις, χωρίς τον Μάτζιους. Εκτός κι αν σκέφτεσαι…»

«Κάθε άλλο!» Ο διοικητής του Έργκοθ κοίταξε τον Χούμα ίσια στα μάτια. «Στο όνομα του Πάλανταϊν και ολόκληρου του Άνσαλον, σου απαγορεύω να ρίξεις τον εαυτό σου στα χέρια του αποστάτη σε μια μάταιη προσπάθεια να σώσεις το μάγο! Εσύ ο ίδιος είπες πόσο σημαντικές είναι οι Δρακολόγχες για το μέλλον όλων μας. Αν χαραμίσεις τη ζωή σου, μας καταδικάζεις να εκπληρώσουμε τα μαύρα όνειρα της δρακοβασίλισσας!»

Μέσα του ο Χούμα ντράπηκε για την ανακούφιση που ένιωσε στο άκουσμα των λόγων του Έιβοντεϊλ. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να σώσει το σύντροφό του, ενώ ένα άλλο τού έλεγε να σωθεί ο ίδιος. Ο Χούμα ήταν διχασμένος.

«Και ποιος θα είναι ο τέταρτος λοιπόν;»

«Εγώ.»

«Εσύ;» ρουθούνισε κοροϊδευτικά ο Καζ. «Έχουν τρελαθεί λοιπόν όλοι οι διοικητές σ’ αυτό τον κόσμο;»

«Ο Φάραν είναι παραπάνω από ικανός να αναλάβει το ρόλο μου» είπε ψυχρά ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ. «Παρά την αντιπάθειά του για τη Σολάμνια, είναι ρεαλιστής. Δε θα κάνει τίποτα που να ταράξει τα πράγματα. Κανέναν δεν εμπιστεύομαι περισσότερο.»

«Και τι θα πει ο αυτοκράτοράς σου;» ρώτησε ο Μπουόρον, που μέχρι τότε παρακολουθούσε σιωπηλός.

«Αυτό μπορεί να μου το πει αν επιζήσω. Όπως σας είπα, εγώ πολεμάω για το Έργκοθ. Δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν εξέθετα κάποιον άλλο σε τέτοιο θανάσιμο κίνδυνο – κι ας ξέρω πως θα υπήρχαν πολλοί εθελοντές. Κάποιος πρέπει να έρθει μαζί σας ως αντιπρόσωπος του Έργκοθ στο Μεγάλο σας Μάγιστρο κι αυτός μπορώ θαυμάσια να είμαι εγώ.»

Ο Χούμα συμφώνησε, αν και με μεγάλο δισταγμό. Προς το παρόν ήταν στα χέρια του Έιβοντεϊλ. Δεν είχαν άλλη επιλογή –και ο διοικητής θα ήταν πολύ καλός σύντροφος, σκέφτηκε τελικά.

Συμφώνησαν να ιππεύσει ξανά ο Χούμα την ασημένια δράκαινα, ενώ ο Μπουόρον και ο Έιβοντεϊλ θα έπαιρναν αντίστοιχα το νεότερο αρσενικό και το θηλυκό. Έτσι ο Καζ θα έπαιρνε τον ευερέθιστο Κεραυνό. Όπως το περίμενε ο Χούμα, ο μινώταυρος και ο μπρούτζινος δράκος αποδέχτηκαν ο ένας τον άλλο σαν παλιοί στρατιώτες. Μοναδικός του φόβος ήταν ότι αυτοί οι δύο θα ορμούσαν από μόνοι τους στον εχθρό, πράγμα που εκμυστηρεύτηκε στην ασημένια δράκαινα.

Εκείνη γέλασε πνιχτά. «Αλήθεια, ο Κεραυνός και ο Καζ κάνουν ένα πολύ ταραχοποιό ζευγάρι, αλλά ο δράκος έχει μυαλό, έτσι νομίζω τουλάχιστον. Θα τον προειδοποιήσω μόλις βρεθούμε στον αέρα.»

«Φρόντισε να καταλάβουν ότι η προειδοποίηση αφορά και τους δυο τους.»

«Δε θα αφήσω καμία αμφιβολία.»

Θέλησαν να φυγουν χωρίς φανφάρες, αλλά ο Φάραν ούτε να το ακούσει. Ο υποδιοικητής είχε παρατάξει την τιμητική φρουρά για να τους αποχαιρετήσει.

Ο Κεραυνός ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τη Δρακολόγχη. Τρόμος ήδη των ουρανών, κατά δήλωσή του, τώρα με τη λόγχη και με τον Καζ στη σέλα, θα γινόταν το τέλειο όπλο. Οι ασημένιοι δράκοι τον κοίταζαν με κρυμμένη φαιδρότητα, αν και η δράκαινα του Χούμα ομολόγησε αργότερα ότι τα λόγια του μπρούτζινου δεν ήταν καυχησιές. Ήταν στ’ αλήθεια τρομερός αντίπαλος.

Οι δράκοι υψώθηκαν στον ουρανό ένας-ένας, με τον Χούμα και τη δράκαινα πρώτους και τον Καζ με τον Κεραυνό τελευταίους. Ο ήλιος ήταν κιόλας ψηλά, αλλά στην πλάτη των δράκων οι σύντροφοι θα κάλυπταν οπωσδήποτε μεγάλη απόσταση εκείνη τη μέρα.


Μέχρι να έρθει θριαμβευτικά η νύχτα, είχαν περάσει για τα καλά τα σύνορα της Σολάμνια. Όμως κάτι που δεν είχαν σκεφτεί τους καθυστέρησε. Η ψιχάλα που είχε αρχίσει στο Έργκοθ είχε πια γίνει κατακλυσμός και οι τέσσερις αναβάτες έγιναν μούσκεμα. Οι δράκοι δε φαίνονταν να επηρεάζονται από την καταιγίδα – και ειδικά ο μπρούτζινος, ο οποίος φαινόταν να απολαμβάνει τις αστραπές που κόντεψαν δυο φορές να τους σουβλίσουν. Κατά προτροπή του Χούμα, προσγειώθηκαν –επιτέλους– για τη νύχτα, ελπίζοντας ότι οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες το πρωί. Οι δράκοι σχημάτισαν έναν προστατευτικό τοίχο γύρω τους και οι τέσσερις σύντροφοι έστησαν τις δύο σκηνές που είχε σκεφτεί να πάρει μαζί ο Έιβοντεϊλ. Οι σκηνές τούς προφύλασσαν από τη βροχή – και το μόνο που ενοχλούσε τον Χούμα ήταν η έντονη μυρωδιά του μινώταυρου, που όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο δυνάμωνε.

Η βροχή δε σταμάτησε, αλλά μειώθηκε. Οι καβαλάρηδες σκεπάστηκαν με τους μανδύες τους ή τις λιγοστές κουβέρτες που είχαν μαζί τους. Χάρη στους δράκους, σε δυο μέρες θα βρίσκονταν κοντά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Αν δεν τους βάραιναν οι παραπανίσιες λόγχες, θα χρειάζονταν ακόμα λιγότερο χρόνο.

Και πάλι, το ταξίδι κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει, γιατί πλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της δρακοβασίλισσας. Ο Ντράκος είχε ένα οχυρό στην καρδιά της Σολάμνια, έχοντας καταφέρει επιτέλους να αποκόψει τις βόρειες από τις νότιες οδούς που οδηγούσαν στο Βίνγκααρντ ή ξεκινούσαν από αυτό, δημιουργώντας έναν αποτελεσματικό τοίχο γύρω από το Ακροπύργιο. Τα εφόδια σπάνιζαν. Ο έλεγχος των ουρανών ήταν ακόμα αμφισβητούμενος, αλλά το ηθικό των δράκων του Φωτός άρχιζε να πέφτει. Το μόνο που τους κρατούσε ακόμα στη θέση τους, τους αποκάλυψε η ασημένια δράκαινα, ήταν οι φήμες για τη Δρακολόγχη.

Πρώτος πετούσε ο ασημένιος αρσενικός, όταν ένιωσαν την πρώτη εχθρική εισβολή. Μια μαγική παρουσία που εξέταζε τους νεοφερμένους. Η εισβολή δεν ήταν παρά μια στιγμιαία επαφή με τη σκέψη τους, αλλά ήταν αρκετή για να σταματήσει απότομα ολόκληρη την ομάδα.

«Πίσω!» φώναξε ο αρσενικός.

Οι τέσσερις κολοσσοί περιστράφηκαν και γύρισαν αρκετά πίσω. Πετώντας, αντάλλασσαν τις απόψεις τους.

«Τι ήταν αυτό που νιώσαμε;» ρώτησε η θηλυκιά του Χούμα.

«Ένα μυαλό, όχι δράκου, αλλά ένα πανίσχυρο μυαλό ανθρώπου. Ανεξάρτητο μάλιστα. Αυτός εδώ δεν ήταν ποτέ του μαθητής των Ταγμάτων της Μαγείας.»

«Δεν ήταν κληρικός;»

Ο αρσενικός κούνησε αρνητικά το τεράστιο κεφάλι του. «Όχι, οπωσδήποτε μάγος. Αποστάτης.»

Ο Χούμα κοίταξε γύρω του νευρικά. «Δεν είναι βέβαια απειλή για σας!»

«Υλικά όχι, Χούμα» του απάντησε η δικιά του ασημένια δράκαινα. «Αλλά δε θα δυσκολευτεί να ενημερώσει κι άλλους για την παρουσία μας –αν δεν το έχει κάνει ήδη– και αυτοί οι άλλοι μπορεί να είναι όντως απειλή. Η δική του μοναδική αποστολή είναι να φυλάει τους ουρανούς.»

«Αφήστε με να τον σκοτώσω!» φώναξε ο Κεραυνός.

«Και τι θα κάνεις» τον ρώτησε η θηλυκιά «για να τον εμποδίσεις να στείλει το μήνυμά του πριν τον χτυπήσεις;»

Ο μπρούτζινος δράκος έκλεισε το στόμα του.

«Νομίζω» άρχισε ο ασημένιος αρσενικός «ότι υπάρχει δρόμος ανοιχτός για μας. Άλλωστε, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος. Θα πετάξω πολύ ψηλότερα απ’ όσο πετάω συνήθως. Μόλις φτάσω εκεί, θα μπορέσω ίσως να διαπιστώσω αν η εμβέλεια της ισχύος του φτάνει τόσο ψηλά. Για να βεβαιωθώ, θα ρισκάρω να μας ανακαλύψουν.» «Αν ο σύντροφός μου δεν έχει αντίρρηση…» πρόσθεσε.

Ο Μπουόρον κούνησε αρνητικά το κεφάλι, αν και έσφιξε με μεγαλύτερη δύναμη το μπροστάρι της σέλας.

«Και οι υπόλοιποι τι λέτε;»

Οι άλλοι δε διαφώνησαν. Θεωρώντας το ως κατάφαση, ο αρσενικός έκανε μια πλήρη περιστροφή και άρχισε να παίρνει ύψος. Με τον Μπουόρον σφιγμένο πάνω του, ο αρσενικός άρχισε να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, μέχρι που χάθηκε μέσα στο στρώμα των νεφών. Πέρασαν κάμποσα λεπτά της ώρας και οι υπόλοιποι περίμεναν γεμάτοι αγωνία. Ύστερα ο Χούμα είδε μια μορφή να ξεπροβάλλει από τα σύννεφα.

Ο Μπουόρον ήταν μάλλον χλομός, αλλά κατά τ’ άλλα φαινόταν μια χαρά. Ο δράκος του φαινόταν μαγεμένος. «Δίκιο είχα. Είναι τόσο συνηθισμένο με τα μυαλά που είναι προσκολλημένα στη γη. Η έρευνά του φτάνει μονάχα μέχρι το στρώμα των νεφών. Στο βαθμό που τον αφορά, πιο πάνω δεν υπάρχει τίποτα.»

«Γιατί να μην το σκεφτώ εγώ;» παραπονέθηκε ο Κεραυνός.

«Ούτε εσύ ούτε εγώ το σκεφτήκαμε» σχολίασε η δράκαινα του Χούμα. «Τώρα που το ακούω, εκπλήσσομαι. Είχα ξεχάσει πόσο στενόμυαλοι είναι μερικοί άνθρωποι. Τώρα που το ξέρουμε όμως, ας κάνουμε γρήγορα.»

Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον Χούμα και τη συντρόφισσά του προς τον ουρανό, ώσπου διαπέρασαν τα σύννεφα και βγήκαν από πάνω τους. Αποκεί υπολόγισαν τη θέση τους σε σχέση με το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ και συνέχισαν το ταξίδι τους.


Οι δράκοι συνέχισαν να πετούν ολόκληρη τη νύχτα, ενώ οι αναβάτες τους κοιμούνταν. Ο Χούμα ξύπνησε από το θόρυβο που έκανε ο Καζ, ο οποίος τσακωνόταν με ένα από τα ερπετόμορφα πλάσματα σχετικά με την ανάγκη του να προσγειωθούν πριν μουδιάσει ολότελα – είτε γινόταν πόλεμος είτε όχι. Οι ίδιοι οι δράκοι ήταν ολοφάνερα κουρασμένοι κι έτοιμοι να προσγειωθούν για να δουν ξανά που βρίσκονταν.

Πρώτος ο Κεραυνός και ύστερα οι υπόλοιποι άρχισαν να κατεβαίνουν διαγράφοντας κύκλους. Ο μπρούτζινος δράκος χάθηκε μέσα στη μεταξένια, λευκή θάλασσα, ακολουθούμενος από την άλλη θηλυκιά. Ο Χούμα και η ασημένια δρακόντισσα ακολούθησαν αμέσως μετά.

Η δροσερή ομίχλη τούς τύλιξε και ο Χούμα δεν έβλεπε ούτε το κεφάλι της δράκαινας. Από κάτω τους ακούστηκε ένας δυνατός βρόντος και το πρώτο που σκέφτηκε ο Χούμα ήταν ότι έμπαιναν σε κάποια τρομερή καταιγίδα. Τότε, ξαφνικά, βρέθηκαν έξω από το κάλυμμα των νεφών και…

…μέσα στο χάος.

Είχαν υποθέσει, εσφαλμένα, ότι είχαν περάσει τις εχθρικές γραμμές. Το μυαλό του Χούμα σαρώθηκε από φρικτούς εφιάλτες στη συνειδητοποίηση του πόσο στενά πολιορκούνταν το Ακροπύργιο. Η μάχη μαινόταν παντού.

Άνθρωποι και ογκρ συγκρούονταν με μανία. Στα μάτια του Χούμα φαινόταν λες και ολόκληρος ο τόπος από κάτω του ήταν σπαρμένος με νεκρούς κι ετοιμοθάνατους. Και οι δύο πλευρές προχωρούσαν και υποχωρούσαν ταυτόχρονα, ανάλογα με το πώς το έβλεπες. Ήταν χάος. Οι δράκοι της Τακίσις βουτούσαν εξακολουθητικά, χτυπώντας με ίση μανία τόσο τις τσακισμένες παρατάξεις των ιπποτών όσο και όποια ογκρ, συμμάχους της, είχαν την ατυχία να βρίσκονται κοντά τους. Υπήρχαν δράκοι χρυσοί, ασημένιοι, μπρούτζινοι και χάλκινοι, αλλά φαίνονταν να υστερούν πάντοτε αριθμητικά. Και, ακόμα χειρότερα, παντού βασίλευε μια αίσθηση κακόβουλης δύναμης που το θάρρος των καλών δράκων δεν μπορούσε να καταβάλει. Ακόμα κι εκεί ψηλά, μακριά από τη μάχη, ο Χούμα ένιωσε την απογοήτευση και την παραίτηση να πλημμυρίζουν την καρδιά του.

«Η Τακίσις είναι εδώ στον Κριν» μουρμούρισε η συντρόφισσα του Χούμα «και ταΐζει τα ξαδέρφια μας με τη δύναμή της, παγώνοντας το μυαλό των εχθρών της. Δεν περίμενα ότι θα διατηρούσε τόση δύναμη στο θνητό επίπεδο. Λες και ήταν εδώ πριν από εμάς!»

Έτσι ήταν. Η παρουσία της δρακοβασίλισσας ήταν καταλυτική. Ο Χούμα ρίγησε από το κρύο που απειλούσε να του μουδιάσει το μυαλό περισσότερο κι από το κορμί. Πώς να πολεμήσεις μια θεά;

«Χούμα, εκεί πάνω. Το βλέπεις;»

Το βλέμμα του ακολούθησε το κεφάλι της δράκαινας και, αφού σκούπισε κάμποσες φορές τα μάτια του, αναγνώρισε το μικροσκοπικό αντικείμενο που διακρινόταν στον ορίζοντα.

«Το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ!» φώναξε ο Καζ από μπροστά. Το έβλεπαν όλοι πια – και η μάχη φαινόταν να σκεπάζει κάθε σπιθαμή εδάφους μέχρι τα τείχη του.

Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ έβγαλε μια φωνή κι έδειξε στα δεξιά τους. Ένας χρυσός δράκος πολεμούσε με δύο κόκκινους. Η μάχη ήταν άγρια και ήταν κι οι τρεις τους πληγωμένοι. Όταν έγινε φανερό ότι ο χρυσός θα έχανε, ο Κεραυνός δεν περίμενε άλλο. Με τον Καζ έτοιμο με τη Δρακολόγχη του, οι δυο σύντροφοι μπήκαν στη μάχη.

Ξαφνικά έβλεπες παντού δράκους – και οι περισσότεροι ήταν εχθροί. Κάθε σκέψη για φαγητό και ξεκούραση ξεχάστηκε. Δεν υπήρχαν παρά νύχια και δόντια, φωνές και ουρλιαχτά, αίμα και πόνος.

Και οι Δρακολόγχες.

Εκεί οι δράκοι του Σκότους δεν ήξεραν τίποτα για τις λόγχες, ίσως γιατί δεν ήθελε κάτι τέτοιο ο Ντράκος. Ωστόσο σύντομα έμαθαν, καθώς χάνονταν ο ένας μετά τον άλλο καρφωμένοι από τις αιχμές τους. Όταν τις τραβούσες από την πληγή, οι λόγχες ήταν ακηλίδωτες και άθικτες κι έλαμπαν με ένα δικό τους φως.

Τα παιδιά της Τακίσις άρχισαν σύντομα να γυρνούν και να φεύγουν από τη λάμψη των λογχών, που σύντομα τις θεώρησαν σημάδι του Πάλανταϊν, με τον οποίο δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Άλλοι, πιο πέρα, είδαν τον πανικό με τον οποίο έφευγαν τ’ αδέρφια τους από τη μάχη και συμπέραναν ότι η μάχη είχε χαθεί. Η φυγή των πρώτων δράκων έγινε σύντομα ένα κύμα πανικού στον ουρανό, καθώς όλο και περισσότεροι έφευγαν μέσα στον παράλογο φόβο τους.

Απαλλαγμένοι από τους αντιπάλους τους, οι δράκοι του Πάλανταϊν ενίσχυσαν τις τάξεις των ιπποτών και η κατάσταση άρχισε να αντιστρέφεται και στο έδαφος. Πρώτα οι δυτικές, ύστερα και οι ανατολικές πτέρυγες του στρατού της δρακοβασίλισσας άρχισαν να κάμπτονται, να υποχωρούν και τελικά να καταρρέουν. Χωρίς τη βοήθεια των δικών τους δράκων, τα ογκρ και οι άνθρωποι που πολεμούσαν υπέρ του Σκότους έχασαν το κουράγιο τους και πολλοί άρχισαν να πετούν τα όπλα τους και να φεύγουν.

Τελικά η μάχη τελείωσε. Λίγοι μονάχα ενοχλήθηκαν από τις βροντές και τις αστραπές που τράνταζαν τα βουνά στα δυτικά. Μια κάποια νίκη την είχαν απεγνωσμένα ανάγκη – κι αυτή την είχαν επιτύχει. Εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήξερε πώς, αλλά όλοι ευχαριστούσαν τον Πάλανταϊν και τον οίκο του για το θαύμα και ύστερα περίμεναν βλοσυροί να δουν τι θα επακολουθούσε.

Κάμποσο μετά το μεσημέρι, τέσσερις εξαντλημένοι δράκοι προσγειώθηκαν στο προαύλιο του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Στις ράχες τους είχαν από έναν αναβάτη, το ίδιο χλομό και εξαντλημένο. Μια ασημένια φεγγοβολή περιέβαλε τους νεοφερμένους και τελικά κάποιος συνειδητοποίησε ότι ήταν οι λόγχες αυτές που έλαμπαν έτσι θεϊκά – ούτε οι δράκοι ούτε οι αναβάτες τους.

Στο μεταξύ, οι φήμες είχαν αρχίσει να διαδίδονται.

Κεφαλαίο 25

Ο Θρύλος του Χούμα

«Μου είπαν πως ήσουν εσύ, αλλά δεν το πίστευα ύστερα από τόσες ιστορίες που ακούγονται!»

«Ιστορίες;» ο Χούμα και οι σύντροφοί του είχαν ξεπεζέψει από τους δράκους – κι αν δεν είχε ενεργήσει γρήγορα ο Άρχοντας Γκρένταλ, ο υπεύθυνος για την άμυνα του Ακροπυργίου, ιππότες και λαός θα τους είχαν πνίξει. Κάμποσοι από τους καλογυμνασμένους βετεράνους, που αποτελούσαν τη δύναμη του Γκρένταλ, βρέθηκαν γύρω από τους νεοφερμένους, αμέσως μόλις προσγειώθηκαν.

Ο Άρχοντας Όσγουολ, ο Μεγάλος Μάγιστρος, έδειξε τον Χούμα. «Ξέρεις για τι μιλάω. Για τις ιστορίες σχετικά με τη μάχη σου με το δαίμονα που έσπερνε την πανούκλα και τη διχόνοια στον τόπο.»

«Τον Ρέναρντ;»

«Τον Ρέναρντ. Είναι απίστευτο το πόσο μπορεί να σε απατά η μνήμη. Όταν αποκαλύφθηκε τι ήταν στ’ αλήθεια κι εσύ τον νίκησες, ξέχασαν πολύ γρήγορα πόσο πρόθυμοι ήταν να πιστέψουν τα παραμύθια που διέδιδε. Τον κατηγόρησαν ως κακόβουλο δαίμονα ή κληρικό, δε θυμάμαι τι ακριβώς. Ύστερα, σαν αποκορύφωμα, εσύ εξαφανίστηκες σαν τον ίδιο τον Πάλανταϊν.»

Το πρόσωπο του Χούμα αναψοκοκκίνισε. «Το μέρος που αφορά την εξαφάνιση μου είναι αλήθεια, αλλά σε βεβαιώνω, άρχοντά μου, ότι δεν έγινε με τη δική μου δύναμη.»

«Πράγματι.» Τα μάτια του Άρχοντα Όσγουολ στάθηκαν στις Δρακολόγχες και το κορμί του ρίγησε στιγμιαία. «Αυτές λοιπόν έψαχνες; Αυτές χρειαζόμασταν τόσο απεγνωσμένα;»

«Μάλιστα, άρχοντά μου. Τις Δρακολόγχες. Έπρεπε να βρίσκονται εδώ νωρίτερα, αλλά μπλέξαμε στη μάχη.»

«Πραγματικά. Άντρες και δράκοι διηγούνται πώς ξεπροβάλατε οι οκτώ σας από το πουθενά, σκορπώντας το φόβο και το θάνατο στα τσιράκια της δρακοβασίλισσας. Ίσως έχουν δίκιο: ίσως είσαι ο Πάλανταϊν και ήρθες στον Κριν μεταμφιεσμένος σε θνητό.»

«Άρχοντα Όσγουολ!»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος γέλασε πνιχτά. «Δεν έχω φτάσει ακόμα στο σημείο να σκέφτομαι έτσι, Χούμα. Όχι ακόμα.» Παρά την προφανή του λαχτάρα να δει από κοντά τις λόγχες, ο Όσγουολ στράφηκε στην υπόλοιπη ομάδα του Χούμα. «Εσένα σε ξέρω, μινώταυρε, και χαίρομαι που σου έδειξα εμπιστοσύνη. Δικαίωσες όλα τα καλά που έχω ακούσει για τη φυλή σου. Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου.»

Ο Καζ ήταν περίεργα σιωπηλός. «Έκανα ό,τι μου ζήτησαν. Έχω δώσει όρκο στον Χούμα.»

«Αυτό είναι όλο;» Ο Μεγάλος Μάγιστρος χαμογέλασε και στράφηκε στους άλλους, αρχίζοντας από τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Στη φωνή του υπήρχε μια αδιόρατη ψυχρότητα. «Καλώς ήρθες, Διοικητή του Έργκοθ, σε καλωσορίζω σαν αδερφό ιππότη. Δεν πιστεύω να έφερες μαζί και το στρατό σου;»

«Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, Μεγάλε Μάγιστρε, ήξερα ότι κάποια μέρα θα κατείχες το τωρινό σου αξίωμα, αλλά φανταζόμουν ότι θα είχες μαλακώσει στο μεταξύ.»

Ο Όσγουολ δέχτηκε τη συγκαλυμμένη επίπληξη με ένα πιο αληθινό χαμόγελο. «Συγχώρεσέ με αν ξεχνάω καμιά φορά ότι βρίσκομαι μπροστά σε έναν κληρικό του Πάλανταϊν επίσης.»

Ο Χούμα, ο Καζ και ο Μπουόρον αλληλοκοιτάχτηκαν. Αν και σέβονταν τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ, ποτέ τους δεν τον είχαν δει ως κληρικό του Πάλανταϊν. Αλλά, πάλι, ποιος μπορούσε ένα πει με τι έπρεπε να μοιάζει ένας κληρικός, εφόσον η πίστη και οι πράξεις του δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις ιερές διδασκαλίες;

«Πρόδωσες το μυστικό μου, αλλά δεν πειράζει. Ίσως τώρα ο Χούμα καταλαβαίνει γιατί επέμενα να με συνοδέψει στο Κάεργκοθ. Όταν είδα το σημάδι του Μόρτζιον σε έναν τόσο φανερά πιστό ιππότη, φοβήθηκα μήπως τον είχαν σημαδέψει για κακό σκοπό.» Ο Έιβοντεϊλ στράφηκε στον Χούμα και χαμογέλασε.

Ο Μεγάλος Μάγιστρος πήρε τα μάτια του από τον Έιβοντεϊλ και κοίταξε τον Μπουόρον με κάποια ειρωνεία στο βλέμμα. Με τη μεγάλη του γενειάδα, ο ιππότης από τα νοτιοδυτικά ξεχώριζε από μακριά. Μπροστά στον Μεγάλο Μάγιστρο, ο Μπουόρον έτρεμε.

«Είσαι ο…»

Ο ιππότης έπαιξε κάμποσες φορές τα βλέφαρα πριν τραυλίσει το όνομά του. «Ο Μπουόρον, άρχοντά μου!»

«Από κάποιο απομακρυσμένο μας φυλάκιο στο Έργκοθ, φαντάζομαι.»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.» Ο Μπουόρον ήταν κάτασπρος.

«Μπράβο.» Ο Άρχοντας Όσγουολ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και απομακρύνθηκε. Ο Μπουόρον αναστέναξε ανακουφισμένος και χαμογέλασε ασθενικά.

«Λοιπόν, Χούμα.» Ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν σοβαρότατος. «Αν έχεις την καλοσύνη, θα ήθελα να έρθεις με τους συντρόφους σου στα διαμερίσματά μου. Θέλω να μάθω τα πάντα.»

«Μάλιστα άρχοντά μου, αλλά οι Δρακολόγχες…»

«Θα τις φροντίσουν με κάθε προσοχή και θα τις τοποθετήσουν σε μέρος ασφαλές, μέχρι να αποφασίσουμε τι θα τις κάνουμε. Ελάτε λοιπόν. Μου φαίνεται ότι χρειάζεστε όλοι σας λίγο κρασί. Εγώ ύστερα από τη σημερινή –παραλίγο– καταστροφή μας το χρειάζομαι σίγουρα.»


Η αναφορά του Χούμα διακοπτόταν κάθε τόσο από τις αστραπές και τις βροντές που χαλούσαν τον κόσμο στα βουνά, στα δυτικά. Η Τακίσις είχε εξαπολύσει τη μανία της σ’ αυτούς που την είχαν απογοητεύσει, υπέθεσε ο Καζ, ή ίσως ήταν έργο του Γκάλαν Ντράκος, ο οποίος ήταν έξαλλος με την αποτυχία των δικών του να αρπάξουν τις Δρακολόγχες.

Ρουφώντας κάθε λέξη από τη διήγηση του Χούμα, ο Άρχοντας Όσγουολ έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Πάλανταϊν! Αν δεν ήσουν εσύ, δε θα το πίστευα ποτέ – και να που τις βλέπω στ’ αλήθεια! Κάνεις πολύ περήφανο ένα γέρο άνθρωπο, Χούμα. Και ο Ντούρακ θα ήταν περήφανος, είμαι σίγουρος.»

«Ευχαριστώ, άρχοντά μου.» Αυτή η φιλοφρόνηση μετρούσε περισσότερο από κάθε άλλη.

«Και, μάλιστα, είναι φτιαγμένες από δρακοασήμι, κι από ένα σιδηρουργό με χέρι ασημένιο, το οποίο κρατούσε χρυσή σφύρα.»

Ο Χούμα φάνηκε να μπερδεύεται. «Αυτό δεν το ανέφερα.»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος χαμογέλασε με νόημα. «Είμαι της παλιάς σχολής, Χούμα, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που σε πίστεψα από την αρχή. Αν αυτός ο σιδηρουργός είναι όπως τον περιέγραψες, πρέπει η σφύρα του να είναι φτιαγμένη από τον ίδιο τον Ρέορξ. Χαίρομαι που τελικά είναι σωστές οι αρχαίες μας καταγραφές και που αξιώθηκες να μας φέρεις αυτά τα όπλα.»

Κάτι φούντωνε μέσα στον Χούμα που τελικά τον έκανε να σηκωθεί όρθιος. «Άρχοντά μου, σε ικετεύω. Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα είπες και ξέρω ότι ήταν πολλά αυτά που έπρεπε ν’ ακούσεις, αλλά τώρα έχουμε στα χέρια μας τις Δρακολόγχες και πρέπει να σου ζητήσω μια χάρη. Υπάρχουν είκοσι λόγχες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον ουρανό. Δώσε μου μία λόγχη κι άσε με να πάω πετώντας στην κατοικία του Γκάλαν Ντράκος και της σκοτεινής αφέντρας του. Πρέπει να λευτερώσω τον Μάτζιους!»

«Ιππότη Χούμα.» Η φωνή του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν άτονη, ανατριχιαστικά όμοια με του Ρέναρντ. Ο Άρχοντας Όσγουολ τον κάρφωσε με το βλέμμα, μέχρι που ο Χούμα ξανακάθισε. «Ένας άντρας ή μια γυναίκα, σύντροφος, εραστής ή συγγενής, δεν αξίζει τις ζωές εκατοντάδων – και αυτό το λέω ακόμη και αν επρόκειτο για εμένα τον ίδιο. Μπορεί να διαφωνήσεις μαζί μου, και αυτό είναι δικαίωμά σου, αλλά κατ’ ιδίαν. Πολεμάμε για την ύπαρξη ολόκληρης της Σολάμνια, ολόκληρου του Άνσαλον, αν όχι και του ίδιου του Κριν. Δεν μπορώ να εγκρίνω την ιδέα σου.»

«Μα τον έπιασαν ενώ υπερασπιζόταν τις λόγχες!» Η πικρία του Χούμα άρχιζε να διακρίνεται.

«Το αντιλαμβάνομαι, Ιππότη Χούμα, όπως αντιλαμβάνομαι και τους δικούς σου κινδύνους, που εσύ δεν καταλαβαίνεις. Η απόφαση μου δεν αλλάζει. Κατανοητό;»

Ο Χούμα δεν είπε τίποτα.

«Λοιπόν, είπες πως έχεις είκοσι μία λόγχες, από τις οποίες η μία είναι σχεδιασμένη για πεζικάριο;»

«Ναι.»

«Είκοσι λόγχες δεν είναι καθόλου αρκετές. Είμαστε τυχεροί αυτή τη φορά, με την έννοια ότι οι δράκοι δε σε περίμεναν και η ξαφνική σου εμφάνιση τους έχει φέρει σε σύγχυση.»

«Έφυγαν με την ουρά στα σκέλια» παρατήρησε αυτάρεσκα ο Καζ.

«Αυτή τη φορά. Την επόμενη –και μη φανταστείτε ότι δε θα ξανάρθουν– θα ενεργήσουν με μεγαλύτερη πονηριά και αυτοπεποίθηση, και ούτε τέσσερις λόγχες θα μας σώσουν, ούτε καν είκοσι.»

«Λες ότι η μάχη έχει κιόλας χαθεί. Αυτό δεν περίμενα να το ακούσω από το Μεγάλο Μάγιστρο των Ιπποτών της Σολάμνια» σχολίασε ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ.

Ο Μεγάλος Μάγιστρος αγνόησε την περιφρονητική ματιά του Ιππότη του Έργκοθ και κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στον Χούμα. «Αν και μερικοί αυτό το βλέπουν σαν παραδοχή ήττας, είναι επειδή δεν είχαν την υπομονή να περιμένουν και να ακούσουν. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να καθαρίσουμε το σιδηρουργείο από καθετί άλλο και να κατασκευάσουμε, με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούμε, λόγχες ίδιας ποιότητας με τις αρχικές.»

Ο Γκάι Έιβοντεϊλ στένεψε τα μάτια κι ένα λεπτό χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του. Ο Καζ και ο Μπουόρον αλληλοκοιτάχτηκαν μπερδεμένοι. Ο Χούμα δίστασε και ύστερα είδε πού το πήγαινε ο μεγαλύτερος του ιππότης.

«Κόλπο! Θα τους ξεγελάσουμε με μια τεράστια μπλόφα!»

Ο Άρχοντας Όσγουολ χαμογέλασε και τα μάτια του άστραψαν. «Μπλόφα. Ακριβώς. Έχουμε ήδη τα απαραίτητα για την κατασκευή συνηθισμένων λογχών. Τώρα θα φτιάξουμε όσο πιο πιστά αντίγραφα των Δρακολογχών είναι δυνατόν.»

«Πόσο χρόνο θα μας πάρει;» ρώτησε ο Έιβοντεϊλ. «Όπως είπες και ο ίδιος, δε θ’ αργήσουν να ξανάρθουν.»

«Για μας, η μεταλλοτεχνία –στις περισσότερες μορφές της– είναι τέχνη. Είναι μέρος του μυστικού της επιτυχίας μας. Τα φτηνά όπλα και οι πανοπλίες της σειράς είναι για στρατούς δεύτερης κατηγορίας, για να παραφράσουμε λιγάκι το Μέτρο. Σε δύο μέρες θα έχουμε πάνω από εκατό λόγχες. Θα είναι αντίγραφα, όπως σας είπα, πλαστά αντίγραφα των αληθινών Δρακολογχών. Τα νέα σχετικά με την αιτία της πανωλεθρίας έχουν σίγουρα μαθευτεί. Την επόμενη φορά που θα τους αντιμετωπίσουμε, ελπίζω να έχουμε τουλάχιστον εκατό λόγχες έτοιμες. Όταν έρθουν οι δράκοι της Τακίσις, θα βρεθούν μπροστά σε μια πραγματική επέλαση ιππικού. Ο αιφνιδιασμός θα είναι με το μέρος μας. Ελπίζω ότι εκατό λόγχες, δήθεν Δρακολόγχες, θα σπείρουν ξανά τον πανικό. Αφού στριμώξουν τους δράκους, οι δυνάμεις μας θα προχωρήσουν και θα χτυπήσουν τα ογκρ.»

«Αυτό είναι παραπάνω από μπλόφα. Λόγχες-ξελόγχες, εσύ έχεις σκοπό να νικήσεις. Ενδιαφέρον σχέδιο. Το πιστεύεις;»

«Ως κληρικός του Πάλανταϊν, θα έπρεπε να το ξέρεις. Άλλωστε, δεν είναι τόσο το σχέδιο που εμπιστεύομαι όσο οι άντρες μου. Στο κάτω-κάτω, Ιππότες της Σολάμνια είμαστε.»


«Χούμα.»

Περπατούσε μονάχος, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τα γεγονότα. Ο Μάτζιους, οι Δρακολόγχες, ο Γκάλαν Ντράκος, η Γκουίνεθ…

«Χούμα;»

Γύρισε. Εκείνη ήταν εκεί, μέσα στη σκιά των στάβλων. Φορούσε έναν πλούσιο, ασημογάλαζο χιτώνα που αποκάλυπτε εν μέρει το λεπτό της κορμί καθώς βάδιζε προς το μέρος του. Ο Χούμα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Γκουίνεθ;»

Του χαμογέλασε. «Περίμενες καμιά άλλη;»

«Όχι!»

«Ήθελα να έρθω νωρίτερα κοντά σου, αλλά δεν ήταν εφικτό. Υπάρχουν… κάποια πράγματα που πρέπει να ξεκαθαρίσω. Ελπίζω να μη σε πειράζει να περπατήσω μαζί σου.»

«Όχι. Κάθε άλλο!»

Η Γκουίνεθ έπιασε το μπράτσο του και οι δυο τους άρχισαν να περπατούν αργά στο προαύλιο. Ήταν η πρώτη πραγματικά καθαρή νύχτα που θυμόταν ο Χούμα. Μέχρι που έβλεπες και κομμάτια ουρανού, λες και –επιτέλους– σκιζόταν το κάλυμμα των νεφών. Ο Χούμα όμως δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Αυτό με ένα μόνο τρόπο μπορούσε ένα συμβεί: με την ολοκληρωτική ήττα της δρακοβασίλισσας.

Του πήρε κάμποση ώρα να ανακτήσει το κουράγιο του, αλλά τελικά τη ρώτησε «Πώς ήρθες εδώ;»

Εκείνη γύρισε αλλού το πρόσωπο. «Σε παρακαλώ, μην το ρωτάς τώρα αυτό. Σου υπόσχομαι ότι θα σου πω σύντομα.»

«Πολύ καλά. Απλώς χαίρομαι πολύ που σε βλέπω.»

Αυτό την έκανε να στραφεί να τον κοιτάξει. «Χαίρομαι γι’ αυτό. Έτσι αξίζουν όλα τον κόπο.» Ξαφνικά η έκφρασή της σκοτείνιασε ξανά. «Άκουσα ότι ήθελες να πας ο ίδιος να βρεις τον Μάτζιους.»

«Ο Μεγάλος Μάγιστρος το απαγορεύει.»

«Τι θα κάνεις;»

«Θα υπακούσω στον Μεγάλο Μάγιστρο. Είναι καθήκον μου.»

Ύστερα από αυτό σώπασαν. Η Γκουίνεθ είχε το ένα της χέρι ακουμπισμένο στο χέρι του Χούμα καθώς περπατούσαν και ο ιππότης ξαφνιάστηκε από τη δύναμη αυτού του χεριού. Ήταν τόσα που δεν ήξερε για κείνη – ανάμεσα σ’ αυτά και τη σχέση της με τη Δρακολόγχη. Πρέπει να είναι κληρικός, κατέληξε, αλλά τίνος θεού, δεν ήταν σίγουρος.

Ξαφνικά η Γκουίνεθ κοίταξε ίσια μπροστά και σφίχτηκε. Ο Χούμα ακολούθησε το βλέμμα της και είδε έναν άγνωστό του άντρα, περίπου συνομήλικό του. Ο άντρας ήταν ντυμένος σαν χωρικός (οι χωρικοί είχαν εγκατασταθεί στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ πριν φτάσει ο πόλεμος στα σπίτια τους), αλλά η κορμοστασιά του δεν ήταν σαν αυτή του χωρικού. Το πρόσωπό του κρυβόταν αρκετά στη σκιά, αλλά ο Χούμα θα ορκιζόταν ότι τα μάτια του έλαμπαν. Αφού τους έριξε μια ματιά, ο ξένος χάθηκε σε μια γωνιά.

«Ποιος είναι αυτός;» Το χέρι του Χούμα έπεσε στη λαβή του σπαθιού του. Αν κάποιος παραφυλούσε την Γκουίνεθ…

«Κανείς» του απάντησε εκείνη υπερβολικά γρήγορα. Η Γκουίνεθ πήρε το χέρι της από το δικό του. «Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σε ξαναδώ αργότερα, σ’ το υπόσχομαι.»

Γύρισε κι έφυγε βιαστικά προς τα εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Ο Χούμα σκέφτηκε να την ακολουθήσει, αλλά χάθηκε σχεδόν αμέσως από τα μάτια του. Ο ιππότης τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Δεν θυμόταν να την είδε να στρίβει πουθενά.


Η αντίδραση του εχθρού στις Δρακολόγχες δεν ήταν αυτή που περίμεναν ο Χούμα και οι άλλοι.

Είχε προσφερθεί να κάνει επίδειξη των μεθόδων και της χρήσης της Δρακολόγχης. Προς μεγάλη του έκπληξη, μόνο μια χούφτα ιππότες πήγαν να τον παρακολουθήσουν. Ο ένας τους του αποκάλυψε τους λόγους της εκπληκτικής απάθειας των αδερφών τους. Κατάπληκτος, ο Χούμα μεταβίβασε στους άλλους αυτά που του είχε πει ο ιππότης και πόσο διάχυτα ήταν αυτά τα συναισθήματα σ’ ολόκληρη την Ιπποσύνη.

«Ο καιρός των θαυμάτων έχει περάσει. Δε δέχονται ότι οι λόγχες είναι μαγικές – και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό; Τους ζητάμε συνέχεια να ρισκάρουν τη ζωή τους, άσκοπα κατά τη γνώμη τους. Όσοι θα φέρουν τις αληθινές δρακολόγχες θα υποστούν το κύριο βάρος της επίθεσης και ύστερα θα προσπαθήσουν να διασπάσουν τον εχθρό και να χτυπήσουν την καρδιά του Κακού, τον Γκάλαν Ντράκος και την κολασμένη κυρά του. Όμως η αυτοκτονία αντιβαίνει προς τον Όρκο και το Μέτρο. Και στο συγκεκριμένο, λίγοι έχουν αληθινή πίστη στον Πάλανταϊν. Μου είπαν ότι μερικοί πιστεύουν ότι τις λόγχες τις έφτιαξα εγώ. Θέλουν να ξέρουν γιατί πρέπει να διακινδυνέψουν τη ζωή τους τόσο άσκοπα, ενώ θα μπορούσαν να είναι εδώ με τους συντρόφους τους και να πολεμούν ενάντια σε έναν πιο συγκεκριμένο εχθρό, με ίσους όρους. Το να πολεμάς τους δράκους είναι άλλο, κι άλλο να αντιμετωπίσεις την ίδια τη δρακοβασίλισσα. Αυτό είναι τρέλα. Αυτό το μήνυμα το πήρα κάμποσες φορές ήδη.»

Σε αυτό το σημείο ο Άρχοντας Όσγουολ σηκώθηκε. «Θα το ρισκάρουν, ανάθεμά τους! Ιππότες είναι, όχι δειλοί κλέφτες. Θα τους διατάξω να πάρουν τις λόγχες και να τις χρησιμοποιήσουν!»

«Και θα πεθάνουν» μπήκε στη μέση ο Έιβοντεϊλ.

«Τι είπες;» Οι δυο διοικητές καρφώθηκαν με το βλέμμα.

«Θα πεθάνουν, Μεγάλε Μάγιστρε. Είτε πιστεύουν λίγο είτε καθόλου, θα πεθάνουν. Το θέμα δεν είναι αν η δύναμη του Πάλανταϊν κυλάει μέσα στη δρακολόγχη. Πρέπει να πιστεύει και το χέρι που την κρατάει, αλλιώς οι αντιδράσεις του θα είναι αργές, άστοχες. Πρέπει να έχουν πίστη, όπως εμείς, διαφορετικά θα νικηθούν, γιατί θα θεωρήσουν κι αυτές τις λόγχες όμοιες με τις άλλες – αντικείμενα που λυγίζουν, σπάνε ή κομματιάζονται πάνω στις φολίδες των δράκων του Σκότους.»

«Μα η Δρακολόγχη…»

Ο κληρικός από το Έργκοθ σήκωσε το χέρι του για να κάνουν ησυχία. «Έχουμε είκοσι Δρακολόγχες, σωστά;»

«Συν τη λόγχη του πεζικάριου» πρόσθεσε βιαστικά ο Χούμα.

«Είκοσι λόγχες. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι είκοσι άντρες. Νομίζω ότι ο Πάλανταϊν μας φυλάει. Για να υπάρχουν μόνο είκοσι Δρακολόγχες, θα υπάρχει λόγος. Αν πρέπει να αποκτήσουμε κι άλλες, θα το φροντίσει ο Πάλανταϊν. Αν είναι δυνατή η πίστη μας, είτε με είκοσι λόγχες είτε με χίλιες, εμείς θα θριαμβεύσουμε.»

Ο Άρχοντας Όσγουολ κοίταξε τον Χούμα. «Δίκιο έχει.»

Ο Χούμα μελέτησε τους συγκεντρωμένους στο δωμάτιο. Ο Καζ, ο Μπουόρον και ο Έιβοντεϊλ θα τον ακολουθούσαν. Χρειαζόταν μονάχα άλλους δεκαέξι. «Ας είναι είκοσι λοιπόν.»

Κάμποσοι απόρησαν με τα λόγια του. Ο Χούμα δεν περίμενε τις ερωτήσεις τους, αλλά τους ανέπτυξε αμέσως τις σκέψεις του.

«Μπουόρον, Καζ, Άρχοντα Έιβοντεϊλ, ξέρω ότι εσείς οι τρεις θα έρθετε μαζί μου. Ξέρετε τη Δρακολόγχη, ξέρετε τι μπορεί να κάνει. Αν οι είκοσι λόγχες είναι το μόνο που μας χωρίζει από την ήττα, τότε ας ευχαριστήσουμε τον Πάλανταϊν που τις έχουμε και αυτές, κι ας τις χρησιμοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό.»

«Έπρεπε να γίνεις κληρικός, Χούμα, γιατί η πίστη σου είναι η πιο δυνατή που έχω δει.» Στο ύφος του Άρχοντα Γκάι δεν υπήρχε ίχνος ειρωνείας.

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του Μεγάλου Μάγιστρου και μπήκε ένας από τους Ιππότες του Ρόδου που απάρτιζαν την κυρίως φρουρά των ιπποτών. «Μεγάλε Μάγιστρε, ο Ιππότης Μπένετ επιθυμεί να σου μιλήσει.»

«Τον κάλεσα από τα τείχη εδώ και πολλή ώρα. Πού ήταν;»

«Δεν είπε, άρχοντά μου.»

Ο Άρχοντας Όσγουολ έριξε μια ματιά στον Χούμα και ύστερα έγνεψε αργά. «Να περάσει.»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.» Ο φρουρός μίλησε σε κάποιον στον προθάλαμο και μετά στάθηκε προσοχή. Ο Μπένετ –περισσότερο όμοιος με τον πατέρα του παρά ποτέ– μπήκε μεγαλόπρεπα στο δωμάτιο. Χαιρέτησε με σεβασμό το θείο του και αναγνώρισε ευγενικά την παρουσία των άλλων, αν και το Διοικητή του Έργκοθ τον κοίταξε έντονα κάμποση ώρα.

«Τι τρέχει, Μπένετ;»

«Θείε… ε… Μεγάλε Μάγιστρε, μελετούσα τις Δρακολόγχες.»

Η έκφραση του γεροντότερου σκοτείνιασε. «Ποιος σου έδωσε την άδεια;»

Ένα μέρος από τη μεγαλοπρέπειά του χάθηκε. «Το έκανα με δική μου πρωτοβουλία. Δε γινόταν αλλιώς, αφού μου μίλησες για την εξαφάνιση του Χούμα.»

Ο Μπένετ κοίταξε τον Χούμα, αλλά εκείνος δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα από τα σφιγμένα, γερακίσια χαρακτηριστικά του.

«Και;»

Τα μάτια του ανιψιού γούρλωσαν, η μάσκα έπεσε και τόσο ο Χούμα όσο και ο Άρχοντας Όσγουολ έμειναν κατάπληκτοι από το θαυμασμό που απλώθηκε στο πρόσωπο του Μπένετ καθώς μιλούσε.

«Ήταν απαλές στο άγγιγμα – τόσο απαλές που πρέπει να σκίζουν χωρίς προσπάθεια τον αέρα. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τόσο κοφτερή αιχμή, ούτε μέταλλο τόσο λαμπρό – τόσο ζωντανό. Άκουσα ότι πολλοί αμφισβητούν την αυθεντικότητα των λογχών, αλλά εγώ δεν μπορώ να πιστέψω παρά ότι μας τις έστειλε ο Πάλανταϊν διαμέσου του εκλεκτού του μαχητή.»

Για πρώτη φορά ο Χούμα ένιωσε ένα βαθύ σεβασμό να αναβλύζει από τον ανιψιό του Μεγάλου Μάγιστρου και να αφορά τον ίδιο.

Το ίδιο έκπληκτος ήταν και ο Άρχοντας Όσγουολ. Ο Καζ ρουθούνισε αθόρυβα όλο περιφρόνηση, αλλά η ματιά που του έριξε ο Μπένετ τον έκανε να σταματήσει αμέσως.

«Θέλω να είμαι ένας από αυτούς, Μεγάλε Μάγιστρε. Μέτρησα μόνο είκοσι και δεν ξέρω αν πρόκειται να έχουμε περισσότερες, αλλά θέλω να είμαι ένας από αυτούς. Γι’ αυτό έχω εκπαιδευτεί – για να προσφέρω τον εαυτό μου στην υπηρεσία της Τριανδρίας και του Πάλανταϊν. Αν χρειάζεται να αποδείξω ότι το αξίζω, είμαι έτοιμος να περάσω οποιαδήποτε δοκιμασία.» Ο Μπένετ ξεφύσησε και οι ώμοι του βούλιαξαν. Είχε γυμνώσει τον εαυτό του μπροστά σε όλους και τώρα περίμενε την κρίση.

Ο Μέγας Μάγιστρος κοίταξε μια τον Χούμα και μια τον Έιβοντεϊλ και ύστερα ξανά τον ανιψιό του.

«Ιππότη Μπένετ, είσαι, βλέπω, γιος του αδερφού μου – πριν το άγχος της εξουσίας μάς χωρίσει. Αν μπορείς να παραμείνεις όπως είσαι τώρα, βλέπω σε σένα αυτό που πολλοί έχουν πιστέψει, ότι θα είσαι ένας από τους πρώτους και καλύτερους στις τάξεις μας.» Οι ώμοι του Μπένετ τεντώθηκαν από φανερή περηφάνια. «Αν είσαι πραγματικά αυτό που όλοι πασχίζουμε να είμαστε» συνέχισε ο Όσγουολ «τότε σου ζητώ να έχεις για παράδειγμά σου αυτόν εδώ τον ιππότη» του έδειξε τον εμβρόντητο Χούμα «γιατί είναι η ενσάρκωση της διδασκαλίας μας – είτε το πιστεύει ο ίδιος είτε όχι.»

«Ώστε λοιπόν…»

«Ναι, και σου αναθέτω ένα ειδικό καθήκον. Βρες κι άλλους σαν εσένα, κι από τα τρία τάγματα, δεκαπέντε τον αριθμό, έτοιμους να πιστέψουν τη θέληση και τη δύναμη του Πάλανταϊν, για να σκίσουν τους ουρανούς με τις Δρακολόγχες στα χέρια.»

Ο Μπένετ παραλίγο να βροντήσει πάνω στην πόρτα. Στράφηκε στο θείο του. Ο Άρχοντας Όσγουολ του έκανε νόημα να φύγει. Ο Ιππότης του Ρόδου έφυγε βιαστικός.


Ο Μπένετ έκανε ακριβώς ό,τι του είπαν. Έψαξε για εθελοντές και στα τρία τάγματα και τους διάλεξε με βάση την αξία και την πίστη τους και όχι με κριτήριο το αν του ήταν πιστοί ή όχι, όπως θα είχε κάνει πριν από το θάνατο του πατέρα του. Ανάμεσα στους εθελοντές υπήρχαν βετεράνοι και σχεδόν νεοφώτιστοι. Ο Μπένετ διάλεξε –προς μεγάλη έκπληξη όλων– και τρεις ιππότες που είχαν χάσει μέλη ή που είχαν οριστικά σακατευτεί, όλοι τους στον πόλεμο. Σε καιρό ειρήνης ο Άρχοντας Όσγουολ θα τους είχε δώσει δουλειά στο Ακροπύργιο, κάτι για να απασχολούνται χωρίς να εκτίθενται σε κινδύνους. Όμως κάθε άντρας ικανός να πολεμήσει ήταν απαραίτητος. Άντρες που είχαν χάσει πόδι ήταν πάντοτε ικανοί να καβαλήσουν άλογο και να κρατήσουν σπαθί. Όποιος είχε ένα άχρηστο χέρι σήμαινε ότι ο ιππότης μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άλλο. Ένας Ιππότης της Σολάμνια δεν εγκατέλειπε τον αγώνα παρά μόνο θριαμβευτής ή νεκρός. Αν είχαν απομακρύνει αυτούς τους άντρες από τις τάξεις τους, οι διαθέσιμες δυνάμεις του Ακροπυργίου θα είχαν μειωθεί τουλάχιστον κατά το ένα τέταρτο.

Με την υποχώρηση των δυνάμεων της δρακοβασίλισσας από την περιοχή του Ακροπυργίου, οι γραμμές ανεφοδιασμού άνοιξαν ξανά, αν και σποραδικά. Περιμένοντας την πρώτη ευκαιρία, οι ιππότες των νότιων συνόρων έστελναν τρόφιμα και πρώτες ύλες. Ήταν επικίνδυνη δουλειά εξαιτίας των ογκρ – και οι δράκοι έκαναν ακόμα επιδρομές στους δρόμους και μερικές άμαξες δεν ολοκλήρωναν ποτέ το ταξίδι τους.

Τα βουνά στα δυτικά ήταν δυσοίωνα σιωπηλά και ο Χούμα έπιασε τον εαυτό του να τα κοιτάζει κάθε τόσο. Ο Μάτζιους ήταν ακόμα εκεί και ο Χούμα ένιωθε πάντα την επιθυμία να επιχειρήσει να τον σώσει. Το να περιμένει στο Ακροπύργιο την επόμενη ύπουλη κίνηση του Γκάλαν Ντράκος και της κυράς του τον ενοχλούσε.

Ίσως ήταν ευκολότερο αν βρισκόταν κοντά του η Γκουίνεθ, αλλά δεν είχε γυρίσει ύστερα από εκείνη τη νύχτα. Ο Χούμα είχε αρχίσει να μιλάει με την ασημένια δράκαινα. Μιλούσαν μόνο όταν ήταν μόνοι οι δυο τους, γιατί η παρουσία των άλλων δράκων που φυλούσαν το Ακροπύργιο –και ειδικά των δύο αδερφών της ασημένιας, οι οποίοι τον κοίταζαν έντονα κάθε φορά που βρισκόταν κοντά τους– τον έφερνε σε δύσκολη θέση.

Η δράκαινα άκουγε την κάθε του λέξη και απαντούσε στις ερωτήσεις του με τόση ένταση που συχνά ξεχνούσε ότι μιλούσε με ένα πλάσμα απείρως μεγαλύτερο και αρχαιότερο από τον ίδιο. Ταυτόχρονα, η δράκαινα φαινόταν να υποφέρει από μια λύπη που ο Χούμα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Μόνο μια φορά την πίεσε να του πει. Όταν το είχε παρατραβήξει, η μεγάλη δράκαινα είχε γυρίσει κι είχε φύγει χωρίς να πει άλλη λέξη.

Ο Χούμα δεν μπορούσε να εξηγήσει τα αισθήματα που τον είχαν κατακλύσει, αλλά κατά κάποιον τρόπο καταλάβαινε ότι αιτία της μόνιμης θλίψης του τεράστιου πλάσματος ήταν ο ίδιος.

Πρόσεξε πολύ να μη θίξει αυτό το θέμα ξανά, από το φόβο του για το τι μπορεί να αποκαλυπτόταν.


Τρεις μέρες πέρασαν, και τότε σαν να άνοιξαν οι ίδιοι οι ουρανοί. Οι ιππότες του Ακροπυργίου έδειχναν ψηλά κι άρχισαν οι ψίθυροι. Αν και αρνιόνταν το φόβο, πολλοί χλόμιασαν καθώς θυμήθηκαν την τελευταία φορά που είχε γίνει έτσι ο ουρανός.

Ο Χούμα έτρεξε σας επάλξεις, με τον Καζ και τον Μπουόρον να τον ακολουθούν κατά πόδας. Τόσο ο Χούμα όσο και ο μινώταυρος κοίταζαν με μισόκλειστα μάτια τη φρίκη που απλωνόταν μπροστά τους. Ο Μπουόρον, που είχε έρθει από το νοτιοδυτικό φυλάκιο, δεν ήταν παρών τότε, αλλά κοίταξε προσεκτικά τη σκηνή και ύστερα στράφηκε στους συντρόφους του, για να αντικρίσει για πρώτη φορά την έκφρασή τους.

Χλομιάζοντας κι ο ίδιος, ρώτησε «Τι σημαίνει αυτό; Γιατί τόση σκοτεινιά;»

Η σκοτεινιά, που κυλούσε κατά πάνω τους και που παραλίγο να τους στοιχίσει τον πόλεμο στην προηγούμενη μάχη, απλωνόταν ενάντια στις πιο προωθημένες αμυντικές θέσεις. Ο άνεμος γύρω από το Ακροπύργιο λυσσομανούσε.

Κεφαλαίο 26

Ο Θρύλος του Χούμα

«Τις Δρακολόγχες! Πρέπει να πετάξουμε αμέσως!»

Ενώ ο Χούμα και οι σύντροφοί του έμπαιναν στο προαύλιο, οι άλλοι συγκεντρώνονταν κιόλας. Ο Μπένετ τον κοίταξε όπως κοιτάζει ο υπασπιστής το διοικητή του. Στην προκειμένη περίπτωση αρχηγός ήταν ο Χούμα.

Οι δράκοι ήταν επίσης παρόντες. Είχαν δυσκολευτεί να αποφασίσουν ποιοι θα πήγαιναν με τους ιππότες. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι δράκοι προσφέρθηκαν όλοι. Τελικά την επιλογή την έκανε η ασημένια δράκαινα, μια και εκείνη ήταν η πιο σχετική με τις λόγχες. Η απόφασή της δεν αμφισβητήθηκε, γιατί οι εθελοντές επιλέχτηκαν ανάλογα με τις προηγούμενες επιδόσεις τους και την παρούσα φυσική τους κατάσταση. Υπήρχαν ασημένιοι, μπρούτζινοι –με τον Κεραυνό να είναι ο πιο φωνακλάς ανάμεσά τους– ακόμα κι ένας χρυσός. Παραπάνω από αρκετές σέλες είχαν φτιαχτεί και οι αξιόμαχοι ιππότες ολοκλήρωναν ήδη αυτό το μέρος της προετοιμασίας τους. Κάποιος μάλιστα είχε σκεφτεί να στερεώσει τη λόγχη του πεζικάριου στην ασημένια δράκαινα που θα ίππευε ο Χούμα.

Όταν ήταν όλα έτοιμα, ο Χούμα γύρισε και τους κοίταξε όλους. Τον περίμεναν. Μόρφασε, συνειδητοποιώντας ότι περίμεναν τη διαταγή του. Ακόμα και ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ, που για τον Χούμα ήταν ο πιο κατάλληλος για αρχηγός των ιπτάμενων ιπποτών, αυτόν περίμενε. Ο Χούμα στράφηκε μπροστά. Βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει και έδωσε το σινιάλο της αναχώρησης.

Τι εντυπωσιακό θέαμα, σκέφτηκε, γυρίζοντας στιγμιαία να κοιτάξει πίσω του. Οι είκοσι δράκοι μπήκαν σε σχηματισμό αιχμής, με τον Χούμα στην κορυφή. Ο Καζ με τον Κεραυνό βρίσκονταν στα αριστερά του και λίγο πιο πίσω και ο Μπουόρον στα δεξιά. Τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ δεν τον έβλεπε γιατί πετούσε πίσω του.

Τη σκέψη του διέκοψε η ασημένια δράκαινα που γύρισε το κεφάλι της για να του μιλήσει. «Χούμα, εγώ…» Κοίταξε ίσια μπροστά του περιμένοντας τα δει τα παιδιά της δρακοβασίλισσας να ξεπροβάλλουν από τα σύννεφα. «Τίποτα. Ή… Ήθελα απλώς να σου πω ότι μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου για όλα.»

«Θα σου είμαι πάντα ευγνώμων» φώναξε ο Χούμα. Ο άνεμος είχε δυναμώσει τόσο που ούρλιαζε στ’ αυτιά της και δεν ήξερε αν τον άκουγε καλά η δράκαινα. Εκείνη είχε ήδη στρέψει το κεφάλι της μπροστά. Ακόμα και το να μπουν στο τοίχος της σκοτεινιάς που είχαν υψώσει οι πιστοί του Γκάλαν Ντράκος απαιτούσε πραγματική μάχη. Οι άνεμοι ήταν τρομεροί. Οι αναβάτες ήταν δεμένοι και οι Δρακολόγχες ήταν κι αυτές στερεωμένες στους δράκους για ασφάλεια. Ο Χούμα και η ασημένια δράκαινα μπήκαν πρώτοι, και ήταν σαν να μην υπήρχε ο Κριν. Ουρανός και γη είχαν χαθεί. Δεν υπήρχε παρά ο ιππότης, ο δράκος του και η λόγχη του. Όχι, συνειδητοποίησε ο Χούμα. Υπήρχε κάτι ακόμα. Πίσω του έβλεπε τη λόγχη από τις υπόλοιπες Δρακολόγχες. Στην αρχή φοβήθηκε ότι θα έλαμπαν σαν φάροι και θα ξεσήκωναν τις δυνάμεις της Τακίσις. Ύστερα είδε πώς οι λόγχες έτρωγαν το σκοτάδι καταστρέφοντας το ξόρκι. Τότε δεν είχε πια σημασία αν τους έβλεπαν ή όχι. Το σκοτάδι δεν ήταν πια απειλή.

«Περάσαμε!» φώναξε η ασημένια δράκαινα.

Ο κόσμος φανερώθηκε ξανά. Όταν ο Χούμα τη διέσχιζε πεζός, η απόσταση φαινόταν τόσο τεράστια, ένα ατέλειωτο σκοτάδι όπου πλάσματα μιας άλλης διάστασης σκλήριζαν και κρύβονταν για να αρπάξουν το τυφλωμένο θύμα τους. Εκείνη τη στιγμή του φαινόταν μηδαμινή.

Τους όρμησαν οι δράκοι του εχθρού.

Πρώτος δέχτηκε επίθεση ο Χούμα και η ασημένια δράκαινα τη στιγμή που ξανάβγαιναν στο φως. Ένας μοναχικός ιππότης με το δράκο του πρέπει να φαινόταν εύκολη λεία για τους κόκκινους δράκους και δυο από αυτούς ξεχώρισαν από τ’ αδέρφια τους για να ασχοληθούν με τον Χούμα. Όμως πίσω από τον Χούμα άρχισαν να προβάλλουν οι άλλοι δρακοκαβαλάρηδες και η εύκολη λεία έγινε φονικός κυνηγός. Οι δύο –υπερβολικά σίγουροι για τον εαυτό τους– κόκκινοι έπεσαν γρήγορα, μη προλαβαίνοντας να το σκάσουν. Οι άλλοι –γαλάζιοι, μαύροι και κόκκινοι– πήγαν με μεγαλύτερο δισταγμό. Ο Χούμα είχε την εντύπωση ότι έκαναν την επίθεση μόνο και μόνο επειδή φοβούνταν την κυρά τους περισσότερο από τις Δρακολόγχες.

Ένας από τους είκοσι, ο Χάλεριν –ένας καινούριος αλλά ικανός Ιππότης του Στέμματος– έπεσε καθώς φλεγόταν από το οξύ που του εξαπόλυσε ο αντίπαλός του. Οι άλλοι ιππότες σκότωσαν τέσσερις εχθρούς και οι υπόλοιποι δράκοι του Σκότους έστρεψαν τα νώτα, αποφασισμένοι να διακινδυνέψουν την οργή της αφέντρας τους.

Μερικοί ιππότες θέλησαν να τους κυνηγήσουν, αλλά ο Χούμα τους έγνεψε να εγκαταλείψουν αυτή τη σκέψη και να διατηρήσουν την πορεία που είχαν έως εκείνη τη στιγμή. Στόχος του Χούμα ήταν η πηγή του Σκότους.

Αντιμετώπισαν κάμποσες επιθέσεις των πλασμάτων του αέρα. Υπήρχαν δράκοι όλων σχεδόν των χρωμάτων. Κάποια στιγμή χτυπήθηκαν με κάτι μεγάλα πλάσματα όμοια με πουλιά, που είχαν σαγόνια λιονταριού και τρία ζευγάρια νύχια. Άλλος ένας δρακοκαβαλάρης χάθηκε από ένα τέτοιο φρικτό πλάσμα, που δεν μπορούσε παρά να είναι δημιούργημα του ίδιου του Γκάλαν Ντράκος. Η συγκεκριμένη απώλεια λύπησε ιδιαίτερα τον Χούμα, γιατί ήταν ένας βετεράνος του Ρόδου γεμάτος ουλές, ονόματι Μάρικ Όγκρμπεϊν. Ήταν ένας από τους ανάπηρους ιππότες και ο πρώτος που προσφέρθηκε εθελοντής. Απόμεναν πλέον μόνο δεκαοκτώ. Καθώς πετούσαν, ο Χούμα απομνημόνευε τον τόπο και τις συνθήκες θανάτου τους, ελπίζοντας να διαιωνίσει κάποια μέρα την ανδρεία τους με τραγούδια ή στίχους.

Ήξερε πως κόντευαν πια, έφταναν στην πηγή του ξορκιού.

Το ένιωθε.

«Κάτι βλέπω, Χούμα» είπε η ασημένια δράκαινα.

«Πού;»

«Εκεί κάτω, δεξιά.»

Ακολούθησε το βλέμμα της. Υπήρχε ένας λόφος μονάχα, γυμνός, εκτός από μερικά γερτά και ξεραμένα δέντρα, φυτεμένα, λες, με κάποιο σχέδιο. Ασφαλώς, δεν ήταν αυτό που περίμενε –και το είπε στην ασημένια δράκαινα.

Εκείνη χαμογέλασε με νόημα. «Μην κοιτάς με τα μάτια, Χούμα. Κοίτα με τη σοφία του Πάλανταϊν. Είδες ποτέ σου δέντρα να φυτρώνουν σε μορφή πεντάλφα;»

Ο Ιππότης κοίταξε ξανά – και συνειδητοποίησε πόσο ακριβές ήταν το σχέδιο. Καθώς τα κοίταζε, τα δέντρα φάνηκαν να ταλαντεύονται σαν να μην ήταν αληθινά. Δε σβήστηκαν, αλλά μεταμορφώθηκαν σε φιγούρες με σκούρους χιτώνες, σαν το μάγο που είχε επιτεθεί στον Χούμα στα δάση, σε μια εποχή που εκείνη τη στιγμή φαινόταν πολύ μακρινή.

Τους έβλεπε πλέον με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κάπου δώδεκα μορφές στέκονταν με λυγισμένα γόνατα στο χώμα, με τα κεφάλια κάτω, τα χέρια τεντωμένα προς το κέντρο της πεντάλφα, όπου στεκόταν ένας δικός τους με τα χέρια σηκωμένα ψηλά.

«Τους ορμάμε; Φαίνονται απροετοίμαστοι» φώναξε από το πλάι ο Καζ. Ο Κεραυνός βιάστηκε να εκδηλώσει παρόμοιες διαθέσεις.

«Τους θέλω ζωντανούς αν γίνεται.»

Ο Καζ ρουθούνισε. «Αν γίνεται;»

Ο Κεραυνός βούτηξε μπροστά – και παραλίγο να πληγωθεί βαριά από κάτι που βρυχώταν ενώ έσκιζε το αέρινο πέπλο σαν μια αστραπή που βγήκε από τη γη. Ο Καζ και ο Κεραυνός έκαναν κύκλο για να δοκιμάσουν ξανά και αυτή τη φορά, μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση, την απέφυγαν με ευκολία. Ένας κεραυνός έσκισε τους ουρανούς και χτύπησε το λόφο. Όταν διαλύθηκε ο καπνός, ένας μικρός κρατήρας σημάδευε το μέρος όπου στέκονταν πριν οι φιγούρες.

Ο Χούμα άκουσε την ασημένια δράκαινα να γελάει και στράφηκε προς το μέρος της. «Εξ ου και το όνομά του, Κεραυνός. Όλοι οι μπρούτζινοι δράκοι είναι ικανοί γι’ αυτό το κόλπο, αλλά λίγοι έχουν τη δική του ακρίβεια και κανένας δεν τον φτάνει.»

Με διαλυμένη την άμυνά τους, οι αποστάτες μάγοι ρίχτηκαν στη μάχη. Σηκώθηκαν σαν ένα σώμα και στράφηκαν προς τους νεοφερμένους. Αν και ο Χούμα δεν μπορούσε να είναι σίγουρος από τέτοια απόσταση, τα πρόσωπά τους είχαν μια αξιοσημείωτη ομοιότητα. Θα μπορούσαν να είναι όλοι αδέρφια. Τότε ο Χούμα συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό στο οποίο έμοιαζαν τόσο. Ενεργούσαν σαν να βρίσκονταν κάτω από την επήρεια ενός ξορκιού ή με τέτοια αυτοσυγκέντρωση που είχε αποτυπωθεί στα πρόσωπα και τις κινήσεις τους. Ήταν, κατά μία έννοια, σαν ένα άτομο κι εκείνη τη στιγμή έδειχναν με τα χέρια τους τον Χούμα και την ασημένια δράκαινα.

«Βούτα!» φώναξε εκείνος, αλλά η δράκαινα το έκανε ήδη. Οι αποστάτες προσπάθησαν να παρακολουθήσουν τις κινήσεις τους, αλλά η δράκαινα ζωγράφισε στον ουρανό ένα πολύπλοκο σχέδιο με στροφές και βυθίσεις. Ενώ οι μάγοι επικεντρώνονταν πάνω της, οι άλλοι δρακοκαβαλάρηδες τους πλησίασαν.

Για πόση ώρα θα μπορούσαν οι αποστάτες να αμύνονται και να διατηρούν το σκοτάδι ταυτόχρονα; αναρωτήθηκε ο Χούμα.

«Χούμα, εκεί πέρα!»

Ακριβώς πάνω από το λόφο φάνηκε ο στρατός των ογκρ να βαδίζει σταθερά. Η γη ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη από τα ογκρ, τους ανθρώπους-συμμάχους τους, τα γκόμπλιν και μερικά αδιευκρίνιστα όντα, πειράματα των μάγων το δίχως άλλο. Πλάσματα με πολλά χέρια, πολλά πόδια, ακόμα και πολλά κεφάλια και κορμούς.

Ο αέρας ο ίδιος σκίστηκε στο διάβα τους και ο Χούμα είδε φευγαλέα έναν τόπο που γνώριζε μόνο από τους εφιάλτες και τις προσευχές του. Ήταν μια ματιά μονάχα, αλλά η σκοτεινιά ήταν τόσο τρομερή, τόσο έτοιμη να τον καταπιεί, που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε παρά να είναι η Άβυσσος.

Τόση δύναμη είχαν. Είχαν ανοίξει ένα ρήγμα στο θνητό επίπεδο – και αυτό το ρήγμα θα τον κατάπινε! Ο Χούμα άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα, κι ακόμα και η ασημένια δράκαινα ταράχτηκε μπροστά σε αυτό το θέαμα. Το ρήγμα φάνηκε να φαρδαίνει, εμποδίζοντάς τους είτε να φύγουν είτε να κρυφτούν. Τους πλησίασε κι άλλο – και τότε η δύναμη που το κρατούσε ανοιχτό κατέρρευσε, καθώς ο αποστάτες δέχτηκαν την επίθεση των δράκων του Φωτός. Οι μάγοι είχαν φτάσει στα όρια της αυτοσυγκέντρωσής τους. Καθώς τους επιτέθηκαν οι δράκοι, ένας-ένας με τη σειρά, μερικοί αποστάτες στάθηκαν να πολεμήσουν και πέθαναν επιτόπου. Οι υπόλοιποι σκόρπισαν και ο σύνδεσμός τους καταστράφηκε.

Πίσω τους το σκοτάδι εξαφανίστηκε. Διάφορα πλάσματα τσίριξαν με φρίκη μπροστά στο φως. Είχαν μεγαλώσει στο σκοτάδι, ίσως και στην Άβυσσο την ίδια. Για εκείνα το φως ήταν θάνατος. Οι μορφές τους δεν μπορούσαν να υπάρξουν δίχως το σκοτάδι. Χάθηκαν σαν πάχνη, χωρίς ν’ αφήσουν κανένα ίχνος από το πέρασμά τους.

Αυτό όμως δε θα απέτρεπε την τεράστια δύναμη που βάδιζε ακόμα και εκείνη τη στιγμή προς το λόφο όπου έτρεχαν σκόρπιοι οι μάγοι. Οι αρχηγοί της δρακοβασίλισσας, μη διαθέτοντας τη φαντασία και την τόλμη του Κράινους, έριχναν όλη τους τη δύναμη στην πρώτη μάχη.

Η δράκαινα στράφηκε ξανά στον Χούμα. «Φοβούνται, Χούμα. Όχι εμάς, αλλά τον Γκάλαν Ντράκος και τη δρακοβασίλισσα. Έτσι νομίζω.»

«Τι μπορούμε να κάνουμε;»

«ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ!»

Ο Χούμα άκουσε πίσω του φωνές και κραυγές. Μπροστά του μια μορφή υψώθηκε στον αέρα με τα μπράτσα σταυρωμένα, χαμογελώντας αυτάρεσκα κάτω από μια γκρίζα κουκούλα. Ήταν ψηλός –ίσως ψηλότερος από τον Χούμα– και λεπτός, έμοιαζε περισσότερο με καλογυμνασμένο ιππότη παρά με μάγο, που προφανώς ήταν. Εκτός από το μοχθηρό χαμόγελό του, το υπόλοιπο πρόσωπο του αιωρούμενου μάγου ήταν κάτι περισσότερο από σκιά.

«Γκάλαν Ντράκος.» Ο Χούμα ψιθύρισε το όνομα μονολογώντας, αλλά ήταν φανερό ότι ο μάγος τον άκουσε, γιατί έγειρε το κεφάλι αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του.

«Είσαι ο Χούμα. Φαίνεσαι πολύ διαφορετικός όταν σε βλέπει κανείς με ανθρώπινα μάτια. Αυτό είναι το μοναδικό ελάττωμα των ντρέντγουλφ. Βλέπεις όπως κι εκείνοι.»

Ο Χούμα με μεγάλη δυσκολία συγκρατιόταν να μη διατάξει την ασημένια δράκαινα να ορμήσει στην αιωρούμενη μορφή. Ήταν η ενσάρκωση του κάθε Κακού.

Ο Γκάλαν Ντράκος χαμογελούσε πλατιά. «Την ώρα σου χάνεις, καλέ μου ιππότη. Πραγματικά, αυτές οι λόγχες αποτελούν πλεονέκτημα απέναντι στους δράκους, αλλά έχεις –συγνώμη, είχες– μονάχα είκοσι και οι δράκοι είναι πολύ περισσότεροι. Δες και μόνος σου.» Ο μάγος τού έδειξε τον ορίζοντα πίσω του.

Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Μια σκούρα μάζα ερχόταν από τον ορίζοντα. Στην αρχή την πέρασε για καινούριο ξόρκι Σκότους. Ύστερα είδε ότι δεν ήταν ένα πράγμα, αλλά πολλά, τεράστια ιπτάμενα πλάσματα.

Δράκοι. Τα παιδιά της Τακίσις. Εκατοντάδες από δαύτα.

Όταν ο Χούμα γύρισε να τον κοιτάξει, ο Γκάλαν Ντράκος χαμογελούσε ακόμα. «Με τη βοήθεια της σκοτεινής κυράς μου, τους κάλεσα από ολόκληρο τον Κριν. Μέχρι και τον τελευταίο τους. Μαύρους, κόκκινους, άσπρους, πράσινους – όλων των ειδών τους δράκους. Πετούν μέρες για να έρθουν εδώ – και κοντεύουν να φτάσουν.»

Είκοσι λόγχες – δεκαοκτώ πια. Δεκαοκτώ ενάντια σε εκατοντάδες και εκατοντάδες δράκους. Αχ και να ’χαν περισσότερες λόγχες…

«Αν παραδοθείς τώρα, ίσως βρεθεί κάποια θέση για σένα. Η κυρά μου έχει εντυπωσιαστεί πολύ από την ικανότητά σου να επιβιώνεις. Αν θελήσεις να θέσεις τα ταλέντα σου στην υπηρεσία της, θα φανεί πολύ… ευγνώμων.» Ο αποστάτης χαμογέλασε. «Δεν έχεις δει παρά μονάχα την πολεμική της όψη. Έχει κι άλλα ταλέντα – το ίδιο θαυμαστά.»

Από κάτω του η ασημένια δράκαινα έβγαλε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτήν οργισμένο σφύριγμα και ο Χούμα βρέθηκε να πλησιάζει το μάγο. Πράγμα περίεργο, βλέποντας τον κολοσσό να του επιτίθεται με νύχια και με δόντια, ο Ντράκος γέλασε μόνο.

Τα σαγόνια της δράκαινας έκλεισαν ακίνδυνα.

«Παραίσθηση» μουρμούρισε ο Χούμα.

Ένα κοροϊδευτικό γέλιο απόμεινε να πάλλεται στον αέρα. Η ομάδα αιωρούνταν αβέβαιη, περιμένοντας τις οδηγίες του Χούμα. Εκείνος συνέχισε να κοιτάζει το σημείο όπου είχε εμφανιστεί το είδωλο του Γκάλαν Ντράκος.

Μη αντέχοντας να περιμένει άλλο, κάποιος ανώνυμος ιππότης πίσω από τον Χούμα κραύγασε «Χάσαμε!»

«Κανείς δεν έχασε μέχρι να πεθάνει και ο τελευταίος ιππότης, Ντέρικ» του φώναξε ο Μπένετ. Ψιθύρισε κάτι στο χρυσό του δράκο κι εκείνος πλησίασε πρόθυμα για να μπορεί ο αναβάτης του να μιλήσει με τον Χούμα χωρίς να ακούν οι άλλοι. «Τι κάνουμε;»

Του ζητούσε οδηγίες ο Μπένετ; Αν η συνολική κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική, ο Χούμα μπορεί και να γελούσε. «Γυρνάμε πίσω. Πρέπει να ειδοποιήσουμε το Ακροπύργιο. Με τόσο λίγες λόγχες πρέπει να σταθούμε γύρω από το Βίνγκααρντ. Να κάνουμε την κατάληψή του όσο πιο δαπανηρή γίνεται.»

«Εγκαταλείπεις;»

«Καθόλου. Προς το παρόν, η καλύτερη επιλογή μας είναι η άμυνα του Ακροπυργίου.» Στράφηκε στους άλλους. «Πίσω στο Βίνγκααρντ!.»

Ενώ έκαναν μεταβολή για να φύγουν από την επερχόμενη ορδή, ο Χούμα προσπαθούσε να κρύψει την απογοήτευσή του. Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική.

Τότε κάτι λαμπρό γυάλισε στα μάτια του και στην αρχή το πέρασε για αντανάκλαση του ήλιου. Μόνο που –συνειδητοποίησε ξαφνικά– δεν υπήρχε ήλιος. Αυτό που γυάλιζε ήταν ένα φως άγνωστης προέλευσης.

Τα μάτια του Χούμα εστίασαν στο μικρό φωτάκι που τρεμόπαιζε. Έμοιαζε με φάρο. Δεν ήταν ακριβώς φως, αλλά μια πρασινωπή φεγγοβολή. Του θύμισε το φως που έβγαινε από το Σπαθί των Δακρύων.

Η φεγγοβολή φάνηκε να πεταρίζει κατά τη γη και ο Χούμα δίστασε. Έστρεψε την προσοχή της ασημένιας δράκαινας προς το μέρος του.

«Σαν τι σου φαίνεται αυτό;»

«Σαν αγγελιοφόρος, αλλά μου φαίνεται ότι ο δημιουργός του φοράει μαύρα. Αγνόησέ το κι ας γυρίσουμε πριν χειροτερέψουν τα πράγματα. Δε… δε μου αρέσει καθόλου εδώ πέρα.» Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η δράκαινα φερόταν παράξενα. Από τότε που απέτυχε η επίθεσή της ενάντια στον Ντράκος, ήταν σιωπηλή, σχεδόν σκυθρωπή. Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι αυτό άρχισε μετά τα σχόλια του Ντράκος για τις χάρες της κυράς του. Γιατί όμως; Φοβόταν μήπως πέσει ο ιππότης θύμα ενός τέτοιου απατηλού ονείρου;

Ο Χούμα πήρε βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι. «Ακολούθησε το φως.»

«Χούμα…»

«Καν’ το.» Δεν της είχε ξαναμιλήσει έτσι, αλλά εκείνη τη στιγμή πίστευε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τις επιλογές της. Εκείνος έπρεπε να πάρει την απόφαση.

«Χούμα!» φώναξε ο Καζ από μπροστά. Ο Χούμα κούνησε το κεφάλι και του έδειξε κατά το Ακροπύργιο ανέκφραστος. Ο μινώταυρος μουρμούρισε κάτι στον Κεραυνό και μετά στράφηκε στους άλλους, για να δει τι συνέβαινε. Κάτι τους φώναξε. Όπως και αν είχαν τα πράγματα, ο μεγαλόσωμος ανατολίτης θα περίμενε με το δράκο του μέχρι να ικανοποιήσει την περιέργειά του ο Χούμα.

Διστακτικά, η ασημένια δράκαινα άρχισε να ακολουθεί την πρασινωπή φεγγοβολή στην κάθοδό της. Όταν έφτασαν στους πρόποδες κάποιου συγκεκριμένου λόφου, το πράσινο φέγγος χάθηκε απότομα. Η ασημένια δράκαινα προσγειώθηκε και ο Χούμα κοίταξε ολόγυρα με προσμονή.

«Έρχομαι ειρηνικά, Ιππότη της Σολάμνια.» Η φωνή ήταν βαριά και του έγδαρε τ’ αυτιά. Προερχόταν από το είδωλο ενός κοντού, αδύνατου άντρα με υπερβολικά μεγάλο κεφάλι και λεπτά χαρακτηριστικά νυφίτσας. Δεν είχε ούτε τρίχα.

Φορούσε μαύρους χιτώνες.

«Απάτη! Σ’ το είπα!» Η δράκαινα σηκώθηκε όρθια έτοιμη να υπερασπιστεί τον Χούμα. Ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα μαζεύτηκε, αν και στα μάτια του δε φάνηκε φόβος. Ο Χούμα φώναξε στη συντρόφισσά του να ησυχάσει. Αυτή η καινούρια της νευρικότητα άρχιζε να τον κουράζει.

«Άκουσε αυτά που έχω να σου πω» είπε τραχιά ο σκοτεινός μάγος.

Ο Χούμα τον κοίταξε βλοσυρά. «Τι έχεις να μου πεις; Έχω ήδη μιλήσει με τον αφέντη σου.»

Ο μάγος μόρφασε. «Μόλις έθιξες το κρίσιμο σημείο της κουβέντας μας· τον αποστάτη που αυτοδιορίστηκε αφέντης μας. Αυτό το ψοφίμι!»

«Και οι δύο υπηρετείτε την ίδια κυρά, έτσι δεν είναι;»

«Άκου προσεκτικά, Ιππότη της Σολάμνια. Γιατί δεν μπορώ να ξέρω πότε θα καταλάβει ότι λείπω αυτός ο κοπρίτης. Χρειαζόμαστε τη συμφωνία σου.»

«Τη δική μου;» ο Χούμα ξαφνιάστηκε. Ένας Μάγος του Μελανού Χιτώνα να του ζητάει τη βοήθειά του…

«Γνωρίζουμε για σένα – διαμέσου κάποιου που έχει φορέσει πολλούς χιτώνες στη ζωή του και που ακόμα και τώρα φοράει άλλον ένα, πνευματικά τουλάχιστον, αν όχι και υλικά.»

«Ο Μάτζιους!» Ο ιππότης αναπήδησε από την αόριστη περιγραφή του άλλου. «Πού είναι;»

Ο μάγος σήκωσε το χέρι του για να τον ησυχάσει. «Δεν έχουμε καιρό για τέτοια. Άκου. Ξέρουμε πια ότι, αν νικήσει η δρακοβασίλισσα, δε θα αξίζουμε για αυτήν περισσότερο από εσένα. Ήδη ο Ντράκος έχει γίνει η θνητή φωνή της και ο κόσμος του θα είναι σαν να βγήκε από την Άβυσσο την ίδια. Έχεις δει τα βδελύγματά του. Θα ήθελες να τα δεις να υπάρχουν για πάντα; Θέλουμε να έρθουμε με το μέρος σας. Καλύτερα να πεθάνουμε πολεμώντας παρά να βρεθούμε αιώνια στο έλεος της – και, θυμήσου τα λόγια μου, θα έχει φυλάξει κάποιο ειδικό μέρος και για τα δύο μας τάγματα.»

Προσφορά συμμαχίας… από ένα Μάγο του Μελανού Χιτώνα; «Πώς γίνεται να σε πιστέψω, εσένα, ένα από τα δικά της πλάσματα;»

Ο μάγος ίσιωσε το κορμί του. «Πρώτο και κυρίαρχο χρέος μου είναι η πίστη στον Νουιτάρι, το Σκοτεινό Άρχοντα της Μαγείας. Σφάλαμε όταν αποφασίσαμε να υπηρετήσουμε την – δε θα την πω μητέρα του, αλλά απλώς αυτήν που τον γέννησε. Όμως ο Νουιτάρι νοιάζεται για αυτό τον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που αυτός, ο Λουνιτάρι και…» ο μάγος δίστασε να προφέρει το όνομα «ακόμα και ο Σολίναρι του Φωτός εγκατέλειψαν τη μάχη για τον Κριν και δημιούργησαν τα Τάγματα της Μαγείας ως ξεχωριστή οντότητα, με σκοπό τη βελτίωση της μαγείας στον κόσμο. Αν νικήσει η Τακίσις, ο Κριν θα γίνει ένας κρύος βράχος ανάμεσα στα αστέρια. Το όνειρο του κυρίου μας θα χαθεί. Αυτό δε γίνεται να το επιτρέψουμε.»

«Τι θέλεις;»

«Δεν είναι τόσο το τι θέλουμε όσο το τι μπορούμε να δώσουμε.»

«Να δώσετε;» Η ασημένια δράκαινα, που ήταν σιωπηλή κατά τη διάρκεια της κουβέντας, στένεψε τα μάτια και γέλασε σαρκαστικά. «Οι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα δε δίνουν παρά μόνο δυστυχία και θάνατο.»

«Άδικο λάθος. Εντούτοις, σ’ αυτή την περίπτωση, όποια δυστυχία και θάνατο χαρίσουμε θα είναι για τον Ντράκος και την άθλια συμμορία του – αλλά χρειαζόμαστε μια ευκαιρία.»

«Ευκαιρία; Τι εννοείς;»

«Να η προσφορά μου.» Ο μάγος έτεινε ένα κοκαλιάρικο χέρι. Στην παλάμη του ακουμπούσε μια μικροσκοπική πράσινη σφαίρα. «Αν δεν το πλησιάσεις αρκετά, ποτέ δε θα μπορέσεις να διακρίνεις το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος. Βρίσκεται στις εσχατιές, ανάμεσα στο επίπεδό μας και στην Άβυσσο. Με αυτό θα μπορέσεις να το εντοπίσεις.»

Η ασημένια δράκαινα αγρίεψε. «Δεν αφορά αυτό την πρώην κυρά σου, τη δρακοβασίλισσα; Τι θα κάνει όταν επιτεθούμε στην κατοικία του πιο πιστού της δούλου, θα παραμερίσει για να περάσουμε;»

Ο μάγος έδειξε τη Δρακολόγχη. «Μου είπαν ότι έχει τους δισταγμούς της σχετικά με αυτά εδώ. Λένε ότι παραμένει μέσα στα όρια του κάστρου, κοντά στο μονοπάτι για την Άβυσσο, επειδή φοβάται τις Δρακολόγχες και τη δύναμή τους.»

«Εξωφρενικό! Χούμα, δε θα σε αφήσω…» Η ασημένια δράκαινα γύρισε και, βλέποντας την έκφραση του ιππότη, κοκάλωσε. «Χούμα … δεν μπορεί να τον πιστεύεις»

Ο ιππότης την αγνόησε. «Κι αν υποθέσουμε ότι τους χτυπάμε, εσείς τι θα κάνετε;»

«Η μεγαλύτερη απειλή σας μέσα στο κάστρο θα είναι όσοι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα και αποστάτες παραμένουν πιστοί στον Γκάλαν Ντράκος. Με αυτούς θα ασχοληθούμε εμείς. Αν είναι δυνατόν, θα προσπαθήσουμε να διώξουμε και τους δράκους.»

«Αυτό είναι τρέλα!»

Μια σκιά στάθηκε από πάνω τους. Σήκωσαν και οι τρεις τα μάτια και είδαν τον Καζ με τον Κεραυνό να αιωρούνται στον αέρα. Ο μινώταυρος φώναξε.

«Γρήγορα! Βλέπω ανιχνευτές δράκους μπροστά μας!»

Ο μάγος στράφηκε γρήγορα στον Χούμα. «Μα τον Νουιτάρι, σου ορκίζομαι ότι το όνομά μου είναι Γκάνθερ κι ότι μπορείς να με εμπιστευτείς. Πάρ’ το!»

Ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα είχε ορκιστεί στο όνομα του κυρίου του. Για τους πιστούς του Νουιτάρι, η ποινή για την αθέτηση του όρκου ήταν συχνά ο θάνατος. Ο Χούμα έσκυψε και πήρε τη μικρή πράσινη σφαίρα.

«Είμαστε μαζί σας.» Ο μάγος εξαφανίστηκε απότομα. Ο Χούμα πίεσε απαλά με τις φτέρνες το υποζύγιό του. Η δράκαινα άνοιξε τα φτερά της και άρχισε να υψώνεται στον αέρα, με την ανακούφιση αποτυπωμένη στα χαρακτηριστικά της.

Ο Καζ είδε την κλειστή γροθιά του Χούμα κι έπαιξε τα βλέφαρα. «Τι είναι αυτό;»

Ο Χούμα κοίταξε τη θάλασσα του ολέθρου που τους ζύγωνε και σκέφτηκε πόσο απλό φαινόταν πια το ξόρκι του Σκότους. Χαμήλωσε τα μάτια στο χέρι του που κρατούσε τη μικρή σφαίρα. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα το έλεγα μια λύση απελπισίας.»

Κεφαλαίο 27

Ο Θρύλος του Χούμα

«Μα την Τριανδρία! Τι άλλο μπορούν να ρίξουν εναντίον μας;»

Ο Γκάι Έιβοντεϊλ κούνησε το κεφάλι. «Όταν έχει την ευκαιρία να ριζώσει το κακό, περισσεύει. Φράση του προκατόχου μου – μελοδραματική αλλά αληθινή.»

Στέκονταν στο προαύλιο όπου είχαν προσγειωθεί οι δράκοι με τους αναβάτες τους. Ο Μεγάλος Μάγιστρος είχε ταραχτεί από την απώλεια των δυο επίλεκτων ιπποτών, όπως και από τις ειδήσεις για το καινούριο κακόβουλο κύμα που ερχόταν να τους καταπιεί.

«Τι είναι αυτή η συμφωνία με τους πιστούς του Νουιτάρι, Χούμα;» ρώτησε ο Μπένετ. «Πιστεύεις ότι μπορούμε να τους εμπιστευτούμε;»

Ύστερα από πολλή σκέψη ο Χούμα απάντησε τελικά. «Ναι, το πιστεύω.» Σήκωσε τη μικροσκοπική, σμαραγδένια σφαίρα. Παλλόταν. «Μου έδωσαν αυτό. Δεν αποκλείεται βέβαια να το έκαναν για να μας παρασύρουν σε ανοιχτό πεδίο, αλλά συνοδευόταν κι από έναν όρκο στο θεό της Σκοτεινής Μαγείας τον ίδιο. Κανείς Μάγος του Μελανού Χιτώνα που θέλει τη ζωή του δε θα πρόδιδε τον Νουιτάρι.»

«Συμφωνώ» πρόσθεσε ο Μεγάλος Μάγιστρος. Αναστέναξε. «Μεγάλο το πρόβλημά μας. Ενάντια σε μια τόσο ισχυρή πολιορκία, δε θα μπορέσουμε να κρατήσουμε για πολύ το Βίνγκααρντ. Ταυτόχρονα, θα ήταν καθαρή τρέλα να βγούμε και να τους πολεμήσουμε.» Δίστασε – και ύστερα πρόσθεσε «Είπα στους δράκους να φύγουν αν θεωρούν ότι εδώ η μάχη έχει χαθεί.» Ο Άρχοντας Όσγουολ ύψωσε το χέρι για να κάνουν ησυχία. «Έπρεπε να τους το πω. Πιστεύω όμως ότι θα μείνουν μαζί μας μέχρι το τέλος. Θα δούμε. Τι έλεγα; Α, ναι. Ακόμα δεν ξέρουμε τα πάντα για τα ανατολικά. Λένε ότι τα ογκρ σταθεροποιούν τις εκεί θέσεις τους. Από το Νότο δεν μπορούμε να περιμένουμε βοήθεια, ανάθεμα τα ξωτικά! Στο Βορρά… νερό.»

«Έχουμε τις ψεύτικες Δρακολόγχες» τον διέκοψε ο Μπένετ. «Ας τις χρησιμοποιήσουμε σε μια τελευταία επίθεση. Μέσα στη σύγχυση του εχθρού, μερικοί θα κερδίσουν λίγο χρόνο, αν όχι τίποτε άλλο.»

Ο Άρχοντας Όσγουολ γρύλισε και κοίταξε τις λόγχες των καβαλάρηδων. «Μου φαίνεται ότι η τρέλα έχει επικρατήσει για τα καλά, αλλά, αν δεν υπάρχουν άλλες προτάσεις, θα συνδυάσουμε την επική επίθεση, που τόσο ποθεί ο ανιψιός μου, με μια συντονισμένη έρευνα για επίθεση ενάντια στο κάστρο του Γκάλαν Ντράκος.» Κοίταξε γύρω του. Κανείς, ούτε καν ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ, κληρικός και παλαίμαχος στρατιώτης, δεν ανατάχθηκε στο αυτοκτονικό αυτό σχέδιο.

Ο Όσγουολ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αν πρόκειται να με θυμούνται καθόλου, θα με θυμούνται σαν ένα καταραμένο Μεγάλο Μάγιστρο που έστειλε τους άντρες του στη σφαγή.»

Ένας κέρας ήχησε.

«Εντόπισαν το πρώτο κύμα» είπε ανήσυχα κάποιος. Ξαφνικά οι ιππότες βρέθηκαν σε κίνηση. Ετοίμασαν τα άλογα και, σειρά με τη σειρά, οι ιππότες έστησαν τους σχηματισμούς τους. Ακοντιστές, λογχοφόροι, τοξότες, όλοι τους κινούνταν με τέτοιο τρόπο που ήταν φανερό ότι στην κρίσιμη αυτή ώρα δεν υπήρχε καμία έλλειψη τάξης.

«Να βγουν μπροστά οι πεζικάριοι λογχοφόροι» φώναξε ο Μεγάλος Μάγιστρος σε έναν υπασπιστή του. Αυτός τον χαιρέτησε βιαστικά κι έτρεξε να ενημερώσει τους ακολούθους. Αυτό ήταν δική τους δουλειά.

Ο Χούμα θέλησε να διατάξει τους υπόλοιπους δρακοκαβαλάρηδες να μπουν σε θέση μάχης, αλλά ο Άρχοντας Όσγουολ τον εμπόδισε. «Όχι. Αν έχεις μια ελπίδα να περάσεις για να πας στα βουνά, θα πρέπει να το κάνεις όταν θα πολεμούν οι δράκοι.»

«Μα οι πεζικάριοι…»

Το κέρας ήχησε ξανά, σε άλλο τόνο αυτή τη φορά.

«Τι είναι αυτό, μα την Κίρι-Τζόλιθ;» Ο Μεγάλος Μάγιστρος και οι άλλοι έτρεξαν μπροστά, εκεί που αρχηγός ήταν ο Άρχοντας Χόκαϊ.

«Άρχοντα Χόκαϊ.» Ο διοικητής του Τάγματος του Στέμματος γύρισε απότομα.

«Μεγάλε Μάγιστρε, σταμάτησαν, ίσα που τους βλέπουμε. Ακόμα και οι δράκοι σταμάτησαν. Λες και κάτι περιμένουν. Τους έχω όλους σε ετοιμότητα.»

«Πολύ καλά.» Ο Χούμα κράτησε την ανάσα του μέχρι να χαλαρώσει η ολοφάνερη ένταση του Μεγάλου Μάγιστρου. «Θέλουν να παίξουν με το μυαλό μας. Θέλουν να βγούμε να τους επιτεθούμε. Τι απύθμενη βλακεία! Δεν μπορούν να μας παρασύρουν σε τέτοιο χαμό!»

«Ας ιδρώσουν κι αυτοί λιγάκι. Ας περιμένουν κι εκείνοι. Όταν χάσει την υπομονή του ο Γκάλαν Ντράκος ή η κυρά του, τότε θα κινηθούμε εμείς.»

Ένας χρυσός δράκος κατέβηκε πεταρίζοντας από έναν οβελίσκο. Ήταν γέρος, ακόμη και για δράκος. Το δέρμα του ήταν σκασμένο και γεμάτο πανάρχαιες πολεμικές ουλές. Η μορφή του όμως δεν έδειχνε καμία αδυναμία.

«Μετέφερα στους υπόλοιπους την προηγούμενη προσφορά σου.» Η φωνή ήταν βαθιά και βροντερή κι έμοιαζε λιγάκι με του στοιχειακού της γης που υπηρετούσε τον Μάτζιους.

Οι ιππότες σώπασαν.

Ο Άρχοντας Όσγουολ δίστασε στην αρχή, αλλά τελικά τον ρώτησε «Και ποια είναι η απάντησή τους;»

Ο δράκος τού έριξε μια ματιά σαν να του έλεγε «σ’ τα ’λεγα εγώ». «Δε σας εγκαταλείπουμε. Χωρίς το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, τα προκεχωρημένα φυλάκια δε θα μπορέσουν να σταθούν. Εδώ θα δοθεί η κρίσιμη μάχη. Αν πέσει το Βίνγκααρντ, θα πέσει και το Έργκοθ κι έπειτα η γη των ξωτικών και η γη των νάνων. Και τότε η βασίλισσα θα κυβερνήσει τα πάντα.»

«Ήθελα, αν νικηθούμε εδώ, να κρατήσω ζωντανό τον αγώνα του Πάλανταϊν.»

«Ο αγώνας του Καλού είναι πάντα ζωντανός. Ακόμα και η Τακίσις το γνωρίζει.»

Παρά τη δραστηριότητα γύρω τους, για την ομάδα ήταν σαν να είχε πάψει κάθε ήχος. Ο Χούμα κατάλαβε ότι οι δράκοι θα πολεμούσαν μέχρι θανάτου. Για χάρη των συμμάχων τους, των ανθρώπων. Για την πίστη τους στις διδαχές του Πάλανταϊν.

Τότε ο Μεγάλος Μάγιστρος έκανε κάτι χωρίς προηγούμενο. Γονάτισε στο ένα του πόδι και απέτισε τιμή όχι στο συγκεκριμένο δράκο αλλά σε ολόκληρη τη φυλή τους. Παρά το ότι ο δρόμος προς την ελευθερία ήταν ανοιχτός, εκείνοι έμεναν στις θέσεις τους.

«Ευχαριστώ. Έλπιζα – αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς.»

Ο χρυσός δράκος κούνησε μεγαλόπρεπα το κεφάλι του, άνοιξε τα μακριά φτερά του και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Μεγάλος Μάγιστρος τον παρακολούθησε σιωπηλός και ύστερα, ακούγοντας έναν καινούριο ήχο, στράφηκε προς το μέρος του. Οι ακόλουθοι έτρεχαν προς τους συγκεντρωμένους ιππότες κουβαλώντας τις ψεύτικες Δρακολόγχες για τους πεζικάριους. Ο Χούμα κοίταξε τις λόγχες καθώς τις έβγαζαν από τα κιβώτια. Πώς έλαμπαν! Λες και…

«Άρχοντά μου!» Ο Χούμα ξάφνιασε και τον εαυτό του διακόπτοντας τον Μεγάλο Μάγιστρο.

«Ναι, Χούμα;»

«Με την άδειά σου, πρέπει να ετοιμάσω μερικά πράγματα.»

«Πήγαινε τότε.»

«Καζ.» Ο Χούμα πήρε παράμερα το μινώταυρο. «Πάρε μια από τις λόγχες που μοιράζουν οι ακόλουθοι και σύγκρινέ τη με μια αληθινή Δρακολόγχη.»

«Τι…» Ο μινώταυρος δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του.

«Θα σου εξηγήσω μόλις επιστρέψω.» Ο Χούμα έφυγε βιαστικά και ο μινώταυρος απόμεινε απορημένος με την εντολή του.


Το σιδηρουργείο ήταν εκεί κοντά, ακριβώς έξω από το οπτικό πεδίο του Μεγάλου Μάγιστρου και των υπολοίπων.

Τη στιγμή που το πλησίαζε ο Χούμα, οι βαριές ξύλινες πύλες του άνοιξαν και ο ιππότης τραβήχτηκε γοργά καθώς βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν ξένο.

«Καλά θα κάνεις να μη στέκεσαι κοντά στις πύλες, αν δε θες να χτυπήσεις.» Ο νεοφερμένος είχε ασημόμαυρα μαλλιά και στενόμακρο κεφάλι. Τα μάτια του φάνηκαν να πετούν φωτιές για μια στιγμή και ο Χούμα θυμήθηκε τη μορφή που κοίταζε την Γκουίνεθ εκείνη τη νύχτα που περπατούσαν στο προαύλιο. Η κοπέλα τον είχε φοβηθεί εκείνο τον άντρα. Δε γινόταν όμως να είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός ήταν ψηλότερος και λεπτότερος. Αλλά τα μάτια…

«Είσαι ο Χούμα της Λόγχης» είπε τελικά ο ξένος. Τα μάτια του τον διαπερνούσαν.

«Είμαι ο Χούμα.» Δεν ήταν κανένας ιππότης των βάρδων για να δεχτεί έναν τέτοιο τίτλο.

«Ο αρχισιδηρουργός είναι πολύ απασχολημένος, αλλά νομίζω ότι θα μπορέσει να διαθέσει για σένα ένα λεπτό.» Το χαμόγελό του ήταν παράξενο, τόσο απόκοσμο που ο Χούμα ρίγησε. Τι του θύμιζε;

Από μέσα ακούστηκαν φωνές. Ήταν και οι δύο γνωστές, αλλά η μία περισσότερο.

«Δεν μπορείς να με συμβουλέψεις;»

«Ήμουν πολύ καιρό μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων –και ο χρόνος μου στον Κριν έχει σχεδόν τελειώσει. Καλύτερα να ρωτήσεις κάποιο δικό σου.»

«Κανείς τους δεν καταλαβαίνει! Πώς να του πω ότι δεν είμαι αυτό που νομίζει; Πως πετάω μαζί του σχεδόν κάθε μέρα κι αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτα; Νομίζεις πως θα με αγαπούσε αν ήξερε ότι εγώ… εμείς…»

Το φως ήταν λιγοστό, εκτός από το καμίνι, και αυτό απλώς διέγραφε τις μορφές των δύο προσώπων που στέκονταν εκεί.

«Γκουίνεθ;»

Η μια μορφή, η γυναικεία, γύρισε στο άκουσμα της φωνής του, έβγαλε μια πνιχτή φωνή και έφυγε από την πίσω πύλη. Ο Χούμα πήγε να την ακολουθήσει, αλλά η άλλη φιγούρα τού έκοψε το δρόμο και τον χαιρέτησε εγκάρδια.

«Χούμα! Τι καλά που σε βλέπω για μια τελευταία φορά!» Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ τον σήκωσε στον αέρα, τον κούνησε σαν μωρό και τον απόθεσε ξανά κάτω. Ο Χούμα έριξε μια ματιά πίσω από τον πανύψηλο σιδηρουργό, αλλά δεν είδε ίχνος της φευγάτης Γκουίνεθ.

«Φαντάστηκες ότι θα σας άφηνα στ’ αλήθεια με είκοσι μονάχα λόγχες; Με εκπλήσσεις, παλικάρι μου!»

«Μα τότε είναι αληθινές! Δεν είναι της φαντασίας μου!»

«Κάθε άλλο. Είχα πολύ περισσότερες από είκοσι, αλλά όχι κάπου κοντά. Άλλωστε, δε θα μπορούσες να τις μεταφέρεις όλες. Υπάρχουν πολλοί κατάσκοποι της γύρω μας. Επιπλέον» ο σιδηρουργός χαμογελούσε «το χρειαζόμουν το ταξιδάκι.»

«Και το σιδηρουργείο…»

Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ του έδειξε το εργαστήριο. «Χρειάζονταν έναν αρχι-οπλοποιό και ειδικό στα άρματα. Παραποίησα κομμάτι την αλήθεια και είπα ότι με είχες καλέσει εσύ – πράγμα που έκανες κατά μία έννοια. Όπως ήταν λογικό, η δουλειά μου τους εντυπωσίασε και με άφησαν να κάνω κουμάντο. Σε λίγο υπήρχαμε μονάχα εγώ και οι βοηθοί μου.»

«Είναι… είναι απίστευτο!» Όλη αυτή την ώρα στο σιδηρουργείο έφτιαχναν αληθινές Δρακολόγχες.

Ο τεράστιος σιδηρουργός χτύπησε το στήθος του. «Τους απέδειξες ότι οι Δρακολόγχες δουλεύουν, Χούμα. Νομίζω ότι ούτε ο εκλαμπρότατος Μεγάλος Μάγιστρος σας φαντάζεται πόσο πιστεύουν στις Δρακολόγχες οι άντρες.»

Το μυαλό του Χούμα πήρε τρελές στροφές. «Σέλες! Χρειαζόμαστε κι άλλες σέλες.»

«Χίλντιθ!»

Για πρώτη φορά ο Χούμα πρόσεξε τους βοηθούς του σιδηρουργού. Ένα ξωτικό, ένας άνθρωπος κι ένας νάνος, ο Χίλντιθ προφανώς, μια και εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά.

«Αφέντη Άιρονγουιβερ;»

«Είναι έτοιμες οι σέλες;»

Ο νάνος μόρφασε πάνω-κάτω σαν το σιδηρουργό.

Ο νάνος είχε μεγάλη γενειάδα και, μολονότι φαινόταν πανάρχαιος, κινιόταν με τη γρηγοράδα και τη χάρη κάποιου που βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του. «Παραπάνω από αρκετές για να βολευτούν όλοι.»

«Ωραία, ωραία.» Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ πλησίασε τον Χούμα και ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο του. Ο ιππότης ένιωσε να τον διώχνουν – ευγενικά μεν, αλλά ανυποχώρητα.

«Αφέντη Άιρονγουιβερ, μια ερώτηση. Η Γκουίνεθ…»

«Αυτό είναι δικό σας θέμα.» Η αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του ήταν αρκετή για να κάνει τον Χούμα να σωπάσει. «Να θυμάσαι, έχεις τις λόγχες τώρα. Χρησιμοποίησέ τες.»

Ο Χούμα βρέθηκε έξω πριν προλάβει να χαιρετήσει. Ο μονόχειρας σιδηρουργός λύγισε το μηχανικό του μέλος. «Ο Πάλανταϊν μαζί σου, παλικάρι μου. Ούτε οι λόγχες δεν μπορούν να σε βοηθήσουν αν χάσεις την πίστη σου.»

Το κέρας σήμανε μια καινούρια προειδοποίηση. Ο Χούμα τινάχτηκε. Μπροστά στη μάχη, όλες του οι απορίες παραμερίστηκαν. Οι Δρακολόγχες ήταν αληθινές!

Τον πλησίασε ο Καζ με μια λόγχη πεζικάριου στο κάθε χέρι. «Είναι κανένα κόλπο, Χούμα; Θα ορκιζόμουν…»

«Είναι αληθινές! Είναι όλες αληθινές! Πού είναι ο Άρχοντας Όσγουολ;»

Ο μινώταυρος του έδειξε με τη μία λόγχη. «Στο τείχος. Επιμένει να δει ο ίδιος.»

Ο Χούμα γύρισε και είδε τον Μπένετ να οργανώνει τους καβαλάρηδες. Ο Χούμα τού έγνεψε. Ο Μπένετ γάβγισε μια τελευταία διαταγή και ήρθε κοντά του.

«Τι συμβαίνει;» και ο τελευταίος μυς του προσώπου του ανιψιού του Μεγάλου Μάγιστρου παλλόταν από ζωή. Ο Μπένετ βρισκόταν στο στοιχείο του και, ασυνείδητα, το απολάμβανε.

«Οι Δρακολόγχες… είναι όλες αληθινές!»

Ο άλλος τον κοίταξε απορημένος. «Και βέβαια είναι αληθινές.»

Ο Χούμα δίστασε. Ο Μπένετ δεν είχε μάθει ποτέ το αρχικό σχέδιο. Τότε κανείς δεν ήξερε ότι θα έκανε την εμφάνισή του ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ.

Ο Μπένετ περίμενε σιωπηλός, μέχρι να αποφασίσει επιτέλους ο Χούμα να του πει την ιστορία. Η όψη του Ιππότη του Ξίφους πέτρωσε σε μια απροσπέλαστη μάσκα. Όταν τελείωσε επιτέλους ο Χούμα, οι δύο άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν.

Τα γερακίσια μάτια του Μπένετ στράφηκαν εκεί που είχαν συγκεντρωθεί οι τάξεις των ιπποτών περιμένοντας διαταγές. Γύρισαν γρήγορα στον Χούμα. «Υπάρχει και κάτι άλλο; Έχω πολλά να κάνω.»

Τα άτονα, άχρωμα λόγια του ξάφνιασαν τον Χούμα. Περίμενε θυμό και έκπληξη, αλλά τίποτα; «Μπένετ…»

Η έντονη ματιά του άλλου τον έκοψε στη μέση. Ο Μπένετ του έδειξε τους ιππότες γύρω τους. «Έχει στ’ αλήθεια καμιά σημασία αυτό που λες, Χούμα; Είτε υπήρχαν οι Δρακολόγχες είτε όχι, αυτοί οι άντρες και πάλι θα ήταν έτοιμοι για μάχη – ανεξάρτητα από το προφανές αποτέλεσμα. Θα ήμουν από τους πρώτους ανάμεσά τους, όπως κι εσύ, νομίζω. Όποια ζημιά κι αν τους κάνουμε, όποια απώλεια δύναμης και να τους προκαλέσουμε, θα είναι ένα είδος νίκης.» Πήρε ανάσα και ένα μέρος του φανατισμού του χάθηκε από το βλέμμα του. «Χαίρομαι που επιβεβαιώνεται το ότι δε θα πάμε γυμνοί στη σφαγή, αλλά αυτό είναι όλο. Πες τους ότι οι Δρακολόγχες είναι άχρηστες – και πάλι θα βαδίσουν ενάντια στον εχθρό και θα δώσουν και την ψυχή τους. Εσύ θα έκανες κάτι διαφορετικό;»

Για τον Χούμα, η πίστη που έδειχνε πάντα στο παρελθόν ο Μπένετ έπαιρνε καινούριο νόημα. Ήξερε ότι ήταν σωστός ο συλλογισμός του, ειδικά στο βαθμό που αφορούσε τον ίδιο. Όσο τρομερό και αν ήταν αυτό που τους περίμενε, πρώτος και καλύτερος στην πρώτη γραμμή θα ήταν ο Χούμα.

«Και τώρα, με την άδειά σου, έχω ακόμα πολλά να κάνω. Το θείο μου θα τον βρεις εκεί πάνω.» Του έδειξε ένα τμήμα του προτειχίσματος στα δεξιά τους. «Νομίζω ότι θα χαρεί πολύ με τα νέα.»

Ο Μπένετ έφυγε φωνάζοντας διαταγές και κάνοντας σαν να μην είχε γίνει ποτέ η κουβέντα τους. Ο Χούμα έτρεξε κατά το τείχος.

Πάνω στο τείχος, ο Μεγάλος Μάγιστρος στεκόταν σε ένα παρατηρητήριο.

Ο Άρχοντας Όσγουολ τον άκουσε να πλησιάζει και κοίταξε προς το μέρος του. Όταν είδε ότι ήταν ο Χούμα, του είπε «Υπάρχει κίνηση εκεί πέρα. Κάτι σχηματίζεται στον ουρανό.»

Δεν ήταν παρά μια μικρή μουντζούρα σ’ έναν ουρανό γεμάτο σύννεφα, πολύ πιο πέρα από τον επερχόμενο στρατό, αλλά μόλις το έβλεπες, σου μαγνήτιζε το βλέμμα όσο τίποτε άλλο στον ουρανό. Ο Χούμα ένιωσε λες και μέρος του εαυτού του τραβιόταν προς τη μουντζούρα, σαν να ελκόταν από αυτήν η ίδια η ψυχή του. Ξαναβρήκε την ανάσα του και πήρε τα μάτια του από πάνω της.

«Τι είναι;»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι τραβάει τους δράκους και τα ογκρ προς το μέρος μας.»

Ο Χούμα θυμήθηκε για ποιο λόγο είχε πάει και πληροφόρησε βιαστικά τον Όσγουολ για την ανακάλυψή του.

Ο γεροντότερος αντέδρασε πριν καν τελειώσει ο Χούμα. «Ειδοποιήστε όλους τους διοικητές!» φώναξε στους υπασπιστές του. «Τους δράκους! Κάποιος να ειδοποιήσει τους δράκους! Να ετοιμαστούν οι στρατιωτικές δυνάμεις!»

Στράφηκε ξανά στην ορδή που τους πλησίαζε και κούνησε το κεφάλι. Μπροστά στα μάτια τους, οι δράκοι του Σκότους άρχισαν να αφήνουν πίσω τους τις χερσαίες δυνάμεις. Σε λίγο θα τους έφταναν.

«Άρχοντά μου» είπε έντονα ο Χούμα «επέτρεψέ μου να πάρω τους αρχικούς καβαλάρηδες. Όσο ετοιμάζονται οι άλλοι, εμείς θα καθυστερήσουμε τον εχθρό. Απογείωσέ τους σε ομάδες των είκοσι, αλλά να περιμένουν πάνω από το Ακροπύργιο μέχρι να γίνουν πολλοί. Τότε στείλ’ τους έξω, με τους πεζικάριους ξοπίσω τους. Αν κερδίσουμε τον έλεγχο του αέρα, το έδαφος είναι δικό μας.»

«Θα σκοτωθείς!»

Ο νεότερος δίστασε – για μια στιγμή μόνο. «Τότε θα έχω δώσει τη ζωή μου στον Πάλανταϊν, όπως οφείλει κάθε ιππότης.»

Ο Όσγουολ του έγνεψε κουρασμένα. Ο Χούμα έτρεξε να κατέβει από το τείχος, ενώ αναρωτιόταν πόση ώρα θα του έπαιρνε να μαζέψει τους υπόλοιπους. Προς μεγάλη του έκπληξη, τους βρήκε όλους να τον περιμένουν πάνω στις σέλες με τις λόγχες έτοιμες. Το λίγο χρόνο που είχαν βρεθεί μαζί είχαν γίνει ένα. Η ασημένια δράκαινα ήταν εκεί και περίμενε τις διαταγές του.

Μέσα στη θανατερή ηρεμία που επικρατεί πριν από τη μάχη, ο Χούμα στάθηκε μπροστά στη συγκεντρωμένη ομάδα του και τους εξήγησε τον κίνδυνο της αποστολής τους και το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Περίμενε αντιρρήσεις, φωνές που θα υπερασπίζονταν την κοινή λογική και θα κομμάτιαζαν το σχέδιό του. Αντίθετα, διαπίστωσε κατάπληκτος ότι όλοι συμφωνούσαν μαζί του – κι ας έχαναν τη ζωή τους. Ο Μπένετ τού έγνεψε εγκρίνοντας το σχέδιό του κι ακόμα και μερικοί δράκοι έδειξαν ότι συμφωνούσαν. Πράγμα περίεργο, μόνο το δικό του υποζύγιο δεν απάντησε. Φαινόταν απόμακρη, αλλά δε διαμαρτυρήθηκε όταν εκείνος ανέβηκε στη ράχη της. Όταν έδωσε το σινιάλο τής αναχώρησης, η δράκαινα υπάκουσε γοργά και συντονισμένα – με ενθουσιασμό, θα έλεγες.

Μόλις βρέθηκαν στον αέρα, τους πλησίασε ο Καζ με τον Κεραυνό. «Θα τους κάνουμε να μας θυμούνται αιώνια πριν χαθούμε. Να τα θυμάσαι τα λόγια μου, Χούμα»

«Πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τον Ντράκος» του απάντησε ο Χούμα. «Αυτός είναι το κλειδί όλων.»

«Αυτός και η σκοτεινή κυρά του.»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά.

Όταν βρέθηκαν ψηλά, ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ –ο οποίος κοίταζε νοτιοδυτικά– τέντωσε απότομα το χέρι του. «Κοιτάξτε εκεί!» φώναξε. «Βλέπετε τίποτα;»

Ο πρώτος που απάντησε ήταν ο Κεραυνός. «Κι άλλος στρατός. Ο εχθρός όλο και δυναμώνει!»

Ο Έιβοντεϊλ έβαλε τα γέλια. «Εμείς» φώναξε «είμαστε αυτοί που δυναμώνουν!»

Ήταν ο στρατός του Βόρειου Έργκοθ. Γνωρίζοντας πως μόνο η ήττα και η σκλαβιά τούς περίμεναν αν έχαναν τη μάχη, οι ιππότες τα έπαιζαν όλα για όλα ελπίζοντας να χτυπήσουν τον εχθρό από τα νώτα. Το ότι δεν τους είχαν δει ακόμα οι δούλοι της Τακίσις ήταν καθαρή τύχη.

«Πόσο χρόνο θέλουν ν’ απογειωθούν οι άλλοι;» ρώτησε ο Έιβοντεϊλ.

«Όχι πολύ.» Ο Μπένετ ήταν αυτός που φώναξε την απάντηση και ο Χούμα τού ήταν ευγνώμων για αυτό. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να εγγυηθεί τίποτα.

Ενώ μιλούσαν, προχωρούσαν για να συναντήσουν την προφυλακή των δράκων. Διατηρούσαν πυκνή τάξη, ξέροντας ότι, αν απομονώνονταν, ήταν καταδικασμένοι.

Φαίνεται πως οι δράκοι του Σκότους κατάλαβαν τις προθέσεις τους, γιατί μερικοί κινήθηκαν ανάλογα. Άλλοι όμως ήταν φανερό πως είχαν διαφορετική γνώμη σχετικά με το τι ήταν ικανοί να κάνουν οι ιππότες και ξέκοψαν από τους υπόλοιπους, τραβώντας ίσια πάνω στον εχθρό. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα φευγαλέο χαμόγελο. Βλέποντας τους κακόβουλους δράκους να γυμνώνουν τα νύχια και τα δόντια τους και να τους προκαλούν, συνειδητοποίησε ότι δεν πίστευαν πόσο ισχυρές ήταν οι Δρακολόγχες.

Όλοι οι επιτιθέμενοι χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, εκτός από λίγους. Οι περισσότεροι καρφώθηκαν μόνοι τους πάνω στις λόγχες του Χούμα και των συντρόφων του. Άλλοι δύο πέθαναν πριν προλάβει ο Χούμα να κάνει σινιάλο στους δικούς του ν’ αφήσουν τους επιζώντες να φύγουν. Θα μετέδιδαν τον πανικό τους και στους υπόλοιπους δράκους.

Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους συντρόφους του. Ο Καζ ήταν φουντωμένος και γεμάτος έξαψη, ο Κεραυνός μόλις που κρατιόταν να μην κυνηγήσει τους επιζώντες. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ κοίταζε προς το μέρος του στρατού του. Ο Μπουόρον ήταν σιωπηλός και σχεδόν ανέκφραστος. Το χέρι του είχε γιατρευτεί και κρατούσε τη Δρακολόγχη όσο πιο σταθερά μπορούσε.

Δράκοι με αναβάτες τούς επιτέθηκαν κατά εικοσάδες. Κόκκινοι, μαύροι, πράσινοι και γαλάζιοι. Τους επιτέθηκαν και λευκοί, αλλά αυτοί δεν είχαν αναβάτες και ο Χούμα υποψιάστηκε ότι τους έστελναν για αντιπερισπασμό, γιατί ενεργούσαν περισσότερο με την πονηριά του ζώου παρά με νοημοσύνη και αυτό το περιβάλλον ήταν εντελώς ακατάλληλο γι’ αυτούς. Αν και μικρότεροι από τους άλλους δράκους, μπορούσαν να γίνουν φονικοί και η παρουσία τους θα πρόσδιδε κάποιο πλεονέκτημα στη δρακοβασίλισσα.

Κάτω, στη γη, οι δύο στρατοί είχαν αλλάξει πορεία. Οι Ιππότες του Έργκοθ σχημάτιζαν μια μακριά, φαρδιά γραμμή και το νότιο τμήμα των δυνάμεων των ογκρ στρεφόταν να αντιμετωπίσει την καινούρια αυτή απειλή. Το βόρειο μισό, μη γνωρίζοντας ακόμα για την επίθεση, άρχισε να τραβιέται, αφήνοντας το κέντρο σκόρπιο, καθώς οι πολεμιστές περίμεναν τις κατάλληλες διαταγές. Σύγχυση φαινόταν να επικρατεί.

Τώρα! ούρλιαξε νοερά ο Χούμα. Τώρα πρέπει να επιτεθούμε! Βέβαια, οι ιππότες του Ακροπυργίου δεν έβλεπαν το στρατό του Έργκοθ. Αλλά σίγουρα έβλεπαν τα ογκρ να σκορπίζουν και καταλάβαιναν ότι συνέβαινε κάτι που τους ευνοούσε. Σε πόση ώρα θα αντιδρούσαν άραγε;

Τότε μια μικρή ομάδα λογχοφόρων χτυπήθηκε με το πρώτο από τα ατέλειωτα κύματα των εχθρών – και δεν χωρούσε πλέον άλλη σκέψη παρά ο αγώνας για την επιβίωση.

Στην αρχή οι δράκοι φαίνονταν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται σε κάθε παίξιμο των ματιών του Χούμα. Παντού γύρω του ακούγονταν κραυγές. Πότε σκοτείνιαζε σαν την Άβυσσο και πότε όλα έλαμπαν σαν τον ήλιο, καθώς οι δράκοι εξαπέλυαν τα μαγικά τους και οι αναβάτες τους, άλλοι κληρικοί και άλλοι μάγοι, συμμετείχαν και με τις δικές τους δυνάμεις στη μάχη.

Η ασημένια δράκαινα απέφυγε ένα χτύπημα και ο Χούμα είδε ένα λογχοφόρο να πέφτει με το δράκο του, θύμα τουλάχιστον έξι δράκων. Αναβάτης και υποζύγιο χάθηκαν κάτω από τη δύναμη των τρομερών αυτών πλασμάτων και ο Χούμα το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συγκρατήσει την κραυγή του μπροστά στο γενναίο αυτό θάνατο. Μέσα στο χάος, δεν είχε αναγνωρίσει το σκοτωμένο.

Άρχισαν να χωρίζουν. Ο Καζ με τον Κεραυνό ήταν πάντα κοντά στον Χούμα και την ασημένια δράκαινα. Κάποια στιγμή ο ιππότης άκουσε τον Γκάι Έιβοντεϊλ να φωνάζει κάτι με τη στεντόρεια φωνή του.

Από ψηλά βούτηξε πάνω τους ένας τρομερός μαύρος δράκος, με αναβάτη έναν άντρα της Μαύρης Φρουράς. Ο Χούμα φώναξε στη δράκαινά του, αλλά εκείνη πολεμούσε απεγνωσμένα με έναν κόκκινο που βύθιζε τη Δρακολόγχη όλο και βαθύτερα στον ίδιο του τον ώμο, υπερβολικά μανιασμένος για να το καταλάβει. Ο ιππότης τράβηξε το σπαθί του –άχρηστο μπροστά σ’ ένα τέτοιο πλάσμα– και ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση.

Ξαφνικά φάνηκε μια ασημένια αστραπή κι ένας λαμπερός δράκος έπεσε πάνω στο μαύρο. Στη ράχη του είχε αναβάτη και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Μπουόρον. Ήταν χτυπημένος σε διάφορα σημεία. Το αίμα κηλίδωνε την πανοπλία και το δράκο του.

Πόνος! Ο Χούμα μαζεύτηκε νιώθοντας κάτι να στέλνει κύματα πόνου στο αριστερό του πόδι. Το κοίταξε και είδε το αίμα του να τρέχει ποτάμι από μια βαθιά πληγή. Το πόδι συσπάστηκε και τα κύματα του πόνου συνέχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του. Μέσα από τα δακρυσμένα του μάτια, είδε ένα ογκρ να δρασκελίζει ένα δράκο. Με δύναμη που ξεπερνούσε το ανθρώπινο μέτρο, το ογκρ τού είχε επιτεθεί μ’ ένα τσεκούρι και το χτύπημά του αποδείχτηκε εύστοχο.

Ο Χούμα απέκρουσε άλλο ένα χτύπημα του ογκρ, αλλά είδε πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ο πόνος τού αποσπούσε επικίνδυνα την προσοχή.

Τελικά είδε με ανακούφιση ότι η ασημένια δράκαινα είχε απωθήσει το δικό της αντίπαλο. Ο κόκκινος, αποδυναμωμένος από την τόση απώλεια αίματος και τις τόσες πληγές– έπεφτε ανήμπορος στο έδαφος χτυπώντας τα φτερά του, παίρνοντας μαζί του και το δύστυχο αναβάτη του.

«Χούμα!»

Χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι τον φώναζε η ασημένια δράκαινα. Τον κοίταξε με μάτια γεμάτα απίστευτο τρόμο – αλλά όχι για τον εαυτό της. Μάτια σαν αυτά είχε ξαναδεί, αλλά…

Οι σκέψεις του διακόπηκαν από καινούριες φωνές που ξέσπασαν γύρω του. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν το τέλος και ότι καινούριοι δράκοι έρχονταν να ενωθούν με εκείνους που χτυπούσαν ήδη τη μικρή ομάδα.

Λάθος. Οι δράκοι που είδε σηκώνοντας το κεφάλι ήταν ασημένιοι, χρυσοί – όλα τα λαμπρά μεταλλικά χρώματα των δράκων του Πάλανταϊν. Ήταν πάνω από εκατό και όλοι τους είχαν από έναν αναβάτη κι έναν ιππότη οπλισμένο με μια λόγχη που έλαμπε ζωηρά και σημάδευε αλάθευτα. Δρακολόγχες.

Οι δράκοι του Σκότους έπεσαν σε μεγάλη σύγχυση. Αν τους είχαν πληροφορήσει κάτι, αυτό ήταν ότι οι Δρακολόγχες ήταν μια χούφτα. Ο πλησιέστερος δράκος χάθηκε χωρίς καν να σηκώσει τα νύχια του για να αμυνθεί – τόσο πολύ δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν.

Ο Χούμα έφερε το χέρι στο μέτωπο και το τράβηξε ματωμένο – με το δικό του αίμα. Αναρωτήθηκε πότε είχε πληγωθεί και πώς.

Θυμήθηκε την πληγή του και κοίταξε ξανά το πόδι του. Το αίμα έτρεχε ακόμη άφθονο και ήξερε ότι αν δεν έκανε κάτι για να το σταματήσει, σύντομα θα λιποθυμούσε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να απομακρύνεται από τη μάχη.

Όλο και περισσότεροι δράκοι έρχονταν από το Ακροπύργιο.

Πόσες Δρακολόγχες είχε φτιάξει ο σιδηρουργός;

Η ασημένια δράκαινα έφευγε λες και την κυνηγούσε η ίδια η Βασίλισσα του Σκότους. Κάθε τόσο γυρνούσε και τον κοίταζε με τον ίδιο φόβο στα μάτια. Εκείνος σκυθρώπασε κι έσφιξε το πόδι του με τα χέρια για να σταματήσει την αιμορραγία.

Επιτέλους, βρέθηκαν να πετούν πάνω από τα τείχη του Ακροπυργίου, αποφεύγοντας παρά τρίχα μια καινούρια ομάδα από λόγχες που υψώνονταν στον αέρα. Τον οδήγησε εκεί που πήγαιναν τους τραυματισμένους της ομάδας του για φροντίδα.

«Πάρτε τον από πάνω μου!» η φωνή της δράκαινας ήταν τόσο επιτακτική, τόσο τραχιά, που κανείς δεν έχασε δευτερόλεπτο. Ο Χούμα την έχασε από τα μάτια του, όπως κι ολόκληρο τον κόσμο.

Όταν ξύπνησε, η Γκουίνεθ ήταν σκυμμένη από πάνω του και τον άγγιζε με τα χέρια της με τρόπο που έδιωχνε κάθε πόνο. Ένιωθε σχεδόν τη δύναμη να αναβλύζει από τα ακροδάχτυλά της. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό και όπως έσκυβε πάνω από το πόδι του, τα μαλλιά της έπεφταν και σχεδόν το έκρυβαν.

Τα μάτια του Χούμα πλανήθηκαν τριγύρω. Βρίσκονταν σ’ ένα λόφο, μακριά από τη μάχη, αλλά όχι τόσο ώστε να μην ακούν τον αχό της. Εκεί ήταν και ο Έιβοντεϊλ, με την αριστερή του πλευρά ένα ματωμένο χάλι. Ο Καζ ήταν άφαντος. Από την αρχική ομάδα μόνο εννιά απόμεναν. Ο Μπένετ, αλώβητος αλλά με όψη και πανοπλία σαν να τον είχαν σύρει σ’ ολόκληρη την πεδιάδα, κοίταζε την Γκουίνεθ με μια έκφραση μεταξύ απέχθειας και θαυμασμού. Τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του Χούμα, αλλά στράφηκαν αμέσως αλλού.

«Ο Μπουόρον είναι νεκρός, Χούμα» είπε τελικά ο ανιψιός του Όσγουολ, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στην Γκουίνεθ. «Την τελευταία φορά που τον είδα ορμούσε με το δράκο του ενάντια σε εκείνο το μαύρο για να σε σώσει. Χάθηκαν και οι δύο.»

Οι τελευταίες του λέξεις δε συγκλόνισαν τον Χούμα μονάχα αλλά και την Γκουίνεθ. Τράβηξε τις παλάμες της από την πληγή και έκλαψε μέσα τους. Ο Χούμα άπλωσε το χέρι και της άγγιξε το μπράτσο.

«Δεν κλαίει για τον Μπουόρον…» Ο Μπένετ αγωνιζόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

«Άσ’ το, Μπένετ.» Ο Γκάι Έιβοντεϊλ προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος.

«Χούμα!» φάνηκε ο Κεραυνός με τον Καζ να κραδαίνει το πολεμικό του τσεκούρι σε χαιρετισμό. Δράκος και μινώταυρος ήταν γεμάτοι γδαρσίματα και μώλωπες, αλλά κανείς τους δε φαινόταν εξασθενημένος. Ο Χούμα τούς κοίταξε μια στιγμή μονάχα και μετά τα μάτια του στράφηκαν στην Γκουίνεθ. Εκείνη κοίταξε αλλού. Συνέχισε να την κοιτάζει ακόμα και τη στιγμή που απαντούσε στη δήλωση του Μπένετ.

«Τι εννοείς, Μπένετ;»

Η γερακίσια όψη του Μπένετ στράφηκε στον κληρικό-διοικητή του Έργκοθ. «Το είδαν όλοι. Γιατί να το κρύψουμε. Αν δεν μπορεί να του το πει η ίδια, κάποιος πρέπει να του το πει. Πρέπει να το μάθει. Ξέρω τι νιώθει γι’ αυτήν.»

«Είναι δικό τους θέμα!» Ο Έιβοντεϊλ ήταν έξαλλος από θυμό.

«Σταματήστε.»

Είχε μιλήσει η Γκουίνεθ. Σηκώθηκε κοιτάζοντας συνεχώς τον Χούμα. Τα χέρια της κρέμονταν άτονα στα πλευρά της.

Ξαφνικά ο Έιβοντεϊλ σωριάστηκε προς τα πίσω. Κοίταξε τον Μπένετ και τον Καζ. «Εσείς οι δυο, βοηθήστε με να σηκωθώ. Μου έρχεται ρίγος. Πρέπει να πάω κάπου πιο κλειστά.»

Διστακτικά, ο Μπένετ και ο Καζ τον βοήθησαν να σηκωθεί. Απομακρύνθηκαν και οι τρεις τους μαζί.

Η Γκουίνεθ μίλησε επιτέλους. «Κλαίω για τον Μπουόρον. Για όποιον έπεσε πολεμώντας τη δρακοβασίλισσα.»

«Κι εγώ τον κλαίω.»

Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. «Και κλαίω ειδικά για το δράκο που ίππευε ο Μπουόρον, το μεγαλόσωμο ασημένιο.»

Τον αδερφό της δικής του δράκαινας, σκέφτηκε ο Χούμα. Γιατί να τον κλαίει τόσο πολύ η Γκουίνεθ;

Εκείνη κοίταξε θλιμμένα γύρω της. Ο τόπος ήταν άδειος. Βλέποντας τον Χούμα μπερδεμένο, τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. «Πριν σου μιλήσω, μάθε ότι σ’ αγαπώ, Χούμα. Ποτέ δε θα έκανα το παραμικρό για να σε βλάψω.»

«Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Ξαφνικά οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του με μεγάλη ευκολία.

«Νομίζω πως μπορεί ν’ αλλάξεις γνώμη» του είπε αινιγματικά εκείνη.

Ο Χούμα δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, γιατί ξαφνικά η Γκουίνεθ άρχισε να λάμπει – σχεδόν όπως οι Δρακολόγχες. Καθώς την κοίταζε θαυμάζοντας εκστασιασμένος, είδε το πρόσωπό της να μακραίνει και το στόμα της να γίνεται ρύγχος με μεγάλα δόντια. Ο Χούμα νόμισε πως ήταν μαγεμένη και πήγε να σηκωθεί για να τη βοηθήσει, αλλά το πόδι του δεν ήταν καλά ακόμα και η πληγή του κεφαλιού του δεν είχε γιατρευτεί. Σωριάστηκε καταγής.

Τα μακριά, λεπτά της μπράτσα μάκρυναν κι άλλο – κι έγιναν πιο μυώδη. Οι μικρές της παλάμες συστράφηκαν, γύρισαν και έγιναν τρομερά πόδια δράκου. Έπεσε στα τέσσερα και φάνηκε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, όλο και περισσότερο. Κάτι σάλεψε στη ράχη της. Πλέον δε φαινόταν καθόλου σαν άνθρωπος και αυτό με το οποίο έμοιαζε έκανε τον ιππότη να κουνάει συνεχώς το κεφάλι του πέρα-δώθε.

Τα ρούχα της εξαφανίστηκαν –ο Πάλανταϊν ξέρει πού πήγαν–, αλλά στην καινούρια της μορφή δεν τα χρειαζόταν πια. Η παράξενες κινήσεις της ράχης της έγιναν δύο εξογκώματα που άνοιξαν αποκαλύπτοντας φτερά σαν της νυχτερίδας. Άνοιξαν διάπλατα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί. Το πλάσμα που πριν ήταν η Γκουίνεθ προχώρησε μπροστά, ψηλό, στητό… και φοβισμένο.

Ήταν μια δράκαινα. Μια ασημένια δράκαινα.

Η δική του.

Κεφαλαίο 28

Τα μάτια της ασημένιας δράκαινας ήταν χαμηλωμένα. «Χούμα, για τ’ όνομα του Πάλανταϊν, πες κάτι, σε παρακαλώ.»

Η φωνή ήταν σίγουρα της Γκουίνεθ. Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια στο δρακίσιο πρόσωπο και είδε πάνω του το φόβο – το φόβο ότι θα την απέρριπτε. Ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι γινόταν μέσα στο μυαλό του. Όλα γύρω του φαίνονταν να καταρρέουν. Δεν μπορεί να ήταν η Γκουίνεθ! Ή μήπως όχι;

«Εκείνη τη νύχτα είδες τον αδερφό μου – όπως είδες και τον άλλο, αυτόν που υπηρετεί τον Ντάνκαν Άιρονγουιβερ, δράκοι και οι δυο, αλλά σε ανθρώπινη μορφή. Σας θαυμάζουμε τόσο, Χούμα, εσένα και το είδος σου. Μέσα στην τόσο σύντομη ζωή σας καταφέρνετε τόσο πολλά.»

Ο Χούμα δεν είπε τίποτα. Άθελά του τραβήχτηκε λίγο μακριά της – όχι από φόβο αλλά από σύγχυση.

Εκείνη δεν το δέχτηκε έτσι και οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται πιο γρήγορα. Ενώ μιλούσε, η μορφή της άλλαζε. Τα φτερά ζάρωσαν. Τα τέσσερα πόδια της απάλυναν και συστράφηκαν μέχρι που έγιναν ξανά ανθρώπινα και μπόρεσε να σταθεί πάλι όρθια. Το σώμα της μίκρυνε γοργά, λες και η πελώρια μορφή έλιωνε μπροστά στα γεμάτα φρίκη μάτια του. Το πρόσωπο μίκρυνε και εκείνο και στρογγύλεψε, ενώ το μεγάλο στόμα της δράκαινας μεταμορφώθηκε σε δυο καμπύλα, καλοσχηματισμένα, σαρκώδη χείλη. Από το κεφάλι της ξεχύθηκαν ασημένια μαλλιά και έπεσαν σαν χείμαρρος στο λαιμό της. Ο Χούμα παραλίγο να το βάλει στα πόδια. Η μεταμόρφωση που είχε παρακολουθήσει δεν μπορούσε να ήταν αληθινή.

«Πρώτος ο αδερφός μου μου είπε αυτό που δεν είχα καταλάβει στην αρχή: ότι είχα πέσει θύμα μιας κατάστασης που σε λίγους έχει συμβεί στο παρελθόν. Είχα ζήσει τόσο πολύ καιρό μαζί σας που είχα φτάσει στο σημείο να αγαπώ σαν εσάς.»

«Γιατί;»

Εκείνη συνοφρυώθηκε, μη καταλαβαίνοντας τι ακριβώς τη ρωτούσε. Ύστερα του απάντησε «Ενσαρκώνεις την ίδια την πίστη του Πάλανταϊν. Είσαι γενναίος, ευγενικός, δεν ξέρεις τι θα πει μίσος. Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι, τίποτε άλλο.»

«Α, οι ευτυχισμένοι εραστές.»

Η ψυχρή, θριαμβευτική φωνή ξύπνησε τον Χούμα από το λήθαργο του. Δεν ήταν δυνατόν, όχι εδώ…

Ο Γκάλαν Ντράκος, όμοιος με πριν, υλοποιήθηκε μπροστά στον ιππότη και τη δρακοκόρη χαμογελώντας. «Θα σας έκανα νωρίτερα αισθητή την παρουσία μου, αλλά δεν ήθελα να διακόψω μια τόσο όμορφη σκηνή.»

Η Γκουίνεθ έβγαλε μια κραυγή που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπορούσε και πήγε να τον χτυπήσει, αλλά ο Χούμα κινήθηκε γρήγορα και της έκοψε το δρόμο. Ο ιππότης κατάφερε να κάνει λίγα βήματα μονάχα, πριν τον προδώσει το πόδι του και πέσει στη γη. Μόνο τότε θυμήθηκε ότι η μορφή μπροστά του δεν ήταν παρά μια παραίσθηση. Βλαστήμησε σιγανά την ίδια του τη βλακεία.

Ο αποστάτης γελούσε. «Ήρθα να μεγαλώσω τη δυστυχία σου, Χούμα. Ήρθα να σε ξεπληρώσω για την απώλεια του Κράινους. Οφείλω να παραδεχτώ ότι στο τέλος η τρέλα του είχε γίνει απρόβλεπτη. Ήταν όμως ο καλύτερος διοικητής μου και θα μου λείψει.»

Ο Καζ με τον Μπένετ, που είχαν ξεσηκωθεί από τη φωνή κάποιου που γνώριζαν τόσο καλά, πήγαν τρέχοντας. Ο φασματικός Ντράκος σήκωσε το χέρι του κι εκείνοι σταμάτησαν σαν να έπεσαν πάνω σε τοίχο.

«Ανταπόδοση στα ίσα, θλιβερέ θνητέ.» Ο Ντράκος σήκωσε τα χέρια του και κάτι άρχισε να υλοποιείται μπροστά του. Μόνο όταν υλοποιήθηκε ολότελα το αναγνώρισε ο Χούμα.

«Μάτζιους!»

Τον είχαν βασανίσει. Το πρόσωπό του είχε γίνει μια ματωμένη μάζα και το ένα του μάτι ήταν πρησμένο και κλειστό. Ο χιτώνας του ήταν κουρελιασμένος και ο Χούμα είδε έκπληκτος ότι ήταν λευκός, όχι ερυθρός. Το ένα του χέρι σχημάτιζε μια απίθανη γωνία και κανένα του πόδι δε φαινόταν ικανό να περπατήσει. Ο Μάτζιους σηκώθηκε όρθιος βάζοντας δύναμη στο γερό του χέρι.

«Χ… Χούμα.» Του έλειπαν κάμποσα δόντια. «Είχε δίκιο… τελικά.»

Ο Ντράκος χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Τραυλίζει καμιά φορά.»

Με μεγάλη προσπάθεια, ο Μάτζιους γύρισε κι έφτυσε το χιτώνα του αποστάτη. Ο Γκάλαν Ντράκος αγρίεψε και τέντωσε την ανοιχτή του παλάμη προς το θύμα του. Ο Μάτζιους ούρλιαξε και το κορμί του αναδιπλώθηκε από το μαρτύριο.

Η Γκουίνεθ κινήθηκε μπροστά. «Δοκίμασε σε μένα τα ξόρκια σου, Γκάλαν Ντράκος.»

Το φάντασμα χαμογέλασε όλο κακία. «Έχω μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση νομίζεις, αλλά δε θέλω να τη χρησιμοποιήσω τώρα. Ήρθα απλώς για να δείξω στον Χούμα πόσο ανόητα ήταν τα όνειρά του ότι θα νικήσει.»

Ο Χούμα όρμησε μπροστά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσει το βασανισμένο του φίλο.

Ο Μάτζιους κούνησε αρνητικά το χτυπημένο του κεφάλι. «Μη, Χούμα. Δεν υπάρχει λόγος πια. Νίκησε τον Ντράκος. Μόνο αυτό σου ζητάω.»

Ο Ντράκος σήκωσε και τα δυο του χέρια προς τον Μάτζιους. «Ο χρόνος σου τελείωσε, φίλε μου.»

Με μια χειρονομία, ο αποστάτης έστειλε λόγχες πράσινου φωτός στον αιχμάλωτό του. Οι λόγχες φάνηκαν να διαπερνούν τον Μάτζιους σαν να ήταν ατσάλινες. Εκείνος ταλαντεύτηκε μονάχα μια στιγμή κι ύστερα έπεσε μπροστά και απόμεινε ένας σωρός, πολύ αληθινός, στα πόδια του Χούμα. Ο θάνατός του δεν ήταν παραίσθηση. Ο Χούμα ούρλιαξε και προσπάθησε να κινηθεί. Οι άλλοι προχώρησαν μπροστά, αλλά ο Ντράκος χανόταν ήδη.

«Το τίμημα της απάρνησης, Ιππότη της Σολάμνια. Το τίμημα που θα πληρώσετε όλοι σας σύντομα, εκτός κι αν υποταχθείτε στην κυρά μου.»

«Όχι, αποστάτη» είπε ο ιππότης και σηκώθηκε όρθιος. «Αν κάποιος πρόκειται να πληρώσει κάποιο τίμημα, αυτός θα είσαι εσύ.»

Δεν ήξερε αν τον άκουσε ο Ντράκος, γιατί τις τελευταίες αυτές λέξεις τις είχε πει στον κενό αέρα.

Ο Μπένετ και ο Καζ προχώρησαν παραπατώντας. Ο μινώταυρος μίλησε πρώτος. «Χούμα! Είσαι καλά;»

Χωρίς να του απαντήσει, ο Χούμα κοίταξε έντονα την τσακισμένη μορφή του Μάτζιους.

«Αν ζητάς εκδίκηση, Χούμα, θα σταθώ ευχαρίστως στο πλευρό σου.» Ο Καζ δε συμπαθούσε καθόλου το μάγο, αλλά στο τέλος είχε αρχίσει να τον σέβεται.

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Η εκδίκηση δεν είναι ο δικός μου τρόπος.» Σήκωσε το χέρι. «Βοηθήστε με να τον γυρίσω.»

Τον γύρισαν. Ήταν παράξενο, αλλά ο μάγος φαινόταν γαλήνιος εκείνη τη στιγμή. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε φανεί τόσο ήρεμος.

Ο Χούμα ακούμπησε απαλά κάτω το κεφάλι του μάγου, έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε μόνος του. Ο Μπένετ και ο Καζ ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, αλλά τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν. Τελικά κατάφερε να σταθεί όρθιος. Γύρισε και τους κοίταξε όλους.

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σας – και των τριών. Είναι καιρός να αποκατασταθεί η ισορροπία. Είναι καιρός να μάθει ο Γκάλαν Ντράκος και η σκοτεινή κυρά του ότι όπου υπάρχει το Κακό πρέπει να υπάρχει και ισορροπία με το Καλό. Ο Μάτζιους ήταν η ζωντανή απόδειξη αυτής της αρχής. Στην εποχή του φόρεσε τους χιτώνες και των τριών Ταγμάτων, τελειώνοντας με το λευκό του Σολίναρι. Ανάμεσα στο Κακό και στο Καλό, το εκκρεμές κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις. Καιρός να κινηθεί προς το μέρος μας.»

«Σκοπεύεις να ψάξεις να βρεις το κάστρο;» ρώτησε ο Μπένετ.

«Ναι. Ζητώ τη βοήθειά σας και όποιου από την ομάδα μας ζει ακόμα. Αν διστάσετε, θα το κατανοήσω γιατί είναι σίγουρη αυτοκτονία.»

Ο Καζ φάνηκε έτοιμος να σκάσει από αγανάκτηση. «Αν νομίζεις ότι θα φύγω από οποιαδήποτε μάχη, και ειδικά από αυτήν εδώ, τότε δεν ξέρεις τίποτα για τη φυλή μου. Μπορεί να μην είμαι Ιππότης της Σολάμνια» αγνόησε την έντονη ματιά του Μπένετ «αλλά ξέρω πότε πρέπει να πολεμήσω. Είμαι μαζί σου.»

Ο Μπένετ έγνεψε καταφατικά. «Θα έρθω. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα πουν και όσοι μπορούν να ιππεύσουν ακόμα.»

«Τότε αφήστε με λίγα λεπτά μονάχο. Μπένετ, πες, σε παρακαλώ, στον Μεγάλο Μάγιστρο τι συνέβη εδώ. Ό,τι κι αν γίνει, θα ήθελα να προσφέρει μια σωστή ταφή στον Μάτζιους.»

«Όπως θέλεις.»

Ο μινώταυρος και ο ιππότης έφυγαν. Ο Χούμα κοίταξε τη σορό του Μάτζιους και θυμήθηκε παλιότερους καιρούς. Τον διέκοψε μια θηλυκή φωνή. «Κι εγώ, Χούμα; Αυτή η τραγωδία μάς διέκοψε. Δε σου ζητώ να ανταποκριθείς στα αισθήματά μου. Δεν ελπίζω καν να ανταποδώσεις την αγάπη μου. Θα σου πω αυτό: στο ζήτημα του Γκάλαν Ντράκος και του Κριν, είμαι πάντα η σύντροφός σου. Όταν φτάσεις στο στόμα της δρακοβασίλισσας, θα φτάσεις πετώντας πάνω στη ράχη μου.» Περίμενε μια απάντηση. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να πει τίποτα. «Θα περιμένω όταν θα είσαι έτοιμος.»

Τότε άκουσε βήματα. Χάθηκαν, μέχρι που δεν άκουγε τίποτα πια. Ο Χούμα δεν κουνήθηκε από τη θέση του μέχρι που ήρθαν κληρικοί από το Ακροπύργιο και πήραν τον Μάτζιους για να τον μεταφέρουν στον τόπο της ανάπαυσής του.


Ο Χούμα πλησίασε την ομάδα κουτσαίνοντας. Όλα τα αρχικά μέλη της που μπορούσαν ακόμα να ιππεύσουν ήταν έτοιμα. Στο σύνολο ήταν οκτώ άντρες και οκτώ δράκοι. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ δεν μπορούσε να πάει μαζί τους εξαιτίας των τραυμάτων του, αλλά ήταν εκεί για να τους αποχαιρετήσει.

Ο Χούμα μίλησε πρώτα στον Έιβοντεϊλ. «Κανένα νέο από τους άντρες σου;»

«Καθηλωμένοι αλλά ζωντανοί. Ο Μεγάλος Μάγιστρος σας έστειλε τις χερσαίες δυνάμεις. Προχωρούν. Τα ογκρ ανακόπτουν την πορεία τους.»

Ο Χούμα τού έγνεψε μουδιασμένα. Από όσα του έλεγε ο Ιππότης του Έργκοθ, δεν άκουγε παρά ένα μέρος μονάχα. Ο φόνος του Μάτζιους από τον αποστάτη ήταν μια πράξη απελπισίας, μια προσπάθεια να του τσακίσει το ηθικό. Πραγματικά, ένιωθε τσακισμένος και μπερδεμένος μπαίνοντας στην πιο σημαντική και λαμπρή στιγμή της ζωής του.

«Ευχήσου μας καλή τύχη, κληρικέ.»

«Θα κάνω κάτι καλύτερο.» Ο Έιβοντεϊλ έφερε το χέρι στην αλυσίδα στο λαιμό του. Την τράβηξε πάνω από το κεφάλι του και φανερώθηκε ένα μενταγιόν, κρυμμένο κάτω από την πανοπλία και τα ρούχα του. «Σκύψε.» Ο Χούμα υπάκουσε. Ο Έιβοντεϊλ του πέρασε το μενταγιόν στο λαιμό. «Το αξίζεις περισσότερο από μένα.»

Ο ιππότης πήρε το μενταγιόν στο χέρι του και το κοίταξε. Μια αναπαράσταση του Πάλανταϊν του ανταπόδωσε το βλέμμα. Το ένιωσε όμορφα ζεστό. «Σου είμαι… ευγνώμων.»

«Μη μ’ ευχαριστείς. Βρες τον Ντράκος!»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε. Όλοι οι άλλοι είχαν ιππεύσει. Ο Χούμα πλησίασε την ασημένια δράκαινα. Πήγε να της πει κάτι, το σκέφτηκε καλύτερα και ανέβηκε στη ράχη της. Κάποιος του έδωσε τη λόγχη του. Παρατήρησε ότι η λόγχη του πεζικάριου ήταν ξανά στερεωμένη στη δράκαινα.

Με το σινιάλο του απογειώθηκαν, αποφασισμένοι να διασχίσουν τις τάξεις του εχθρού και να αναζητήσουν το οχυρό του μάγου. Ο Χούμα σήκωσε ψηλά τη μικρή πρασινωπή σφαίρα και συγκεντρώθηκε. Τη διέταξε να τους οδηγήσει στο κάστρο.

Η σφαίρα έλαμψε ζωηρά, σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να πετάει προς τα βουνά του ορίζοντα.

Τα οκτώ ζευγάρια την ακολούθησαν.


Η μάχη εξελισσόταν σε σφαγή. Οι δράκοι, παρακινημένοι από το φόβο τους για την κυρά τους, ορμούσαν ξανά και ξανά στους λογχοφόρους. Κάθε φορά απωθούνταν με βαριές απώλειες.

Στο μεταξύ, πάνω από το ένα πέμπτο των λογχοφόρων και των υποζυγίων τους είχε χαθεί, νικημένο από το πλήθος του εχθρού. Το ίδιο υπέφεραν και οι χερσαίες δυνάμεις, ειδικά στην αρχή. Μόλις όμως είδαν την αποτελεσματικότητα των λογχών, οι απώλειες μειώθηκαν. Σε λίγο κανείς δράκος δεν τολμούσε να πλησιάσει. Η μαγική τους δύναμη και οι ανάσες τους εξακολουθούσαν να σκορπίζουν το χάος στις τάξεις των ιπποτών, αλλά και αυτές οι δυνάμεις είχαν τα όριά τους και πολλά από τα παιδιά της Σκοτεινής Βασίλισσας έγιναν εύκολη λεία των ιπτάμενων λογχοφόρων –τόσο πολύ είχαν εξαντληθεί.

Παρά τις προθέσεις τους, ο Χούμα και οι δικοί του δεν μπόρεσαν να αποφυγουν ολότελα τη μάχη γιατί, στο μεταξύ, είχε εξαπλωθεί πάρα πολύ. Κάμποσες φορές πέταξαν χαμηλά για να βοηθήσουν κάποιον που είχε μείνει πίσω και κινδύνευε να τον καταπιεί ο εχθρός. Ωστόσο, τα παιδιά της Τακίσις κάθε άλλο παρά ηττημένα ήταν. Είχαν σχηματίσει ομάδες και χτυπούσαν σε οποιοδήποτε σημείο τους φαινόταν πιο αδύναμο. Πολλοί είχαν ήδη καταφέρει να διασπάσουν τον αντίπαλο και τραβούσαν κατά το Ακροπύργιο. Ο Χούμα ήξερε ότι τους περίμενε μια έκπληξη. Ο Μεγάλος Μάγιστρος δεν ήταν κανένας νεοφώτιστος. Περισσότεροι από πενήντα ιππότες με τους δράκους τους ήταν έτοιμοι να απογειωθούν στη στιγμή.

Από κάτω τους, τα ογκρ και οι σύμμαχοί τους ήταν μια ανάμικτη μάζα. Αναγκάζονταν πλέον να πολεμούν σε δύο μέτωπα, γιατί οι Ιππότες του Έργκοθ είχαν βρει το κατάλληλο έδαφος και χτυπούσαν το νότιο κέρας με μεγάλη επιτυχία.

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε ολόγυρά τους και ο Χούμα και οι σύντροφοί του πλημμύρισαν από μια προαίσθηση για κάποιο τρομερό επερχόμενο κακό.

Αστραπές τινάχτηκαν με τρομακτική ακρίβεια, χτυπώντας δράκους και αναβάτες και αφήνοντας λίγους ζωντανούς. Οι δρακοκαβαλάρηδες δίστασαν και έπειτα άρχισαν να υποχωρούν. Τα παιδιά της Σκοτεινής Βασίλισσας άρχισαν να πολεμούν με καινούρια μαχητικότητα.

Ο Χούμα χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο φυλακτήρα της λόγχης του. Πώς να πολεμήσεις μια καταιγίδα; Αυτό δεν ήταν δημιούργημα μάγου. Σκίασε τα μάτια του με το χέρι. Αν είχε έναν υλικό στόχο, ίσως μπορούσε να κάνει κάτι, αλλά ενάντια στα στοιχεία της φύσης τι μπορούσε να κάνει ακόμη και μια Δρακολόγχη;

Το ερώτημά του απαντήθηκε τη στιγμή που έμπαινε στην καρδιά της θύελλας. Η παρουσία του Κακού ήταν τόσο ισχυρή που ο Χούμα έβλεπε σχεδόν τη δρακοβασίλισσα μπροστά του, να ρίχνει πάνω του τη βροχή και τις αστραπές. Ένας κεραυνός έπεσε ακριβώς πίσω του και ο Χούμα άκουσε μια κραυγή. Τώρα πια δεν ήξερε αν τα μάγουλά του βρέχονταν από τη βροχή ή από τα δάκρυα.

Ξαφνικά η Δρακολόγχη έλαμψε τόσο έντονα που χρειάστηκε να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια. Από τις κραυγές γύρω του συμπέρανε ότι το ίδιο συνέβαινε και στους συντρόφους του. Όταν συνήλθαν τα μάτια του, τόλμησε να τα ανοίξει – και συνέχισε να τα ανοίγει μέχρι που γούρλωσαν από την απορία.

Τα σύννεφα της καταιγίδας σκορπίζονταν. Γοργά. Προς μεγάλη του έκπληξη, είδε τον ήλιο να λάμπει πάνω στην πανοπλία του. Ήταν λογικό αυτό; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, έπρεπε να είναι αργά το απόγευμα. Ο ήλιος έπρεπε να δύει – κι όμως εκείνος ήταν εκεί, ψηλά στον ουρανό.

Από την άλλη πλευρά, κανείς δε χρειαζόταν καλύτερο σημάδι για την έκβαση της μάχης. Οι δράκοι του Σκότους έχασαν την ορμή τους, οπισθοχώρησαν και άρχισαν να φεύγουν από τη μάχη ένας-ένας ή δυο-δυο. Ακόμα και ο πανίσχυρος φόβος για την αφέντρα τους δεν ήταν αρκετός για να τους συγκρατήσει. Ο Πάλανταϊν αποδεικνυόταν ο ισχυρότερος των θεών.

Ωστόσο τα ογκρ πολεμούσαν μανιασμένα. Οι δράκοι μπορεί να έφευγαν για να πολεμήσουν μια άλλη μέρα, αλλά όχι τα ογκρ και οι άνθρωποι σύμμαχοί τους. Δεν υπήρχε μέρος να κρυφτούν χωρίς να τους βρουν οι ιππότες. Γι’ αυτούς ήταν νίκη ή θάνατος.

Ο Καζ και ο Μπένετ ίππευαν δεξιά κι αριστερά του Χούμα και λίγο πιο πίσω. Ο Χούμα άγγιξε με τα δάχτυλα το μενταγιόν που του είχε δώσει ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ. Η ζέστη του ήταν ακόμα έντονη και από κάποια παρόρμηση έσκυψε και το ακούμπησε στη Δρακολόγχη.

Ένιωσε τη δύναμη να τον διατρέχει. Τα βουνά ήταν ίσια μπροστά τους. Με κάποιον τρόπο, η πράσινη σφαίρα ήταν κοντά τους όλη αυτή την ώρα, ανεπηρέαστη από τη μανιασμένη θύελλα της δρακοβασίλισσας. Ο Χούμα ήταν σε ετοιμότητα για το ελάχιστο ίχνος του κάστρου. Δεν ήξερε πόσο κοντά μπορεί να βρίσκονταν και το κάστρο, βέβαια, δε θα ήταν ανυπεράσπιστο.

Ξαφνικά, μια έκρηξη ενέργειας τινάχτηκε σε μια από τις μικρότερες κορυφές στα νοτιοδυτικά. Ο Χούμα στράφηκε να την κοιτάξει, ελπίζοντας ότι η λόγχη θα της ανέκοπτε την ορμή, όταν συνέβη και μια δεύτερη. Οι δύο εκρήξεις έσβησαν η μία την άλλη. Η ματιά του Χούμα πήγε στην πηγή της δεύτερης έκρηξης. Ενώ κοίταζε, οι ομάδες των δύο κορυφών άρχισαν να πολεμούν άγρια. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ο Χούμα κατάλαβε. Χαμογέλασε βλοσυρά και στράφηκε στον Καζ.

«Οι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα κάνουν την κίνησή τους! Χτυπούν τον Γκάλαν Ντράκος και τους δικούς του!» Επανέλαβε το μήνυμα στον Μπένετ, που το μεταβίβασε με τη σειρά του στα παλικάρια πίσω του.

Δώδεκα κόκκινοι δράκοι με τους αναβάτες τους πρόβαλαν ξαφνικά ανάμεσα στα βουνά. Οι ιππείς ήταν όλοι μαυροντυμένοι και –προς μεγάλη φρίκη του Χούμα και των συντρόφων του– ο καθένας τους κρατούσε κι από μία Δρακολόγχη.

Τις είχαν πάρει σίγουρα από τους νεκρούς. Αυτό τον κίνδυνο θα έπρεπε να τον είχε προβλέψει, σκέφτηκε ο Χούμα. Οι λόγχες ήταν το ίδιο φονικές, άσχετα με το ποιοι τις κρατούσαν.

Ήταν διπλάσιοι σε αριθμό από την ομάδα του Χούμα.

Ο Μπένετ και οι υπόλοιποι στάθηκαν πλάι του. Αυτός που φαινόταν για αρχηγός των φρουρών –με μανδύα και κερασφόρα περικεφαλαία με προσωπίδα– έκανε σινιάλο στους δικούς του. Εναλλάξ, οι κόκκινοι δράκοι μια υψώθηκαν και μια χαμήλωσαν, δημιουργώντας δύο επίπεδα. Η στρατηγική τους αποκαλύφθηκε αμέσως. Σε όποια ομάδα κι αν αποφάσιζαν να επιτεθούν, οι άντρες του Χούμα θα έμεναν εκτεθειμένοι σε μια δεύτερη επίθεση από τους άλλους.

Οι κόκκινοι δράκοι πλησίασαν. Ο Χούμα άνοιξε και τα δυο του χέρια κι ένωσε κατόπιν τις παλάμες του, σαν να χειροκροτούσε.

Οι ιππότες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μία αριστερά και μία δεξιά.

Ο ελιγμός τους προκάλεσε σύγχυση στους αντιπάλους. Οι κακόβουλοι δράκοι δίστασαν και ύστερα η τάξη τους άρχισε να καταρρέει, καθώς ο καθένας τους άλλαζε θέση για να προφυλαχτεί από τις φονικές λόγχες. Έτσι όμως έγιναν μπουλούκι κι αυτό ήταν ακόμα πιο επιζήμιο. Δύο κόκκινοι δράκοι συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ο Χούμα κάρφωσε με τη λόγχη του έναν άτυχο δράκο. Οι άλλοι επιτέθηκαν. Η πεμπτουσία αυτής της επίθεσης ήταν η ταχύτητα.

Οι ιππότες δεν έχασαν χρόνο και άρπαξαν την ευκαιρία. Αποφεύγοντας την πύρινη ανάσα ενός κόκκινου, η ασημένια δράκαινα έφερε τον Χούμα και τη λόγχη του ακριβώς μπροστά στο υπογάστριό του. Η Δρακολόγχη βυθίστηκε μέσα του ανεμπόδιστα και ο κόκκινος ταλαντεύτηκε. Ο αναβάτης του, συνειδητοποιώντας ότι η λόγχη του ήταν άχρηστη κάτω από αυτή τη γωνία, προσπάθησε μανιασμένα να τραβήξει το τόξο που είχε περασμένο στην πλάτη. Δεν πρόλαβε. Ο δράκος του συσπάστηκε και, προς μεγάλη έκπληξη του Χούμα, πήρε φωτιά κι έγινε στάχτη μαζί με τον αναβάτη του.

Ο Χούμα έριξε μια γοργή ματιά στο μαυροντυμένο αρχηγό των φρουρών, τη στιγμή που χτυπούσε έναν ανυποψίαστο χρυσό δράκο στο λαιμό με μια από τις κλεμμένες λόγχες. Ο δράκος συσπάστηκε βίαια και τραβήχτηκε από τη λόγχη. Η πληγή ήταν βαθιά. Ο χρυσός δράκος άρχισε να χτυπιέται, τινάζοντας στον αέρα τον αναβάτη του. Η πληγή του φάνηκε να εκρήγνυται. Ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον άτυχο αναβάτη, γιατί εκείνη τη στιγμή ο φρουρός έστρεφε το δράκο του ενάντια στον ίδιο.

Το αίμα του χρυσού δράκου έσταζε από την αιχμή της λόγχης και ο Χούμα πρόσεξε στιγμιαία ότι το όπλο είχε μαυρίσει, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί. Έπειτα οι δυο δράκοι βρέθηκαν να βρυχώνται με νύχια γυμνά και στόματα ορθάνοιχτα, σε μια τρομακτική επίδειξη αγριότητας.

Η ασημένια δράκαινα επιτέθηκε στον κόκκινο. Και οι δυο λόγχες ήταν σε τέλεια θέση για να χτυπήσουν και ο Χούμα δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να εμποδίσει το θάνατο της Γκουίνεθ –επιτέλους, είχε μπορέσει να τη σκεφτεί με το όνομά της. Οι λόγχες τινάχτηκαν μπροστά και ο ιππότης πρόφερε μια μονοσύλλαβη επίκληση στον Πάλανταϊν.

Η αιχμή της κλεμμένης Δρακολόγχης άγγιξε τη δεξιά πλευρά του ακάλυπτου στήθους της δράκαινας και μετά γλίστρησε πάνω στα πλευρά της και την προσπέρασε, τρυπώντας χαμηλά τη μεμβράνη της φτερούγας της.

Η λόγχη του Χούμα συνέχισε την πορεία της και τρύπησε τον κόκκινο δράκο τόσο βαθιά που βγήκε από την πλάτη του. Η Γκουίνεθ αναγκάστηκε να παλέψει με το ετοιμοθάνατο πλάσμα για να μπορέσουν να απαλλαγούν από αυτό. Η πληγωμένη της φτερούγα δυσκόλευε τα πράγματα.

Ο μαυροντυμένος ιππέας άρπαξε την ευκαιρία και λύθηκε από τη σέλα του ετοιμοθάνατου δράκου του κι άρχισε να σέρνεται γρήγορα προς τα εμπρός. Η ασημένια δράκαινα, απασχολημένη από την πάλη της με το δράκο, δεν τον πρόσεξε, μέχρι που πήδησε πάνω της και πίσω από τον Χούμα. Τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό χωρίς να βάλει τον Χούμα σε κίνδυνο.

Ο φρουρός άρπαξε γερά τον ώμο της κι άπλωσε το χέρι του στο θηκάρι που είχε περασμένο στην πλάτη του. Το σπαθί που τράβηξε ήταν ένα βαρύ, φονικό όπλο με μικρά δόντια σε όλο το μήκος των ακμών του.

Η λεπίδα του Χούμα φάνηκε να υστερεί θλιβερά, αλλά, μη έχοντας κάτι άλλο, ο ιππότης γύρισε να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τον εχθρό του. Τα δυο όπλα βρόντησαν το ένα πάνω στο άλλο και το σπαθί του ιππότη μπλέχτηκε στις εγκοπές και παραλίγο να του φύγει από το χέρι.

Με τρομερή προσπάθεια, η ασημένια δράκαινα κατάφερε επιτέλους να λευτερωθεί από το τεράστιο κουφάρι. Ενώ αυτό έπεφτε κυκλικά στη γη, η Γκουίνεθ βρήκε τρόπο να πετάξει από πάνω της το μαυροντυμένο πολεμιστή χωρίς να χτυπήσει τον Χούμα.

Στο μεταξύ, κανείς από τους δύο πολεμιστές δεν είχε κερδίσει κάποιο πλεονέκτημα. Ο Χούμα ήταν σε πιο σίγουρη θέση, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει εύκολα. Ο φρουρός, καβάλα στο κάτω μέρος του κορμιού της δράκαινας, έπρεπε να διατηρήσει την ισορροπία του για να μην πέσει. Δεν είχε τρόπο να κρατηθεί καλύτερα.

Ο ιππότης τράβηξε βίαια τα λουριά που τον συγκρατούσαν στη σέλα και σύρθηκε μπροστά για να κερδίσει λίγο χώρο, ενώ ταυτόχρονα στρεφόταν προς τα πίσω. Ο άλλος προσπάθησε να τον χτυπήσει με την οδοντωτή του λεπίδα, αλλά αστόχησε. Ο Χούμα, που τον κοίταζε πλέον καταπρόσωπο, άπλωσε το χέρι του πάνω από τη σέλα και του κατάφερε ένα χτύπημα στο πλευρό. Ο αντίπαλός του απέκρουσε το χτύπημα κι έπιασε του σπαθί του Χούμα στις εγκοπές του δικού του ξίφους. Πάλεψαν προσπαθώντας να πετάξουν πέρα ο ένας το σπαθί του άλλου.

Αυτή η πάλη αποδείχτηκε μοιραίο σφάλμα για το φρουρό. Η θέση του Χούμα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια. Ο άλλος δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο. Ο μαύρος φρουρός άπλωσε το άλλο χέρι του για να μη χάσει το σπαθί του – κι έχασε την ισορροπία του. Γλίστρησε από τη ράχη της δράκαινας. Προσπάθησε να αρπαχτεί από τα φτερά της, αλλά εκείνη τα απομάκρυνε και ο αρχηγός της Μαύρης Φρουράς ανέμισε άγρια τα χέρια του στον αέρα κι έπεσε σαν μολύβι από το πλάι της δράκαινας ουρλιάζοντας.

Ο Χούμα κοίταξε επάνω. Ο Καζ με τον Κεραυνό κοίταζαν και οι δυο τη σκηνή με μια κοινή έκφραση θριάμβου.

Πράγμα περίεργο, οι δρακοκαβαλάρηδες είχαν χάσει μόνο έναν άντρα στη μάχη. Ο Χούμα ευχαρίστησε τους θεούς που δεν είχαν χαθεί περισσότεροι, αλλά αναρωτήθηκε τι άλλο τους περίμενε.

Τότε ο αέρας γύρω τους άρχισε να λαμπυρίζει και ο Χούμα, αφού δέθηκε ξανά στη σέλα, προς στιγμή νόμισε ότι δέχονταν καινούρια επίθεση. Το λαμπύρισμα –που το συνόδευε ένα δυνατό κρύο– τους μπέρδευε. Ολόκληρη η οροσειρά φάνηκε να παραμορφώνεται, λες και πετούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να κρατιέται γερά και να εύχεται να περάσει σύντομα.

Ίσως ο Πάλανταϊν να τον άκουσε ή να διέσχισαν το όποιο ξόρκι του Ντράκος, γιατί η παράξενη ανατάραξη σταμάτησε ξαφνικά και, όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, ο Χούμα είδε τα βουνά και πάλι όπως πριν.

Εκτός από ένα πρόσθετο στοιχείο – ένα ψηλό, κατάμαυρο κάστρο, σκαλωμένο στο πλάι μιας απόκρημνης κορυφής.

Ήταν το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος, του αποστάτη και υπηρέτη της Τακίσις, της δρακοβασίλισσας.

Ο τόπος της τελικής νίκης ή της αιώνιας ήττας.

Κεφαλαίο 29

Το κάστρο υψωνόταν σαν κακοφορμισμένη πληγή στη βορειότερη πλευρά της έρημης κορυφής. Πιο μαύρο κι από τη νύχτα, πιο μαύρο κι από τις εβένινες πανοπλίες των φρουρών, μόνο με την άβυσσο των εφιαλτών του Χούμα μπορούσες να το συγκρίνεις – τόσο κακό μέρος ήταν. Ο Χούμα αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να περιμένει να μαζέψει περισσότερους λογχοφόρους. Όμως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής πια. Έπρεπε να πολεμήσουν με τη δρακοβασίλισσα.

«Τι θα κάνουμε, Χούμα;» Η ασημένια δράκαινα γύρισε και τον κοίταξε. Στα μάτια της έβλεπες το θάνατο – όχι του ιππότη αλλά μάλλον του εαυτού της. Ο Χούμα κατάλαβε ότι εκείνη είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να γίνει δική του. Θέλησε να της πει κάτι, οτιδήποτε, αλλά δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε να μιλήσει σε αυτό το τόσο αλλόκοσμο, φιδίσιο πρόσωπο. Ντράπηκε.

«Θα βρούμε τρόπο να μπούμε. Να βρούμε τον Γκάλαν Ντράκος.»

Βλέποντάς το από κοντά, το κάστρο ήταν ακόμα πιο απαίσιο. Λες και σάπιζε μπροστά στα μάτια τους. Μικρά κομμάτια κονιάματος έπεφταν κάθε τόσο, αλλά δε φαινόταν να χάνει την υπόστασή του. Μαραμένες κληματόβεργες τύλιγαν τα εξωτερικά του τείχη και ενώ ο Χούμα αναρωτιόταν πώς γινόταν να ευδοκιμούν σ’ αυτό το κρύο οι κληματίδες, παρατήρησε πως φαίνονταν σαν να μαραίνονταν από καιρό.

Απαίσια γκαργκόιλ φυλούσαν τις επάλξεις. Από κοντά δεν έδειχναν δαιμονικά πλάσματα, αλλά έργα κάποιου τρελού γλύπτη.

Δύο πύργοι υψώνονταν πάνω από καθετί άλλο. Ο ένας τους έμοιαζε με φυλάκιο, γιατί ήταν χτισμένος στο απώτατο άκρο, μακριά από το βουνό, παρέχοντας σε όποιον βρισκόταν στην κορυφή του μια φανταστική θέα τόσο της οροσειράς όσο και των πεδιάδων στα ανατολικά.

Ο άλλος πύργος φαινόταν εντελώς παράταιρος. Ήταν φαρδύς, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τέταρτο του εσωτερικού χώρου. Ενώ το υπόλοιπο κάστρο φαινόταν ετοιμόρροπο από τα χρόνια, ο πύργος έδειχνε καινούριος και σχεδόν άθικτος. Ο Χούμα δεν είχε καμία αμφιβολία ότι σ’ αυτόν θα έβρισκε τον αποστάτη.

«Δεν υπάρχουν υπερασπιστές!» φώναξε ο Μπένετ.

Ούτε ένας σκοπός δεν περιπολούσε στα τείχη. Κανείς δεν υπήρχε στο φρούριο, ούτε υπήρχαν φρουροί στο προαύλιο. Ολόκληρο το οικοδόμημα έμοιαζε εγκαταλειμμένο, αν και ο Χούμα ήξερε καλά ότι ο Γκάλαν Ντράκος τους περίμενε.

Στράφηκε στους άλλους. «Σκορπιστείτε! Θα μπω μόνος.»

Από κάτω του η ασημένια δράκαινα ταλαντεύτηκε, αλλά συνέχισε να κοιτάζει ίσια μπροστά της. Ο Καζ δεν ήταν το ίδιο σιωπηλός.

«Να σκορπιστούμε; Τρελάθηκες; Φαντάστηκες πως θα σε παρατούσαμε;»

«Ο Ντράκος με περιμένει. Έτσι θα γίνει.»

Ο Μπένετ έφερε το δράκο του πιο κοντά. «Αυτό δε θα το επιτρέψω.»

«Πραγματικά, Χούμα, είναι τρέλα» είπε ο χρυσός δράκος που ίππευε ο Μπένετ.

Με μια αιφνίδια κίνηση που έκανε τον Χούμα να αρπαχτεί από το μπροστάρι της σέλας του, η ασημένια δράκαινα βυθίστηκε προς το κάστρο, αφήνοντας τους άλλους δύο με το στόμα ανοιχτό. Είχε πάρει την πρωτοβουλία. Μπορούσαν να τους ακολουθήσουν, αλλά δεν τους προλάβαιναν.

Το προαύλιο ήταν ακριβώς από κάτω τους. Ο Χούμα θαύμασε το μέγεθος του κάστρου. Ο Γκάλαν Ντράκος δεν μπορούσε να έχει τόση δύναμη ώστε να μπορεί να διατηρεί το κάστρο του για πάντα στο πλάι της κορυφής, μακριά από τα μάτια του κόσμου και ταυτόχρονα να μπορεί να κάνει και όλα τα υπόλοιπα.

Σκεφτόταν ακόμα, όταν κάτι χτύπησε τον ίδιο και την Γκουίνεθ με τρομερή δύναμη. Κάτι που έμοιαζε με γιγάντιο χέρι τον άρπαξε από τη σέλα.

Ο κόσμος χάθηκε.

Ξύπνησε σ’ ένα στενό διάδρομο που τον φώτιζε ένας δαυλός μονάχα. Οι τοίχοι ήταν από κρύα πέτρα και μύριζαν μούχλα. Ο Χούμα ένιωσε ναυτία.

Γιατί βρισκόταν εκεί; Αν ήταν μια παγίδα στημένη και ενεργοποιημένη από τον Ντράκος, γιατί να μην τον έχει φυλακίσει σε κάποιο μπουντρούμι, αφαιρώντας του όπλα και πανοπλία;

Τα όπλα του. Έφερε το χέρι στο πλευρό του κι ένιωσε τη λαβή του σπαθιού του. Ύστερα από μια σύντομη επιθεώρηση διαπίστωσε ότι είχε και τα μαχαίρια του. Τι κόλπο ήταν αυτό;

Μια μεταλλική κλαγγή τον ειδοποίησε για την παρουσία κάποιων αρματωμένων μορφών στο βάθος ενός πλαϊνού διαδρόμου. Τράβηξε προσεκτικά το σπαθί του. Δεν εμπιστευόταν αρκετά τους διαδρόμους για να τους διατρέξει στα τυφλά. Του θύμιζαν υπερβολικά τις σήραγγες της σπηλιάς όπου τον είχε κυνηγήσει ο Γουιρμφάδερ.

Με το σπαθί ορθωμένο, στάθηκε στη δεξιά μεριά της διασταύρωσης των διαδρόμων κρατώντας την ανάσα του. Όπως τους λογάριαζε, ήταν τουλάχιστον δύο. Είχε ελπίδες να σκοτώσει τον πρώτο και ίσως και το δεύτερο, αλλά όχι κι έναν τρίτο χωρίς να σημάνει συναγερμός.

Φάνηκε μια σκουρόχρωμη μπότα. Η γνώριμη εβένινη πανοπλία κινήθηκε στ’ αριστερά. Ένας δεύτερος φρουρός ακολούθησε τον πρώτο. Ο Χούμα κράτησε την ανάσα του.

Ένα γαντοφορεμένο χέρι τινάχτηκε προς τη μακριά, φονική λεπίδα που ο Χούμα είχε δει νωρίτερα στα χέρια του αρχηγού των ιππέων. Ο πρώτος φρουρός στράφηκε προς την κατεύθυνση του ήχου και πήγε να τραβήξει το σπαθί του. Αν και ο δεύτερος φρουρός είχε δει τον Χούμα, δεν πρόλαβε να τραβήξει εγκαίρως το δικό του σπαθί. Ο Χούμα τού τρύπησε το λαιμό πριν καν εκείνος βγάλει τη μισή οδοντωτή λεπίδα από το θηκάρι της.

Ο Χούμα έσκυψε για να αποφύγει μια οριζόντια σπαθιά του δεύτερου φρουρού και οι τοίχοι αντήχησαν. Η λεπίδα του φρουρού έκοψε βαθιά την πέτρα, αλλά βγήκε εύκολα. Ο Χούμα απέκρουσε μια δεύτερη επίθεση και ύστερα πήρε την πρωτοβουλία.

Ο αντίπαλός του ήταν καλός, αλλά όχι σαν τον καλογυμνασμένο Ιππότη της Σολάμνια. Η μαυροντυμένη φιγούρα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε την ικανότητα να νικήσει τον ανεπιθύμητο και οι αποκρούσεις του έγιναν όλο και πιο αδέξιες. Ο Χούμα τον ανάγκασε να σηκώσει ψηλά το σπαθί του και τον κλότσησε. Ήταν πολύ κοντά για να μπορέσει να τον αποφύγει. Έπεσε πίσω και προσπάθησε να συνέλθει και ο Χούμα τον διαπέρασε με το σπαθί του.

Ο θόρυβος θα έφερνε σίγουρα κι άλλους.

Ο Χούμα κοίταξε τόσο το διάδρομο απ’ όπου είχαν έρθει οι φρουροί όσο κι εκείνον που είχαν ακολουθήσει στη διασταύρωση. Και οι δυο φαίνονταν να συνεχίζονται επ’ άπειρο.

Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, άρχισε να προχωρεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν πίσσα σκοτάδι και αναγκαζόταν να ψηλαφά τους τοίχους για να είναι σίγουρος ότι δε θα του ξέφευγε κάποιος πλαϊνός διάδρομος ή κάποια διασταύρωση.

Που ήταν η ασημένια δράκαινα; αναρωτήθηκε. Που ήταν η Γκουίνεθ; Διόρθωσε τον εαυτό του. Όποιο σχήμα και μορφή και αν έπαιρνε, ήταν η Γκουίνεθ. Αυτό το καταλάβαινε, κι ας μην καταλάβαινε τα ίδια του τα συναισθήματα. Κάπου έπρεπε να βρίσκεται, σκέφτηκε. Ίσως να περιπλανιόταν κι εκείνη άσκοπα σε κάποιο σκοτεινό μέρος του κάστρου, αναζητώντας τον μάταια.

Από μια παρόρμηση, τράβηξε το μενταγιόν από το στήθος του και το έφερε κοντά του. Η ζέστη του τον πλημμύρισε κι αυτό άρχισε να λάμπει με μια ένταση όμοια με των Δρακολογχών. Εκείνη τη στιγμή μια φωνή αντήχησε από την άκρη του διαδρόμου.

Δυο φωνές μιλούσαν ψιθυριστά. Δεν ήταν μέλη της φρουράς του πολέμαρχου, γιατί εκείνοι, όπως είχε παρατηρήσει ο Χούμα, μιλούσαν σπάνια. Μάγοι – αλλά ήταν άραγε αποστάτες ή από αυτούς που είχαν ορκιστεί να βοηθήσουν τους ιππότες;

Με το σπαθί του έτοιμο, ο ιππότης βλαστήμησε από μέσα του την απουσία αληθινού φωτός. Η μαγεία ήταν φίλη των μάγων γιατί, σαν τους εκτελεστές, έτσι και οι μάγοι ήταν διαβόητοι για τα αυτοσχέδια τεχνάσματά τους. Ο Χούμα έλπισε να μπορέσει να τους σκοτώσει γρήγορα και τους δύο.

«Εδώ πρέπει να είναι!»

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Ο αποστάτης τούς είχε πιάσει και τους δύο. Ααααχ…»

Ο πρώτος από τους μάγους βρέθηκε ξαφνικά να στέκει με μια αιχμή σπαθιού κάτω από το πιγούνι του. Ο σύντροφός του δεν έκανε καμία κίνηση για να επιτεθεί στον Χούμα.

«Ακίνητοι!» ψιθύρισε ο ιππότης.

«Αυτός είναι!» σφύριξε ο άλλος μάγος στο σύντροφό του.

«Αυτό το βλέπω!» είπε ο πρώτος. Ύστερα στράφηκε στον Χούμα. «Είμαστε σύμμαχοι! Δε σου είπε ο Γκάνθερ;» Το πρόσωπό του δε φαινόταν στο σκοτάδι, αλλά ο Χούμα νόμισε πως είδε τα μάτια του γεμάτα φόβο.

«Ο Γκάνθερ;»

«Λεπτός, με χαρακτηριστικά ζώου, φαλακρός.»

Απλή περιγραφή, αλλά αρκετά ακριβής. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι τούτοι οι δυο ήταν φίλοι.

«Σου έδωσε μια μικροσκοπική σμαραγδένια σφαίρα.»

«Εντάξει.» Το διακινδύνευε, αλλά αποφάσισε να χαμηλώσει το σπαθί του. Οι μάγοι αναστέναξαν μεγαλόφωνα. Ήταν και οι δυο μετρίου αναστήματος κι ο ένας τους ήταν μάλλον βαρύς, αλλά τις λεπτομέρειες μόνο να τις μαντέψει μπορούσε ο Χούμα.

«Μια άλλη φορά θα μάθαινες τι σημαίνει να απειλείς κάποιον από το Τάγμα του Νουιτάρι» γρύλισε ο βαρύτερος. «Όμως τώρα οι περιστάσεις μάς αναγκάζουν να σε βοηθήσουμε.»

«Το ίδιο μου κάνει, όπως και σε σας.»

«Ο Ντράκος το περίμενε ότι θα διάλεγες να προσγειωθείς στο άδειο προαύλιο, αλλά σου είχε ετοιμάσει μια έκπληξη. Δεν είχαμε το χρόνο να σας πάρουμε και τους δύο, γι’ αυτό αρκεστήκαμε σε σένα, ως πιο σημαντικό. Για να μην μπορέσουν να σε βρουν οι αποστάτες, αναγκαστήκαμε να σε μεταφέρουμε σ’ ένα τυχαίο σημείο του κάστρου και να ελπίσουμε να πάνε όλα καλά.»

«Εγώ είχα καταλάβει πολύ καλά πού θα προσγειωνόσουν. Δεν υπήρχε κανένας φόβος» Ο πιο αδύνατος μάγος έβγαλε ένα ευδιάκριτο ξεφύσημα περιφρόνησης.

«Μερικοί από μας είναι πολύ τυχεροί πότε-πότε.» Τα λόγια του χοντρού είχαν στόχο τους το σύντροφό του και ο Χούμα είχε την αμυδρή υπόνοια ότι, εκτός από αδερφοί στο σχήμα, ήταν και αδέρφια εξ αίματος. «Ας είναι. Θέλουμε να…»

«Θέλετε;» Ο Χούμα έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του και το σήκωσε στο ύψος των λαρυγγιών τους. «Δε δέχομαι διαταγές από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Συνεργαζόμαστε, ναι, αλλά σαν ίσοι.»

Διπλός αναστεναγμός. Κάτι τέτοιοι σύμμαχοι ας έλειπαν καλύτερα, αλλά του είχαν ήδη σώσει μια φορά τη ζωή.

«Τι συνέβη στη δράκαινα που ίππευα;»

«Α, αυτή;» είπε ο πρώτος μάγος. «Πέτρωσε. Ακίνητη. Ο Γκάλαν Ντράκος δε χαραμίζει τις πρώτες ύλες.»

«Τι θα πει αυτό;» Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, ο Χούμα κόντεψε να πανικοβληθεί στη σκέψη ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί στην Γκουίνεθ. Οι μάγοι πήραν τον πανικό του για φονική μανία και έβαλαν τα δυνατά τους να τον καλμάρουν.

«Τίποτα! Είναι πολύ απασχολημένος προς το παρόν! Έχει κάποιο μεγάλο ξόρκι που ισχυρίζεται ότι θα αλλάξει τον Κριν για πάντα. Δεν έχει καιρό για τη δράκαινα.»

Ο Χούμα πήρε μια βαθιά ανάσα και ηρέμησε. «Μέχρι στιγμής η βοήθειά σας υπήρξε ανεκτίμητη, αλλά νομίζω ότι βάζετε σε κίνδυνο τους εαυτούς σας. Ήδη θα υποπτεύεται όλους τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα.»

Ο αδύνατος μάγος ρουθούνισε ξανά. «Δεν ξέρει πόσο μεγάλη είναι η ανταρσία. Πιστεύει ότι είναι λίγα μόνο δυσαρεστημένα μέλη του τάγματός μας. Δε φαντάζεται ότι είναι μαζική μεταστροφή. Δε σκοπεύουμε να σκύψουμε σαν σκλάβοι μπροστά σ’ αυτό τον κοπρίτη και την κυρά του.»

«Ησυχία» σφύριξε ο πρώτος. «Θα τραβήξεις την προσοχή της και αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε.»

«Δεν μπορείτε;» Ο Χούμα τούς κοίταξε και τους δύο αηδιασμένος και ευχήθηκε να μπορούσαν όντως να δουν την έκφρασή του. «Ώστε έτσι. Εξακολουθείτε να περιμένετε να κάνω εγώ όλη τη δουλειά. Ωραία. Πού βρίσκεται ο Γκάλαν Ντράκος;»

«Δεν μπορεί να είσαι τόσο τρελός!» Δεν ήταν εύκολο να καταλάβει ποιος είχε μιλήσει από τους δύο.

«Πού είναι;»

«Τον φέραμε μέχρι εδώ» είπε ο πρώτος στο δεύτερο. «Ας τελειώνουμε λοιπόν.»

«Δεν τα είχαμε σχεδιάσει έτσι.»

«Και μήπως πήγε τίποτα όπως το είχαμε σχεδιάσει; Ο Σαγκάθανους πέθανε με το που μίλησε ενάντια στους αποστάτες – και ήταν αυτός που τους είχε στρατολογήσει και τους είχε υποσχεθεί ότι θα συμφωνούσαμε να συνυπάρξουμε μαζί τους! Ότι κανείς δε θα τους κυνηγούσε να τους σκοτώσει αν αρνούνταν να μπουν στα τρία τάγματα και να ακολουθήσουν τους νόμους του Συμβουλίου!»

«Αυτό ήταν δικό μας λάθος! Τους υποσχεθήκαμε ότι θα συνέχιζαν ελεύθερα τα απαίσια πειράματά τους – που ξεπερνούν ακόμα και τα δικά μας ελαστικά όρια.»

Ο Χούμα δεν άφησε τη διαφωνία να προχωρήσει περισσότερο, χώνοντας τη λεπίδα του ανάμεσα στα πρόσωπα των δύο μάγων που τσακώνονταν. Το βούλωσαν στη στιγμή.

«Ο Γκάλαν Ντράκος. Τελευταία φορά. Πού είναι;»

Ο χοντρός μάγος τού αράδιασε μια σειρά από στροφές και αποστάσεις, την επανάλαβε και ύστερα τον ρώτησε αν την είχε απομνημονεύσει. Την είχε.

«Θα προσπαθήσουμε να λευτερώσουμε τη δράκαινα αν μπορέσουμε. Αλλιώς…» Ο μάγος σήκωσε τους ώμους.

«Και οι άλλοι σύντροφοί μου;»

«Αυτοί έφυγαν όταν φάνηκε η παγίδα. Δεν ξέρω αν θα γυρίσουν. Ίσως γύρισαν πίσω στο Βίνγκααρντ.»

Ο Χούμα τον αγνόησε. Ήταν σίγουρος ότι οι άλλοι ήταν κάπου κοντά κι ετοίμαζαν κάποιο σχέδιο. Καλύτερα να συνέχιζε τη δράση του.

Βήματα αντήχησαν στο διάδρομο. Οι δύο μάγοι πήδησαν κυριολεκτικά στον αέρα.

«Φύγε» του ψιθύρισε ο αδύνατος.

Με βήματα γοργά, ο Χούμα απομακρύνθηκε από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Άκουσε αμυδρά φωνές και συνειδητοποίησε ότι οι δύο μάγοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κερδίσουν χρόνο για τον ίδιο.

Μπροστά του είδε τις σκιές κάποιων αρματωμένων. Βούτηξε σε έναν άλλο διάδρομο και περίμενε.

Έξι φρουροί πέρασαν αθόρυβα, με την προσοχή τους στραμμένη στα όποια καθήκοντά τους. Αν εκτιμούσε σωστά την κατάσταση, οι φρουροί πήγαιναν να τους κυκλώσουν – αν δε σκόπευαν να τους σκοτώσουν αμέσως. Αυτό σήμαινε ότι ο Χούμα θα έπρεπε να τα βάλει μονάχος του με τον Γκάλαν Ντράκος και την κακόβουλη θεά του.

Στην επόμενη στροφή βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε τρία λαμπρά φωτισμένα περάσματα και κοντοστάθηκε.

Φωνές. Ο Χούμα σύρθηκε πιο κοντά και τότε αναγνώρισε τη μία και κοκάλωσε.

«Ξέρεις τι να κάνεις με το πετράδι, Γκάρις;»

«Το μέρος επιλέχτηκε, Άρχοντα Γκάλαν. Θα περιμένουμε εκεί το σινιάλο σου.»

«Απλή ασφάλεια είναι, Γκάρις. Εκείνη το απαίτησε – αλλά όταν έρθει η ώρα, στο δικό μου σήμα θα υπακούσετε. Κατάλαβες;»

Ο λεγόμενος Γκάρις απάντησε με σφυριχτή φωνή. Ο Χούμα υποπτεύθηκε ότι ο Ντράκος τον είχε υπνωτίσει για να τον υπακούει καλύτερα.

Σίγουρος προφανώς ότι θα τον υπάκουε, ο Γκάλαν Ντράκος διέταξε τον άλλο να φύγει αμέσως. Ο Χούμα τραβήχτηκε, αλλά ο Γκάρις –αποστάτης προφανώς κι εκείνος σαν τον αφέντη του, μια και φορούσε απλό γκρίζο μανδύα και όχι μαύρους χιτώνες– δεν έφυγε από την είσοδο. Αντίθετα, τα βήματά του χάθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η αίθουσα είχε περισσότερες εισόδους. Ανήσυχος, ο Χούμα προχώρησε προς την αίθουσα από έναν άλλο διάδρομο. Αργά, έσκυψε και κοίταξε μέσα στην αίθουσα.

Το σχέδιο της αίθουσας –αν μη τι άλλο– ξεπερνούσε σε φρίκη όλο το υπόλοιπο κάστρο. Τεράστιες δαιμονικές μορφές στέκονταν στους τοίχους, έτοιμες, λες, να πέσουν πάνω σε κάθε ανυποψίαστο παρείσακτο. Ο Χούμα ανατρίχιασε σε αυτή τη σκέψη. Κυρίαρχη θέση μέσα στην αίθουσα κατείχε μια εξέδρα από κάποιο υλικό που έμοιαζε με μαύρο κρύσταλλο. Υψωνόταν σε τέσσερις κερκίδες και στην τελευταία υπήρχε μια λαμπερή, σμαραγδένια σφαίρα.

Ο ιππότης τραβήχτηκε γρήγορα. Πραγματικά, ο Ντράκος ήταν εκεί και στεκόταν μπροστά στη σφαίρα, με την πλάτη γυρισμένη στον Χούμα. Η παρουσία του μάγου ήταν αναμενόμενη, αλλά, ήρεμος πίσω από τη σφαίρα και κοιτάζοντάς την έντονα, ήταν καθισμένος ένας πράσινος δράκος με μέγεθος τριπλάσιο από το ανθρώπινο.

Τέτοιο δράκο δεν είχε ξαναδεί ο Χούμα. Αυτό τον ανησύχησε. «Βλέπεις λοιπόν γιατί έχω πάντα το επάνω χέρι, φίλε μου;»

«Μεγάλος είσαι, Άρχοντα Γκάλαν» σφύριξε ο νεαρός δράκος. Είχε φωνή σκληρή και ύπουλη, ακόμα και για το είδος του. Από τα λίγα που ήξερε για αυτούς ο Χούμα, οι πράσινοι δράκοι ήταν οι πιο κακόβουλοι γιατί χρησιμοποιούσαν συχνά την απάτη και την προδοσία. Η τίμια μάχη δε συγκαταλεγόταν στις συνήθειές τους, αλλά τους σέβονταν όλοι, και για τις φυσικές τους ικανότητες, και για το μυαλό τους – μυαλό διεστραμμένο και ύπουλο.

«Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν μαθαίνει πολλά παρακολουθώντας τον Άρχοντα Γκάλαν.»

Το γέλιο του αποστάτη ήταν το ίδιο σκληρό και ύπουλο με τη φωνή του δράκου. «Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν δε θα φτάσει ποτέ εκεί που μπορεί, αν σκεφτεί ποτέ να χειραγωγήσει εμένα. Είσαι ένα πείραμα, Σάιαν. Χάρη σε μένα έφτασες να καταλαβαίνεις τη σκέψη των ανθρώπων, των ξωτικών, των νάνων και όλων των άλλων φυλών καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο της ράτσας σου. Όταν μεγαλώσεις εντελώς, το όνομά σου θα σπέρνει τον τρόμο ακόμα και στα όνειρά τους – αλλά όχι αν σκεφτείς να με προδώσεις.»

Κάποιος άρχισε να πνίγεται ανεξέλεγκτα και ο Χούμα αναρωτήθηκε μήπως ο δράκος είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στον αλαζονικό λόγο του μάγου. Την επόμενη στιγμή άκουσε τον Σάιαν Μπλάντμπεϊν να ζητάει συγνώμη σαν τρελός.

«Ο Άρχοντας Γκάλαν είναι πανίσχυρος. Όχι άλλο! Σε παρακαλώ!»

«Αυτή η αίθουσα έχει αρχίσει να βρομάει υπερβολικά από τη γεμάτη χλώριο ανάσα σου. Φύγε! Όταν σε θελήσω ξανά, θα σε καλέσω.»

«Μάλιστα, αφέντη!» Φτερούγες πλατάγισαν και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η αίθουσα είχε και μια εξωτερική είσοδο κάπου ψηλά.

Ο ήχος των βημάτων του έδωσε να καταλάβει ότι ο Γκάλαν Ντράκος απομακρυνόταν. Ο Χούμα τόλμησε να κρυφοκοιτάξει ξανά και είδε την πλάτη του μάγου πριν χαθεί μέσα σε μια στοά. Καθώς έφευγε, οι δαυλοί της αίθουσας φάνηκαν να χαμηλώνουν.

Ο Χούμα μπήκε στην αίθουσα. Περίμενε κάποια μαγική παγίδα, αλλά δεν έγινε το παραμικρό.

Με προσεκτικά, μετρημένα βήματα, προχώρησε προς τη μαύρη κρυστάλλινη εξέδρα και κοίταξε τη μεγάλη σφαίρα. Ίσως αυτή να έλκυε τη μικρή πράσινη μπαλίτσα, σκέφτηκε. Ίσως έτσι έκρυβε την ύπαρξη του κάστρου από τον υπόλοιπο κόσμο ο Γκάλαν Ντράκος… ίσως…

Ένα κύμα απώθησης τον χτύπησε και τον έκανε να παραπατήσει. Παραλίγο να του πέσει το σπαθί. Συνειδητοποίησε θολά ότι προερχόταν από τη σφαίρα. Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και συγκεντρώθηκε. Το μίσος χάθηκε και τη θέση του πήρε μια περιφρόνηση ανάκατη με χιούμορ, λες και κάποιος τον κορόιδευε – κορόιδευε την ίδια του την ύπαρξη. Άνοιξε με το ζόρι τα μάτια, ξέροντας τι θα έβλεπε – αρνούμενος να του επιτρέψει να τον πτοήσει.

Ήταν εκεί και τον κοίταζε από κάπου, μέσα από τη σφαίρα.

Η Τακίσις.

Πράγμα περίεργο, πρώτη σκέψη του Χούμα ήταν αν ο Γκάλαν Ντράκος ήξερε ότι η θεά μπορούσε να έρχεται στην αίθουσα. Μήπως υποψιαζόταν –όπως άρχισε να υποψιάζεται και ο Χούμα– ότι, σύμφωνα με τις διαταγές του στον υπνωτισμένο υπηρέτη του, ο Ντράκος σχεδίαζε κάτι εναντίον της; Σίγουρα υποπτευόταν ότι κάποιος φιλόδοξος σαν τον αποστάτη δε θα ικανοποιούνταν παρά μόνο αν είχε τον έλεγχο των πάντων. Γι’ αυτό χαμογελούσε άραγε;

Χαμογελούσε; Στην αρχή δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο, τώρα όμως η Σκοτεινή Βασίλισσα άφηνε να φαίνονται τα μάτια, η μύτη και το στόμα της. Ήταν ένα πρόσωπο γεμάτο θηλυκότητα, παρ’ όλο που, αν ήθελε, θα μπορούσε να εμφανιστεί και σαν αρματωμένος πολεμιστής ή και σαν δέντρο ακόμα.

Στην πραγματικότητα, όσο την κοίταζε ο Χούμα τόσο πειθόταν ότι τέτοιο όμορφο πρόσωπο δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Ήταν τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά της βασίλισσας των βασιλισσών, μιας αληθινής αθάνατης. Εύκολα χανόταν ένας άντρας μέσα σε τέτοια ομορφιά – για πάντα. Για τόσο μικρό τίμημα. Τι άλλο τού είχε δώσει η Ιπποσύνη εκτός από δυστυχία; Εξαιτίας της είχε χάσει τους γονείς του, τον Ρέναρντ και αμέτρητους συντρόφους, μαζί και τον Μπουόρον. Ακόμα και την αγάπη του είχαν πάρει…

Ψέματα! Η ομίχλη σηκώθηκε από το μυαλό του και διέκρινε τα ψέματα πίσω από τις υποτιθέμενες αλήθειες. Ο Ρέναρντ είχε χαθεί πολύ πριν γίνει ιππότης ο Χούμα. Εκείνος ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της μητέρας του. Ο πατέρας του, ο Ντούρακ, είχε πεθάνει πολεμώντας για κάτι που είχε πιστέψει με αυταπάρνηση, κάτι που θεωρούσε ότι άξιζε να πεθάνει γι’ αυτό. Όσο για την Γκουίνεθ – αυτή η σκέψη έμεινε ανολοκλήρωτη.

Αντί να τον τσακίσει, η Σκοτεινή Βασίλισσα του χαμογέλασε.

Το πρόσωπο χάθηκε. Απόμεινε μονάχα μια ελάχιστη πνοή της κακοβουλίας της, για να του θυμίζει αυτό που είχε μόλις βιώσει.

«Νομίζω πως είναι καιρός να τελειώσει αυτό το παιχνίδι» είπε ξαφνικά ο Γκάλαν Ντράκος.

Κεφαλαίο 30

Ο Γκάλαν Ντράκος σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε τον ιππότη. Στα στενά του χείλη απλωνόταν ένα χαμόγελο ύαινας.

Ο αποστάτης μάγος σήκωσε τα χέρια κι έβγαλε την κουκούλα του μανδύα του, ώστε να φαίνεται ολότελα το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του –λεπτά και ανάκατα– ήταν κολλημένα στο κρανίο του και στο μέτωπό του σχημάτιζαν μια δεύτερη κορυφή. Το κεφάλι του ήταν στενόμακρο, σχεδόν όχι ανθρώπινο. Ο μάγος άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το κεφάλι του ενός από τους δύο ντρέντγουλφ που στέκονταν δεξιά κι αριστερά του. Φάνηκαν τα δάχτυλά του –μακριά, κοκαλιάρικα που τελείωναν σε γαμψά νύχια.

«Κι έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τέλος. Δε θα ήθελα να συμβεί διαφορετικά. Έπρεπε να έρθεις εδώ για να δεις το θρίαμβό μου… τον τελειωτικό μου θρίαμβο.»

«Το ήξερες πως ήμουν εδώ;»

«Οι πιστοί του Νουιτάρι δεν τον τιμούν καθόλου. Είναι τόσο απορροφημένοι από τους εαυτούς τους που δεν αντιλαμβάνονται τι μπορεί να κάνει κάποιος ο οποίος δεν περιορίζεται από τους κανόνες που έχουν θέσει εκείνοι οι ανόητοι του Συμβουλίου των Τριών Ταγμάτων. Δε θα στρεφόμουν σ’ αυτούς για βοήθεια.»

Όσο μιλούσε ο Ντράκος, ο Χούμα μελετούσε τις δυνατότητές του – και δεν είχε πολλές. Ένα σχέδιο, γέννημα της απελπισίας, άρχισε να ξετυλίγεται στο μυαλό του. Υποχώρησε ένα βήμα και σήκωσε το ελεύθερο χέρι του πάνω από τη μεγάλη σφαίρα όπου λίγες μόνο στιγμές πριν είχε δει την όψη της δρακοβασίλισσας. «Μια κίνηση να κάνεις, το έσπασα. Και τότε τι θα γίνουν τα όνειρά σου;»

«Θα γίνονταν κυριολεκτικά κομμάτια – αν μπορούσες βέβαια να τη σπάσεις. Σου προσφέρω την ευκαιρία να προσπαθήσεις.»

Ο Χούμα χτύπησε την κορυφή της σμαραγδένιας σφαίρας όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το γαντοφορεμένο χέρι του αναπήδησε. Δε φάνηκε ούτε γρατσουνιά.

«Βλέπεις;»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και άφησε το χέρι του να πέσει αδιάφορα στη ζώνη του.

«Νομίζω…» Ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει ο Γκάλαν Ντράκος πριν τραβήξει ο Χούμα ένα κοφτερό μαχαίρι και το πετάξει ίσια πάνω του.

Η λεπίδα πέταξε με ακρίβεια. Ωστόσο ο αποστάτης σήκωσε απλώς το δάχτυλό του και το μαχαίρι έκοψε ταχύτητα, έκανε κύκλο και γύρισε πίσω στον Χούμα. Ο ιππότης έσκυψε μπροστά και κατρακύλησε στα σκαλιά της κρυστάλλινης εξέδρας. Το μαχαίρι αναπήδησε πάνω στην πράσινη σφαίρα και έπεσε με θόρυβο στο δάπεδο.

«Θλιβερό. Ύστερα από όλα αυτά περίμενα περισσότερα από σένα.» Πριν σταθεί ο Χούμα στα πόδια του, ο Ντράκος κροτάλισε τα δάχτυλα. Ξαφνικά ο ιππότης ένιωσε να τον πιάνουν από πίσω κάτι τεράστια χέρια, φτιαγμένα, λες, από πέτρα. Πάλεψε προσπαθώντας να ανοίξει τα τερατώδη δάχτυλα. Η αόρατη απειλή δεν ενέδωσε και η πανοπλία του ιππότη άρχισε να χώνεται στη σάρκα του.

«Στον τοίχο» έδειξε ο Ντράκος.

Ο Χούμα γύρισε στον αέρα και σηκώθηκε ψηλά. Κάτι ψυχρό και πέτρινο τον έπιασε από τους καρπούς και τους αστραγάλους. Ο ιππότης ήταν παγιδευμένος.

Οι γοργές, ακριβείς κινήσεις δεν του είχαν δώσει καμία ευκαιρία να δει τον υπηρέτη του μάγου. Ξαφνικά διαπίστωσε έντρομος ότι ο δεσμοφύλακάς του ήταν ένα από τα γκαργκόιλ της αίθουσας. Το γκαργκόιλ στράφηκε αργά στη θέση του. Πάνω από τον ώμο του ο Χούμα είδε ότι ένα άλλο γκαργκόιλ, μόνο χέρια σχεδόν, τον κρατούσε καρφωμένο στον τοίχο.

«Θαυμάζεις, βλέπω, τα έργα μου.» Ο Ντράκος τον πλησίασε και ο αιχμάλωτος ιππότης είδε ότι μεγάλο μέρος του προσώπου του καλυπτόταν από ένα λεπτό στρώμα φολίδων. Ο αποστάτης είχε σχεδόν όψη ερπετού και ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο μέρος της ανθρώπινης υπόστασης του θυσίασε για να αποκτήσει τόση δύναμη.

«Για να είμαστε δίκαιοι, στην αρχή σε υποτίμησα. Σε είχα θεωρήσει πιόνι του Μάτζιους, έναν παλιό φίλο που γινόταν ξανά χρήσιμος. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν ανακάλυψα ότι όχι μόνο δεν ήσουν πιόνι αλλά και ότι ο κοινός μας φίλος σε εμπιστευόταν στ’ αλήθεια.»

Η αναφορά στον Μάτζιους έκανε τον Χούμα να αρχίσει να παλεύει με τα δεσμά του, αλλά τα χέρια του γκαργκόιλ δε χαλάρωσαν καθόλου. Αγριοκοίταξε απελπισμένος τον αποστάτη, που έλαμπε ακόμα πιο ευχαριστημένος.

«Αποκήρυξε όλα όσα είχε κάνει, ξέρεις. Αμφιβάλλω αν τις τελευταίες μέρες υπήρξε Λευκότερος Χιτώνας σε ολόκληρο τον Κριν. Κρίμα. Έπρεπε να άκουγες τα ουρλιαχτά του. Οι βοηθοί μου μπορούν να επιδείξουν μεγάλη φαντασία. Κάποιον αναγκάστηκα να τον τιμωρήσω για υπερβάλλοντα ζήλο. Θα τον σκότωνε το φίλο μας.» Ο αποστάτης γέλασε πνιχτά. «Με πειράζει όμως τόσο πολύ να αποθαρρύνω τη φαντασία. Όχι ότι είχε σημασία πια. Φοβάμαι ότι ύστερα από αυτό ο Μάτζιους δεν ήταν πια μαζί μας. Άρχισε να μιλάει μόνος του – πράγματα από την παιδική του ηλικία, φαντάζομαι. Οι βοηθοί μου ενοχλήθηκαν όσο δε φαντάζεσαι. Δεν έδινε καμία σημασία στην υπέροχη δουλειά τους. Και μάλιστα, ούτε που ξαναμίλησε, μέχρι να συναντηθούμε εμείς οι δύο. Θα πρέπει να ήσουν πολύ σημαντικός για εκείνον, για να θελήσει να αφήσει το καταφύγιο του μυαλού του.» Ο Ντράκος σήκωσε τους ώμους. «Φτάνουν πια τα περασμένα. Ας ασχοληθούμε με το μέλλον – όσοι από εμάς έχουν μέλλον.»

Ο Χούμα ανταπόδωσε το χαμόγελο στο μάγο, αν και το μυαλό του κάλπαζε όλο ανησυχία. «Οι δράκοι ηττήθηκαν. Οι αποστάτες σου ηττήθηκαν. Ο Κράινους και το μεγαλύτερο μέρος της Μαύρης Φρουράς είναι νεκροί. Πριν τελειώσει η μέρα τα ογκρ θα αρχίσουν να υποχωρούν. Έχασες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο πόλεμος δε θα είναι παρά μια ανάμνηση.»

Τα μάτια του Ντράκος άστραψαν και ο Χούμα είδε πως είχε χτυπήσει διάνα. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή του ήταν τραχιά, θυμωμένη.

«Όλα σωστά, εκτός από ένα. Τα ογκρ θα υποχωρήσουν. Είναι νταήδες και οι νταήδες είναι δειλοί. Είναι αναλώσιμα –τίποτα περισσότερο– και θα ξαφνιαστούν βλέποντας πόσο μικρή σημασία έχουν για τον κόσμο μου.»

«Τον κόσμο σου;»

«Τον κόσμο μου – ως φερέφωνου της κυράς μου της Τακίσις φυσικά.» Ο Ντράκος εκτέλεσε μια άψογη, ευγενική υπόκλιση.

«Δεν έχεις στρατό.»

«Αυτό ήταν το πρόβλημα με τον Κράινους. Όλα τα έβλεπε σαν μάχη. Ακόμα κι όταν αναγνώριζε τη δύναμή μου, την έβλεπε μόνο σαν ένα μέσο για την επίτευξη των δικών του σκοπών.»

Ο Γκάλαν Ντράκος είχε ανέβει στη μαύρη, κρυστάλλινη εξέδρα και στεκόταν στην κορυφή της χαϊδεύοντας τη σφαίρα. Η σμαραγδένια της φεγγοβολή τού φώτιζε το πρόσωπο κάνοντάς τον να μοιάζει με πτώμα σε σήψη. Ο Χούμα ρίγησε άθελά του.

«Η δύναμή μου προέρχεται από τους πιστούς μου – είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς αυτήν. Όταν με βρήκε ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα, ο Σαγκάθανους, αυτό του κίνησε αρχικά το ενδιαφέρον. Ήμουν ανόητος εκείνη την εποχή και δεν έλεγχα παρά ένα-δυο ντόπιους μονάχα και ένιωθα όντως κάτι για εκείνο το απαίσιο μέρος που ήταν ο τόπος γέννησής μου.» Κοίταξε τον Χούμα. «Άκουσες ποτέ σου για το Κάλθεραϊ; Όχι; Εκπλήσσομαι. Είναι μια μικρή αγροτική επαρχία στη μέση της Ιστάρ. Χώρια από τη βρόμη, το μόνο που έχουν για πούλημα είναι μερικά γερά κορμιά μισθοφόρων. Φαντάσου! Ο μεγαλύτερος μάγος όλων των εποχών να έχει γεννηθεί σε μια τόσο ανάξια επαρχία!»

«Θα πρέπει να ήταν τρομερό για σένα.» Ο Χούμα ξαφνιάστηκε και ο ίδιος από το σχόλιό του.

Τα φιδίσια χαρακτηριστικά συσπάστηκαν σε ένα σκληρό χαμόγελο. «Πόσο δίκιο έχεις. Κανείς άλλος δεν μπόρεσε να το καταλάβει αυτό. Επειδή κι εσύ μεγάλωσες σε παρόμοιες συνθήκες, υποθέτω.»

Όλα έδειχναν ότι ο Ντράκος είχε μάθει πολλά γι’ αυτόν.

Για σένα το άφησα. Η ξαφνική καθαρότητα αυτής της σκέψης κατέπληξε τον Χούμα. Λες και ήταν τα λόγια του Μάτζιους… Τι είχαν αφήσει γι’ αυτόν;

Νιώθοντας κάτι, ένας ντρέντγουλφ έτρεξε κοντά του και τον μύρισε. Η μυρωδιά της αποσύνθεσης του προκάλεσε αναγούλα.

Ο Ντράκος, πάλι, κοίταζε κάτι μέσα στη σφαίρα, κάτι που ίσως μόνο εκείνος μπορούσε να δει.

Οι δύο άντρες σήκωσαν τα μάτια στο άκουσμα των μεγάλων δερμάτινων φτερών. Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν είχε επιστρέψει χωρίς την άδεια του αφέντη του. Η ματιά του νεαρού πράσινου δράκου πρόδιδε φόβο.

«Άρχοντα Γκάλαν! Τα ογκρ άρχισαν να σπάνε! Οι αδερφοί μου φεύγουν πανικόβλητοι οι δειλοί! Τι θα κάνουμε;»

Ο Ντράκος πανηγύριζε. «Ήρθε η ώρα. Το Χάος βρίσκεται σε κορύφωση χωρίς προηγούμενο από τον Καιρό των Ονείρων.» «Άφησέ μας!» απάντησε στον ανήσυχο δράκο. «Δε θα επιτρέψω να μολύνει η μπόχα σου την αίθουσα τέτοιες ώρες!»

Ο νεαρός δράκος έφυγε βιαστικά. Ο Ντράκος κάλεσε τους δύο ντρέντγουλφ που άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα.

Ο Χούμα παρακολουθούσε με αηδία και θαυμασμό. Έβλεπε στην κυριολεξία τη ζωτική ουσία –αν μπορούσε κανείς να την ονομάσει έτσι– να φεύγει από τα δύο φρικαλέα βδελύγματα. Ούτε καν αντιστάθηκαν. Ο Γκάλαν Ντράκος πήρε τα χέρια του από τις δύο σκελετωμένες, ακίνητες μορφές. Οι ντρέντγουλφ έγιναν στάχτη.

«Ο φόβος είναι Χάος. Ο Πόλεμος είναι Χάος. Το Χάος είναι απεριόριστη δύναμη. Είναι μια δύναμη που σέβονται ακόμα και οι θεοί. Καταλαβαίνεις;»

Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Απορροφημένος από τον άρρωστημένο θαυμασμό του για την καταστροφή των δύο ντρέντγουλφ, δεν είχε ακούσει. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Αυτό.» Ο μάγος χάιδεψε τη σφαίρα. «Αυτό είναι το κλειδί για τη δημιουργία ενός αγωγού ανάμεσα στο επίπεδό μας και την Άβυσσο. Μια πύλη ή δίοδος προς την απώτατη κατοικία της δρακοβασίλισσας. Κατάλαβε αυτό: όταν έρχονται οι θεοί στο θνητό επίπεδο, εννοώ όταν έρχονται στ’ αλήθεια στο θνητό επίπεδο, δεν είναι παρά σκιά του εαυτού τους. Αυτό δε σημαίνει πως είναι αδύναμοι. Κάθε άλλο. Οι αντίπαλοί τους όμως τους βρίσκουν σε μειονεκτική θέση.»

Τα μάτια του ιππότη άστραψαν. Είχε καταλάβει. «Αυτός είναι ο λόγος που η δρακοβασίλισσα δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πύλη που δημιούργησε. Φοβάται ότι θα τη χτυπήσει ο Πάλανταϊν σε κάποια στιγμή κρίσης. Εσύ όμως έφτιαξες ένα μέσο με το οποίο μπορεί να αντλήσει από τη δύναμή της ακόμα κι όταν βρίσκεται στο δικό μας κόσμο.»

Ο Γκάλαν Ντράκος σφίχτηκε και ύστερα χαμογέλασε ψυχρά. Μια δόνηση φάνηκε να τραντάζει το κάστρο, αλλά ο μάγος δεν της έδωσε σημασία. «Είσαι πιο οξύνους απ’ όσο περίμενα. Πάντως η ασήμαντη παρεμβολή σου θα είναι παρελθόν σε λίγο.»

Σχεδόν! Μια αμυδρή εικόνα ήρθε κι έφυγε από το μυαλό του Χούμα.

«Να το θεωρείς τιμή σου. Θα γίνεις μάρτυρας ενός γεγονότος που θα αλλάξει ολόκληρο τον Κριν!»

Και μ’ αυτά τα λόγια η μεγάλη σμαραγδένια σφαίρα έλαμψε ακόμα πιο έντονα. Ο Γκάλαν Ντράκος κατέβασε ξανά την κουκούλα του και κάλεσε από το πουθενά ένα χλομό ραβδί στο χρώμα του κόκαλου.

Τα μάτια του Χούμα συγκεντρώθηκαν ολοκληρωτικά στο ραβδί του αποστάτη. Αυτό ήταν το κλειδί! Το ραβδί του Μάτζιους. Ο σύντροφός του το είχε χάσει μετά τη σύλληψή του από τη Μαύρη Φρουρά. Το είχε χάσει; Μάλλον το είχε αφήσει πίσω του. Ο Μάτζιους μπορούσε να το καλέσει ανά πάσα στιγμή, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Γκάλαν Ντράκος με το δικό του.

Τι μπορούσε να κάνει όμως; Πού ήταν τώρα;

Ο αποστάτης σήκωσε ψηλά το ραβδί του και οι δαυλοί τρεμόπαιξαν. Ήταν λες και τραβούσε τις φλόγες προς το μέρος του. Η αίθουσα σκοτείνιασε.

«Τακίσις, μεγάλη βασίλισσα, αφέντρα του Σκότους, ήρθε η ώρα να ανοίξεις διάπλατα την πύλη. Ήρθε η ώρα να αφήσεις όλη σου τη δύναμη να έρθει από τον οίκο σου σε αυτόν εδώ!»

Ο Χούμα ξέχασε προσωρινά το ραβδί του Μάτζιους. Παρακολούθησε με φρίκη τον τοίχο πίσω από τη σφαίρα να στραβώνει και να συστρέφεται σαν τρελό, ονειρικό τοπίο. Τότε, αργά, εκείνο το μέρος του κτιρίου φάνηκε να καταρρέει ολότελα.

Δεν ήταν τα βουνά όμως αυτά που αποκαλύφτηκαν από το ξόρκι. Ήταν μάλλον ένα σκοτεινό και χαώδες τοπίο που έμοιαζε να χύνεται σ’ έναν ανοιχτό, άπατο λάκκο, απ’ όπου ούτε αχτίδα φωτός δεν μπορούσε να ξεφύγει.

Ενώ κοίταζε ο Χούμα, το τοπίο άλλαξε ξανά. Τώρα έγινε δασώδες, αλλά τα δέντρα ήταν ή ξεραμένα ή ετοιμοθάνατα και μαύρα σαν τη νύχτα.

Ύστερα έγινε μια φλεγόμενη έρημος απ’ όπου εξείχαν τα οστά ξεχασμένων ταξιδιωτών. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε γίνει μια αληθινή θάλασσα οστών.

«Τι είναι αυτό;» Ο Χούμα νόμιζε πως ήξερε, αλλά έλπιζε να τον διαψεύσει ο μάγος.

Ο Γκάλαν Ντράκος γύρισε από την εξωφρενική εξέδρα και κοίταξε τον ιππότη στενεύοντας τα μάτια. «Είναι ο οίκος της κυρίας μου – είναι η Άβυσσος.»

«Αλλάζει συνέχεια.»

«Το μυαλό σου είναι αυτό που αντιλαμβάνεται τις αλλαγές. Η Άβυσσος στηρίζεται στις εμπειρίες του καθενός μας. Στην προκειμένη περίπτωση, στις δικές σου. Εγώ αυτές τις ασυνείδητες σκέψεις έχω μάθει να τις ελέγχω.»

Ο Γκάλαν Ντράκος κατέβηκε από την εξέδρα και πλησίασε τον Χούμα, που πάλευε μάταια να λευτερωθεί. Το κάστρο τραντάχτηκε ξανά, αλλά ο Ντράκος αδιαφόρησε και πάλι. Έφερε το χέρι του με τα γαμψά νύχια στο μέτωπο του ιππότη.

«Μην ανησυχείς.» Ο τόνος του αποστάτη ήταν προστατευτικός. «Ούτε χρόνος ούτε δύναμη μου περισσεύει για να ασχοληθώ μαζί σου. Απλώς θα αποκλείσω τη σκέψη σου από την Άβυσσο. Σαν να χτίζω έναν τοίχο.»

Μια δυνατή επίκρουση τίναξε πίσω το κεφάλι του Χούμα. Για μια στιγμή όλες του οι σκέψεις σβήστηκαν. Ο Ντράκος ανέβηκε ξανά στην εξέδρα. Χτύπησε δυο φορές το κοκάλινο ραβδί του μουρμουρίζοντας κάτι σε μια μαγική γλώσσα. Η σμαραγδένια σφαίρα έλαμψε σαν μικροσκοπικός ήλιος. Το μουρμουρητό άρχισε ξανά.

Ο Χούμα κάλεσε με τη σκέψη του το ραβδί.

Δεν ήταν σε θέση να ξέρει αν η σκέψη ήταν δική του ή, όπως πίστευε, προερχόταν από το εκδικητικό πνεύμα του Μάτζιους. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί στην επίκληση του ραβδιού του νεκρού μάγου και χωρίς καμία χρονοτριβή.

Ήταν τόσο απλό τώρα που ήξερε. Τη μια στιγμή τα χέρια του ήταν άδεια και την επόμενη το αριστερό του κρατούσε το ραβδί σε σμίκρυνση. Στην παλάμη που έσφιγγε το μαγικό αντικείμενο. Ένιωσε ένα ρίγος και τα μάτια του γούρλωσαν. Σαν να είχε δική του ζωή και κίνηση, το ραβδί γύρισε μέσα στο χέρι του και χτύπησε το πέτρινο πόδι που του φυλάκιζε τον καρπό.

Το γκαργκόιλ τον άφησε.

Ο Γκάλαν Ντράκος ήταν ακόμα γυρισμένος προς τη σφαίρα. Τα χέρια του ήταν τεντωμένα σαν να επικαλούνταν κάποιο δικό του θεό.

Ο Χούμα λευτέρωσε το δεξιό του καρπό.

Ο Ντράκος φώναξε κάτι ακατάληπτο. Η φεγγοβολή της σφαίρας είχε απλωθεί και τύλιγε πια το μάγο. Ήταν ψηλότερος τώρα. Ο Χούμα κοίταξε τη σφαίρα. Η ενέργεια έμοιαζε να περιστρέφεται χαοτικά μέσα της. Το κάστρο σείστηκε – άγρια αυτή τη φορά.

«Όχι!» Αυτή τη φορά ο Ντράκος φάνηκε να μιλάει σε κάποιον άλλο. «Η ροή είναι πολύ μεγάλη! Πρέπει να τραβήξω κι άλλη δύναμη, αλλιώς η ενέργεια θα με κατακλύσει ολόκληρο!»

Ο Χούμα δεν κατάλαβε τα λόγια του, αλλά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κόψει το δεσμό ανάμεσα στις δυο διαστάσεις. Αν τραβούσε την ενέργεια η Τακίσις…

Αυτή τη φορά ο σεισμός ήταν τόσο δυνατός που κάμποσα γκαργκόιλ έπεσαν μπροστά και τσακίστηκαν στο δάπεδο. Η έκφραση του Γκάλαν Ντράκος δεν άλλαξε στη θέα του λευτερωμένου Χούμα. Ο μάγος μουρμούρισε κάτι και στράφηκε αμέσως στο ξόρκι του.

Τη στιγμή που λευτερώθηκε ο Χούμα, το ραβδί, λες και ήταν ζωντανό, άρχισε να τεντώνεται και να φαρδαίνει. Μεγάλωνε για να γίνει όπως παλιά.

Ξαφνικά τα γκαργκόιλ άρχισαν να βγαίνουν από τις κόγχες τους, δημιουργώντας μια ετερόκλητη συλλογή από τερατουργήματα με ένα πράγμα στο μυαλό τους: την καταστροφή του Χούμα.

Έχοντας εκπαιδευτεί στη χρήση του ραβδιού, ο ιππότης το βρήκε πολύ αποτελεσματικό σαν όπλο. Σε κάθε του άγγιγμα τινάζονταν σπίθες κι έκοβε τα γκαργκόιλ λες και ήταν φτιαγμένα από βούτυρο. Κι όμως ο ακρωτηριασμός ή ο αποκεφαλισμός δεν αρκούσαν για να σταματήσει τα τέρατα. Έρχονταν από παντού εναντίον του και ο Χούμα κατάλαβε ότι ο αποστάτης δε θα ξέμενε ποτέ από μαγικούς υπηρέτες. Πολεμούσε όμως με όλη του την αποφασιστικότητα και την πίστη στον Πάλανταϊν.

Ήξερε ότι δε χρειαζόταν παρά ένα μονάχα γερό χτύπημα στον Ντράκος, αλλά τα γκαργκόιλ τον πίεζαν από παντού και σε τόσο μικρή απόσταση το ραβδί ήταν ουσιαστικά άχρηστο. Αν δε συνέβαινε κάτι, δεν του απόμεναν παρά λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν τον λιώσουν τα πέτρινα όντα.

«Χούουουμααα!»

Η φωνή ερχόταν από ψηλά και κάλυπτε ακόμα και τις δονήσεις του κάστρου. Τι έκανε ο Ντράκος; Έπρεπε να ρίξει κάτω και τα βουνά τα ίδια;

«Χούουουμααα!»

Τώρα την έβλεπε.

«Γκουίνεθ!»

Τον είδε και κατέβηκε διαγράφοντας κύκλους τη στιγμή που ένα γκαργκόιλ πετούσε το ραβδί του Χούμα από το χέρι του. Η ασημένια δράκαινα βρυχήθηκε και χτύπησε τα πλησιέστερα τέρατα. Έγιναν σκόνη. Η δράκαινα πήρε ύψος, πέταξε τριγύρω και κατέβηκε ξανά για καινούρια επίθεση. Κάμποσα από τα γκαργκόιλ άφησαν τον Χούμα για να την αντιμετωπίσουν. Η Γκουίνεθ βρέθηκε να σύρεται προς το έδαφος από το άθροισμα του βάρους τεσσάρων τεράτων που είχαν αρπαχτεί από το κάτω μέρος του κορμιού της. Μουγκρίζοντας από ενόχληση μάλλον παρά από πόνο, άρχισε να περιστρέφεται όσο καλύτερα μπορούσε μέσα στη μεγάλη αίθουσα για να πετάξει τα γκαργκόιλ από πάνω της. Εκείνα κρατιόνταν γερά και η δράκαινα αναγκάστηκε να πάρει ύψος και να βγει από την αίθουσα για να τα αποτινάξει.

Ακόμα κι έτσι όμως, είχε δώσει χρόνο στον Χούμα. Εκείνος άρπαξε το ραβδί του Μάτζιους και έκανε καινούρια περιστροφή, καταστρέφοντας τον πλησιέστερο αντίπαλο με το πρώτο χτύπημα. Τα υπόλοιπα προσπάθησαν να σφίξουν τον κλοιό τους.

Κάμποσες μορφές μπήκαν τρέχοντας στην αίθουσα. Η Μαύρη Φρουρά. Οι αρματωμένες μαύρες φιγούρες σταμάτησαν στη στοά κι απόμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό.

Ο Χούμα είδε την απόκοσμη ματιά που έριξε στιγμιαία ο Ντράκος στους στρατιώτες του. Στα μάτια του γυάλιζε μια λάμψη όμοια με αυτήν της σμαραγδένιας σφαίρας. Πρόφερε μία μόνο λέξη και η έντασή της τον έκανε να μαζευτεί.

Μια λεπτή, φονική αστραπή πράσινης ενέργειας ξεπήδησε από τη σφαίρα και όρμησε με τρομακτική ταχύτητα στους ανυποψίαστους φρουρούς. Πριν φτάσει καν στη μέση της απόστασης, χωρίστηκε στα δύο και μετά στα τέσσερα. Καθυστερημένα, οι φρουροί κατάλαβαν τα δύσκολα και γύρισαν να φύγουν. Τέσσερις δεν πρόλαβαν καν να κινηθούν. Οι αστραπές τούς καμάκωσαν σαν ψάρια και τους έσυραν στην αίθουσα. Ο Χούμα ρίγησε. Το ξόρκι φαινόταν να κυριαρχεί στον Γκάλαν Ντράκος όσο κυριαρχούσε κι εκείνος στο ξόρκι. Ο ιππότης αμφέβαλλε αν ο αποστάτης ήξερε πραγματικά τι έκανε. Το μόνο που ενδιέφερε πια τον Ντράκος ήταν η δύναμη.

Οι άλλοι φρουροί το έβαλαν στα πόδια. Αποκεί που στεκόταν ο Χούμα παρακολούθησε –ανήμπορος να αντιδράσει– μια καινούρια αστραπή που τινάχτηκε μπροστά, αυτή τη φορά προς τον ίδιο.

Τον χτύπησε κατάστηθα και, σκορπίζοντας από την ίδια της την ορμή, χτύπησε και το στρατό των γκαργκόιλ. Τότε κάτι απώθησε την αστραπή και τη γύρισε πίσω στη σμαραγδένια σφαίρα. Ο Χούμα άγγιξε το στήθος του κι ένιωσε το μενταγιόν που του είχε δώσει ο Έιβοντεϊλ. Το μενταγιόν του κληρικού του Πάλανταϊν.

«Χούμα! Το κάστρο διαλύεται!»

Ένα γκαργκόιλ έπεσε στα γόνατα. Ένα άλλο απλώς κατέρρευσε. Ο Χούμα γύρισε και βρέθηκε μπροστά στον Γκάλαν Ντράκος. Ο αποστάτης είχε μια τρελή έκφραση στο μη ανθρώπινο πια πρόσωπό του.

«Θα το κάμψω – θα το υποτάξω στη δύναμή μου! Είμαι ο Ντράκος, ο μεγαλύτερος μάγος που έζησε ποτέ!»

Ο μάγος έβγαλε ξανά το ραβδί του και το χτύπησε τρεις φορές πάνω στην εξέδρα. «Σούρακ! Γκεστέι Σούρακ Κάοκ!»

Τα γκαργκόιλ είχαν χάσει κάθε ίχνος ζωής. Ενώ κατέρρεαν γύρω από τον Χούμα, η ασημένια δράκαινα υλοποιήθηκε ξανά και πέταξε προς το μέρος του. Ο Ντράκος δεν έκανε καμία κίνηση για να τους πλησιάσει, ούτε καν τους είδε. Αντίθετα, μόρφαζε προς τους ουρανούς. Η μορφή του διατρεχόταν από ενέργεια.

«Το κατάφερα, κυρά! Η δύναμη είναι δική μου!»

Απορροφημένος ολότελα από τον προφανή του θρίαμβο, ο αποστάτης δεν είδε την εικόνα που σχηματίστηκε μέσα στην πράσινη σφαίρα. Ένα κοροϊδευτικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο όχι ανθρώπινο. Ενώ ο Χούμα παρακολουθούσε, το πρόσωπο μέσα στη σφαίρα χωρίστηκε στα δύο. Ύστερα στα τρία. Τα πρόσωπα συστράφηκαν, έγιναν φιδίσια, πρόσωπα δράκων. Πέντε κεφάλια τουλάχιστον. Και όλα χλεύαζαν.

«Χούμα, πρέπει να φύγουμε!»

«Δεν μπορώ!» Ο Χούμα κοίταξε τις Δρακολόγχες που κουβαλούσε η Γκουίνεθ. Ήταν πολύ άβολες για το σκοπό που τις ήθελε. Ακόμα και η λόγχη του πεζικάριου ήταν ασήκωτη. Τότε το βλέμμα του έπεσε στο ραβδί του Μάτζιους. Μια παρόρμηση τον κατέλαβε.

Το πήρε στο χέρι. Λέξεις που δεν καταλάβαινε βγήκαν ποτάμι από το στόμα του και ξαφνικά το ραβδί φωτίστηκε. Το έριξε με όλη του τη δύναμη.

Το ραβδί δεν πέτυχε τον Γκάλαν Ντράκος, αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Αντίθετα, το ραβδί –όμοιο με λόγχη– πέταξε με απόλυτη ακρίβεια ίσια στο κέντρο της πράσινης σφαίρας. Αγγίζοντας τη, φάνηκε να διστάζει, αλλά ύστερα συνέχισε και τη διαπέρασε τσακίζοντας κάθε αντίσταση.

«Μην κοιτάς!» φώναξε ο Χούμα στην Γκουίνεθ.

Η σμαραγδένια σφαίρα εξερράγη με μια βροντή.

Το κάστρο τραντάχτηκε και η αίθουσα έγειρε, καθώς το κάστρο ένιωθε τον απόηχο της καταστροφής της σφαίρας.

«Χούμα!» Η ασημένια δράκαινα τον σκούντησε. «Πρέπει να φύγουμε! Βιάσου!»

Εκείνος ξαναβρήκε την ισορροπία του κι έπιασε τη μια φτερούγα της. Μια γρήγορη ματιά τού αποκάλυψε ότι η εξέδρα ήταν τυλιγμένη σε μια πράσινη κόλαση που λες και σκέπαζε ολόκληρο τον τοίχο.

Απέξω κάτι βρυχήθηκε.

«Πάλανταϊν!» ψιθύρισε ο ιππότης. Δεν ήταν δυνατόν! Μόνο ένα πλάσμα μπορούσε να φανταστεί, ικανό να βγάλει μια τέτοια εκκωφαντική, τρανταχτή κραυγή. Ένας δράκος. Ένας γιγάντιος δράκος. Ένας τιτάνας με πέντε κεφάλια, σκέφτηκε. Η Τακίσις.

«Εσύυυ!»

Ο Χούμα ξέχασε το βρυχηθμό και γύρισε προς τη φωτιά από όπου είχε προέλθει η καινούρια κραυγή. Κάτι πρόβαλε αργά από τη σμαραγδένια φωτιά. Περπατούσε σε δύο πόδια, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανθρώπινο. Σήκωσε ένα πέλμα με πόδια δράκου που κάποτε ήταν χέρι. Ένα δαιμονικό πρόσωπο με συστρεμμένα χαρακτηριστικά σαν παραμορφωμένου ερπετού φάνηκε να προβάλλει κάτω από τα κουρελιασμένα απομεινάρια μιας κουκούλας.

«Χούουουμααα!»

Ο Γκάλαν Ντράκος προχώρησε παραπατώντας.

«Θα σε δω νεκρό!»

Ένα πλάσμα με πλοκάμια τινάχτηκε προς το μέρος του – και σταμάτησε από κάτι που φάνηκε στιγμιαία όμοιο με ασημένια ασπίδα. Ο Γκάλαν Ντράκος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

«Έχεις κι εσύ τον προστάτη σου! Κρίμα που είναι τόσο αργά για τον Κριν!» Το πρόσωπό του συστράφηκε.

Ο Χούμα έκανε ένα βήμα μπροστά. Η Γκουίνεθ πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο ιππότης την κοίταξε κι εκείνη σώπασε. Ύστερα άρχισε να προχωρεί αργά προς τον τρελό μάγο.

«Πάρα πολλοί χάθηκαν εξαιτίας σου, Γκάλαν Ντράκος. Μάρτυράς μου ο Πάλανταϊν, δεν μπορώ να σε αφήσω ελεύθερο. Πρέπει να δώσω ένα τέλος.»

Όταν μίλησε επιτέλους ο Ντράκος, η φωνή του ήταν απόλυτα συγκρατημένη. Κοίταξε πέρα.

«Ναι, όλα θα τελειώσουν εδώ. Με νίκη του… με την αποκάλυψη της προδοσίας μου. Έπαιξα κι έχασα.» Ο Ντράκος στράφηκε στον Χούμα και φάνηκε να ζαρώνει.

Ο αποστάτης τραβήχτηκε μέχρι το χείλος της Αβύσσου. Τα πόδια του δεν άντεχαν να περπατήσουν άλλο. Στηριζόταν όλο και περισσότερο στο ραβδί του.

Ο Χούμα κινήθηκε αποφασιστικά προς το μέρος του. «Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις.»

Ο παραμορφωμένος μάγος γέλασε μ’ ένα γέλιο που φάνηκε να τραβάει πολύ σε μάκρος. Τα μάτια του ήταν στενές σχισμές που έλαμπαν. «Δε θα περιμένω τη δικαιοσύνη της βασίλισσας. Προτιμώ τη λήθη. Δε θα της δώσω το καταραμένο μου πνεύμα για να παίζει στην αιωνιότητα.»

Ο Γκάλαν Ντράκος, ο αρχιμάγος, ο αποστάτης, πρόφερε μία μονάχα λέξη.

Οι σμαραγδένιες φλόγες τον τύλιξαν. Όποια προστασία κι αν είχε, την έχασε. Ο Χούμα κάλυψε τα μάτια του ενώ η φωτιά έλαμψε ακόμη πιο ζωηρά. Όταν κοίταξε ξανά, δεν είχε απομείνει τίποτα από το μάγο.

«Κάηκε μόνος του.»

«Όχι.» Η ασημένια δράκαινα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έπαψε να υπάρχει. Αυτό ήταν το ξόρκι που έριξε. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πριν περάσει πολύς καιρός, όσοι τον ήξεραν θα τον έχουν ξεχάσει – εκτός από την πρώην κυρά του.» Σκυθρώπασε. «Κατάφερε όντως να δραπετεύσει από τη δρακοβασίλισσα. Καταπληκτικό!»

Το κάστρο άρχισε να καταρρέει ξανά.

«Χούμα!» Η Γκουίνεθ συνειδητοποίησε τον κίνδυνο και ο στιγμιαίος θαυμασμός της έσβησε.

«Ναι!» Άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω της και ύστερα σταμάτησε. «Όχι! Το ραβδί του Μάτζιους! Πρέπει να…»

«Είναι αυτό το ραβδάκι στη ζώνη σου;»

Ο Χούμα έσκυψε και κοίταξε. Στο δεξιό του πλευρό, μέσα στην ασφάλεια του πουγκιού της ζώνης του βρισκόταν ένα γνωστό του ραβδί, τριάντα πόντους μάκρος. «Πώς…»

Τελικά η Γκουίνεθ αγρίεψε. «Θα σου μιλήσω άλλη μέρα για τη μαγεία! Χούμα, μάρτυράς μου ο Πάλανταϊν, σ’ αγαπώ! Δε σε αφήνω να πεθάνεις εδώ πέρα, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό!»

Ακούγοντάς την, ο Χούμα σκαρφάλωσε αδέξια πάνω της. Κάθε στιγμή που έμενε εκεί έβαζε τη ζωή της σε κίνδυνο – και γιατί; Για τους δικούς του δισταγμούς, τους δικούς του φόβους.

Κι όμως τον αγαπούσε.

Η ασημένια δράκαινα υψώθηκε γοργά στον αέρα.

«Κόλλα πάνω μου – και κράτα τη Δρακολόγχη ίσια!» του φώναξε.

Το κάστρο μετατοπίστηκε και συνέχισε να καταρρέει. Τα γκαργκόιλ πετάχτηκαν μακριά σαν κουρέλια. Μέρη της αίθουσας άρχισαν να κομματιάζονται. Ένα μέρος του ψηλότερου διαδρόμου γκρεμίστηκε. Τώρα η δράκαινα δε θα μπορούσε να ξεφύγει μέσα από τη στενή καπνοδόχο.

Ο Χούμα την άκουσε να φωνάζει κάτι σε μια μαγική γλώσσα. Άκουσε τις πέτρες να συντρίβονται και κομμάτια βράχου πέρασαν σύρριζα πάνω από το κεφάλι του.

«Ίσια! Αυτό ήταν!»

Ένιωσε τη Δρακολόγχη να κόβει το χοντρό, πέτρινο τοίχο μεγαλώνοντας το άνοιγμα. Η Γκουίνεθ δίπλωσε πίσω τα φτερά της και τινάχτηκε σαν βέλος που πετάγεται από το τόξο. Ο Χούμα κατάλαβε ότι τον κάλυπτε με το κορμί της όσο καλύτερα μπορούσε.

Βγήκαν. Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την ανάσα του και ξεφύσησε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να ανεβαίνει διαγράφοντας κύκλους. Από ψηλά είδαν την πράσινη φεγγοβολή να τυλίγει το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου.

Ό,τι απόμενε όρθιο από το κάστρο του μάγου στάθηκε για μια στιγμή σκαλωμένο πάνω από το γκρεμό. Ταλαντεύτηκε και ύστερα άρχισε να γέρνει αργά. Πρώτος έπεσε ο πύργος, μια μεγάλη λόγχη που έγειρε κι έπεσε με την αιχμή.

Ο Χούμα έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. «Πάλανταϊν!»

Ένα καινούριο, πυκνότερο σκοτάδι είχε απλωθεί ξαφνικά.

«Χούμα…» Η φωνή της ασημένιας δράκαινας ήταν ασταθής.

Ακολούθησε τη ματιά της μέχρι την κορυφή απ’ όπου είχε πέσει το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος. Κάτι πελώριο με πολλά κεφάλια, που ακτινοβολούσε κακία, κοίταζε προς το μέρος τους.

Χούμα, πρόμαχε τον Πάλανταϊν, έλα σε μένα, έλα στην αγκαλιά μου.

Ήταν η Τακίσις.

Κεφαλαίο 31

Το σχεδόν υπνωτιστικό κάλεσμα της δρακοβασίλισσας διαλύθηκε από μια οικεία φωνή.

«Χούμα! Δόξα στους θεούς! Φοβηθήκαμε ότι γκρεμίστηκες μαζί με το κάστρο!»

Γύρισε πάνω στη σέλα του. Ο Μπένετ και ο Καζ πήγαν κοντά του. «Τους άλλους τους στείλαμε να ζητήσουν βοήθεια» του εξήγησε βιαστικά ο Καζ. «Μόνο, Σάργκας! Τι είναι αυτό;»

Η φωνή του Μπένετ ήταν άδεια από κάθε συναίσθημα. «Η δρακοβασίλισσα, έτσι δεν είναι;»

Ο Χούμα τού έγνεψε απλώς καταφατικά. Σήκωσε τα μάτια στο σκιώδες τέρας που στεκόταν από πάνω τους. Η πύλη απ’ όπου είχε περάσει η δρακοβασίλισσα επεκτεινόταν και γινόταν πιο στερεή, πιο αληθινή.

Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του ιππότη. Έπιασε το ραβδί του Μάτζιους που είχε μικρύνει και το έδωσε στον Μπένετ. «Πήγαινέ το στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Πρέπει να παραδοθεί στο Συμβούλιο. Εκείνοι, ως ανώτεροι μάγοι, θα ξέρουν τι να το κάνουν. Ανήκε στον Μάτζιους και φοβάμαι ότι εμένα δε θα μου χρειαστεί άλλο.»

Ο Καζ και ο Μπένετ αλληλοκοιτάχτηκαν.

Ο Χούμα κοίταξε και τους δύο κατάματα. «Πρέπει να τους πείτε ότι ο Ντράκος δεν υπάρχει πια. Επίσης, θέλω να οργανώσετε τους λογχοφόρους. Μπένετ, είσαι γιος και ανιψιός Μεγάλων Μάγιστρων. Είσαι γεννημένος αρχηγός.

Εγώ θα κοιτάξω να τραβήξω πάνω μου την οργή της Σκοτεινής Βασίλισσας όσο περισσότερο μπορώ, αλλά μοναδική μας αληθινή ελπίδα είναι η μαζική επίθεση. Πρέπει να έχουν μείνει τουλάχιστον εκατό λόγχες. Τότε, αν είναι θέλημα του Πάλανταϊν, θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε.»

Ο Μπένετ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Χούμα, αυτή εδώ είναι θεά! Γι’ αυτήν εμείς δεν είμαστε παρά μια ανάσα!»

«Μα είμαστε Ιππότες της Σολάμνια» απάντησε ο Χούμα. «Μιας ιπποτικής τάξης που σφυρηλατήθηκε από την ιερή Τριανδρία, της οποίας επικεφαλής είναι ο Πάλανταϊν. Η αποστολή μας είναι να διαφυλάξουμε τη δικαιοσύνη και να φροντίσουμε να μην κλονιστεί ποτέ ο Κριν από το Κακό. Να η έσχατη δοκιμασία μας. Να πού δοκιμαζόμαστε στ’ αλήθεια μπροστά στον Όρκο και το Μέτρο.»

Ο άλλος δε βρήκε να του δώσει καμία απάντηση. Το πρόσωπο του Μπένετ είχε κοκκινίσει ελαφρώς.

«Δεν έχω καιρό για κουβέντες. Μπένετ, γύρνα πίσω. Καζ, πήγαινε μαζί του» είπε ο Χούμα.

Ο μινώταυρος χαμήλωσε το βλέμμα στο υποζύγιό του και μετά κοίταξε ξανά τον Χούμα. «Συμφωνώ να γυρίσει ο ένας από τους δυο μας και το σωστό θα ήταν αυτός να είναι ο Μπένετ. Εγώ όμως θα μείνω. Έχω δώσει κι εγώ όρκο και δεν έχω δείξει ακόμα την αξία μου. Το ίδιο σκέφτεται και ο Κεραυνός.»

Ο Χούμα αναστέναξε. «Καζ, δεν μπορώ να σε σταματήσω. Μπένετ, κάνε το καθήκον σου.»

Ο Μπένετ έσφιξε τα δόντια, αλλά έγνεψε καταφατικά. Στο σινιάλο του, ο ασημένιος του δράκος γύρισε – αλλά όχι πριν κοιτάξει κατάματα την Γκουίνεθ. Αντάλλαξαν μεταξύ τους κάτι σαν μήνυμα και ο Χούμα θυμήθηκε ότι ήταν συγγενής της δικής του δράκαινας. Ο αποχωρισμός δεν τους ήταν εύκολος.

Όταν έφυγε ο Μπένετ, ο Χούμα στράφηκε στο μινώταυρο. «Τώρα.»

Οι δύο δράκοι ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό. Από πάνω τους ο πεντακέφαλος δράκος της Τακίσις φάνηκε να ταλαντεύεται. Ολόκληρο το βουνό και οι ουρανοί από πάνω του συστρέφονταν μέσα σε μια τεράστια τρύπα του ίδιου του ουράνιου θόλου. Ήταν η πύλη μέσα από την οποία είχε υλοποιηθεί σε αυτή τη διάσταση η δρακοβασίλισσα. Η πύλη μέσα από την οποία είχε περάσει ολόκληρη τη δύναμή της, χάρη στη βοήθεια του αθρήνητου Γκάλαν Ντράκος. Το σύνολο της δύναμής της είχε αποκοπεί από αυτήν επειδή ο Χούμα είχε σπάσει τη σμαραγδένια σφαίρα, αλλά η πύλη παρέμενε. Και η Τακίσις διέθετε ήδη τη δύναμη που είχε προλάβει να αντλήσει. Ποτέ άλλοτε, σε καμία άλλη εισβολή της στη θνητή διάσταση δεν ήταν τόσο ισχυρή.

Τι γοητευτικό… Πιο ενδιαφέρον κι από τη διαρκή ανάγκη σας να τσακώνεστε μεταξύ σας για χαμένες υποθέσεις.

Η ψυχρή, σκληρή αυτή σκέψη χτύπησε σαν χαστούκι το μυαλό του Χούμα.

Θα πρέπει να μαζέψω μερικούς σαν εσάς και να μελετήσω αυτό το διασκεδαστικό, περαστικό πράγμα που αποκαλείτε «αγάπη». Φαίνεται τόσο… χρήσιμο.

Επιτέλους, ο Χούμα παρηγορήθηκε κάπως στη σκέψη ότι η Τακίσις δε θα μπορούσε ποτέ να βιώσει τα δικά του συναισθήματα. Για κάποια σαν αυτή, θα έμεναν πάντα μυστήρια. Στο συγκεκριμένο θέμα υστερούσε σε σχέση με οποιονδήποτε θνητό.

Μάθε με λοιπόν.

Αν και ήξερε ότι η δρακοντίσια μορφή της στεκόταν ακόμα στην κορυφή του βουνού, ο Χούμα είδε και τη γεμάτη χάρη, σαγηνευτική μορφή μιας πλανεύτρας με μαύρα μαλλιά σαν κοράκι, ντυμένης με το πιο λεπτό μαύρο μετάξι. Όταν χαμογέλασε, ήταν σαν να μην είχε χαμογελάσει ποτέ κανείς άλλος.

Μπορώ να γίνω οτιδήποτε θελήσεις. Μπορείς να μου δείξεις αυτή την αγάπη, που τη θεωρείς τόσο σημαντική. Θα είμαι μια πολύ πρόθυμη μαθήτρια.

Μέσα στο μυαλό του η σαγηνευτική μορφή γύρισε λίγο λοξά, σε καινούριες προκλητικές στάσεις. Ο Χούμα ήταν εντελώς αδύνατο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Ήταν όμορφη πέρα από κάθε σύγκριση και ήθελε να μάθει τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει να είσαι θνητός. Θα μπορούσε να της δείξει τι σήμαινε αγάπη και τότε ο Κριν δε θα ξανάβλεπε ποτέ του το Κακό, ούτε θα υπέφερε ξανά.

Πρόσθεσε –και τον βάραιναν τόσο– και τις ενδιαφέρουσες πτυχές της διδασκαλίας του.

Του χαμογέλασε και φάνηκε να του τείνει ένα λεπτό, τέλεια σμιλεμένο χέρι.

Ο Χούμα ένιωσε στο στήθος του μια θέρμη. Άθελά του το έπιασε. Ένα οικείο αντικείμενο βρέθηκε στο χέρι του.

«Όχι!» φώναξε χωρίς να το σκεφτεί. «Δε θα πέσω θύμα της σκοτεινής σου γοητείας! Ποτέ σου δε θα μάθεις τι είναι αγάπη και τι ζωή – και δε θέλω τίποτα από σένα! Η αγάπη μου ανήκει αλλού!»

Ένιωσε ένα τράνταγμα από κάτω του. Η Γκουίνεθ είχε αναπηδήσει. Δεν είχε καιρό να τη σκεφτεί όμως, γιατί η Σκοτεινή Βασίλισσα αιχμαλώτισε ξανά τη σκέψη του. Θα μπορούσες να γνωρίσεις χαρές που κανείς άλλος άνθρωπος δε γνώρισε ποτέ. Θα μπορούσες να διοικήσεις το στρατό μου, γιατί κανένας πολεμιστής δεν είχε τη δική σου επινοητικότητα, προσαρμοστικότητα και αποφασιστικότητα. Θα μπορούσες να είσαι ο δεύτερος έπειτα από μένα μονάχα κι εγώ Θα σε αντάμειβα πέρα από κάθε προσδοκία.

Άνεμος φρικτός σηκώθηκε. Η ασημένια δράκαινα κόντεψε να παρασυρθεί πάνω στη βουνοπλαγιά και ο Κεραυνός με τον Καζ την ακολούθησαν. Ο Χούμα άρπαξε τη Δρακολόγχη με το ένα χέρι και με το άλλο ψηλάφισε το μενταγιόν του Πάλανταϊν. Με αυτά τα δύο είχε ακόμα ελπίδες.

Πολύ καλά. Με απέρριψες. Άνοιξες το δρόμο της καταστροφής της δικής σου και της αγαπημένης σου.

Μπορεί η δρακοβασίλισσα να αγνοούσε την αγάπη, ήξερε όμως άριστα το μίσος.

«Χούουουμααα!»

Ο ιππότης γύρισε στιγμιαία και είδε τον Κεραυνό να προσγειώνεται αναγκαστικά σε μια βραχώδη προεξοχή. Ο Καζ σφιγγόταν απελπισμένα πάνω στη σέλα.

Το θέμα θα τακτοποιηθεί μεταξύ μας, ω θνητέ Ιππότη της Σολάμνια! Για όλα όσα έκανες, θα ικετέψεις τη συγνώμη μου! Θα με εκλιπαρήσεις να βάλω τέλος στην αγωνία σου, αλλά αυτό δε θα σου το χαρίσω παρά στο τέλος της αιωνιότητας.

Ο Χούμα θυμήθηκε την επιλογή του Γκάλαν Ντράκος. Προτίμησε τη λήθη κορμιού και ψυχής παρά την τρυφερή «δικαιοσύνη» της Βασίλισσας του Σκότους. Και αυτό από κάποιον που δεν ήξερε τι θα πει συμπόνια, είχε βασανίσει ανελέητα τον Μάτζιους, είχε στείλει χιλιάδες σ’ έναν άδικο θάνατο. Στο τέλος για τον Ντράκος δεν υπήρχε παρά μονάχα φόβος, φόβος στη σκέψη και μόνο ότι θα βρισκόταν στο έλεος της κυράς του.

Πρώτα θα κάνω το κορμί σου αλοιφή – αλλά δε θα πεθάνεις. Μετά θα πάρω το μυαλό σου και θα του αποκαλύψω όλη τη σκοτεινή ομορφιά του οίκου μου. Η τρέλα δεν πρόκειται να σε σώσει. Δε θα το επιτρέψω. Έπειτα θα πάρω την αγάπη σου και θα της χαρίσω τις λεπτότερες «διασκεδάσεις μου» ενώ εσύ θα κοιτάζεις.

Ο Χούμα είχε δει θαύματα και φρικαλεότητες που λίγοι άνθρωποι είχαν αντικρίσει – και μόνο η πίστη του στον Πάλανταϊν, τη δικαιοσύνη και το Καλό που αντιπροσώπευε ο θεός του τον είχαν σώσει. Κάθε φορά αυτή του η πίστη τον δυνάμωνε. Είχε φτάσει στο σημείο να αγαπάει τον Κριν όσο και τον Πάλανταϊν και ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για το καλό του κόσμου του, αν αυτό σήμαινε την ήττα του Σκότους.

Αντί να τραβήξει πίσω την Γκουίνεθ, ο Χούμα την πίεσε να προχωρήσει.

Η ασημένια δράκαινα υπάκουσε. Δε θα τον εγκατέλειπε.

Είστε ανόητοι. Πιο ανόητοι από τον Ντράκος που πίστεψε ότι θα γινόταν θεός. Η καταφυγή του στη λήθη τον έσωσε από το τρυφερό μου έλεος. Εσάς τι θα σας σώσει;

Ήταν σαν να άνοιγε ξαφνικά μια ομίχλη. Η δρακοβασίλισσα στεκόταν εκεί και κοίταζε με μια ομορφιά συναρπαστική και τρομερή ταυτόχρονα.

Ένα-ένα τα κεφάλια του δράκου τον χλεύαζαν. Ήταν πέντε συνολικά και το καθένα τους αντιπροσώπευε κι από ένα της παιδί. Πονηρό και σκληρό πράσινο. Γλοιώδες λευκό. Πανίσχυρο, καταστροφικό κόκκινο. Απρόβλεπτο μαύρο. Κυρίαρχο μπλε.

Κινούνταν μπρος-πίσω σαν πλοκάμια, σαν να του έριχναν κάποιο υπνωτικό ξόρκι. Τα μάτια τους δεν τον έχαναν στιγμή. Δε σταματούσαν λεπτό να κινούνται.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα ήταν πάνω από είκοσι μέτρα και πανίσχυρη. Κάθε της κίνηση ήταν προσποίηση της χάρης και της δύναμης. Σε κάθε της κίνηση –όσο αδιόρατη κι αν ήταν– σου έδειχνε πόσο ανόητο ήταν να τολμήσεις να παραβείς τη θέλησή της.

Τώρα βλέπεις. Τώρα γνωρίζεις.

Ο γρήγορος, μικρός, λευκός δράκος φύσηξε ξαφνικά προς το μέρος του. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να δει τον κώνο του ψύχους που τινάχτηκε πάνω του, αλλά η Γκουίνεθ έστριψε με ευκολία και πέταξε πέρα από την εμβέλειά του.

Ο Δράκος των Πολλών Χρωμάτων και Κανενός –ο Χούμα θυμήθηκε το αρχαίο όνομα– γέλασε δηκτικά. Για τη θεά, η επίθεση δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, όπως παίζει η γάτα με το ποντίκι πριν το κάνει μια μπουκιά.

Ολόγυρά τους ο άνεμος συνέχιζε να λυσσομανάει μαστιγώνοντάς τους και η ασημένια δράκαινα έστριψε επικίνδυνα κοντά στη βουνοπλαγιά. Τα κεφάλια της δρακοβασίλισσας γέλασαν χαιρέκακα.

Ο Χούμα διέκρινε ένα μικρό δισταγμό στις κινήσεις του θεϊκού κολοσσού. Και δεν τον κορόιδευε πια. Τα ζευγάρια των ματιών τον κάρφωναν με μεγαλύτερη ένταση, σαν να τον μελετούσαν από την αρχή. Τα τεράστια φτερά άνοιξαν με μια κίνηση που σε έναν κοινό δράκο ο Χούμα θα αναγνώριζε μια ένδειξη ανυπομονησίας.

Έκανε σινιάλο στην Γκουίνεθ. Εκείνη έστριψε αφήνοντας μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην ίδια και τη δρακοβασίλισσα και στράφηκε να την κοιτάξει. Το χέρι του Χούμα κράτησε σταθερά τη Δρακολόγχη. Τα πέντε κεφάλια κοκάλωσαν και ήταν σε ετοιμότητα.

Ο ιππότης έκανε καινούριο σινιάλο.

Η καταιγίδα που εξαπέλυε η δρακοβασίλισσα δεκαπλασιάστηκε, αναγκάζοντας τον Καζ με τον Κεραυνό να αναζητήσουν κάποια ασφάλεια στο έσχατο άκρο της βουνοπλαγιάς. Μόλις που πρόλαβαν να δουν την ασημένια δράκαινα να αψηφά τους τρομερούς ανέμους και τη δυνατή βροχή και να πετάει μπροστά με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Ύστερα ιππότης και δράκαινα εξαφανίστηκαν, φτάνοντας στην άκρη της κορυφής.

Ο Καζ μουρμούρισε από μια προσευχή σε κάθε θεό του οίκου του Πάλανταϊν που μπορούσε να ανακαλέσει η θολωμένη του μνήμη. Την τελευταία και μεγαλύτερη την κράτησε για τον Πλατινένιο Δράκο – το θεό που οι θνητοί γνώριζαν ως Πάλανταϊν.

Ακόμα δεν είχαν καταφέρει να επιχειρήσουν κάποιο χτύπημα ενάντια στη δρακοβασίλισσα. Το γεγονός ότι δεν τους είχε τσακίσει με όλες της τις δυνάμεις ήταν ζωτικής σημασίας. Σήμαινε ότι η Βασίλισσα του Σκότους διατηρούσε ένα πολύ εύθραυστο έλεγχο των δυνάμεων της. Προσπαθούσε να κάνει πολλά και η δύναμή της σκορπιζόταν υπερβολικά και εξασθένιζε σε πολλά ανόμοια ξόρκια.

Η Γκουίνεθ εξαπόλυσε έναν κώνο πάγου στο πράσινο κεφάλι της θεάς, που τον τίναξε από πάνω της σαν ξερόφυλλο.

Δυο σαγόνια έκλεισαν επικίνδυνα κοντά τους. Καθώς η Γκουίνεθ απομακρυνόταν, ο Χούμα διέκρινε στιγμιαία το κεφάλι ενός κόκκινου δράκου. Είδε το τεράστιο πλάσμα να σηκώνεται, επιτέλους, από την κορυφή. Η Σκοτεινή Κυρά δε θεωρούσε πια βέβαιη τη νίκη της. Μετέφερε τη μάχη στον Χούμα, αποφασισμένη να μην πολεμήσει περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο.

Στον αέρα η δρακοβασίλισσα ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια από την ασημένια δράκαινα. Οι ανοιχτές φτερούγες της έκρυβαν τον ουρανό. Το καθένα από τα μπροστινά της νύχια θα μπορούσε να κόψει εύκολα το κεφάλι του Χούμα και να το κάνει λιώμα.

Βαρέθηκα τα παιχνίδια. Πεταρίζεις σαν πεταλούδα.

Η ασημένια δράκαινα αναπήδησε και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε η Τακίσις.

Το μαύρο κεφάλι της Τακίσις φώναξε κάτι σε μια γλώσσα μαγική. Ιππότης και δράκαινα βυθίστηκαν ξαφνικά στο σκοτάδι.

Ακούστηκε ένας βρυχηθμός.

Νύχια έσκισαν τον αέρα πάνω από τον Χούμα. Η ασημένια δράκαινα βούτηξε την τελευταία στιγμή. Η Δρακολόγχη έλαμπε ακόμα – το μοναδικό φως στον ουρανό.

Φως; Δεν μπορείς να έχεις φως!

Στην αρχή δεν το πρόσεξε ούτε ο Χούμα, αλλά ήταν αλήθεια. Το σκοτάδι έγινε σκιά και η σκιά έγινε φως ξανά. Η Τακίσις ζυγιάστηκε στον αέρα, έξαλλη από τη δύναμη της Δρακολόγχης.

Ο Πάλανταϊν δεν μπορεί να σε προστατεύει πάντα.

«Χούμα» του φώναξε η δράκαινα κοντανασαίνοντας με κόπο. «Δε θα μπορέσω να την αποφεύγω για πολύ ακόμα.»

Ο Χούμα άγγιξε το μενταγιόν που κρεμιόταν στο κέντρο του στέρνου του. Έγνεψε καταφατικά. «Καιρός να χτυπηθούμε μαζί της.»

Ελάτε λοιπόν! Γνωρίστε το αγκάλιασμά μου!

«Σου προσφέρω την ίδια ευκαιρία που έδωσα και στον Γκάλαν Ντράκος, Σκοτεινή Βασίλισσα. Σου προσφέρω την ευκαιρία να παραδοθείς.»

Αστειεύεσαι την ώρα του χαμού σου, θνητέ Χούμα. Ενδιαφέρον το χιούμορ σου. Θα διασκεδάζω μια ολόκληρη αιωνιότητα.

Ο Χούμα σταθεροποίησε τη Δρακολόγχη έτσι που να σημαδεύει ίσια στο κέντρο της τεράστιας μορφής της δρακοβασίλισσας.

«Θα δεις αν αστειεύομαι. Αυτή είναι η δύναμη του Πάλανταϊν. Κανένα θνητό όπλο δεν μπορεί να σε νικήσει, αλλά η Δρακολόγχη δεν είναι θνητό όπλο.»

Εσύ όμως είσαι θνητός, Ιππότη της Σολάμνια.

Ο Χούμα έσκυψε το κεφάλι. Το παραδέχτηκε.

«Είμαι Ιππότης της Σολάμνια. Είμαι το χέρι του Πάλανταϊν, της Κίρι-Τζόλιθ και του Χάμπακουκ σε αυτό τον κόσμο. Βρίσκεσαι στον Κριν. Είσαι δική μου, Βασίλισσα του Σκότους.»

Κλότσησε τα πλευρά της Γκουίνεθ κι εκείνη τινάχτηκε μπροστά με καινούρια ενεργητικότητα. Η Δρακολόγχη άστραψε.

Κάτι παράξενο συνέβη.

Ο Χούμα ένιωσε λες και η πανοπλία του έγινε λαμπρότερη. Την ένιωσε διαφορετική. Στην όψη και στην αφή έμοιαζε με πλατίνα. Χάθηκαν τα κοψίματα και τα γδαρσίματα που είχε πάνω της. Το γαντοφορεμένο του χέρι φάνηκε να λάμπει έντονα όσο και η λόγχη. Τότε θυμήθηκε το όραμα και το άγαλμα από το οποίο είχε πάρει την πρώτη λόγχη.

Από κάτω του η Γκουίνεθ άλλαξε κι εκείνη. Έγινε μακρύτερη, λεπτότερη και πολύ πιο όμορφη. Έγινε ένα λαμπερός, άσπρος, πολεμικός κέλητας, ένας πλατινένιος δράκος, μια μεγαλόπρεπη αλκυόνα.

Όλα αυτά μπορεί να ήταν μια παραίσθηση – αλλά και η Δρακολόγχη έτσι δεν του είχε φανεί;

Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Το μόνο που ήξερε ο Χούμα ήταν ότι το πελώριο πολύχρωμο τέρας δίσταζε ξανά. Αυτή τη φορά δράκος όρμησε σε δράκο. Νύχια και δόντια έσκισαν τον αέρα. Η Δρακολόγχη σκάλωσε για μια στιγμή μονάχα. Ο Χούμα ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση.

Η δρακοβασίλισσα δεν είχε υπολογίσει σε τέτοιο βαθμό στην ίδια της την ορμή. Το κορμί της τινάχτηκε μπροστά και η Δρακολόγχη βρήκε ξαφνικά ακάλυπτο το λαιμό του κεντρικού κεφαλιού.

Ιχώρ έλουσε τον Χούμα. Ένα μέρος του έκαψε το πληγωμένο του πόδι, βγάζοντας τον στιγμιαία από την εκστατική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Έδιωξε τη σκέψη του πόνου από το μυαλό του.

Το ουρλιαχτό της τράνταξε κυριολεκτικά τα βουνά κι ακούστηκε μίλια μακριά. Τέσσερα κεφάλια στράφηκαν στα τυφλά στην πηγή του πόνου. Το πέμπτο, το μπλε, κρεμόταν άχαρα, άχρηστο πια. Η Τακίσις γρατσούνισε με άγριες νυχιές. Προσπάθησε μάταια να βγάλει τη Δρακολόγχη από τον κορμό της, αλλά η ασημένια δράκαινα δεν έκανε πίσω. Τα τέσσερα κεφάλια που απόμεναν προσπάθησαν να δαγκώσουν την Γκουίνεθ.

Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η Βασίλισσα του Σκότους δεν είχε ξανανιώσει πόνο.

Η Τακίσις τούς έδινε αγωνιώδεις νυχιές και δαγκωνιές. Ο Χούμα έκανε σήμα στην Γκουίνεθ να υποχωρήσει. Με φρίκη, διαπίστωσε ότι η λόγχη δεν έβγαινε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να αιμορραγεί άσχημα και ο Χούμα είδε ότι ήταν γεμάτη από ακανόνιστες πληγές που έσταζαν αίμα. Τα σκισμένα της φτερά χτυπούσαν αργά και η ανάσα της γινόταν όλο και πιο ρηχή.

Η δρακοβασίλισσα συνέχισε να ουρλιάζει χτυπώντας μπρος-πίσω τα φτερά της. Η βάση της Δρακολόγχης λύγισε κάμποσο. Ο Χούμα προσπάθησε μάταια να τη σταθεροποιήσει. Η πίσω άκρη του όπλου τινάχτηκε ξαφνικά προς τα πάνω και τον χτύπησε βαριά στο πλάι του κεφαλιού. Ο Χούμα έπεσε ανάσκελα, ζαλισμένος και αιμόφυρτος.

Άκουσε κάτι να σπάει.

Με γιγάντια προσπάθεια, ίσιωσε το κορμί του – και είδε ότι από τη βάση της λόγχης δεν απόμεναν παρά σκλήθρες. Η Τακίσις του είχε πάρει τη λόγχη.

Πού ήταν;

«Χ… Χούμα.»

«Γκουίνεθ!» Έγειρε μπροστά. Η δράκαινα ανάσαινε ακανόνιστα και σε κάθε της κίνηση από το στόμα της έτρεχε αίμα.

«Αυτή… εγώ, εκεί κάτω. Δεν μπορώ…»

Τα φτερά της κοκάλωσαν στη μέση της κίνησης.

Άρχισαν να πέφτουν προς τη βουνοπλαγιά. Πρόλαβε να ουρλιάξει το όνομά της μια φορά πριν χτυπήσουν. Ύστερα ένιωσε το κορμί του να αρπάζεται από τη σέλα και όλα σκοτείνιασαν.

Όταν ξύπνησε, ο κόσμος ήταν κόκκινος. Αίμα και πόνος. Πρέπει να κειτόταν εκεί ώρες ολόκληρες. Τα μάτια του –κατακόκκινα– τον έτσουζαν και η όρασή του ήταν θολή. Ο άνεμος ούρλιαζε ακόμα.

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον πόνο. Του διαπερνούσε ολόκληρο το κορμί. Το πληγωμένο του πόδι είχε μουδιάσει.

Με μεγάλη προσπάθεια, ο Χούμα ανακάθισε.

Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έπεσε με το κεφάλι στο παγωμένο χώμα της πλαγιάς. Το μυαλό του άστραψε ξανά από τον πόνο.

Τώρα σερνόταν. Δεν έβλεπε ίχνος της Γκουίνεθ ή της δρακοβασίλισσας. Κατάφερε να συρθεί πόντο-πόντο.

Ενώ αγωνιζόταν, κάτι κοντά στην κορυφή τού τράβηξε την προσοχή.

Ένα χέρι. Ένα ανθρώπινο χέρι.

Δεν ήταν σίγουρος πού βρήκε τα αποθέματα δύναμης, αλλά κατάφερε να συρθεί προς τη μορφή που κειτόταν κοντά σε ένα βράχο.

«Γκουίνεθ.»

Είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή της. Οι πληγές όμως που κάλυπταν το κορμί της δεν ήταν λιγότερο τρομερές. Το ένα της χέρι ήταν γυρισμένο από κάτω της. Το πρόσωπό της ήταν τώρα ωχρό σαν τα ασημένια της μαλλιά. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, τραχιά και με ρίγη. Κάθε τόσο κινούνταν άβολα και μικροί ήχοι πόνου, όμοιοι με γρυλίσματα ζώου, ξέφευγαν από τα σκασμένα και ματωμένα της χείλη. Το κορμί της ήταν γεμάτο πληγές που αιμορραγούσαν και μελανιές. Ήταν θαύμα που ζούσε.

Το στόμα της άνοιξε σε μια σιωπηλή κραυγή. Ο Χούμα σύρθηκε στο πλευρό της, αγνοώντας τα γδαρμένα, ματωμένα του χέρια και τον πόνο που του συντάραζε τα σωθικά.

Όταν την έφτασε, πρόσεξε επιτέλους ότι το γερό της χέρι έσφιγγε τη Δρακολόγχη του πεζικάριου σαν να ήταν η ίδια της η ζωή. Κομματιασμένη και τσακισμένη, η Γκουίνεθ είχε σώσει τη μικρότερη λόγχη, γνωρίζοντας ότι ήταν το μοναδικό όπλο που θα τους έσωζε αν επέστρεφε η δρακοβασίλισσα.

Ο πρόφερε ξανά το όνομά της.

Ακούστηκε ένας βρυχηθμός. Η Γκουίνεθ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοίταξε ίσια επάνω.

«Χούμα;»

«Ξεκουράσου. Θα έρθει ο Καζ ή κάποιος άλλος.»

«Όχι!» Τα μάτια της δάκρυσαν. «Η Τακίσις. Δεν πρέπει να την αφήσεις να λευτερωθεί.»

Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια. Κάτι χτυπιόταν πέρα από το ύψωμα. Κάτι τεράστιο που πονούσε τρομερά. Ο βρυχηθμός ακούστηκε ξανά.

Η Γκουίνεθ πήγε να μιλήσει κι έβηξε αίμα. «Αργά ή γρήγορα, εκείνη θα συνέλθει από τη Δρακολόγχη. Πρέπει να την προ… προλάβεις.»

«Τι μπορώ να κάνω;» Ο Χούμα μόλις που κατάφερε να συρθεί λιγάκι.

«Πάρε αυτό» του έδειξε τη μικρότερη Δρακολόγχη. «Κατάφερα να… τη σώσω.» Η Γκουίνεθ τον άρπαξε ξαφνικά. «Είσαι πολύ χτυπημένος; Άσε με να σε βοηθήσω.»

«Ξέχασέ με εμένα. Ξέχνα τη Δρακολόγχη. Τι σου συμβαίνει; Γιατί έγινες άνθρωπος; Γιατρεύεσαι μόνη σου;»

«Δε… δεν έχει σημασία. Η πτώση απλώς έφερε πιο γρήγορα το Κακό. Ευχαριστώ μονάχα τον Πάλανταϊν που είσαι ακόμα ζωντανός.»

«Μη μιλάς άλλο.»

Δε γίνεται να πεθάνει, σκέφτηκε με φρίκη ο Χούμα.

Εγώ, εγώ μπορώ να τη σώσω, θνητέ.

Ξαφνικά ο άνεμος πάγωσε. Ο Χούμα έμεινε σιωπηλός, χωνεύοντας τις λέξεις. Πώς; σκέφτηκε.

Αυτή – ω τι πόνος! Δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τις δυνατότητές μου! Απάλλαξέ με από την αγωνία και θα σας κάνω καλά και τους δύο, το ορκίζομαι στοεπέκεινα! Το ορκίζομαι, ύψιστε θεέ!

Ο Χούμα χαμήλωσε τα μάτια στην Γκουίνεθ, που τον κοίταζε με ένταση. Μόλις που ανάσαινε.

«Τι τρέχει;»

«Σου… μας προσφέρει τη ζωή.»

«Με τι αντάλλαγμα;»

Ο Χούμα δίστασε. «Τη λευτεριά της.»

«Χού…» Η Γκουίνεθ έβηχε ανεξέλεγκτα. Έκλεισε τα μάτια. Για μια στιγμή ο ιππότης φοβήθηκε ότι πέθανε. Εκείνη όμως τα άνοιξε ξανά και τον κοίταξε κατάματα. «Δεν μπορείς να τη σκοτώσεις – αυτό δεν είναι δυνατό. Αλλά ούτε και να τη λευτερώσεις μπορείς. Ολόκληρος ο Κριν θα υποφέρει για το μαρτύριό της. Η ζωή μου δεν αξίζει τόσο πολύ.» Σώπασε. Η προσπάθεια της να μιλήσει της σπαταλούσε και τη λιγοστή ενέργεια που της είχε απομείνει.

Ο Χούμα τη σκέπασε με το σώμα του για να μην τη χτυπάει ο άγριος άνεμος. «Δε σ’ αφήνω να πεθάνεις.»

«Δεν έχεις άλλη επιλογή.» Του χαμογέλασε αχνά.

«Δε γίνεται» τραύλισε ο Χούμα και τελικά άρθρωσε αυτό που είχε από καιρό παραδεχτεί μέσα του. «Σ’ αγαπώ. Ντρέπομαι που δε σου το είπα νωρίτερα. Δε θέλω να σε χάσω.»

Παρά τις τρομερές πληγές της, το πρόσωπό της έλαμψε.

«Θέλω… θέλω να με θυμάσαι όπως είμαι τώρα, γιατί αυτή είμαι πραγματικά. Πρώτη φορά έζησα στ’ αλήθεια σαν ανθρώπινο πλάσμα. Αγάπησα σαν ανθρώπινο πλάσμα.»

Το χέρι της γλίστρησε. «Θα πεθάνω σαν ανθρώπινο πλάσμα… γνωρίζοντας ότι εσύ…» Η Γκουίνεθ έκλεισε τα μάτια, τσακισμένη από τον πόνο. Άρχισε να τρέμει και ο Χούμα τη συγκράτησε, «…εσύ…»

Το ρίγος σταμάτησε. Ο ιππότης χαλάρωσε το σφίξιμο. Τα μάτια της Γκουίνεθ ήταν κλειστά και στην επιθανάτια όψη της ήταν απλωμένη μια παράξενη γαλήνη.

«Γκουίνεθ;»

Θνητέεε! Ακόμα δεν είναι αργά!

Ο Χούμα τής απόθεσε κάτω το κεφάλι.

Πίσω από το ύψωμα φάνηκε αστραπιαία μια ουρά που χάθηκε ξανά. Ο ουρανός ήταν πάλι μαύρος. Η πύλη, η δίοδος της Τακίσις από και προς την Άβυσσο, τρεμόσβηνε και είχε απομείνει σαν μια σκιά του προηγούμενου κακόβουλου μεγαλείου της –υπήρχε όμως ακόμα.

Ο Χούμα έπιασε τη Δρακολόγχη και άρχισε να σέρνεται προς το ύψωμα. Ενεργούσε χωρίς τη θέλησή του. Στο μυαλό του οι σκέψεις του για το τι μπορεί να είχε συμβεί ήταν συγκεχυμένες. Δεν υπήρχε πια στο παρόν. Δεν κατάλαβε καν ότι έφτασε στο ύψωμα, μέχρι να βρεθεί να κοιτάζει τη δρακοβασίλισσα.

Κειτόταν λίγο πιο χαμηλά, σ’ έναν κρατήρα που είχε ανοίξει με την πτώση της.

Ο Χούμα απόμεινε εκεί κάμποση ώρα. Ανάσαινε πια με δυσκολία και συνειδητοποίησε ότι τα πλευρά του πρέπει να ήταν σπασμένα. Μια έβλεπε και μια όχι, ξανά και ξανά.

Με κάποιον τρόπο κατάφερε να φέρει τη Δρακολόγχη στην κορυφή του υψώματος και να την περάσει από πάνω του, με την αιχμή μπροστά. Ο ψυχρός άνεμος δεν τον ενοχλούσε πια. Του καθάριζε μάλιστα το μυαλό για την αποστολή που τον περίμενε.

Τι… κάνεις εκεί;

Η σκέψη της δρακοβασίλισσας τρεμόπαιξε ξαφνικά μέσα στο μυαλό του. Ξαφνιάστηκε τόσο που παραλίγο να του πέσει η λόγχη από το ύψωμα. Την τράβηξε και τη χρησιμοποίησε για να σηκωθεί όρθιος, με το κορμί του να ταλαντεύεται μπρος-πίσω.

Με τη Δρακολόγχη έτοιμη σαν ακόντιο, ο Χούμα κοίταξε τη θεά που χτυπιόταν.

Κειτόταν ανάσκελα, με τα φτερά της διπλωμένα άβολα κάτω από το κορμί της. Τα τέσσερα κεφάλια που απόμεναν τινάζονταν άγρια προς τη σπασμένη Δρακολόγχη, η οποία ήταν ακόμα καρφωμένη στο κορμί της. Κάθε φορά που τα κεφάλια το πλησίαζαν, το όπλο σπίθιζε κι εκείνα τραβιόνταν πίσω από τον πόνο.

«Άκουσέ με» είπε ο Χούμα.

Στην αρχή ακούγονταν μόνο τα τινάγματα και οι τρομερές κραυγές πόνου και μανίας.

«Άκουσέ με» επανέλαβε.

Θνητέ… Τι ζητάς;

Η τεράστια δράκαινα προσπάθησε να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερε.

«Νικήθηκες, Τακίσις, δρακοβασίλισσα.»

Όχι! Αυτό δε γίνεται!

«Τα στρατεύματά σου τράπηκαν σε φυγή. Οι αποστάτες σου είναι άλλοι νεκροί κι άλλοι σκορπισμένοι. Το Συμβούλιο θα τους καταδιώξει. Κάτι τέτοιους θα τους προσέχουμε περισσότερο στο μέλλον. Δε θα υπάρξει άλλος Γκάλαν Ντράκος.»

Πέρασε κι άλλη ώρα. Η δρακοβασίλισσα προσπαθούσε φανερά να κερδίσει τον έλεγχο.

Τι θέλεις, θνητέ;

«Πρέπει να διατηρηθεί η ισορροπία. Χωρίς το Κακό, το Καλό αποτελματώνεται. Ξέρω πως δεν μπορώ να σε σκοτώσω.»

Λευτέρωσέ με λοιπόν!

Η ένταση της στιγμής έκανε τον Χούμα να παραπατήσει προς τα πίσω. Η Δρακολόγχη παραλίγο να του γλιστρήσει από το χέρι.

«Πρώτα πρέπει να παραδοθείς.»

Ο άνεμος είχε κοπάσει. Ο ουρανός ήταν παράξενα καθαρός. Ο Χούμα ένιωσε τον ήλιο να του ζεσταίνει το κορμί.

Η πύλη είχε σχεδόν εξαφανιστεί.

Η δρακοβασίλισσα ήταν εντελώς ακίνητη. Ήταν σχεδόν σαν νεκρή. Ο Χούμα τράβηξε τη λόγχη από την άκρη κι έσκυψε από πάνω της.

Ένα κεφάλι δράκου, πράσινο σμαραγδί, τινάχτηκε εναντίον του. Ο Χούμα τραβήχτηκε, αλλά ήταν αργά.

Μια πυκνή στήλη τοξικού, πράσινου αερίου τον χτύπησε σφυρίζοντας και τον τύλιξε πριν προλάβει να σκεφτεί. Έπεσε μπρούμυτα και αυτή τη φορά το χέρι του που κρατούσε τη λόγχη χαλάρωσε ολότελα. Το όπλο έπεσε από το χείλος του γκρεμού. Ο άτυχος ιππότης έπεσε κι εκείνος προς τη δρακοβασίλισσα. Σε κάθε του αναπήδηση πάνω στον πετρώδη κρατήρα έβγαζε και από ένα ουρλιαχτό.

Κι άλλοτε είχε νιώσει πόνο, αλλά τώρα καταλάβαινε το πραγματικό νόημα της λέξης. Ούρλιαζε απανωτά, αλλά δεν πέθανε.

Ζεις ακόμα! Τι χρειάζεται για να πεθάνεις; Ένας κοινός θνητός είσαι!

Τότε ο Χούμα, παρά τον πόνο του, γέλασε.

«Ανήκω στον Πάλανταϊν, ανήκω στην Γκουίνεθ. Κανείς τους δε θα σου επιτρέψει να με πάρεις!»

Ο Χούμα άρχισε να σηκώνεται. Έβηχε και τα χέρια του έτρεμαν. Είχε εισπνεύσει πάρα πολύ δηλητηριώδες αέριο. Η πτώση του είχε τσακίσει το κορμί και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταθεί όρθιος – τόσο πολύ γυρνούσε το κεφάλι του. Ήξερε ότι, παρά τα λεγόμενά του, δεν είχε πολλή ζωή ακόμα.

«Έρχονται, Τακίσις»

Ποιοι;

«Οι υπόλοιπες Δρακολόγχες. Πάνω από εκατό. Ο πόνος και η αγωνία σου στο εκατονταπλάσιο. Σου προσφέρω μια ευκαιρία. Εκείνοι δε θα κάνουν το ίδιο. Το ξέρεις.»

Δεν μπορούν να με σκοτώσουν!

«Μπορούν να σε κάνουν να υποφέρεις αιώνια.»

Δ εν μπορούν! Η ισορροπία! Εσύ το είπες!

«Και τι τους νοιάζει εκείνους η ισορροπία; Αυτοί θέλουν την ειρήνη. Αυτό θα σου πουν.»

Μεγάλη παύση. Τα μάτια του Χούμα άρχισαν να κλείνουν, αλλά κατάφερε να τα ανοίξει και πάλι.

«Δε θα μπορέσεις να λευτερωθείς πριν έρθουν. Ακόμα κι αν εγώ πεθάνω, εκείνοι θα σε πιάσουν. Μια θεά στο έλεος των θνητών.»

Τι ζητάς;

Ήταν ολοφάνερο ότι η Τακίσις δυσκολευόταν πολύ να συνεχίσει. Μόνο ένα κεφάλι κοίταζε πια τον Χούμα. Τα άλλα ταλαντεύονταν ανεξέλεγκτα.

«Αποσύρσου από τον Κριν.»

Εγώ…

«Φύγε τώρα!»

Πολύ καλά.

«Πάρε και τους δράκους σου μαζί. Δεν πρέπει να ξανάρθουν ποτέ στον Κριν. Πάρ’ τους μαζί σου.»

Κι άλλη παύση.

«Ορκίσου το» πρόσθεσε ο Χούμα.

Εκείνη δίστασε.

Τ’ ορκίζομαι.

«Θέλω να σε ακούσω να ορκίζεσαι σε ό,τι έχεις ιερό.»

Είδαν κι οι δυο τους το μοναχικό δράκο να πετάει από πάνω τους και άκουσαν τη φωνή του αναβάτη του, μια φωνή που ο Χούμα γνώριζε καλά.

Ο Καζ. Η φωνή του έτρεμε και ο δράκος του ήταν ολοφάνερα κουρασμένος, αλλά πετούσαν διαγράφοντας κύκλους, έτοιμοι να πλησιάσουν.

«Ο χρόνος σου τελειώνει, βασίλισσα.»

Ορκίζομαι ότι θ’ αποσ… αποσυρθώ (ρίγησε από τον πόνο και για μια στιγμή ο Χούμα φοβήθηκε ότι θα τον έλιωνε με το βάρος της) από τον Κριν μαζί με τα παιδιά μου, για όσο καιρό ο κόσμος είναι ακέραιος. Τ’ ορκίζομαι στο…

Το είπε. Στο επέκεινα. Στον ύψιστο θεό.

Ο Κεραυνός προσγειώθηκε εκεί κοντά, με μάτι άγρυπνο. Ο Καζ, αδιαφορώντας για τον όγκο της κακόβουλης δρακοβασίλισσας, έτρεξε κοντά στον Χούμα.

«Νίκησες! Τη νίκησες!» Ο Καζ σταμάτησε αποτόλμα και η έκφρασή του σοβάρεψε. «Είμαι μάρτυρας, Χούμα. Θα το θυμάμαι όσο θυμάμαι και τους προγόνους μου.»

Ο Χούμα τον έκανε να σωπάσει με το βλέμμα. «Καζ, πρέπει να βγάλεις τη Δρακολόγχη από το κορμί της.»

«Τι;» Ο Καζ σηκώθηκε και κοίταξε τον Χούμα σαν να είχε χάσει τα μυαλά του. «Να τη λευτερώσω; Θα γίνει χαμός! Θα πεθάνουμε – αν είμαστε τυχεροί!»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι. Μου ορκίστηκε. Μπορώ να σε βεβαιώσω ότι…» έκλεισε τα μάτια «…ότι θα φύγει.»

«Δεν μπορώ να το κάνω!»

«Καζ.» Ο Χούμα μόρφασε. «Της το υποσχέθηκα. Είναι θέμα τιμής για μένα. Εσύ καταλαβαίνεις από τιμή. Στην αρχαία γλώσσα λέμε “Εστ Σουλάρις οθ Μίθας.” Η τιμή μου είναι η ζωή μου.»

Ο μινώταυρος κοίταξε μια τον ιππότη και μια τη θεά. Εκείνη, σιωπηλή, έτρεμε από τον πόνο.

«Βιάσου. Τη λόγχη, την τιμή μου – οι άλλοι δε θα σε αφήσουν.»

Διστακτικά, ο μινώταυρος άρχισε να κινείται. «Η τιμή μου» είπε μονολογώντας σχεδόν, με τα μάτια καρφωμένα στο σκοπό του «είναι η ζωή μου.»

Τα κεφάλια της δρακοβασίλισσας γύρισαν προς το μέρος του, αλλά μόνο ένα, το ύπουλο πράσινο, έμεινε καρφωμένο πάνω του. Τα άλλα κουνιόνταν απλώς μπρος-πίσω, λες και ήταν ολότελα ανεξέλεγκτα.

Η λόγχη ήταν βαθιά καρφωμένη στη βάση του λαιμού του μπλε κεφαλιού. Με μεγάλη αηδία και αρκετό φόβο, ο Καζ σκαρφάλωσε πάνω στην Τακίσις, τη Σκοτεινή Βασίλισσα.

Ο πράσινος δράκος τον κοίταζε έντονα.

Σε μια επίδειξη τρελής παλικαριάς, ο πελώριος πολεμιστής ρουθούνισε περιφρονητικά. Ζάρωσε βλέποντας το κεφάλι έτοιμο να τον χτυπήσει, αλλά εκείνο γύρισε και κοίταξε βλοσυρά την πηγή της αγωνίας της βασίλισσας.

«Θεοί» μουρμούρισε ο Καζ. Θυμήθηκε τον όρκο και σιώπησε. Είχε φτάσει τη Δρακολόγχη. Την έπιασε γερά και την τράβηξε.

Η Δρακολόγχη βγήκε χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ο Καζ έχασε την ισορροπία του και έπεσε κατρακυλώντας από την κολοσσιαία μορφή, με τη λόγχη πάντα στο χέρι.

Ένα φρικτό γέλιο που σου μούδιαζε το μυαλό πλημμύρισε τον αέρα.

Ο Καζ σταμάτησε, γύρισε και κοίταξε ψηλά.

Η Τακίσις ήταν εκεί, σε όλο το κολασμένο της μεγαλείο. Με τα φτερά ανοιχτά, να αγκαλιάζουν ολόκληρο τον ουρανό. Τα πέντε της κεφάλια κοίταζαν τους ουρανούς γελώντας. Ο πόνος, οι πληγές, ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Πέντε τρομερά κεφάλια δράκων κοίταξαν τον ανήμπορο, τσακισμένο ιππότη κι έπειτα το μινώταυρο που την είχε λευτερώσει. Σε καθένα τους απλωνόταν κι από ένα χαιρέκακο χαμόγελο.

Ο ουρανός γέμισε φλόγες και ο Καζ αναγκάστηκε να καλύψει τα μάτια του.

Όταν τα άνοιξε ξανά, ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος και ο ήλιος, ο τόσο καιρό ξεχασμένος ήλιος, έλαμπε μεγαλόπρεπα, θριαμβευτικά.


Ο ήλιος είχε ξαναβρεί τη λάμψη του. Ο Χούμα δεν ένιωθε πια κρύο, αλλά ούτε και ζέστη. Νύστα. Αυτό ένιωθε. Στην ανοιχτή του παλάμη είδε το μενταγιόν του Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Το πρόσωπο του Πάλανταϊν έλαμπε ζωηρά στο φως του ήλιου. Η ματιά του ήταν υπερβολικά έντονη. Ο Χούμα έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να σφίξει το φυλαχτό. Δεν πείραζε. Όταν θα έπεφτε ο ήλιος, θα το κοίταζε ξανά.

Η σκέψη του πήγε στην Γκουίνεθ και στο τι θα έκαναν τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει.

Κεφαλαίο 32

«Ένα ναό. Σου χτίζουν έναν αναθεματισμένο ναό, εσένα, που το μόνο που ήθελες ήταν ένας απλός τόπος ανάπαυσης.»

Ο Καζ έστρεψε το άλογό του πέρα από το μεγαλόπρεπο τάφο. Ο Άρχοντας Όσγουολ συμμεριζόταν την απέχθεια του μινώταυρου για τα περίτεχνα στολίδια, τα οποία δεν άρεσαν καθόλου στον Χούμα όσο ζούσε, αλλά έπρεπε να λάβει κι άλλα πράγματα υπόψη του.

«Ο κόσμος χρειάζεται έναν ήρωα» του εξήγησε ο Μεγάλος Μάγιστρος με μια κάπως αμφίβολη έκφραση στο γερασμένο του πρόσωπο «και η Ιπποσύνη χρειάζεται ένα πρότυπο για να αναπτυχθεί. Ο Χούμα μάς τα έδωσε και τα δύο.»

Ο Καζ αναρωτήθηκε πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να ξεχάσει ο κόσμος τον Χούμα ή να τον δει κι εκείνον σαν τους άλλους μύθους – σαν παραμύθι. Άνθρωποι, νάνοι, κέντερ και ξωτικά – όλοι τους είχαν μια τάση να ξεχνούν ή να εξιδανικεύουν την αλήθεια με τον καιρό. Ακόμα και οι μινώταυροι ήταν θύματα μιας τέτοιας αδυναμίας.

Μελέτησε το δρόμο μπροστά του. Ο Μπένετ είχε πει πως, κατά τη γνώμη του, οι πεδιάδες θα επέστρεφαν στην προπολεμική τους κατάσταση μέσα σε πέντε ή έξι χρόνια. Ο Καζ τα λογάριαζε σε εννέα με δέκα. Ωστόσο ο δρόμος ήταν ακόμη βατός κι αυτό ήταν που μετρούσε. Ήθελε να βρίσκεται μακριά πριν ανακαλύψουν την απουσία του οι ιππότες. Ήταν τόσο πολλά αυτά που κανείς δικός του δεν είχε δει ποτέ πριν. Το Κουαλινέστι τού φαινόταν ενδιαφέρον. Ίσως τα ξωτικά να του πρόσφεραν μια εμπειρία.

Η μέρα ήταν λαμπρή και ζεστή, κάτι στο οποίο ο Καζ δεν ήταν συνηθισμένος. Χαιρόταν που είχε φορτώσει πολλά ασκιά με νερό. Μέχρι να εξοικειωθεί περισσότερο με τον τόπο, θα έπρεπε να κάνει οικονομία.

Το βαρύ πολεμικό άλογο που του είχε δώσει ο Άρχοντας Όσγουολ κάλπαζε γοργά στο μονοπάτι. Στο χωματόδρομο υπήρχαν πολλές λακκούβες και πολλά από τα πράγματά του χοροπηδούσαν. Το πουγκί της ζώνης που κρεμόταν στα δεξιά του τον ενοχλούσε τόσο που τελικά το έβγαλε. Μέσα του κουδούνιζαν μέταλλα.

Ο Καζ τράβηξε τα γκέμια κι έχωσε το χέρι του στο πουγκί. Έβγαλε δύο αντικείμενα. Το πρώτο ήταν μια σφραγίδα που στη μια της όψη έφερε το σύμβολο της Ιπποσύνης. Η άλλη της πλευρά είχε χαραγμένο το όνομα του μινώταυρου, όπως και το γεγονός ότι ήταν όντως μινώταυρος. Ένα σημάδι πάνω από το όνομά του φανέρωνε πως βρισκόταν κάτω από την προστασία των Ιπποτών της Σολάμνια. Στην αρχή του είχε κακοφανεί, αλλά ο αρχηγός της Φρουράς έσπευσε να του τονίσει ότι ο κόσμος δεν έλεγε καλά λόγια για τους μινώταυρους. Οι ιστορίες για τον Χούμα που κυκλοφορούσαν κιόλας δεν τον ανέφεραν πουθενά. Πολλοί ιππότες δεν μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν τη θρυλική φιλία του ιππότη με ένα πλάσμα που πολλοί θεωρούσαν ζώο.

Ο Καζ ξανάβαλε προσεκτικά τη σφραγίδα στο πουγκί και κοίταξε το δεύτερο αντικείμενο. Ήταν το μενταγιόν του Πάλανταϊν που είχε πέσει από το άψυχο χέρι του ιππότη όταν τον ανέβασε στην πλάτη του Κεραυνού. Ο μινώταυρος το είχε βάλει στο πουγκί του για να το φυλάξει και μέχρι εκείνη τη στιγμή το είχε ξεχάσει.

Το φως του ήλιου λαμπύρισε πάνω στο μενταγιόν και ο Καζ κοίταξε ξανά τον ουρανό. Τα πράγματα άλλαζαν. Οι δράκοι του Σκότους είχαν φύγει, αλλά το ίδιο είχαν κάνει και οι μεταλλικοί δράκοι. Ο Κεραυνός έφυγε χωρίς σχόλια, μόλις έφεραν πίσω τους νεκρούς. Από τότε κανείς δεν ξανάδε δράκο.

Κλότσησε μαλακά τα πλευρά του πολεμικού του αλόγου. Ενώ προχωρούσε, συνέχισε να ψηλαφίζει το μενταγιόν. Είχε σκεφτεί να το κρατήσει σαν παντοτινή απόδειξη της γνωριμίας του με τον Χούμα, όμως τώρα αμφέβαλλε κατά πόσο ήταν δικαιωματικά δικό του.

Το είχε βάλει σχεδόν στο πουγκί, όταν είδε ένα μοναχικό δέντρο στη δεξιά πλευρά του μονοπατιού. Τα άλλα δέντρα γύρω του κείτονταν ξεριζωμένα ή στέκονταν ξερά. Μόνο τούτο είχε ζωή μέσα του, λίγα κλαδιά απ’ όπου ξεπεταγόταν καινούρια φυλλωσιά.

Από μια παρόρμηση, ο Καζ άπλωσε το χέρι του και, όταν βρέθηκε στο ύψος του δέντρου, κρέμασε το φυλαχτό από την αλυσίδα του σε ένα κλαδί που απλωνόταν πάνω από το μονοπάτι.

«Εστ Σουλάρις οθ Μίθας» μουρμούρισε.

Έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο δρόμο και σπιρούνισε ξαφνικά το άλογό του να καλπάσει. Δεν το άφησε να κόψει ταχύτητα, παρά μόνο όταν δέντρο και τάφος είχαν χαθεί ολότελα από τα μάτια του.

Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Richard A. Knaak γράφει για τον κόσμο του Dragonlance® από το 1987, οπότε δημοσιεύτηκε το πρώτο διήγημά του στο The Magic of Krynn. Από τότε έχει γράψει περισσότερα από δέκα διηγήματα και πέντε μυθιστορήματα για τον ίδιο κόσμο, στα οποία περιλαμβάνεται ο Θρύλος του Χούμα, που εμφανίστηκε στη λίστα των best-sellers των Times της Νέας Υόρκης.

Ο Knaak είναι επίσης συγγραφέας των σειρών Dragonrealm και αρκετών σύγχρονων έργων φαντασίας, ενώ έγραψε και για τις σειρές Diablo™ και Warcraft™, που βασίστηκαν στα ομώνυμα computer games με την παγκόσμια απήχηση. Έχει ξεκινήσει τη συγγραφή της πολύτομης σειράς The Minotaur Wars, από την οποία έχουν κυκλοφορήσει ήδη τα βιβλία Night of Blood και Tides of Blood.

Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο Αρκάνσας και το Σικάγο. Διατηρεί δικτυακό τόπο στη διεύθυνση http://www.sff.net/people/knaak.

Αυτό το βιβλίο, το πρώτο μου, είναι αφιερωμένο στην οικογένεια μου, την κοντινή όσο και τη μακρινή, που με ανέχτηκε όλα αυτά τα χρόνια.

Είναι επίσης αφιερωμένο στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου του Ιλινόις στο Champaign-Urbana, που μετά από επίμονη προσπάθεια με έπεισε επιτέλους ότι άλλη ήταν η σταδιοδρομία για την οποία ήμουν προορισμένος.

1

Hawkeye στο πρωτότυπο, αετομάτης (σ.τ.μ.).


на главную | моя полка | | Ο Θρύλος του Χούμα |     цвет текста   цвет фона   размер шрифта   сохранить книгу

Текст книги загружен, загружаются изображения



Оцените эту книгу